16 Φεβρουαρίου 2010

Προς τα πίσω...

Caro diario

Στεκόμουν στην αποβάθρα κοιτάζοντας το μαύρο άνοιγμα στα αριστερά μου, έτοιμο να με καταπιεί. Πίσω μου, από το σιδερένιο κάθισμα, έννοιωσα το βλέμμα του Αρη να σκαρφαλώνει αργά στην πλάτη μου. Τραβήχτηκα, λες και θα με έπερνε μπροστά το βάρος. Γύρισα να τον κοιτάξω. Στη διπλανή θέση, είχε καθίσει ένας ωραίος νεαρός. Kοίταξα αυτόν. Εβγαλε το κινητό από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν και άρχισε να παίζει αμήχανα με τα πλήκτρα. Είχε νοιώσει άραγε τον θαυμασμό μου για αυτόν; Γύρισε το πρόσωπό του δεξιά. Είδα μια κοπέλα να κάθετε εκεί δίπλα του. Ο ωραίος νεαρός την εξέταζε, όπως είχα κάνει εγώ πριν με εκείνον. Ισως πάλι όχι. Εκείνη φορούσε μαύρα μεγάλα γυαλιά, που κάλυπταν το μισό της πρόσωπο. Κοιτούσε ίσια μπροστά και το ακίνητο βλέμμα καρφώθηκε στο τζάμι του τρένου της απέναντι αποβάθρας. Μου φάνηκε πως έκλαιγε. Ο αέρας, που έσπρωχνε ο ερχομός του τρένου, έπεσε με δύναμη πάνω μου. Ανακάτεψε τα μαλλιά μου και εγώ έκλεισα με δύναμη τα μάτια.

Μέσα σε ένα βήμα, νόμιζα ότι βρέθηκα σε παζάρι της Μομπάσα ή του Ναϊρόμπι. Δεκάδες πανομοιότυποι Αφρικανοί, πουλούσαν τα ίδια πράγματα , ο ένας δίπλα στον άλλο. Τσάντες, πορτοφόλια, σκαμπό, φουλάρια, και άλλες τσάντες και άλλα φουλάρια. Στην άκρη του δρόμου αραδειασμένα τα όνειρα των ανθρώπων. Εκεί στα άβολα λευκά μάρμαρα μιας μαύρης Ερμού. Μερικοί ήταν γοητευτικοί. Ισως και όμορφοι. Διέκρινες τα σφικτά λιπόσαρκα σώματα κάτω από τα πολύχρωμα ρούχα. Μια θλιβερή παράταξη μοντέλων. Και εμείς οι περαστικοί του ευτελισμού, πιο φτηνοί από την "μαύρη" πραμάτια.

Μεσημέρι τελευταίας Κυριακής της αποκριάς, όταν κλείσαμε την πόρτα του «Ζείδωρον» και προχωρήσαμε προς την πλατεία. Δεν την είχα δει αλλαγμένη. Δεν μου άρεσε. Λίγο πριν την είδοδο στο κτίριο του Μετρό, αποχαιρετήσαμε τους φίλους μας από τη Θεσσαλονίκη και εμείς κινήσαμε προς την Πλάκα, μαζεύοντας εικόνες, μυρωδιές και ήχους μαζί με το τελευταίο φως της μέρας. Πήραμε την Ανδριανού με αργό βήμα. Λιγοστός κόσμος κατέβαινε προς την πλατεία, ποδοπατώντας τα λερωμένα απομηνάρια του καρναβαλικού σαββατόβραδου. Κάναμε μια στάση για καφέ, στο "Ιτ ατ μίλτονς", απέναντι από τα "Αρχιεσπισκοπά". Μια ώρα μετά πέρναμε το δρόμο για την Ερμού με προορισμό το Σύνταγμα.

Αφησα τον παράξενο αυτό κόσμο με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια. - Μήπως θέλεις να μείνουμε και άλλο; Ρωτούσε ο Αρης. - Οχι, ας φύγουμε καλύτερα, απάντησα με τη σκονισμένη ανάσα να τρέχει βιαστικά μπροστά μου. Πίσω νόμιζα πως άκουγα ακόμα τον μονόλογο ενός αλλοπαρμένου, που κρεμασμένος απ΄ τα κάγκελα της οδού Αμαλίας, κοιτούσε το διάφανο άπειρο.

Ο αέρας, που έσπρωχνε ο ερχομός του τρένου, έπεσε με δύναμη πάνω μου. Ανακάτεψε τα μαλλιά μου και εγώ έκλεισα με δύναμη τα μάτια. Εκεί βάλθηκα να λογαριάζω, τη μέρα προς τα πίσω...

1 σχόλιο:

Elementstv είπε...

Αχ αυτα τα τρενα τι μας κανουν....και παντοτε με την ιδια καταληξη!