29 Νοεμβρίου 2007

Οι συμπεθέρες, το διαμέρισμα και η τηλεπαρουσιάστρια

Caro diario


Γράφω την ώρα που η απογευματινή ξανθιά - δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της - (Οχι, η Δρούζα) ανακοινώνει το σημερινό θέμα με το οποίο θα καταπιαστεί στην εκπομπή της. "Συμπεθέρες". Ξεροκαταπίνω και ψάχνω εναγώνια το τηλεκοντρόλ. Ο ήλιος μπήκε πριν λίγο και σκοτείνιασε το δωμάτιο. Το τηλέφωνο κτυπά μανιασμένα. Το σηκώνω συγκρατημένα, ελπίζοντας να μην είναι κάποιος πωλητής δανείων ή οδικής βοήθειας. Ηταν ο Αρης...


Το μεσημέρι πήγαμε να δούμε ένα διαμέρισμα, μιας και αποφασίσαμε ότι πρέπει να μετακομίσει. Οικονομικό το διαμέρισμα, που μένει εδώ και χρόνια, αλλά δεν προσφέρεται για πολλά, πολλά. Το υπό συζήτηση πάλι, ακριβό μεν, ωραίο δε. Πολύ ωραίο, μάλιστα. Σε νεόδμητη πολυκατοικία, με αποθήκη, εσωτερικό πάρκινγκ, με θέα, μεγάλο (πολύ μεγάλο για τις ανάγκες μας) και με τον ιδιοκτήτη να μένει επαρχία.


Ψάχναμε στην είσοδο να βρούμε το όνομα που μας είχαν δώσει από το μεσητικό. Πριν το βρούμε, ακούστηκε πρώτα ένας μεταλικός ήχος και από το βάθος μια φωνή. Γυρίσαμε και τότε προσέξαμε ένα μικρό παράθυρο στο πλάι της εισόδου, πίσω από κάτι φίκους. "Είστε για το διαμέρισμα;" O Aρης απάντησε καταφατικά. "Περιμένετε, έρχομαι να σας ανοίξω". Κοιταχτήκαμε με τον Αρη και πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε η πόρτα άνοιξε.


Από κάτω στάθηκε ένας μεσήλικας, κρατώντας ένα μάτσο κλειδιά. Μου φάνηκε σαν δεσμφοφύλακας. Μας εξήγησε ότι είχε αναλάβει να δείχνει το διαμέρισμα στους υποψήφιους ενοικιαστές, για λογαριασμού του μεσητικού γραφείου. "Μαζί είστε;" ρώτησε, κοιτώντας με λοξά. Οχι, που δεν θα ρώταγε, σκέφτηκα. Χωρίς πολλά πολλά, μας πέρασε μέσα και μας οδήγησε στο ασανσέρ. Οσο εκείνο ανέβαινε τον παρατήρησα καλύτερα. Στέκονταν μπροστά μας, κοιτώντας προς την πόρτα. Ψηλός, ευθυτενής και ζωηρός. Τα αραιωμένα του μαλλιά, βρεγμένα και χτενισμένα παλιομοδίτικα. Γύρισε απότομα προς το μέρος μας. Μάτια μικρά αλλά με βλέμα διαπεραστικό. Θα 'ταν γύρω στα εξήντα. Μπορεί και παραπάνω. "Φτάσαμε" είπε και τράβηξε σιγά σιγά την πόρτα του ασανσέρ. Στα χέρια του ήδη έψαχνε να ξεμπλέξει το κλειδί, που θα άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος που μας περίμενε.


Η βαριά θωρακισμένη πόρτα άνοιξε μάλλον απαλά για τη θωριά της, για να βρεθούμε μπροστά από τα σκοτάδια του κενού διαμερίσματος. Ο μεσήλικας, έσπευσε να ανοίξει μια μεγάλη μπαλκονόπορτα για να φωτιστεί ο χώρος. Αναρωτήθηκα πόσες φορές είχε κάνει το ίδιο πράγμα. Τότε όμως, το άδειο διαμέρισμα φανερώθηκε μπροστά μας, λουσμένο στο απογευματινό φως. Αφησα τον Αρη, να προχωρήσει στα υπόλοιπα δωμάτια, μένοντας πιο πίσω με τον τύπο στο καθιστικό. "Δείτε το με την ησυχία σας. Και εσείς, κε..." απευθυνόταν τώρα σε μένα. "Λύσης", έκανα και τα μικρά του μάτια, άνοιξαν μια ιδέα παραπάνω. "Τι όνομα είναι αυτό;" ρώτησε με περιέργεια. "Αρχαιοελληνικό, ξέρετε". Χώθηκα στην κουζίνα, για να αποφύγω περισσότερες ερωτήσεις.


