18 Οκτωβρίου 2011

Σκονισμένη ευτυχία

Caro diario



Eχει μια ξεχασμένη γλύκα τούτη η ημέρα. Μπορεί να είναι η απουσία των κακών ειδήσεων,  μπορεί να είναι απλά ετούτο το φως που ξεχύνεται από τις γαλαζωπές περσίδες και  χαρακώνει τα χέρια μου. Χάζευα τις κορφές των δέντρων καθώς λικνίζονταν - και ακόμα το κάνουν - στον γαλανό ουρανό. Θυμάμαι σκηνές ταινιών του Μάλικ. Εικόνες που αργοσέρνονται γεμίζοντας τους πόρους του δέρματός σου. Και η μουσική, της φύσης.

Ηταν μια σχολική εκδρομή στους αγρούς των μεσογείων. Προχωρημένη η άνοιξη. Ξεφύγαμε  από τους υπόλοιπους. Φτάσαμε μπροστά σ' ένα σπαρμένο χωράφι. Αγουρο το στάρι, πιο άγουροι εμείς. Παίζαμε ξεμυαλισμένοι, κρυβόμαστε κάτω από τα σπαρτά και από το χρόνο. Ξεμάκρυνα μονάχος, ώσπου χάθηκα μέσα τους. Ησυχία. Αφησα τα «μουστάκια» να  χαιδέψουν τρυφερά την μαλακή παλάμη μου, καθώς περνούσαν από δίπλα μου.

Κοντοστάθηκα. Αφουγκράστικα με τα μάτια κλειστά. Ενας κόμπος ιδρώτα γλύστρησε από το μέτωπο και κύλησε να βρει τη γη. Παύση. Δεν άκουσα τον ήχο της ένωσής τους. Ηρθε το κύμα  και το σκέπασε. Ηταν κύμα. Και ήταν θάλασσα. Μια πράσινη θάλασσα είχε ξεχυθεί στο μεσημέρι για να με κλείσει στα σπλάχνα της. Ανέβηκα σε ένα μικρό βράχο. Ψήλωσα μια ιδέα. Δεν υπολόγισα τίποτα. Μόνο το βάθος. Χαμογέλασα, άπλωσα τα χέρια και βούτηξα ευτυχισμένος.



14 Οκτωβρίου 2011

Να πιεις το σύννεφο

Caro diario

Η καφετιέρα έκανε σαν βαρύ σοβιετικό τρένο που φτάνει αγκομαχώντας σε άγνωστο σταθμό. Αλλά για κάποιο λόγο, αντί για κάρβουνο μύρισε καφεΐνη και μαύρη σοκολάτα. Γεμίζω το φλιτζάνι και βλέπω την αντανάκλαση από ένα σύννεφο να κολυμπάει μέσα του. Σκέφτομαι ότι εκείνο αποφάσισε να πνιγεί, παρά να πέσει στις γραμμές του τρένου. Το πίνω, το φέρνω μέσα μου και το κάνω δικό μου. Τώρα πια, θα υγραίνει στους εσωτερικούς χειμώνες μου.

Αν και Παρασκευή, όταν τα εργασιακά ήθη χαλαρώνουν, στο γραφείο επικρατεί μια παράξενη ηρεμία. Κάτι η απεργία των μέσων μεταφοράς, που απέτρεψε κάποιες από τα αντίπερα να φθάσουν ως εδώ, λίγο η σβηστή τηλεόραση και έτσι η κατάσταση έγινε υποφερτή. Δεν λείπουν βέβαια οι συζητήσεις τους, όπως αυτή για τα κατοικίδια τους. Κάποια που θα πάει το σκύλο της για κούρεμα και πεντικιούρ, μια άλλη συμπληρώνει ότι το δικό της σκυλί έχει σοβαρό πρόβλημα με το "πιστολάκι". Η τρίτη ότι της κατούρησε στη γλάστρα. Πάει και ο βασιλικός.

