23 Δεκεμβρίου 2006

Λούγκρα και παραλλαγή

Caro diario

Επιστρέφοντας απόγευμα Σαββάτου από το γραφείο, οδηγούσα σαν τρελός. Το σαραβάλο μου όμως, αρνούνταν να πάει γρηγορότερα. Παρόλο που δεν ήθελα να επιστρέψω σπίτι, κόλλησα το πόδι στο γκάζι. Από νεύρα. Η μόνη αντίδραση ήταν το αυτοκίνητο να ρετάρει. Σαν να 'χε λόγγιξα. Κάποιοι βιαστικοί πίσω μου, κόρναραν βρίζοντας με. Τους κοιτούσα ατάραχος - φαινομενικά- καθώς περνούσαν δίπλα μου, με τα φρεσκοπλυμένα, ακριβά τους αυτοκίνητα. Τα πίσω καθίσματα γεμάτα από παραφουσκωμένες τσάντες του "Χόντος σέντερ". Σαν τι, ήθελα να μου μιλήσει κάποιος εκείνη τη στιγμή...

Τελικά, την πλήρωσε η γάτα, που με μιας βρέθηκε κλεισμένη στο μπάνιο. Επεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, κοιτώντας πότε το ταβάνι και πότε μια φέτα γκρίζου ουρανού έξω από το παράθυρο. Ακόμα να κρεμάσω και τις κουρτίνες. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι για ένα ακόμη μεσημέρι. Γύριζα συνεχώς μέσα στην καρώ κουβέρτα, που την έννοιωθα γύρω μου περισσότερο σαν ένα κολλώδη ιστό αράχνης. Μια κρύωνα, μια ζεσταινόμουν. Πιθανό να φταίει αυτή η γαμημένη ίωση, που με πιλατεύει εδώ και είκοσι μέρες με κομάρες, πονόλαιμο και μια θολούρα στο μυαλό. Από τα πολλά και την πίεση του Αρη, την περασμένη εβδομάδα πήγαμε στο γιατρό, που διέγνωσε - τί άλλο; - ίωση. Μου έγραψε ωστόσο εξετάσεις αίματος, ακτινογραφίες - θώρακος, παρραρινίων- και φάρμακα. Αντισταμινικά και αντιφλεγμονώδη. Τρέχαμε σαν τους τρελλούς όλη την εβδομάδα σε ιατρεία και εργαστήρια.

Ανοιξα το ραδιόφωνο με το τηλεκοντρόλ, βγάζοντας το χέρι έξω από το κρεβάτι, για να φτάνει το στερεοφωνικό. Συνεχώς τιούνιγκ, σκέτη ζαλάδα. Ολο και περισσότεροι σταθμοί της μνήμης παίζουν πια ελληνικά για σκυλάδικα. Αφήνω έναν μέϊνστριμ με τον Φράνκι να τραγουδά μετά μανίας για την Νιου Γιορκ. Ηλίθιες διαφημίσεις επί μισάωρο, διακόπτουν τα χαζοχαρούμενα τραγούδια με τα σαξόφωνα, τις τρομπέτες και τα καμπανάκια. Κουράζομαι και πάλι. Ανοίγω την παλάμη, αφήνωντας το τηλεκοντρόλ να πέσει πάνω στη βρώμικη μοκέτα. Κλείνω τα μάτια μόλις πάψει ο ήχος της πτώσης. Φέρνω το χέρι κάτω από το σώμα μου, για να ψάξει τη ζέστη του εσωρούχου μου. Την ίδια στιγμή, μια ακόμη εκδοχή του "Λαστ κρίστμας" με πολιορκεί πάνω από τα σκεπάσματα. Είμαι θυμωμένος. Είμαι κουρασμένος. Είμαι όλα και ότι δεν πρέπει να είμαι "χρονιάρες" μέρες.

Πολλοί θεωρούν τα Χριστούγεννα μια γιορτή φτιαγμένη ειδικά για λούγκρες. Χρυσόσκονη, φωτάκια, στρας, γκλάμουρους ατμόσφαρα, τυπικά δωράκια και τηλεφωνήματα, φιλιά στον αέρα και πούστηκες ευχές. Κολλημένα χαμόγελα γύρω από κατάλευκες οδοντοστοιχίες. Koυραμπιέδες και δίπλες. Βασιλόπιτες και σαμπάνιες. Και η ψευτιά να ρέει παντού. Να παρασύρει τα πάντα στην χρυσαφένια ευδαιμονία της.

Εγώ θέλω να είμαι τσαντισμένος, θυμωμένος, θλιμμένος. Να είμαι αξύριστος, άσχημος και άπλυτος. Να θέλω να μείνω μόνος - Εστω, θα ξεκλειδώσω το γατί από το μπάνιο. Να μην κρεμάσω φωτάκια στο φίκο του μπαλκονιού. Να μην δωρήσω τίποτα. Να μην ανοίξω την πόρτα στις μουλάρες, που θα΄ρθουν να μου πουν τα κάλαντα στις 6 τα χαράματα. Να μην αγοράσω καινούριο κοστούμι. Να μην τρέχω στα ιν μπαρ και στα ακριβά εστιατόρια. Να μην περιμένω δώρα. Και στο τέλος θέλω...

