31 Μαΐου 2007

Ημέρα με ζωή...

Caro diario

Kοντεύει χρόνος, από τότε που κάποιες ιατρικές εξετάσεις του πατέρα μου, έδειξαν μια σκιά στον πνεύμονα. Οι γιατροί συνέστησαν τότε και νέες εξετάσεις πριν τον παραπέμψουν τελικά σε πνευμονολόγο. Εγιναν και οι άλλες εξετάσεις. Πέρασαν εβδομάδες ωσότου τελικά κλειστεί το ραντεβού με τον γιατρό. Εως τότε οι φάκελοι παρέμεναν σε μια γωνιά του σπιτιού. Ολοι τους βλέπαμε και κλείναμε με δύναμη τα μάτια μας ευχόμενοι να υπήρχαν μόνο σε ένα κακό όνειρο. Αλλά ήταν εκεί. Μια σκιά στις ζωές μας.

Ενα απόγευμα μαζέψαμε όλους τους φακέλους, όλα τα χαρτιά και μπήκαμε στο αυτοκίνητο για τον πνευμονολόγο. Ο πατέρας μου και εγώ. Εκανε ζέστη και ο δρόμος είχε κίνηση. Οδηγούσε ο πατέρας μου. Αργά, στη δεξιά λωρίδα. Τα πόδια του γυμνά μέσα στα καφέ δερμάτινα παπούτσια, πατούσαν νωχελικά τα πετάλια. Ανέσειρα την ίδια εικόνα μέσα από τις πιο σκουριασμένες μνήμες του μυαλού μου. Ηταν πριν από πολλά χρόνια, τα ίδια αυτά γυμνά πόδια, που στέκονταν γεμάτα δύναμη ακόμα, αντίκρυ στα δικά μου. Περιμέναμε -αμίλητοι- για την εγγραφή μου στη σχολή, καθισμένοι σε δυο παλιές ξύλινες καρέκλες, ενός άδειου γραφείου. Τότε, είχα νιώσει μια απίστευτη συμπόνια βλέποντας εκείνα τα γυμνά πόδια του ανθρώπου. Του πατέρα μου. Ετρεξα γρήγορα προς το παράθυρο ενός σκοτεινού φωταγωγού, πριν κυλήσει ένα δάκρυ.

Περιμέναμε τη σειρά μας στο ιατρείο, καθισμένοι σε άσπρους δερμάτινους καναπέδες. Αντίκρυ και πάλι με τα περιοδικά ανάμεσά μας. Στο πλάι μου οι φάκελοι, περίμεναν μαζί μας τον γιατρό. Ενας νεαρός, ήρθε μετά από λίγο και κάθησε δίπλα στον πατέρα μου. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε να είχε και εκείνος "σκιά". Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, έριξε ξαφνικά το βλέμμα πάνω μου. Μήπως άραγε, είχε και εκείνος αναρωτηθεί το ίδιο για μένα; Τότε, άνοιξε η εσωτερική πόρτα του ιατρείου. Μια γυναίκα, γύρω στα 40 με τους δικούς της φακέλους κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από μέσα. Πίσω της η φιγούρα του γιατρού με το χέρι του να αγγίζει σχεδόν τον ώμο της. "Ποιός έχει σειρά; "ρώτησε μετά από μια στιγμή και περίμενε στητός στο άνοιγμα της πόρτας, για να μας υποδεχθεί.

Περάσαμε γρήγορα μέσα και βρέθηκα ξανά να κάθομαι μπροστά από ένα γραφείο αντίκρυ με τον πατέρα μου. Ο γιατρός ζήτησε τους φακέλους. Τους έδωσα. Προσεκτικά τους τοποθέτησε μπροστά του. Μας κοίταξε, μια εμένα και μια τον πατέρα μου. "Εσύ, πρέπει να είσαι ο γιος. Σωστά; " με ρώτησε. "Σωστά", απάντησα. "Και οι φάκελοι είναι του πατέρα σου. Σωστά;" "Και πάλι σωστά" απάντησα. "Πως σε λένε;" Toυ είπα, δείχνοντας με τον τόνο της φωνής μου ότι ήθελα να τελειώνουμε. "Για να δούμε, τι έχουμε εδώ, πατέρα του Λύση", είπε αμέσως μετά ανοίγοντας τους φακέλους σχολαστικά, τον έναν μετά τον άλλο. Δεν ξαναμίλησε για όση ώρα έβλεπε τις εξετάσεις. Αφησε για το τέλος τις ακτινογραφίες. Πήρα μια μεγάλη ανάσα. Εριξα μια ματιά στον πατέρα μου. Είχε ιδρώσει. Ο γιατρός σηκώθηκε για να επιβεβαιώσει πολύ γρήγορα, μπροστά σε εκείνο το φωτεινό πλαίσιο των ακτινογραφιών, όσα του είχαν φανερώσει πριν οι εξετάσεις. Κάθησε και πάλι απέναντί μας, σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω στους άσπρους φακέλους.