Κοιτάζω τη ζωή έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να κλείσω έξω από τα αφτιά μου τα γαβγίσματα. Το αποκαλόκαιρο παραμένει στην αίθουσα αναχωρήσεων, έτοιμο να μας αφήσει πίσω. Μονάχους και φοβισμένους. Κοιταζόμαστε σαν να είναι η τελευταία φορά. Δύσκολοι οι αποχωρισμοί σε μια πόλη που δεν είναι πια ικανή να μας κρατήσει μέσα της. Και η σκοτεινή απειλή του χειμώνα πλησιάζει. Τελικά θα είσαι μόνος στο νέο, λαμπερό παγκάκι του δημάρχου Καμίνη. Μόνος με τα σκουπίδια σου.

8 Μαρτίου 2011

Οι όμορφες νιφάδες, όμορφα πνίγονται

Caro diario


O χειμώνας μάς καταριέται ψυχοραγώντας  πάνω στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Μια κρυώνω και μια  νυστάζω. Μπορεί και τα δύο. Μπροστά απ' την οθόνη ορθώνεται η καυτή ανάσα του φλιτζανιού, χωρίζοντας την στα δύο. Πίνω μια γουλιά ενός άγλυκου τσαγιού. Συνεχίζω να κρατώ τη ζέστη του ανάμεσα στις παλάμες μου, λες και είναι η τελευταία ελπίδα ζεστασιάς μέσα στο μεγάλο σπίτι. Μια ψυχή πως μπορεί να το γεμίσει; Πόσο μπορεί να το ζεστάνει; Κοιτάζω τις νιφάδες πίσω από το λερωμένο τζάμι, λίγο πριν αυτοκτονήσουν μέσα στα μολυσμένα απόνερα της πόλης. Οι όμορφες νιφάδες, όμορφα πνίγονται.

Και ενώ τα χελιδόνια θα είναι πια καθ' οδόν, βλέπω εκεί στην κόχη του ταβανιού, την άδεια φωλιά να περιμένει το γυρισμό τους. Ερημη και μισογκρεμισμένη από τους ημεδαπούς σπουργίτες. Τι έφταιγαν και αυτοί; Ενα σπίτι έψαχναν να ξεχειμωνιάσουν. Ετσι όπως πάντα κάποιος άλλος, θα παίρνει το πόδι μας. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη ζωή. Και εμείς πάλι, να ψάχνουμε για τη θέση ενός άλλου. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη ζωή... Και ο χρόνος, να τα παίρνει όλα. Τα χελιδόνια, δεν μένουν πια εδώ.

Το χιόνι συνεχίζει να στροβιλίζει το βλέμμα μου καθώς ακολουθώ την τρελή πορεία του. Αναρωτιέμαι που και πότε θα είναι η επόμενη φορά, που θα συναντηθούμε. Αφήνομαι έτσι να βουλιάζω στην τελευταία μας. Μένω για ώρα στο λευκό του. Στις χιονισμένες σκέψεις, το μυαλό μουδιάζει, η αντοχή λυγίζει επικίνδυνα. Τις αφήνω, παρακινούμενος από ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης. Το φλιτζάνι άδειασε πια. Φτάνω έως το τέλος και καρτερώ την άνοιξη. Και τότε οι νιφάδες με ένα μαγικό τρόπο, θ' αναστηθούν και θα ζήσουν μια άλλη ζωή ως λευκά πέταλα, άγνωστων λουλουδιών.


25 Φεβρουαρίου 2011

Οι ενοχές των αγγέλων

Caro diario


Tο δωμάτιο βάφεται με ένα απόκοσμο φως, που ξεχύνεται κάτω από τη χαραμάδα ενός γκρίζου ουρανού, για να φτάσει έως τα παγωμένα μου δάκτυλα. Σε λίγο ο ήλιος θα ξημερώνει στα κρεβάτια άλλων ηπείρων ενώ στο δωμάτιο μου θα χάνονται και οι τελευταίες σκιές. Κοιτάζω έξω στη βεράντα  τη μεγάλη γλάστρα με το κυπαρίσσι. Μου μοιάζει με πυξίδα που έχασε την ξιπασμένη σιγουριά της. Το φυτό παλεύει να κρατηθεί στη θέση του, κόντρα στον μανιασμένο αέρα του Φλεβάρη. Ενός αέρα με εσάνς βορειοελλαδίτικης μπουγάτσας.

