10 Οκτωβρίου 2006

Ιτ γουόζ α λαβ σονγκ

Caro diario

Ο καιρός μολύβι, έτοιμος να πέσει και να μας τυλίξει. Από το ανοικτό παράθυρο, φτάνει ο ήχος ενός ελικοπτέρου, που μπερδεύεται προς στιγμή με ένα τραγούδι των Archive, που παίζω στο cd. Στους τοίχους του δωματίου χορεύουν οι σκιές, που προβάλλονται μπροστά από τις φλόγες των κεριών. Αισθάνομαι εξουθενωμένος. Ετοιμος να παραδώσω τα πάντα στην τύχη τους. Εχω τέτοια υπερένταση και εκνευρισμό (ταυτίζονται πάντα αυτές οι καταστάσεις άραγε;) που μου έρχεται να ουρλιάξω.

Με προλαβαίνει το πρώτο μπουμπουνιταριό, όπως λέει και ο Αρης, που κοιμάται στον καναπέ. Ετσι όπως τον κοιτάζω, θυμάμαι ότι τέτοιες μέρες πριν από κάμποσα χρόνια, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά - εκτός icq. To πρώτο μας βλέμμα. Το πρώτο άγγιγμα. Τα πρώτα μας λόγια. Αλήθεια πως πέρασαν τόσα χρόνια; Hταν σαν χθες που μετρούσα τις μέρες, τους μήνες... Σχεδόν γεράσαμε. Μου το θυμίζει μια παλιά φωτογραφία που άλλαξε τώρα στο desktop. Τόσο νέοι, τόσο ερωτευμένοι. Τόσο ανυπόμονοι να ζήσουμε όσα δεν είχαμε προλάβει να ζήσουμε ως τότε. Το βλέπω τώρα σ' εκείνα τα μάτια. Πίσω στο 1997...

Ο Αρης σαν να τα βλέπει λες σ΄ένα όνειρο, κάνει να ξυπνήσει. Σταματώ να χτυπώ τα πλήκτρα (...) Οι πρώτες σταγόνες της βροχής πέφτουν στο μπαλκόνι. Πατ, πατ, πατ. Δείχνει να κοιμάται πάλι. Μου περνά από το νου, να πάω να χωθώ στην αγγαλιά του. Να με καταλάβει και να με τραβήξει πάνω του. Να με κλείσει μέσα στα δυνατά του χέρια. Να μπλέξω τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά του. Να αισθανθώ το δέρμα του να ανασηκώνεται, την ανάσα του ζεστή σαν το λίβα, στο λαιμό μου. Σε στάση κουταλιού...

Τραβώ το βλέμμα μου από το σώμα του Αρη και το βουλιάζω στο κενό του παραθύρου. Βλέπω ένα κιτρινωπό φως να έχει μετατρέψει τα πάντα σε σέπια. Ετσι κίτρινο έχει γίνει πια κι εκείνο το όνειρο. Κατά καιρούς έρχεται να στοιχειώσει και πάλι τους ύπνους μου. "Φακ γιου, ανιγουέϊ", λένε τώρα οι στίχοι του τραγουδιού, που ξερνούν τα ηχεία. Δεν δίνω σημασία στα σημεία. Εχω πάψει να το κάνω από χρόνια. Παύση. Φοράω τα ακουστικά και δυναμώνω την ένταση, όσο νομίζω ότι θα αντέξουν τα αφτιά μου. Παύση. Μουσική ξανά. Φοβάμαι ότι αν κλείσω τα μάτια θα τον δω πάλι. Τα χείλια του. Σαρκώδη και ζεστά. Ασάλευτα. Κοντά μου ωστόσο, σαν μάκρο φωτογραφία. Θέλω όσο τίποτα άλλο να κολλήσω πάνω τους τα δικά μου. Εστιάζω το βλέμμα μου στη γραμμή που τα χωρίζει. Κλείνω τα μάτια. Γέρνω μια ιδέα το κεφάλι μου και τον γεύομαι για μια φορά ακόμη.

Ενα δάκρυ είναι έτοιμο να χαρακώσει το μάγουλό μου. Χτυπώ με δύναμη τα βλέφαρά μου μια, δυο, τρεις φορές για να ανακόψω την πορεία του. Τα κατάφερα πάλι. Δεν ξέρω αν όλα αυτά ξανάρχονται στην επιφάνεια του μυαλού μου, γιατί προχθές διάβασα απνευστί το "Μπριγιόλ" ή γιατί είχε τα γενέθλιά του. Λίγο έλειψε να τον έψαχνα στην εταιρεία που δουλεύει. Και τι να του έλεγα; "Xρόνια πολλά, Βασίλη". Και μετά τι; Πάνε τόσα χρόνια... "Ποιός είναι;" "...", "Ποιός;", "...", "Α! Eλα ρε, τι γίνεσαι;"...