Κάναμε ένα γύρο σε όλα τα δωμάτια, ανοίξαμε και βγήκαμε σε όλα τα μπαλκόνια. Χωριστά πάντα. Πρώτα ο Αρης, μετά εγώ. Οταν συναντιώμαστε έψαχνε τα μάτια μου, να του πω αν μου άρεσε. Ναι, μου άρεσε, αλλά δεν του το ΄πα. Επιστρέψαμε μαζί στο καθιστικό. "Λοιπόν, πως σας φάνηκε το διαμέρισμα;" ρώτησε ανυπόμονα ο γέρος, μπροστά από το τζάκι. "Μου αρέσει, πραγματικά." είπε ο Αρης. "Είναι και μεγάλο", συμπλήρωσα εγώ από πίσω. Τι το΄θελα; Πιάστηκε ο γέρος για να πει: "Ναι, είναι μεγάλο για ένα άτομο. Γι΄αυτό κε Αρη, βιαστείτε να παντρευτείτε σύντομα - δεν είστε παντρεμένος, ε; Δεν πρόσεξα να φοράτε και βέρα... Να αποκτήσετε οικογένεια να γεμίσει το σπίτι". Εκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου. "Εσείς κύριε Λύση, είστε παντρεμένος;" Μπήκε ανάμεσα ο Αρης και ρώτησε κάτι για τα διαδικαστικά, σε περίπτωση που προχωρήσουμε. Απότομα γύρισε προς τον Αρη, χωρίς να νοιαστεί άλλο για την αφεντιά μου, για να πει σε πατρικό ύφος, ότι πρέπει να βιαστούμε αν το θέλουμε. "Υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι, ξέρετε. Τι λέτε, λοιπόν; Nα ετοιμάσω τα χαρτιά, κύριε Αρη; Aύριο κι΄όλας θα τα 'χω όλα έτοιμα". Αποχαιρετιστήκαμε τυπικά, χωρίς περιττές οικιότητες.


Μπήκαμε αμίλητοι στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε αργά για το σπίτι μου. Μας είχε αρέσει και στους δυο. Χωρίσαμε όμως χωρίς να δώσω την τελική μου απάντηση στον Αρη. Το σκέφτομαι ξανά και ξανά. Καταστάσεις μισθοδοσίας, δάνεια και πιστωτικές, θα απλωθούν και πάλι στο γραφείο και τα εξσέλ στην οθόνη. Οι αριθμοί αφήνουν μάλλον κάποια περιθώρια, αλλά στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και ο Αρης να το ΄χει πάρει απόφαση...


Πίνω και ένα δεύτερο ντεπόν μέσα στο τελευταίο δίωρο. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ο Αρης θέλει να πάω από το σπίτι του, για καφέ (...το λέμε τώρα). Από χθες που πέρασα ένα αντι-σπάγουερ πρόγραμμα, ανοίγουν στην οθόνη ποπ-απ παράθυρα το ένα πίσω από το άλλο... Καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή. Σκέφτομαι πως αύριο θα είναι μια γεμάτη μέρα στο γραφείο - αν και Παρασκευή- με ένα επερχόμενο σαβατοκύριακο, που έχω να το περάσω δουλεύοντας. Παίρνω μια μεγάλη ανάσα. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να βρω το χαμένο άρωμα του κεριού με άρωμα γαρδένιας, που καίω που και που τα βράδια. Δεν βρίσκω τίποτα. Η ώρα είναι μόλις 6. 30 και θέλω να πέσω να κοιμηθώ.


Α, θυμήθηκα και το όνομα της παρουσιάστριας. Ράνια Θρασκιά.

23 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή, στην άκρη της πόλης

Caro diario

Κάπου είχε πάρει το μάτι μου το «Shortbus». Το ψάχνω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ που το είχα δει. Μου είχε καρφωθεί από τις Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά δεν αντέξαμε την κοσμοσυροή με τον Αρη και φύγαμε. Ηταν από τις ελάχιστες ταινίες του τελευταίου φεστιβάλ, που μου είχαν προξενήσει το ενδιαφέρον. Ορέστη, ουκ εν τω πολλώ το ευ...