Τα χέρια μου πάγωσαν. Αντί να είμαι γυμνός μέσα στο σπίτι, βρίσκομαι ντυμένος με ρούχα του χειμώνα. Βαριά πάνω μου σαν σκουριασμένη πανοπλία. Στο λαιμό μου δέχομαι να τυλιχτεί ένα χνουδωτό κασκόλ, σαν απομεινάρι αρχαίας ζεστασιάς. Δεν θα δυσκολευόμουν να το φανταστώ σαν θηλιά. Ο καφές κρύωσε και αυτός, πριν προλάβω να τον πιω. Ολα δείχνουν κρύα και δυσκίνητα απόψε. Με μόνη συντροφιά την "τρελοπελαγία", που περιμένει πάνω στην πολυθρόνα να την διαβάσω και την πάντα παρούσα Απουσία, θα υποδεχτώ τη νύχτα, που πετάχτηκε φουριόζα, σαν λερωμένο κομφετί στο στόμα μου.

"Κίνηση ίσον ζωή", ξεστομίζω μεγαλόφωνα καθ' οδόν για την κουζίνα και απορώ πως το σκέφτομαι. Μάλλον για να πάρω δύναμη' η απάντηση. Σέρνω τα πόδια για να φτάσω έως εκεί, αφού πρώτα κάνω μια στάση για να πατήσω παρατεταμένα το πάνω βελάκι του θερμοστάτη στον διάδρομο. Προστάζω τον εγκέφαλο μου να κοτσάρει δίπλα στο "κρυώνω" και ένα "πεινάω". Η σειρά εμφάνισης μού είναι αδιάφορη. Σημασία έχει να ανοίξει η πόρτα του ψυγείου.

Δεν νοιώθω την ψύξη του, μάλλον γιατί δεν διαφέρει πολύ με αυτή του έξω κόσμου. Για μια στιγμή, το ανοιχτό ψυγείο, μου μοιάζει σαν γέρικο ξεδοντιασμένο στόμα που ξεφυσά τα άσπρα του χνώτα στα μούτρα μου. Ανοιγοκλείνω με δύναμη τα μάτια. Τώρα, μπροστά από τα δυο φώτα προβάλλουν λευκά συννεφάκια, συντηρημένου καταναλωτισμού. Μισό μήλο, μισό μπουκάλι κόκα, μισή φέτα ψωμί... Μέσα. Μισή ζωή, απέξω. Κλείνω με μιας την πόρτα και μένω εκεί. Ορθιος να κοιτάζω πάνω της κολλημένο, ανάμεσα σε άλλα κίτρινα χαρτάκια των ελλείψεων, ένα στίχo, από κάτι που δεν πρόλαβα να τελειώσω και μάλλον θα μείνει και αυτό μισό:

Των αγγέλων έρωτες, των ανθρώπων πάθη
πως  θα ΄ταν οι ζωές χωρίς μεγάλα λάθη;
Των αγγέλων ενοχές, των ανθρώπων τύψεις
πως θα 'ναι η ζωή όταν θα μου 'χεις λείψει;




18 Φεβρουαρίου 2011

Παρασκευάτικη ευτυχία

Caro diario


Ο καιρός μολύβι, έτοιμος να πέσει να μας σκεπάσει. Δύο σύννεφα αγκαλιάζονται μέσα στα μαύρα σεντόνια του ουρανού. Πριν προλάβω να γυρίσω τα μάτια μου, χωρίζονται βίαια από τον νοτιά, που ξερνά πάνω τους την ανάσα των ερήμων. Ο καφές στο κόκκινο φλυτζάνι, έχει κρυώσει όση ώρα πατούσα παρατεταμένα το κουμπί στο τηλεκοντρόλ, ψάχνοντας να βρω κάτι στο ραδιόφωνο, που να μην πληγώνει τα αφτιά μου. Παραδόθηκα αποκαμωμένος στα ερτζιανά φληναφήματα του απογεύματος, σκορπώντας τις ακάλυπτες επιταγές της Παρασκευάτικης ευτυχίας.