"Καπνίζεις;" Ρωτούσε εμένα! "Ναι" είπα. Πριν προλάβω να του υπενθυμίσω, ότι δεν ήμουν εγώ ο ασθενής, συνέχισε λέγοντας "Δεν κάνεις καλά. Οσο είναι καιρός σε παρακαλώ να το σταματήσεις. Αν δεν το κάνεις κινδυνεύεις, να ασθενήσεις όπως ο πατέρας σου... " Τότε γύρισε για πρώτη φορά το βλέμα του σ' εκείνον. "Γιατί κάπνιζες, γιατί; Γιατί καπνίζετε όλοι εσείς; Oπου και να κοιτάξεις βλέπεις άνδρες, γυναίκες, νέους, ηλικιωμένους, κοπάδια ολόκληρα, να ξερνάνε καπνούς. Αδιαφορείτε για την υγεία σας. Αδιαφορείτε για το σώμα σας. Το δώρο αυτό, το μέγιστο! Δεν αδιαφορείτε όμως για το νέο σας αυτοκίνητο, που το προστατεύεται από τη λακούβα του δρόμου για να μην καταστρέψετε τα ακριβά του λάστιχα."

Δεν είχε πάρει όση ώρα μιλούσε τα μάτια του από τα μάτια του πατέρα μου. Τώρα, ο ιδρώτας έλαμπε ακόμα πιο πολύ στο μέτωπο του, που ήμουν σίγουρος ότι θα τον πότιζε μέχρι το βάθος των δερμάτινων παπουτσιών του. "Οταν θα επιστρέψεις σπίτι - συνέχισε στον ίδιο τόνο ο γιατρός - θα βγάλεις προσεκτικά το πουκάμισο που φοράς, θα το διπλώσεις, θα το προστατέψεις. Δεν θα το σκίσεις για να το βγάλεις από πάνω σου και ας κοστίζει μόνο 20, 40 ή 100 ευρώ. Καπνίζοντας όμως έσκιζες το σώμα σου, που είναι ανεκτίμητο... Σε παρακαλώ μην ξανακαπνίσεις. Πέταξτε και οι δύο φεύγοντας από εδώ τα τσιγάρα σας. Σώστε έστω και μια μέρα από τις ζωές σας... Θα μου το υποσχεθείς;" Ρωτούσε εμένα. Εγνεψα καταφατικά. "Οποτε νιώσεις ότι θα χρειαστείς βοήθεια, μη διστάσεις να έρθεις να με δεις". Οσο για τον πατέρα μου, δεν χρειάστηκε φυσικά να μας πει τίποτα άλλο. Μας είπε μόνο, ότι έπρεπε να γίνουν και άλλες εξετάσεις, που όμως απαιτούσαν την εισαγωγή του σε νοσοκομείο. Προτίμησα να κοιτάξω τα γυμνά στα παπούτσια τους πόδια του πατέρα μου... Αυτή τη φορά, χωρίς να κλάψω.

Μήνες μετά από εκείνο το απόγευμα, τα λόγια του γιατρού, είναι ζωντανά ακόμα μέσα μου. Ο πατέρας μου έκανε το τελευταίο του τσιγάρο στην επιστροφή, πριν το σβήσει μονολογώντας: "Mακάρι να μην είχα καπνίσει ποτέ στη ζωή μου. Τ'ώρα είναι αργά. Για να μη βρεθείς στη θέση μου μια μέρα, κόψτο σε παρακαλώ." Δεν ξανακάπνισα από τότε. Ο πατέρας μου εγχειρίστηκε λίγες εβδομάδες αργότερα και τώρα παρακολουθείται ανά εξάμηνο. Εχει καρκίνο στον πνεύμονα.

Σήμερα είναι 31η του Μάη. Ημέρα χωρίς τσιγάρο. Αύριο, ας είναι μια μέρα με ζωή!


24 Μαΐου 2007

Τι Νάπα, τι ΟΑΚΑ...

Caro diario

Οι Αγγλοι έφυγαν, οι βροχές έμειναν. Μεσημέρι με τις αστραπές να εισβάλουν βίαια στα μάτια μου, από τα μεγάλα ανοίγματα των παραθύρων του γραφείου. Η καταιγίδα μαίνεται εδώ και ώρα. Χειμωνιάτικο τοπίο, παρόλο που σε λίγες ημέρες εισερχόμαστε - ημερολογιακά τουλάχιστο- στο καλοκαίρι. Τα σχέδια για απόδραση με τον Αρη για κάμπινγ το τετραήμερο - για εμάς- του Αγίου Πνεύματος, παραδίδουν σήμερα το... πνεύμα τους. Στην τηλεόραση τώρα αναφέρονται στις καταιγίδες. "Μια στη Σαλαμίνα, μια στην Επίδαυρο". Αλλη για Χίο τράβηξε άλλη για Μυτηλίνη, σκέφτομαι και απελπίζομαι. Στο τέλος έκλεισε με κάτι ελπιδοφόρο. "Αναμένεται βελτίωση του καιρού..." Μωρέ λες;

