27 Ιανουαρίου 2010

Οι ευτυχισμένες μέρες της άγνοιας

Caro diario

Η γλυκερή μυρωδιά από το πρόωρα μισάνοικτο ζουμπούλι της κουζίνας, έπεσε με δύναμη πάνω μου για να με καλωσορίσει στο σπίτι. Εβγαλα τα παπούτσια στο χαλί της εισόδου και προχώρησα αργά σε ένα, όχι και τόσο γνώριμο ακόμα μισοσκόταδο, πατώντας με τις χοντρές κάλτσες, μην τυχόν πληγώσω τα σανίδια στο πάτωμα. Περνώντας από τον διάδρομο, ανέβασα το θερμοστάτη σε τροπικές θερμοκρασίες και αφού ελευθέρωσα το σώμα μου απ' τ' ανυπόφορα ρούχα του, αφέθηκα έτσι γυμνωμένος, στο λυτρωτικό λευκό της μπανιέρας.

Χώθηκα αργά στο ζεστό νερό με τις άσπρες φουσκάλες να επιπλέουν γύρω από το σώμα μου, σαν σωσίβια άγνωστων ναυαγών. Εκλεισα τα μάτια και άφησα το κεφάλι μου να βρει στήριγμα στο παγωμένο άκρο. Την ίδια στιγμή έννοιωσα μέσα στο νερό, το ζεστό χάδι του με τη μορφή ενός μικρού καταράκτη να πέφτει πάνω στο απλωμένο χέρι μου. Προς στιγμή είχα μια αίσθηση από εκείνο το φθινωπορινό λουτρό, στο Πόζαρ. Εκλεισα την μπαταρία και αφουγκράστηκα τη σιωπή του σπιτιού. Ετσι εκεί, θυμήθηκα τον Στέφανο που ΄λεγε το πρωί, πόσο θα ΄θελε με τέτοιο καιρό, εκεί χιόνιζε, να κάνει αυτό που έκανα εγώ τώρα. Τις υγρές μου σκέψεις, τις εικόνες των βορειοελλαδίτικων λουτρών και την μεσημβρινή ησυχία του μπάνιου, ήρθαν να σπάσουν οι πρώτες ψιχάλες μιας δυνατής βροχής που άκουγα να χτυπά, ψηλά, εκεί στα τσιμέντα της ταράτσας. Ακριβώς πάνω από το μέτωπό μου.

Εμεινα για αρκετή ώρα εκεί να ακούω τη βροχή μέσα στο κεφάλι μου. Οι σκέψεις στο μυαλό μου αγνοώντας τους νόμους, έτρεχαν ψηλά, έφταναν σε σκοτεινά μοναπάτια και δύσκολες ανηφοριές. Αφησα την υγρασία από τα μάτια μου να κυλήσει αργά πάνω μου και να ενωθεί με ένα ρυπαρό γκρίζο στο νερό. Αναρωτήθηκα αν είναι προτιμότερο τελικά να παριστάνεις ότι δεν γνωρίζεις την αλήθεια, από το να την ομολογείς ταπεινωμένος. Αναπολώ κι όλας τις ευτυχισμένες μέρες της άγνοιας...

Βολεύτηκα κάπως καλύτερα και έχωσα το κεφάλι μου μέσα στο νερό. Κράτησα την αναπνοή μου, όση ώρα περισσότερη μπορούσα, αφήνοντας σιγά σιγά όλο τον αέρα από τα πνευμόνια μου να δραπετεύσει προς το άπειρο. Εβγαλα πρώτα το κεφάλι και μετά κάθησα μέσα στο νερό σε θέση λωτού, αν και μου έμοιαζε περισσότερο με θέση βατράχου. Είχα χαλαρώσει τόσο που μου ήρθε να κατουρίσω. Ξαφνικά το νερό έγινε μια ιδέα πιο ζεστό. Το μάτι μου έπιασε από δίπλα, καθώς γυάλιζαν στο τελευταίο απογευματινό φως, τις λεπίδες τις ξυριστικής. Την πήρα στο χέρι μου, την βύθησα στο νερό και εκεί μέσα, χωρίς να μετακινηθώ, βάλθηκα να ξυρίζω τα αρχίδια μου. Κόντρα ξύρισμα. Κόντρα σε όλα...



26 Ιανουαρίου 2010

Από τον καιρό των μολυβιών

Δύο γλάροι ζυγιάζονται μέσα στο κάδρο του παραθύρου. Τους χαζεύω μέχρι που βουτάνε στο γκρίζο μεσημέρι και χάνονται πέρα μακρυά. Ενα μεσημέρι που με βρίσκει νυσταγμένο να περιμένω το ρολόι στο τασκ μπαρ να δείξει τρεις. Ιδια δουλειά, ίδιο γραφείο, ίδιο ωράριο... Δεν άλλαξε τίποτα; Αλλαξε. Η απέναντι συνάδελφος, που με βρήκαν τα χειρότερα. Αλλά μην αρχίσω από αυτά... Ολα θα έρθουν από μόνα τους στο μυαλό για να πέσουν, να ταιριάξουν με όσα είχαν απομείνει εδώ. Εδώ, μια παραμονή πρωτοχρονιάς...

Μεσημέρι μιας παράξενης Τρίτης λοιπόν. Μιας χειμωνιάτικης μέρας που σαν φύγει δεν θα μείνει τίποτα να τη θυμίζει. Που θα περάσει από πάνω μας αφήνοντας μονάχα τη σκόνη του χρόνου. Δεν ακούγεται και πολύ άσχημο αυτό. Ή μήπως όχι; Γουατέβερ. Οι σειρήνες ενός περιπολικού τρομάζουν κάτι πουλιά - σπουργίτια; - που πετούν αλλαφιασμένα προς το παγωμένο άγνωστο. Στο εμ ες εν ο Στέφανος με ρωτά τι έχω. Στο τηλέφωνο ο Αρης, τι θα κάνουμε το βράδυ. Στο ιμέιλ βρίσκω μήμυμα από το φέις μπουκ, ότι μια παλιά - από τον καιρό των μολυβιών - πεν παλ, με έχει ανακάλυψει και ρωτά για μένα. Τέτοια χαρά ούτε η Σουβαλτζή, όταν 'ανακάλυπτε' τον τάφο του Μεγαλέξανδρου.

Ξαφνικά νοιώθω το πρόσωπό μου να καίει. Ανοίγω το παράθυρο και ο παγωμένος αέρας με πλαγιοκοπεί. Δεν αντέχω πάνω από δύο-τρία λεπτά, όσο να τελειώσει στα αυτιά μου το "Dance With Me". Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο σπάνια βγάζω τα ακουστικά. Δεν θέλω να ακούω τίποτα, απ' όσα ακούγονται από τους "συναδέλφους" των γύρω γραφείων. Η λέξη σε εισαγωγικά... Θέλω να φύγω. Μαζεύω στα γρήγορα τα πράγματα μου για να βγω έξω στο κρύο. Να φύγει η μέρα. "...Δεν έχω διάθεση να κάνω κάτι απόψε, Αρη. Θα δούμε..."

Από καιρό έψαχνα μια αφορμή να επιστρέψω. Ή έστω μια καλή φράση για να αρχίσω ξανά να γεμίζω τις λευκές σελίδες με τα μαύρα γράμματα της ζωής μου. Τελικά οι γλάροι το κατάφεραν. Ετσι αναπάντεχα...