Αποφασίζω να τελειώνω με την ατελέσφορη αναζήτηση της ταινίας. Προχωράω στις επόμενες σελίδες και πέφτω πάνω σε αυτό: STRÁKARNIR OKKAR. Aν και μου κάνει κάτι σε τούρκικο, - μπορεί να κάνω και λάθος, όρκο δεν παίρνω- από μια σύνοψη στα Ισπανικά, υποθέτω ότι πρόκειται για μπερδεμένες ιστορίες ομοφυλόφιλων ποδοσφαιριστών. Και Τούρκων; Χμμμ! Ενδιαφέρον ακούγεται. "Να κοιμάται ο Τούρκος στο γρασίδι αραχτός"... Αναζητώ την ταινία στο imdb.com. Από την Ισλανδία η ταινία!!! Καθόλου άσχημα, σκέφτομαι για τα βορειοευρωπαιϊκά μου γούστα, αν και το Ρέικιαβικ είναι λίγο μακρυά. Εκεί μου ΄ρχονται στο νου, οι διαφημίσεις της Ούρσους και η Σίλβια Νάιτ καθώς ουρλιάζει στα σκαλιά του 'Σπύρος Λούης".

"Μα μπορεί να είσαι γκέι και να είσαι ποδοσφαιριστής, ταξιτζής, σουβλατζής και όλα τα ανάλογα σε εις -τζής; " Aπορία, του τυπάκου που αντάλλαξα πρόσφατα εμ ες εν. Το θυμήθηκα τώρα με την ταινία. Εκείνος δηλώνει "bi", - και παίδαρος (μάτια έχω και βλέπω) - αλλά εκτός από θέματα γυμνισμού, μπορούμε να μιλάμε και για άλλα. "Κοίταξε, μπορεί ο Μπίλι-υπέροχο πλάσμα, να κράζει ότι οι γκέι είναι-είμαστε είτε ηθοποιοί, είτε τραγουδιστές - καλλιτεχνίζοντες τέλος πάντων, οπωσδήποτε, άντε το πολύ πολύ και λάιφ στάιλ δημοσιογράφοι, αλλά θα διαφωνίσω με την άποψή του. "Πιστεύω ότι η επιλογή του επαγγέλματος δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τις σεξουαλικές προτιμήσεις και δεν περιορίζεται, μεταξύ "κομμώτριας" και "μπαλαρίνας". Σε τι δηλαδή θα μπορέσει να δυσκολέψει έναν γκέι, στο να γίνει ταξιτζής, για να μείνουμε στα εις -τζής;" ρώτησα. "Εσύ γιατί έγινες;" είπε με τη σειρά του. "Τι, ταξιτζής;" ρώτησα. "ΧαΧαΧα. Οχι, γκέι"...

Η μέρα κύλησε αργά και κουραστικά ως εδώ. Παρασκευή, στην άκρη της πόλης. Ο Αρης με άφησε λίγο πριν για να πάει σπίτι του. Κλείνω το καλοριφέρ αφού πρώτα βάζω σε ένα χοντρό ποτήρι λίγο ποτό. Επιστρέφω στο δωμάτιο και πατάω το "πλέι. Χαμηλώνω τα φώτα και σέρνομαι μαζί με μια καρώ κουβέρτα ως την πολυθρόνα. Γδυτός γέρνω κάτω από το απαλό σκέπασμα. Αφήνομαι...


15 Νοεμβρίου 2007

Φοβάμαι

Caro diario

Ανοιξα όλα τα ακούντ στα σεξοσάιτ που έχω. Ολα τα πορνομπλόγκ, για να ξεχάσω τα λόγια μας. Και να, που έπεσα σε ένα προφίλ και ξάφνου το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει με τις μαβιές νότες απ΄εκείνο το τραγούδι* που έπαιζε καθώς με άφηνες μια Κυριακή μεσημέρι, χρόνια πριν, στα ΚΤΕΛ, (στοιχηματίζω, πως θα το ΄χεις ξεχάσει) καθώς τέλειωναν οι πρώτες κοινές μας διακοπές στην Ηπειρο και στην Μακεδονία. Τέτοιες μέρες ήταν. Θυμάσαι; Πριν λίγο με άφηνες έξω από το σπίτι μου. Και τώρα, το ίδιο τραγούδι γεμίζει το μυαλό και την καρδιά μου. Οι νότες έγιναν κι όλας εικόνες και σκέψεις, που κυλάνε διστακτικά στα μάγουλα.