...να κάψω ένα ομοίωμα του καλοζωισμένου αγίου της "κόκα κόλα", στην πλατεία Συντάγματος. Μπορώ;

ΧΑΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

19 Δεκεμβρίου 2006

"Από εκείνους τους καιρούς"

Caro Diario

Mεσημέρι Tρίτης προσπαθώντας να γράψω κάτι από το γραφείο, ενώ περιμένω τους δείκτες να δείξουν την ώρα για να φύγω. Εξω από το παράθυρο ένα γκρίζο απομεσήμερο κυλά αργά. Γαλαζωπά σύννεφα, κυνηγιούνται ανάμεσα από τ' αντικρυνά κτίρια. Στο ύψος των ματιών μου, δυο ζευγάρια αγριπερίστερα - που κάπως αλλιώς λέγονται, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα- ξαποσταίνουν ασάλευτα πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ. Από κάτω περαστικοί και αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται αέναα. Ο κόσμος σαν να πλύθηνε ξαφνικά. Το ίδιο και οι τσάντες που κρατάνε. Οσο πλησιάζουν απάνω μας απειλητικά τα Χριστούγεννα, τόσο πιο πολλοί θα στριμώχνονται στα πεζοδρόμια. Τόσες περισσότερες και οι τσάντες, που θα κρέμονται βαριές απ' τα χέρια.

Ανοίγω το παράθυρο να μπει μέσα ο ήχος της πόλης. Μαζί του ένας αέρας άγουρης άνοιξης κατακλίζει βίαια τον χώρο. Ξαφνικά νοσταλγώ κρύο και χειμώνα. Καπέλο και μάλλινο πουλόβερ. Πεθύμισα τα σκοτάδια της καρώ κουβέρτας. Να χουχουλιάσω γυμνός με τον Αρη δίπλα μου. Σκεπασμένοι μέχρι πάνω απ' τα κεφάλια μας. Να λέμε χαζομάρες, να αγγιζόμαστε στα τυφλά, να του λέω αστεία και κείνος να γελά ανέμελα. Να με ρωτά αν κοιμάμαι. Να γελώ κι εγώ με τη σειρά μου, ως απάντηση.

Κάθομαι σε μια από τις πίσω θέσεις του λεωφορείου. Απ΄τη μεριά που να με βλέπει ο ήλιος. Η κούραση των τελευταίων ημερών με κυριεύει. Απλώνω τα πόδια μου μπροστά. Κλείνω τα μάτια πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά. Θέλω να κοιμηθώ. Προσπαθώ να μείνω ζωντανός. Αναπολώ την Κυριακή, που πήγαμε στο Σούνιο, μετά από πολλά χρόνια. Αγαπημένος τόπος. Εκεί είχαμε περάσει μερικά υπέροχα σαββατοκύριακα τον καιρό που είχαμε πρωτογνωριστεί. Η φύση, αν και είμαστε μέσα στα Χριστούγεννα, ντυμένη με την πράσινη της χλόη. Που και που μικρά κίτρινα αγριολούλουδα, ξεμίτηζαν ξεγελασμένα από την καλοκαιρία. Οι γλάροι πάνω στις αρχαίες πέτρες, παρατηρούσαν τα πάντα. Κάναμε τον γύρο του ναού περπατώντας δίπλα δίπλα. Χωρίς να μιλάμε. Και οι δύο είχαμε βυθιστεί στις αναμνήσεις που γένναγε ο τόπος. Βγάλαμε και φωτογραφίες. Στο ίδιο σημείο, χρόνια μετά. Πιάσαμε να κατηφορίζουμε, ενώ πίσω από τις αρχαίες κολώνες έγερνε ο ήλιος. Μια ροζ πληγή στο σώμα τ΄ ουρανού. Εφυγα χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω μου. Μοναχά, βάλθηκα να θυμηθώ το στίχο του τελευταίου Σεφέρη.


ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες,
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…

Γαλήνη.
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια:
Τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν παράμερα, τον καταξέσκισαν
πάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος Αρδιαίος, ο πανάθλιος Τύραννος."

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

13 Δεκεμβρίου 2006

Μια νύχτα

Caro diario

Ανοιξα και απόψε μια σελίδα σου. Να αφεθώ στην ησυχία του λευκού σου. Να κρύψω τη μοναξιά της νύχτας ετούτης και την τρέλλα της μέρας, που κύλησε επώδυνα πάνω μου. Δεν ξέρω αν θα μουτζουρώσω κάτι για να πληγιάσω τις σάρκες σου. Τ' αφτιά μου ενώνονται με τη μουσική από τη σελίδα του manifestogr μέσα από τα παλιά ακουστικά. Τώρα θα έπρεπε να βρισκόμουν σε ένα κλαμπ, κάπου στο κέντρο όπου μας είχαν καλέσει με τον Αρη . Με αφορμή την απεργία στο μετρό δεν πήγαμε.

