23 Φεβρουαρίου 2010

Ψίθυροι και ουρλιαχτά

Caro diario

Ενα χτύπημα στην πόρτα με ξύπνησε από ένα βαθύ ύπνο μεσημεριού, που θέριεψε πάνω στο κρεβάτι μου. Το φως δίπλα στο κεφάλι, χτύπησε με δύναμη στα μάτια. Τα ΄ριξα στο ρολόι που το είδα να δείχνει ήδη οχτώ. Εψαξα για κάτι να σκεπάσω τη γύμνια μου και πήγα να ανοίξω. Κανείς δεν έμεινε να με περιμένει εκεί. Εκλεισα απαλά και με ανακούφιση την πόρτα. Στην κουζίνα είδα βουνό από πιάτα να με περιμένουν να τα βάλω στο πλυντήριο. Τα άφησα στην βρωμιά τους και επέστρεψα μπροστά στο φως του υπνοδωματίου. Εμεινα για μια στιγμή αναποφάσιστος για το αν θα πήγαινα ή όχι στο γυμναστήριο. Γδύθηκα με σκοπό να φορέσω τη φόρμα. Αντί για αυτό όμως, προτίμησα να με σκεπάσω με το λευκό σεντόνι. Εσβησα και το φως. Σκοτάδι...

Εμεινα ώρες έτσι, να σκέφτομαι ό,τι έπεφτε σαν λευκή βροχή από το ταβάνι. Για τη δουλειά, που πάει από το κακό στο χειρότερο. Τις φήμες, που ακούγονται κάθε μέρα που περνά και από ψίθυροι γίνονται ουρλιαχτά. Γύρω υπάρχει μια βεβαιότητα που αρνούμαστε πεισματικά να δούμε. Ζούμε σε μια πεθαμένη από χρόνια χώρα, που όσο και να την κοιτάς δεν έχει την προοπτική του Λαζάρου. Μια χώρα που το 75% των κατοίκων της θεωρούν ότι άργησαν να επιβληθούν τα μέτρα και ότι απαιτούνται περισσότερα και από την άλλη, οι ίδιοι που δηλώνουν αυτά, ετοιμάζονται να κατεβάσουν τα ρολά με μια απεργία ενάντια στην επιβολή των μέτρων. Τρικυμία εν κρανίω.

Και εγώ που είμαι; Tι κάνω; Eμείς; Tι προοπτική υπάρχει; Αν υπάρχει... H ζωή είναι εκεί έξω. Aπό το κάτω διαμέρισμα ακούγονται οι φωνές της γειτόνισας να μαλώνει το μικρό παιδί της. Αφουγκράζομαι, περιμένοντας να ακολουθήσει και η φωνή του άντρα της. Να τη! Φωνάζουν όλοι μαζί. Η γνωστή αυτή αλληλουχία διακόπτεται ξαφνικά, από τρεις πυροβολισμούς. Επεσαν λίγο πιο μακρυά από εμάς. Στο σπίτι πάλι, έπεσε βαριά η ησυχία και βάρυναν τα μάτια. Μου ΄ρθε στο στόμα να σιγοψιθυρίσω το 'Hit Me With Your Best Shot' με τους StereoGoesStellar. Κοιμήθηκα σαν σκοτωμένος...

16 Φεβρουαρίου 2010

Προς τα πίσω...