Γράφω, σβήνω... Σκόρπιες λέξεις, στο λευκό. Γράφω άλλα. Δεν βγαίνει νόημα. Ντιλίτ. Κανείς δεν θα καταλάβει. Νοιώθω το πρόσωπό μου να καίει, σαν στον ήλιο του καλοκαιριού. Και είναι κει έξω ένας - όπως όλοι τους - άσχημος χειμώνας. Παγερός και υγρός. Σκοτεινός και απεχθής. Ο αέρας μαστιγώνει τα κυπαρίσσι του κήπου. Εχω ανοικτό το παράθυρο. Τα κοχύλια, που μου έχεις φτιάξει, κροταλίζουν μανιασμένα καθώς κρέμονται από τη σιδεριά του. To κρύο φτάνει ύπουλο ως τα πόδια μου. Μπαίνει και ο ήλιος σιγά σιγά, που σήμερα ελάχιστα τον είδα, έξω από το παράθυρο της δουλειάς. Πιάνω τον ευατό μου να θέλει να (χαμο)γελάσει. Να γίνουμε κομμάτια για θέματα δουλειάς.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Κάνω μια σκέψη ότι μπορεί να είσαι εσύ. Το ακούω που "τραγουδάει" - στ΄αλήθεια πόσο παράταιρα ακούγεται- μέσα από την όπως όπως πεταμένη στο κρεβάτι τσάντα μου. Την κοιτάζω, σχεδόν φοβισμένα. Σηκώνομαι απότομα. Θέλω να το βρω. Τα χέρια μπερδεύονται, καθώς βουτάνε στα σκοτάδια. Συνεχίζω να ψαχουλεύω στα γρήγορα. Η καρδιά ανεβάζει ρυθμούς. Επιτέλους το κρατάω μπρος στα μάτια μου. Αναβοσβήνει όμως το όνομα και ο αριθμός της Αλίκης. Κοντοστέκομαι απογοητευμένος. Δεν είσαι εσύ. Δεν θα μου μιλήσεις. Και εγώ δεν θα σε ακούσω. Το παρατάω. Και ας χτυπάει...

Προσπαθώ να υποθέσω τι θα κάνεις τώρα εσύ. Προς στιγμή αλλάζω σκέψεις. Αναρωτιέμαι γιατί δεν σε κάλεσα εγώ, όπως κάθε μέρα να δω ότι έφτασες σπίτι. Επιστέφω στην προηγούμενη υπόθεση. Θα κοιμάσαι; Θα χαζεύεις στην τηλεόραση με τη Δρούζα; Θα κοιτάς το ταβάνι ή έξω το φως καθώς λιγοστεύει; Το πρώτο ενδεχόμενο μάλλον ή έστω θα προσπαθείς. Και σήμερα, που είχα σκοπό να μείνουμε μαζί μέχρι το βράδυ. Τι να ήθελε η Αλίκη; Πείνασα. Εσύ θα έφαγες κάτι; Ελπίζω να μην καλέσει πάλι σύντομα η Αλίκη. Δεν θέλω να μιλήσω. Κρυώνω. Σκοτείνιασε για τα καλά. Φοράω το πάνω μιας αθλητικής φόρμας.

Eνας τύπος με νορμάλ προφίλ στο Νταρ και γυμνιστής στέλνει μήνυμα. Σκέφτομαι αν θα τον κλείσω. Δεν έχω κουράγια για να γράφω τα τετριμμένα του τσατ. Παρόλα αυτά ανταλλάσω εμεσεν. Μια ωραία φάτσα εισβάλει στην οθόνη. Κλείνω το παράθυρο. (Του δωματίου) Τα κοχύλια παύουν να ακούγονται τώρα. Οχι όμως και να χτυπιούνται. Ο τυπάκος στο τσατ ζήτησε μια μικρή ανάπαυλα. Γράφει από το γραφείο. Τον ρωτάω αν πρέπει να αλλάξω την εικόνα μου. Δεν τον ενοχλεί, μου απαντάει. Τρίζω τα δόντια μου. Από το κρύο; Από την πείνα; O τυπάκος άφαντος. Και εσύ.

Μόνος.


Εψαχνα από μέρες να βρω μια αφορμή να γράψω κάτι. Να ανοίξω έστω το μπλόγκ, να σώσω ένα ντραφτ. Το ΄κανα σήμερα. Το τέλος του πρότζεκτ, που με ρούφαγε για τόσες εβδομάδες στο γραφείο και στο σπίτι, έχει πάρει το δρόμο του. Ανασάναμε.
Πατάω το "Πλέι" για να πάει "μπροστά". Και τώρα πάμε πίσω, πίσω, πίσω...




* ...Μέσα στα μαλλιά σου πετάω,τις στιγμές μου μεθάω σ’αγαπώ και φεύγω…πάνω στα δυο χέρια σου λιώνω ένα στίχο σκοτώνω πάρε με μαζί σου είσαι πολύ κοντά είσαι πολύ μακριά Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω Σβήνω το όνομά σου και σβήνω την ψυχή μου αφήνω σε φιλιά που καίνε…κοίτα πόσο έχω αλλάξει σαν θεό σε έχω στάξει Κυριακή ο χρόνος είσαι πολύ κοντά είσαι πολύ μακριά Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω