29 Δεκεμβρίου 2007

Στο τέρμα

Caro diario

Ανοίγω διστακτικά την παλάμη μου, να δω τι έχει απομείνει. Μόλις σκότωσα ένα ξεστρατισμένο κουνούπι, που πέταξε για τελευταία φορά μπρος στα μάτια μου. Δεν ξέρω , τι μ' έπιασε και του στέρησα την υπόλοιπη ζωή του. Σπάνια το κάνω για οποιοδήποτε πλάσμα του κόσμου μου. Αλλά απόψε... έγινε. Και τώρα, απέμεινε μια μωβ κυλίδα στην παλάμη μου.

Λίγη ώρα πριν γυρίσαμε με τον Αρη, από το "Μολ", κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι. Με τα χέρια να κρατάνε με δυσκολία τσάντες με δώρα και άλλες με πράγματα δικά μας, κλειδιά, γυαλιά, κινητά, έψαξα να πατήσω τον διακόπτη με την μύτη μου.
- Είδες, για να μην ήθελες να στολίσουμε δέντρο με φωτάκια; Θα βλέπαμε μια στάλα, έκανε περιπαικτικά πίσω μου ο Αρης. Περάσαμε γρήγορα μέσα και μετά η πόρτα σπρώχτηκε πίσω μας με το πόδι.

Κάτσαμε δίπλα δίπλα στον κίτρινο καναπέ. Οι τσάντες μπροστά μας. Από τη μια εκείνες με τα δώρα από την άλλη όσες ήταν για εμάς. Ανοίχτηκαν γρήγορα και το τραπεζάκι γέμισε πράγματα. Τα περισσότερα θα μπορούσες να τα χαρακτήριζες άχρειστα. Αντικείμενα, βιντεο-γκέιμ, βιβλία, σιντί.
- Πάλι γίναμε χρήσιμοι στην - καταναλωτική- κοινωνία, είπε ο Αρης, διαβάζοντας αδιάφορα το οπισθόφυλλο του "Αλδεβαράν" του Μάτεσι.
Απλωσα τα χέρια μου και άνοιξα το νέο τής Πρωτοψάλτη. Τράβηξα με μιας για το στερεοφωνικό. Τρακ νούμερο 4. Πλέϊ...

Ορθιος εκεί μπροστά με τα μάτια κλειστά. Του καθενός μας η καρδιά άλλα τραγούδια λέει κρυφά. Πριν τελειώσει το πρώτο ρεφρέν, ένοιωσα τα χέρια του Αρη, να τυλίγουν τη μέση μου. Τα σκέπασα με τα δικά μου. Τελευταία φορά τα δικά σου σκαλιά ανεβαίνω και φτάνω στο τέρμα. Η αναπνοή του πίσω από το αφτί μου. Τα χείλια του προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα λόγια του τραγουδιού. Μη με μαλώνεις σαν παιδί τώρα μαθαίνω απ΄τη ζωή Εγειρα μια ιδέα πιο πίσω το κεφάλι μου. Εγειρε ολόκληρος αριστερά. Πάλι φεύγω από΄δω μ΄ένα βήμα αργό κι οδηγώ στο αντίθετο ρεύμα. Με πείρε μαζί του. Αφέθηκα στη στιγμή μας.
- Ευτυχία, αξία ανεκτίμητη, είπα εγώ.
- Μη λες τίποτα τώρα...



27 Δεκεμβρίου 2007

Πέφτει βροχή

Caro diario

Απλώνω το χέρι και σβήνω τον διακόπτη. Ανοιξα και τις κουρτίνες να μπει το λιγοστό φως από το παράθυρο. Βρέχει σιωπηλά. Μ' αρέσει τούτη η βροχή. Μπορείς να βγεις έξω ακόμα και χωρίς να κρατάς ομπρέλα.