Caro diario

Στεκόμουν στην αποβάθρα κοιτάζοντας το μαύρο άνοιγμα στα αριστερά μου, έτοιμο να με καταπιεί. Πίσω μου, από το σιδερένιο κάθισμα, έννοιωσα το βλέμμα του Αρη να σκαρφαλώνει αργά στην πλάτη μου. Τραβήχτηκα, λες και θα με έπερνε μπροστά το βάρος. Γύρισα να τον κοιτάξω. Στη διπλανή θέση, είχε καθίσει ένας ωραίος νεαρός. Kοίταξα αυτόν. Εβγαλε το κινητό από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν και άρχισε να παίζει αμήχανα με τα πλήκτρα. Είχε νοιώσει άραγε τον θαυμασμό μου για αυτόν; Γύρισε το πρόσωπό του δεξιά. Είδα μια κοπέλα να κάθετε εκεί δίπλα του. Ο ωραίος νεαρός την εξέταζε, όπως είχα κάνει εγώ πριν με εκείνον. Ισως πάλι όχι. Εκείνη φορούσε μαύρα μεγάλα γυαλιά, που κάλυπταν το μισό της πρόσωπο. Κοιτούσε ίσια μπροστά και το ακίνητο βλέμμα καρφώθηκε στο τζάμι του τρένου της απέναντι αποβάθρας. Μου φάνηκε πως έκλαιγε. Ο αέρας, που έσπρωχνε ο ερχομός του τρένου, έπεσε με δύναμη πάνω μου. Ανακάτεψε τα μαλλιά μου και εγώ έκλεισα με δύναμη τα μάτια.

Μέσα σε ένα βήμα, νόμιζα ότι βρέθηκα σε παζάρι της Μομπάσα ή του Ναϊρόμπι. Δεκάδες πανομοιότυποι Αφρικανοί, πουλούσαν τα ίδια πράγματα , ο ένας δίπλα στον άλλο. Τσάντες, πορτοφόλια, σκαμπό, φουλάρια, και άλλες τσάντες και άλλα φουλάρια. Στην άκρη του δρόμου αραδειασμένα τα όνειρα των ανθρώπων. Εκεί στα άβολα λευκά μάρμαρα μιας μαύρης Ερμού. Μερικοί ήταν γοητευτικοί. Ισως και όμορφοι. Διέκρινες τα σφικτά λιπόσαρκα σώματα κάτω από τα πολύχρωμα ρούχα. Μια θλιβερή παράταξη μοντέλων. Και εμείς οι περαστικοί του ευτελισμού, πιο φτηνοί από την "μαύρη" πραμάτια.

Μεσημέρι τελευταίας Κυριακής της αποκριάς, όταν κλείσαμε την πόρτα του «Ζείδωρον» και προχωρήσαμε προς την πλατεία. Δεν την είχα δει αλλαγμένη. Δεν μου άρεσε. Λίγο πριν την είδοδο στο κτίριο του Μετρό, αποχαιρετήσαμε τους φίλους μας από τη Θεσσαλονίκη και εμείς κινήσαμε προς την Πλάκα, μαζεύοντας εικόνες, μυρωδιές και ήχους μαζί με το τελευταίο φως της μέρας. Πήραμε την Ανδριανού με αργό βήμα. Λιγοστός κόσμος κατέβαινε προς την πλατεία, ποδοπατώντας τα λερωμένα απομηνάρια του καρναβαλικού σαββατόβραδου. Κάναμε μια στάση για καφέ, στο "Ιτ ατ μίλτονς", απέναντι από τα "Αρχιεσπισκοπά". Μια ώρα μετά πέρναμε το δρόμο για την Ερμού με προορισμό το Σύνταγμα.

Αφησα τον παράξενο αυτό κόσμο με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια. - Μήπως θέλεις να μείνουμε και άλλο; Ρωτούσε ο Αρης. - Οχι, ας φύγουμε καλύτερα, απάντησα με τη σκονισμένη ανάσα να τρέχει βιαστικά μπροστά μου. Πίσω νόμιζα πως άκουγα ακόμα τον μονόλογο ενός αλλοπαρμένου, που κρεμασμένος απ΄ τα κάγκελα της οδού Αμαλίας, κοιτούσε το διάφανο άπειρο.

Ο αέρας, που έσπρωχνε ο ερχομός του τρένου, έπεσε με δύναμη πάνω μου. Ανακάτεψε τα μαλλιά μου και εγώ έκλεισα με δύναμη τα μάτια. Εκεί βάλθηκα να λογαριάζω, τη μέρα προς τα πίσω...