Κοιτάζω την γύμνια μου που διακόπτεται από τις άσπρες αθλητικές κάλτσες. Δυο πόδια στερεωμένα πάνω στο μαύρο χαλί. Πιο πέρα παντόφλες. Δυο ζευγάρια στη σειρά. Μπερδεμένες από τα χθες. Οι δικές μου με του Αρη. Δεν έχει διαφορά. Μόνο το μέγεθος τους αλλάζει. Αλλωστε όμοια, ανόμοια  μοιρασμένα είναι όλα. Τα πάντα σε τάξη. Ωρες ώρες ζυγιάζομαι, αν μου λείπει η αταξία.

Ο αέρας δυνάμωσε και άλλο. Η μπιγόνια στο μπαλκόνι λυγίζει σαν να προσκυνά στο πέρασμα του αόρατου θεού της. Μια ξαφνική αστραπή, χωρίς ηχητική ακολουθία, αναγγέλλει το ξέσπασμα της καταιγίδας. Ασυναίσθητα κλείνω τα μάτια. Μαζί και τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, αφού πρώτα περάσω πρόχειρα το παρεό γύρω από τη σάρκα μου. Πριν γυρίσω, ακούγονται κιόλας οι πρώτες σταγόνες σαν ριπές πολυβόλου που γαζώνουν την ταράτσα και τρυπάνε τους τοίχους ένα γύρω. Το φως της αποψινής πανσελήνου όμως δεν θα περάσει από μέσα τους. Θα βρει όμως το τρόπο να βουτήξει στα απόνερα της ζωής μου. Πάντα βρίσκει...

12 Ιανουαρίου 2011

Η μελαγχολία του μελομακάρονου

Caro diario


Χαζεύω.  Οπως τότε, που άφηνα τη ματιά να τρέχει έξω, τσαλαβουτώντας στις λασπουριές του δρόμου, να τρυπώνει στα παντελόνια των περαστικών και μετά να δίνει μια, για να καβαλικεύει τα ατίθασα σύννεφα τ' ουρανού. "Διαβάζεις, ή χασομεράς πάλι;" Η Φωνή της μάνας μου. Το "Φ" κεφαλαίο. Ωρες ώρες πίστευα πως μόνο εκείνη μιλούσε  σπίτι μας. "Ναι, διαβάζω". η δική μου φωνή. Ολίγον αόριστη, ολίγον θαρραλαία. "Αλλά είναι χριστούγεννα και..." "Κανόνισε γιατί θα έρθω και θα στο κλείσω το παράθυρο". Η απειλή. Και τότε ξεπέζεβα από τα σύννεφα και ριχνόμουν σε γραμματικές και γεωμετρίες με τα φωτάκια-μαργαρίτες του δέντρου να αρχίζουν να βάφουν το δωμάτιο με χρώματα ανοιξιάτικα.

Γυρίζω τη ματιά από έξω. Απ' ενα άλλο παράθυρο. Σε μια άλλη μέρα, μια άλλη χρονιά. Περαστικούς δεν βλέπω πια ενώ τα φωτάκια, τραβήχτηκαν και καταχωνιάστηκαν στην αποθήκη. Αλλά ακόμα άνοιξη δεν φάνηκε. Ο ουρανός παραμένει βαρύς και χειμωνιάτικος. Παρακολουθούσα ώρα τις σταγόνες σαν κοφτερά κομμάτια γυαλιού, να κρέμονται  κάτω από την ξύλινη κουπαστή του μπαλκονιού. Οταν γλύστρισε και η τελευταία ξεδιψώντας για τα καλά την μπιγόνια, αποφάσισα να πιάσω το νήμα του Δεκέμβρη. Το τελευταίο γραπτό, μαζί  και πρώτο. Ας είναι...