Ημέρες χωρίς δουλειά. Ημέρες χωρίς σκοπό. Σκέφτεσαι κάτι όπως: "E, θα ξεκουραστώ λίγο". Μεγάλη παγίδα. Πέφτεις στο κρεβάτι. Πιάνεσαι, πονά η πλάτη σου, ειδικά αν είσαι γύρω στα 40. Σου ΄ρχονται στο μυαλό ένα σωρό εκκρεμότητες και άλλα τέτοια. Τράπεζες, πληρωμές, ταχυδρομείο. Ξανά τράπεζες. Αλλες πληρωμές. "Ας το κάνω, να τελειώνει ένα-ένα". Δεν θες να υποχρεώνεσαι. Βλαστημάς την ώρα που πήρες το αυτοκινήτο και όχι να το κόψεις με τα πόδια. Στέκεσαι αμίλητος σε ουρές. Πληρώνεις, υπογράφεις, φεύγεις. Αισθάνεσαι το κρύο να πέφτει πάνω σου. Η βροχή συνεχίζει να κυλάει στα βρώμικα πεζοδρόμια. Κάτω από ένα εξώστη συναντάς τ' απλωμένα χέρια των ζητιάνων. Αναρωτιέσαι για την αλήθεια της εικόνας . Προσπερνάς βιαστικός, διώχνοντας την απάντηση στην απορία σου.

Επιστρέφεις λαχανιασμένος γιατί προτίμησες τις σκάλες από το ασανσέρ. Αφήνεις τα κλειδιά στο τραπεζάκι της εισόδου. Πέφτεις τ' ανάσκελα στον καναπέ. Ρίχνεις το κεφάλι πίσω και κοιτάς το ταβάνι. Ακούγεται μόνο η ανάσα σου, που προσπαθεί να βρει το ρυθμό της. Για πόση ώρα; Αναρωτιέσαι, τι άλλο έχει απομείνει. Κάτι τηλεφωνήματα από κοινωνικές υποχρεώσεις... Απεχθάνεσαι τις τυπικότητες. Τ' αφήνεις για αργότερα. Βρίσκεις δικαιολογία στο ρολόι του τοίχου. "Μεσημέριασε. Κι όλας;" Το απόγευμα θυμάσαι ότι έχεις να πας σε μια κηδεία. Προσπαθείς να σκεφτείς τι έχεις να φορέσεις. Βαριέσαι να πας να ψάξεις μέσα στη ντουλάπα. "Μην ξεχάσω την ομπρέλα".

Η ώρα περνάει γρήγορα. Δεν πεινάς, κρυώνεις. Ρίχνεις ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. Δεν φεύγεις. Στέκεσαι γυμνός, μπρος στο άνοιγμα να ζεστάνεις τις σάρκες σου. Το φως τους βάφει ρόδινο το δέρμα σου. Καίγεσαι. Αποτραβιέσαι στον καναπέ, κοιτώντας έξω τον γκρίζο ουρανό, που γλιστρά στα πλακάκια του μπαλκονιού...

20 Δεκεμβρίου 2007

Παλιές προσευχές

Caro diario

O ουρανός μολύβι, έξω από το παράθυρο. Ανεβασμένες οι περσίδες, αφήνουν τη μουντάδα να πέφτει βαριά πάνω στο γραφείο μου. Μαζί της έριξε και μια ησυχία. Λίγοι άνθρωποι, λίγα λόγια. Ελάχιστα και τα τηλεφωνήματα. Κάποιοι κανόνιζαν για τις διακοπές τους στα βουνά, άλλοι έψαχναν τους χάρτες να βρουν τους ακριβούς ξενώνες, στους οποίους θα σκαρφαλώσουν με τα λασπωμένα τους τζιπ.

Ο καιρός αυτός φέρνει στο νου, κάτι παλιά χειμωνιάτικα πρωινά - τότε που ο χειμώνας ήταν χειμώνας- όπου ο πατέρας μου μας πήγαινε - εμένα και τον αδερφό μου- με το φορτηγό του στο σχολείο. Συνήθως καθυστερημένα. Πότε δεν ξύπναγε εγκαίρως, πότε δεν έπερνε μπροστά το φορτηγό, πότε μας άφηνε μη έχοντας άλλη βενζίνη. Το χειρότερο ήταν όταν δεν έπερνε με την πρώτη. Εκλεινα τα μάτια, με δύναμη και προσευχόμουν να μην ξεσπάσει σε βρισιές. Οταν συνέβαινε αυτό, μαζευόμουν ακόμα περισσότερο στη γωνία. Ηθελα να κλάψω, αλλά κρατιόμουν με σφιγμένα τα αφτιά και κοίταζα τον μαβί ουρανό, έξω από το θαμπό παράθυρο. Οπως κάνω και τώρα...