Φύγαν τα παιδιά. όπως τραγουδούσε το Μελινάκι. Που, ειρήσθω εν παρόδω, η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας φιλοξενεί έκθεση αφιερωμένη στην "τελευταία ελληνίδα θεά". Και οι τελευταίοι λοιπόν, ευωχούμενοι Αγγλοι- τουλάχιστο πριν τον αγώνα- επέστρεψαν σήμερα στο ηλιόλουστο Λονδίνο τους. Πρηγουμένως βέβαια, σπάσανε και μερικά καθίσματα του Ηλεκτρικού, - του δικού μας- ξέρασαν μέσα στα βαγόνια των τρένων, ή όπου αλλού έβρισκαν, κάπνισαν σαν αράπηδες, ήπιαν μπύρες του σκασμού και γλεντοκόπησαν την εδώ παραμονή τους, σκεπτόμενοι προφανώς "Τι (Αγία) Νάπα, τι ΟΑΚΑ"... Τουλάχιστο - έστω και λίγοι, καιρού γαρ- γδύθηκαν στις πλατείες, χαρίζοντας εικόνες ημίγυμνων ασπρουλιάρικων σωμάτων, ως αποζημίωση στους λάτρεις του είδους.

Mισή ώρα έμεινε ακόμα πριν βουτηχτούμε με τον Αρη στα γκρίζα νερά του δρόμου, για να φτάσουνε ως το αυτοκίνητο. Η δουλειά όσο πάει ανεβάζει στροφές, εγώ γίνομαι ακόμα πιο πιεστικός στους υπαλλήλους μου, εκείνοι αντιδρούν ενώ παράλληλα έχω να αποφεύγω τα χτυπήματα κάτω από τη μέση. Τελικά πρέπει να είσαι μέλος μια κλίκας γιατί αλλιώς μένεις εκτός εξελίξεων, μόνος, να κυνηγάς ανεμόμυλους.

22 Μαΐου 2007

Επαναφορά

Caro diario

Πήρε πάλι να συννεφιάζει, καθώς ένας γκρίζος ουρανός πολιορκεί την Tρίτη. Πατ πατ πατ, ακούω ξανά τη βροχή στο περβάζι της τζαμαρίας, που με κάνει να κοιτάξω έξω. Χαζεύω για ώρα την πόλη από ψηλά, που αλλαφιασμένη τρέχει να κρυφτεί από τις απειλητικές ψιχάλες. Ενας σκονισμένος αέρας λικνίζει τα δέντρα των δρόμων, δίνοντας μου μια εικόνα περισσότερο φθινοπωρινή.

Βρίσκομαι στο γραφείο, μεσημέρι πια, να γράφω μετά από τόσο καιρό. Δεν ήθελα, δεν μπορούσα, δεν το επεδίωξα, να το κάνω. Μερικοί από εσάς έστειλαν μήνυμα, ρωτώντας με. Τους ευχαριστώ από εδώ. Ενοιωθα όμως την κούραση, να με κρατά καθηλωμένο, ανήμπορο να κάνω κάτι άλλο, εκτός από το να κοιτώ το ταβάνι, οριζοντίως από το κρεβάτι.

Ο καφές έχει ξεθυμάνει πια. Οι δουλιές μου δείχνουν να έχουν έναν τελειωμό. Τα δύσκολα τα άφησα για αύριο. Την Παρασκευή πρέπει να πάω στο γάμο ενός συναδέλφου. Ωραίο παιδί, που θα είναι ακόμα πιο ωραίος μέσα στο κοστούμι του. Αυτές οι κοινωνικές υποχρεώσεις με εξουθενώνουν. Ο,τι με βγάζει έξω από την καθημερινότητά μου. Ειδικά, όταν πρέπει να πάω μόνος. Και αν αυτά έχουν και ένα γκλαμουρ, καλή ώρα ο γάμος, τότε είναι που προτιμώ να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Η Μπία είναι σίγουρη ότι έχω ωροσκόπο στον Ταύρο. "Ναι, παιδί μου, φως φανάρι..."

Η Μπία που έπρεπε ήδη να μου είχε τηλεφωνήσει, γιατί το πρωί κανονίζαμε να πάμε - μαζί με τον Αρη - στο ΙΚΕΑ και στο "γαλικό", για ψώνια. Πάλι θα αγοράσουμε λίγη ευφήμερη ευτυχία, για να θρέψουμε τον καταναλωτισμό μας. Από την άλλη πλευρά του κτιρίου, ο ήλιος πρέπει να έχει προβάλλει πίσω από μια χαραμάδα στα σύννεφα. Ενα γλυκό, κιτρινωπό φως κυλιέται στους τοίχους των αντικρυνών κτιρίων. Ξαφνικά θέλω να βρεθώ έξω. Κοιτάζω το ρολόι και περιμένω τη στιγμή.