11 Απριλίου 2007

Μαγεμένος Απρίλης

Caro diario

Mπήκα στο σπίτι, κλείνοντας με ανακούφιση τη ξαφνική απριλιάτικη ζέστη απ΄έξω. Στήριξα την πλάτη μου στην ξύλινη πόρτα για να νοιώσω τον ιδρώτα μου να κολλάει περισσότερο πάνω μου. Εμεινα για μια στιγμή να κοιτάζω το σκοτεινό ταβάνι. Αφουγκράστηκα. Κανένας ήχος. Βρισκόμουν μόνος ή... σχεδόν μόνος. Το γατί μου με κοίταζε αγουροξυπνημένο, με μια δόση απορίας από την πολυθρόνα. Δεν ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την εισβολή μου. Μετά από ένα παρατεταμένο, μεγαλόπρεπο χασμουριτό, απίθωσε το κεφάλι στα πόδια του και συνέχισε να ονειρεύεται κονσέρβες. Πέρασα από το δωμάτιο, ελευθέρωσα από τα ρούχα το δέρμα μου και τρέχοντας σχεδόν, γλίστρησα στο λευκό της μπανιέρας.

Ανοιξα το νερό στο χλιαρό, στερέωσα το ντους στο αγκίστρι πάνω από το κεφάλι μου και άφησα τη βαρύτητα να φέρει το νερό ως απάνω μου. Η λύτρωση υγροποιημένη, μαζί με την μυρωδιά από το κορμί μου και την ένταση της πρώτης -μεταπασχαλινής- ημέρας στο γραφείο, έτρεχε τώρα φουριόζα προς τη βαλβίδα με τις σκοτεινές και πάντα απειλητικές για μένα μικρές της τρύπες. Υπάρχουν στιγμές που φοβάμαι ότι μπορεί να γίνω λεπτός και διαλυτός - σαν καρτούν - και να παρασυρθώ ουρλιάζοντας προς το μαύρο άγνωστο μιας λευκής μπανιέρας.

Με το σαπούνι να στέκεται ανάμεσα στα σκέλια μου, έγειρα πίσω το κεφάλι και έκλεισα τα μάτια. Σκέφτηκα πόσο μ' αρέσει να ακούω τον ήχο του νερού που περνάει έξω από τα αφτιά μου. Είναι μια στιγμή, που με κάνει να σκέφτομαι ότι το πνεύμα μου κατοικεί προστατευμένο μέσα στο σώμα. Μαζεύτηκα, φέρνοντας τα χέρια να τυλίξουν τα πλευρά. "Εκέντησαν με λόγχη την πλευρά Αυτού...", "...αίμα και ύδωρ". Σκέφτηκα ότι το Πάσχα, πέρασε και δεν το κατάλαβα. Δεν έβρισκα κάτι για να ανασύρω στη μνήμη μου, πέρα από αυτές τις σκόρπιες λέξεις. Κάτι ωστόσο γλύστρισε μέσα μου όπως το νερό. Ηταν εκείνο το δάκρυ της Μεγάλης Παρασκευής, στο άκουσμα τού "Οίμοι φως του Κόσμου! Οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν, η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς", που μέχρι να φτάσει το "Ω, γλυκύ μου έαρ", είχε γίνει κι όλας ποτάμι.

Ανακάθησα οκλαδόν στο πάτο της μπανιέρας, με τα εξωτερικά των γονάτων να συγκρατούνται στα κρύα τοιχώματα. Εκλεισα το νερό και έπιασα να πασαλείβω το σαπούνι με άρωμα πορτοκαλιού και κανέλας πάνω στο δέρμα μου. Το μάτι μου στάθηκε για λίγο στο άτριχο κομμάτι δέρματος χαμηλά στα πλευρά, στο ύψος των γλουτών. Η επιθυμία να "χτυπήσω" ένα τατουάζ στο σημείο αυτό, ήρθε και πάλι, σημάδι ότι το καλοκαίρι είναι κιόλας εδώ. Θέλησα καφέ. "Και μάλιστα φραπέ" σκέφτηκα μεγαλόφωνα. Σηκώθηκα για να διώξω τους αφρούς απ' τα εσπεριοειδή, αφήνοντας το ξύρισμα των... απόκρυφων σημείων, για αύριο. Σκουπίστηκα στα γρήγορα και έτρεξα γυμνός προς την κουζίνα. Ανοιξα το παράθυρο. Ο μαγεμένος Απρίλης έστεκε ακόμα 'κει έξω.