Από κάπου πιάνει το αυτί μου, το ξενέρωτο "Μάι χαρτ γουίλ γκόινγκ ον" και μου ΄ρχεται μια αναγούλα ανάκατη με γεύση μελομακάρονου. Θυμήθηκα ότι το πρωί με είχε κεράσει ένας Διονύσης"-συνάδελφος, για τη γιορτή του. Κοιτάζω τους υπαλλήλους μου που λουφάρουν συστηματικά τις τελευταίες ημέρες και αφήνουν ο ένας τη δουλειά του στον άλλον. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να τους μιλήσω για αυτό ή να το αφήσω να περάσει μαζί με τις κωλο-γιορτές. Εκνευρίζομαι. Στο εμ ες εν ένας παλιός γνώριμος- που από χρόνια επιμένει να συναντηθούμε- εμφανίζεται μετά από καιρό, να μου ζητά το ίδιο πράγμα. Ο Αρης ρωτάει τι θα κάνουμε φεύγοντας από το γραφείο. Δεν βρίσκω κάτι να του απαντήσω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Προσέχω ότι έχουν ανάψει τα φώτα των δρόμων. Και είναι μεσημέρι... Θέλω να φύγω, να χωθώ στην κρύα μοναξιά της πόλης.

"Τα λέμε"
"ΟΚ"
Κλείνω όλα τα παράθυρα.

13 Δεκεμβρίου 2007

Αχ, έλατο



Caro diario

Ανοιξε ο ουρανός. Ενας ήλιος ντροπαλός κρέμεται κάτω από ένα λευκό σύννεφο. Κοιτώ έξω από το παράθυρο του γραφείου. Εχω διάθεση για χαζολογήματα μεσημεριάτικα. Ισως φταίει ότι εδώ και λίγη ώρα έχει κοπάσει η δουλειά. Ισως πάλι, γιατί χθες ήταν μέρα απεργίας και μια χαλαρότητα σέρνεται ανάμεσα στα γραφεία. Ισως τέλος, για όλα να φταίει το... έλατο. Αχ, έλατο...

Μετρώ τις ημέρες ανάποδα μέχρι τις 8 του Γενάρη, οπότε και θα ξεθυμάνει το τζέρτζελο των Χριστουγέννων. Σκέφτομαι πόσο πολύ μισώ αυτή την εποχή. Θέλω να πάρω ένα στιλιάρι και να ριμάξω όλα τα δέντρα-καρνάβαλους. Και όπου έχουν κρεμάσει φωτάκια και χοντρούς αγιο-βασίληδες, να τα κάνω χίλια κομμάτια. Δεν αντέχω άλλο να ακούω το Λαστ Κρίστμας, σε οποιάδηποτε εκδοχή του. Οπως και ό,τι άλλο έχει καμπανάκια. Δεν αντέχω να ακούω για διακοπές σε χιόνια. Δεν αντέχω να ακούω τον Τσαμτσίκα να μιλά για γαλοπούλες και γουρούνια. Εως τότε θα προσπαθήσω να περάσω τις ηλίθιες τούτες μέρες όσο πιο ήσυχα μπορώ. Αν θα μπορέσω δηλαδή...

Μέχρι τα μέσα της επόμενης εβδομάδας θα έχουν τελειώσει πια και οι τελευταίες εκρεμότητες με το νέο διαμέρισμα. Ο Αρης, μετακόμισε ήδη σε αυτό, εδώ και μερικές ημέρες. Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, τρέχουμε στα μαγαζιά ψάχνοντας για διάφορα. Κουρτινόξυλα, φωτιστικά, χαλιά, μικροέπιπλα. Αιτήσεις στον ΟΤΕ και άλλα τέτοια διαδικαστικά. Εχουμε κουραστεί πάρα πολύ και το μόνο που μας ξεκουράζει είναι όταν αποκαμωμένοι πια, χαζεύουμε τον ουρανό, αγγαλιά από τον κίτρινο καναπέ. Τώρα πια χωρίς να σκεφτόμαστε μήπως μας δει κάποιος απ΄ τα απέναντι μπαλκόνια. Τελικά είναι πολύ ωραίο το νέο διαμέρισμα.

Σε λίγο θα φύγουμε. Ηδη ο Αρης στέλνει μήνυμα, ότι θα με περιμένει στο αυτοκίνητο. Το γραφείο μύρισε φαγητά. Λάδι και ρίγανη. Κάποιοι θα έχουν παραγγείλει. Ξαφνικά πείνασα. Σκέφτομαι μήπως αντί για μετακόμιση έχουμε μια βόλτα στο κέντρο για φαγητό. Και ας ακούσω και πάλι το Λαστ Κρίστμας...