2 Νοεμβρίου 2006

Χελιδονάκι γειά

Caro Diario

Απόγευμα, λίγο πριν οι τελευταίες ακτίδες φωτός συρθούν πίσω απ΄ τα βουνά. Και ας είναι ακόμα πεντέμιση. Αλλαξε πια και η ώρα, σημάδι ότι το καλοκαίρι - και εμείς μαζί - χάσαμε τη μάχη. Μαζί με την αλλαγή στα ρολόγια, προέκυψαν και κάτι τροπικοί μουσώνες. Αρον άρον ψάχναμε με τον Αρη για αδιάβροχα και ομπρέλες. Πουλόβερ και μπουφάν. Καφετιέρες πήραν τη θέση τους στον πάγκο της κουζίνας. Παραγγελίες για πετρέλαιο δόθηκαν. Τα τηλέφωνα για τα χαλιά ακόμα τα ψάχνουμε. Τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια στις βιτρίνες, ήρθαν για να μας αποτελειώσουν.

Στο σπίτι τα πάντα είναι για μένα πηγές εκνευρισμού. Θέλω να μένω έξω από την τρέλλα του. Ο πατέρας μου γέρασε κατά είκοσι χρόνια μέσα σε δύο νύχτες. Ωρες ώρες, νομίζω πως γέρασα και εγώ. Ενα βάρος στους ώμους με καθηλώνει. Δεν βρίσκω κανένα ίχνος νεότητας να τρέχει μέσα μου. Αισθάνομαι όμως το μίσος για την αρρώστεια. Που μας διέλυσε. Το 'πε και εκείνος προχθές, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές το κιτρινισμένο από τους παλιούς καπνούς ταβάνι. Διαλύσαμε, είπε.

Υπάρχουν στιγμές, που δεν θέλω να τον κοιτάξω, που δεν θέλω να τον ακούσω. Κατηγορώ τον ευατό μου για αυτή τη σκοτεινή σκέψη. Αναρωτιέμαι πόσος καιρός πάει από το τελευταίο άγγιγμα μου προς αυτόν. Ποιά φράση μου, άντεξε μέσα της τέσσερις, πέντε λέξεις το πολύ. Εύχομαι όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο. Σαν αυτό, που μ' έμπλεξε ψες στα μαβιά του φώτα. Μπροστά σ' έναν καθρέπτη μπάνιου κοιτάχτηκα. Με είδα γερασμένο, χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά. Φοβήθηκα τόσο, που ούρλιαξα χωρίς ήχο. Μετά, βρίσκοντας μια δύναμη χαμένη, σήκωσα το χέρι μου, σαν σε μπουνιά. Εκανα κομμάτια το γερασμένο είδωλο. Μα εκείνα συνέχιζαν να με κοιτάζουν ακόμα και έτσι. Διάσπαρτα. Πρόσεξα καλύτερα εκείνο με το στόμα μου. Ενα μαύρο άνοιγμα, που γελούσε χάσκοντας στο πάτωμα. Γύρισα και έχωσα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση ενός ελεϊνού νιπτήρα. Ξύπνησα μούσκεμα, σ' έναν κρύο ιδρώτα...

Η γάτα προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου, τεντώνοντας τα πόδια της πάνω στο τζάμι της πόρτας. Της ρίχνω μια φευγαλέα ματιά. Αποφασίζω να σηκωθώ και τη μπάζω μέσα. Τρίβεται με μιας στα πόδια μου. Της δίνω ένα χάδι. Αισθάνομαι τη μύτη της παγωμένη μέσα στη ζεστή μου παλάμη. Μου ανταποδίδει με ένα σύντομο γουργουριτό. Ενας υγρός αέρας μας προσπερνά για να εισβάλει φουριόζος στο δωμάτιο. Κλείνω την μπαλκονόπορτα. Οι κοψιές μας αντανακλώνται στο τζάμι. Πίσω τους τα πρώτα φώτα της πόλης υποδέχονται τη νύχτα. Ρίχνω το κεφάλι πίσω για να ξεμουδιάσει. Ακούω το κλικ στη βάση του αυχένα μου. Η γάτα κοντοστέκεται, έχοντας σηκώσει ψηλά την ουρά της. Δείχνει προς τα έξω, στο ένωμα ταβανιού με τοίχου. Βλέπω την άδεια φωλιά των χελιδονιών. Ναι, έχουν φύγει από καιρό. Μονολογώ.

...του φθινοπώρου μήνας, χελιδονάκι γειά.