25 Φεβρουαρίου 2011

Οι ενοχές των αγγέλων

Caro diario


Tο δωμάτιο βάφεται με ένα απόκοσμο φως, που ξεχύνεται κάτω από τη χαραμάδα ενός γκρίζου ουρανού, για να φτάσει έως τα παγωμένα μου δάκτυλα. Σε λίγο ο ήλιος θα ξημερώνει στα κρεβάτια άλλων ηπείρων ενώ στο δωμάτιο μου θα χάνονται και οι τελευταίες σκιές. Κοιτάζω έξω στη βεράντα  τη μεγάλη γλάστρα με το κυπαρίσσι. Μου μοιάζει με πυξίδα που έχασε την ξιπασμένη σιγουριά της. Το φυτό παλεύει να κρατηθεί στη θέση του, κόντρα στον μανιασμένο αέρα του Φλεβάρη. Ενός αέρα με εσάνς βορειοελλαδίτικης μπουγάτσας.

Τα χέρια μου πάγωσαν. Αντί να είμαι γυμνός μέσα στο σπίτι, βρίσκομαι ντυμένος με ρούχα του χειμώνα. Βαριά πάνω μου σαν σκουριασμένη πανοπλία. Στο λαιμό μου δέχομαι να τυλιχτεί ένα χνουδωτό κασκόλ, σαν απομεινάρι αρχαίας ζεστασιάς. Δεν θα δυσκολευόμουν να το φανταστώ σαν θηλιά. Ο καφές κρύωσε και αυτός, πριν προλάβω να τον πιω. Ολα δείχνουν κρύα και δυσκίνητα απόψε. Με μόνη συντροφιά την "τρελοπελαγία", που περιμένει πάνω στην πολυθρόνα να την διαβάσω και την πάντα παρούσα Απουσία, θα υποδεχτώ τη νύχτα, που πετάχτηκε φουριόζα, σαν λερωμένο κομφετί στο στόμα μου.

"Κίνηση ίσον ζωή", ξεστομίζω μεγαλόφωνα καθ' οδόν για την κουζίνα και απορώ πως το σκέφτομαι. Μάλλον για να πάρω δύναμη' η απάντηση. Σέρνω τα πόδια για να φτάσω έως εκεί, αφού πρώτα κάνω μια στάση για να πατήσω παρατεταμένα το πάνω βελάκι του θερμοστάτη στον διάδρομο. Προστάζω τον εγκέφαλο μου να κοτσάρει δίπλα στο "κρυώνω" και ένα "πεινάω". Η σειρά εμφάνισης μού είναι αδιάφορη. Σημασία έχει να ανοίξει η πόρτα του ψυγείου.

Δεν νοιώθω την ψύξη του, μάλλον γιατί δεν διαφέρει πολύ με αυτή του έξω κόσμου. Για μια στιγμή, το ανοιχτό ψυγείο, μου μοιάζει σαν γέρικο ξεδοντιασμένο στόμα που ξεφυσά τα άσπρα του χνώτα στα μούτρα μου. Ανοιγοκλείνω με δύναμη τα μάτια. Τώρα, μπροστά από τα δυο φώτα προβάλλουν λευκά συννεφάκια, συντηρημένου καταναλωτισμού. Μισό μήλο, μισό μπουκάλι κόκα, μισή φέτα ψωμί... Μέσα. Μισή ζωή, απέξω. Κλείνω με μιας την πόρτα και μένω εκεί. Ορθιος να κοιτάζω πάνω της κολλημένο, ανάμεσα σε άλλα κίτρινα χαρτάκια των ελλείψεων, ένα στίχo, από κάτι που δεν πρόλαβα να τελειώσω και μάλλον θα μείνει και αυτό μισό:

Των αγγέλων έρωτες, των ανθρώπων πάθη
πως  θα ΄ταν οι ζωές χωρίς μεγάλα λάθη;
Των αγγέλων ενοχές, των ανθρώπων τύψεις
πως θα 'ναι η ζωή όταν θα μου 'χεις λείψει;




18 Φεβρουαρίου 2011

Παρασκευάτικη ευτυχία

Caro diario


Ο καιρός μολύβι, έτοιμος να πέσει να μας σκεπάσει. Δύο σύννεφα αγκαλιάζονται μέσα στα μαύρα σεντόνια του ουρανού. Πριν προλάβω να γυρίσω τα μάτια μου, χωρίζονται βίαια από τον νοτιά, που ξερνά πάνω τους την ανάσα των ερήμων. Ο καφές στο κόκκινο φλυτζάνι, έχει κρυώσει όση ώρα πατούσα παρατεταμένα το κουμπί στο τηλεκοντρόλ, ψάχνοντας να βρω κάτι στο ραδιόφωνο, που να μην πληγώνει τα αφτιά μου. Παραδόθηκα αποκαμωμένος στα ερτζιανά φληναφήματα του απογεύματος, σκορπώντας τις ακάλυπτες επιταγές της Παρασκευάτικης ευτυχίας.

Κοιτάζω την γύμνια μου που διακόπτεται από τις άσπρες αθλητικές κάλτσες. Δυο πόδια στερεωμένα πάνω στο μαύρο χαλί. Πιο πέρα παντόφλες. Δυο ζευγάρια στη σειρά. Μπερδεμένες από τα χθες. Οι δικές μου με του Αρη. Δεν έχει διαφορά. Μόνο το μέγεθος τους αλλάζει. Αλλωστε όμοια, ανόμοια  μοιρασμένα είναι όλα. Τα πάντα σε τάξη. Ωρες ώρες ζυγιάζομαι, αν μου λείπει η αταξία.

Ο αέρας δυνάμωσε και άλλο. Η μπιγόνια στο μπαλκόνι λυγίζει σαν να προσκυνά στο πέρασμα του αόρατου θεού της. Μια ξαφνική αστραπή, χωρίς ηχητική ακολουθία, αναγγέλλει το ξέσπασμα της καταιγίδας. Ασυναίσθητα κλείνω τα μάτια. Μαζί και τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, αφού πρώτα περάσω πρόχειρα το παρεό γύρω από τη σάρκα μου. Πριν γυρίσω, ακούγονται κιόλας οι πρώτες σταγόνες σαν ριπές πολυβόλου που γαζώνουν την ταράτσα και τρυπάνε τους τοίχους ένα γύρω. Το φως της αποψινής πανσελήνου όμως δεν θα περάσει από μέσα τους. Θα βρει όμως το τρόπο να βουτήξει στα απόνερα της ζωής μου. Πάντα βρίσκει...