Χρόνιος έρωτας. Δυνατός, παθιασμένος, ολοκληρωτικός. Ανομολόγητος εντέλει. Σημάδεψε την εφηβεία μας μέχρι τα χρόνια του Πανεπιστημίου. Και αργότερα. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι... Τον θυμάμαι στο πρώτο επισκεπτήριο στο στρατόπεδο της Αυλώνας. Σαν να ΄ταν χθες. Τον διέκρινα από μακρυά, πιο εύκολα απ΄ότι την μάνα μου. Βάδην, με τον ιδρώτα να πλημμυρίζει τα καινούρια άρβυλα. Πιο γρήγορα, τροχάδην. Σε λίγο έτρεχα πια προς το μέρος του, χωρίς να πάρω στιγμή τα μάτια μου από τα δικά του. Και εκείνος χαμογελούσε από ευτυχία, καθώς με έβλεπε να πλησιάζω πάνω του σαν μαχόμενο θηρίο. Επεσα στην αγγαλιά του, χωρίς άλλη ανάσα. Πέταξε πέρα μακρυά στο χώμα, το "Κλικ", που μου είχε φέρει, για να με αγγαλιάσει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Η ειρωνεία είναι ότι εκείνη τη μέρα ο Αρης ήταν κάπου εκεί κοντά μου. Χωρίς να γνωριζόμαστε τότε. Ετρεξε και αυτός όπως όλοι μας, παρόλο που κανείς δεν βρισκόταν στην άλλη πλευρά για να τον αγγαλιάσει... Ηταν μεσημέρι πια, όταν επιστρέφοντας προς την Iλη, είδα από μακρυά πεταμένο στο χώμα, το περιοδικό του Βασίλη. Ζήτησα άδεια από τον Λοχία, να επιστρέψω για να το πάρω. Δεν με άφησε. Εκλαψα ως το βράδυ για το ποδοπατημένο "Κλικ". Χωρίς ντροπή.

Η σχέση αυτή πότισε τις ψυχές μας, τις μπόλιασε με μια παράξενη αγάπη, που ήταν τα πάντα και την ίδια στιγμή δεν ήταν τίποτα. Που ήταν μαρτύριο και συνάμα ευτυχία. Φιλία, έρωτας, αγάπη, πάθος. Κωδικοποιημένα σε ματιές, αγγίγματα, σιωπές. Κυρίως αυτό. Σιωπή. Για χρόνια ολόκληρα. Κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει. Ή το πιο εύκολο... να πράξει. Ωσπου μια μέρα, μετά από χρόνια βρεθήκαμε να έχουμε μεγαλώσει στα ξαφνικά. Η κάθε κίνηση είχε αποκτήσει άλλο βάρος. Οι ματιές αποτραβήχτηκαν βαριές. Τα γόνατα και οι ώμοι δεν κολλούσαν συχνά. Οι σιωπές στο τηλέφωνο μίκρυναν και αυτές. Η αφορμή δεν θα αργούσε να φανεί. Πιαστήκαμε και οι δύο πάνω της σαν ναυαγοί. Και μετά αφεθήκαμε ψάχνοντας στη λήθη, τη λύτρωση.

Βρεθήκαμε ξανά μετά από χρόνια να τα λέμε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, μπροστά από δύο φλιτζάνια καφέ. Είχα πάει αποφασισμένος να δώσω ένα τέλος ή μήπως μια αρχή; Δεν είχαμε πάψει στιγμή να θέλουμε ο ένας τον άλλο. Ή μήπως έκανα λάθος; Αραγε, τι είχε απομείνει μέσα μας, από εκείνα τα δύο παιδιά; Μπορούσαμε ν΄ ανασύρουμε αυτό, που για χρόνια είχαμε αφήσει κρυμμένο στο σκοτάδι; Θέλαμε να το φέρουμε πίσω; Ηθελα..;
- Τι σκέφτεσαι, ρώτησε.
- Εχεις σχέση, αυτό τον καιρό; Δεν τα είπαμε αυτά, έκανα αφήνοντας ένα πονηρό γελάκι.
- Την αλήθεια θέλεις ν΄ ακούσεις;
- Και μόνο την αλήθεια... απάντησα με ύφος εισαγγελικό
Μετά από μια μικρή σιωπή, έγνεψε καταφατικά... Ηταν κάτι που δεν περίμενα. Δεν έδειξα ούτε έκπληξη, ούτε ταραχή.
- Ελα ρε. Πως την λένε;
- Γιώργο...
- ...

- Τι κάνεις τόση ώρα εκεί; Aκόμα να τα παρατήσεις πια αυτά τα γραψίματα όλη την ώρα; Eλα δω...
Πρόσεξα το κερί, που άφηνε μια λεπτή στήλη καπνού καθώς έσβηνε πάνω στο γραφείο. Οι σκιές μίκρυναν, ώσπου χάθηκαν. Το σκοτάδι πλημμύριζε τώρα το χώρο. Μύρισα τη βροχή. Σηκώθηκα και χώθηκα κάτω από την κουβέρτα. Ξαφνικά κατάλαβα ότι κρύωνα. Ενοιωσα τα χέρια του Αρη να με τραβάνε πάνω στο ζεστό κορμί του. Σε λίγο θα με άφηναν ολόγυμνο, παραδομένο στα χάδια του. Από τα ηχεία ακούστηκε "Ιτ γουόζ α λαβ σονγκ". Εκλεισα τα μάτια. Αυτή τη φορά δεν είδα τίποτα...