Ο Αρης αποκοιμήθηκε ήδη στο κρεβάτι μου. Πήγα κοντά του. Ενοιωσα τη θέρμη του κορμιού του, τη στιγμή που τον ρώτησα αν θα κοιμηθεί εδώ. Σχεδόν άγγιξα με τα χείλη μου το αφτί του. Εκείνος κούνησε αδιάφορα τους ώμους του. Το εξέλαβα ως κατάφαση. Τον ευχαρίστησα μ' ένα φιλί στο μέτωπο, σαν και αυτά που μου κόλαγε η μάνα στα μικράτα μου, σαν ήθελε να δει αν είχα πυρετό. Εκείνη τη στιγμή, ήρθε πάλι και με πλάκωσε εκείνη η αγάπη και η φροντίδα, που θέλω να του δίνω. Υποθέτω ότι έτσι πρέπει να νιώθει ένας γονιός για το παιδί του. Ποτέ δεν θα μάθω αν είναι στ΄αλήθεια έτσι...

Τον σκέπασα, χαμήλωσα τα φώτα και σύρθηκα ξανά ως το λευκό σου, χτυπώντας σιγά σιγά τα πλήκτρα. Η γάτα, με έχει απαρνηθεί και αυτή, χαζολογώντας βαριεστημένα με τον Τζέρι, εκείνο το ανόητο πλαστικό ποντίκι, που της έχει φέρει ο Αρης. Ανοίγω το SJphone ψάχνοντας τον κατάλογο για τη μαγική λέξη: "Μπία". Πατώ το πράσινο κουμπί του. Αναμονή. Κι άλλη αναμονή. Επιτέλους η φωνή της, έστω και κάπως μακρυνή. «Ελα παιδί μου, που είστε; Σπίτι είστε, - απαντά μόνη της- πάντα γνωρίζει τις απαντήσεις, είδα πάλι κάτι παλαβά στην αναγνώριση κλήσης. Εσύ θα ήσουν, είπα. Ενιγουέϊ. Εγώ πηγαίνω με μια φίλη - τη Ματίλντα, στην έχω γνωρίσει; - Παύση - Οχι ε; Δεν έχει τύχει, αλλά θα κανονίσω να βγούμε. Πηγαίνουμε, σε μια μεταμεσονύχτια θεατρική παράσταση, μιας πειραματικής σκηνής. Ηθελες κάτι;» «Ναι. Να σκάσεις για λίγο, μπορείς;», έκανα και εκείνη γέλασε. «Οχι, Μπία μου, δεν ήθελα κάτι, συγκεκριμένο.» «Εντάξει, κατάλαβα θα σε πάρω αύριο. Κλείνω γιατί φτάσαμε. Φιλιά» Η γραμμή έκλεισε. Κανένας ήχος στο δωμάτιο. Ισως πάλι και ν' ακούω κάτι...

Σηκώνομαι με κόπο για να σταθώ μπροστά στη μπαλκονόπορτα. Ρίχνω τη ματιά μου πίσω από το τζάμι. Αθλια φωτάκια, κρέμονται από παντού για να πληγώνουν τις νύχτες μας. Χριστούγεννα, μια περίοδος που δεν θέλω να τη ζω. Που παρακαλώ να μην έρθει και όταν έρχεται σφίγγω τα μάτια για να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Που δεν αντέχω τόση επίπλαστη ευτυχία. Tόση καταπίεση να μας φραγγελώνει με χιλιάδες αιχμηρά "πρέπει". Πρέπει να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να κάνεις δώρα, πρέπει να δεχθείς δώρα, πρέπει να πας διακοπές, πρέπει να γοητεύσεις συγγενείς, φίλους, γνωστούς, πρέπει να πιεις, να φας, να ξενυχτήσεις, να γαμίσεις ή να γαμηθείς.

Κάτι με σπρώχνει να βάλω να πιώ. Η γάτα με παίρνει στο κατόπι. Φέρνω ένα ποτήρι με λίγα παγάκια. Ρίχνω κάτι μέσα, από ένα σκονισμένο μπουκάλι. Τα παγάκια ραγίζουν με μιας. Γίνονται διάφανα, χτυπιούνται στο γυαλί. Μετά ησυχάζουν πάλι. Βουτάω τα χείλη μου, ενώ προσπαθώ να ακούσω την ανάσα του Αρη. Ευτυχία...

11 Δεκεμβρίου 2006

Tο κύμα

Caro diario

Mόλις ξεκίνησαν τα δελτία των 8. Πατάω το "Χ" και κλείνω το παράθυρο της TV, πάνω από την οθόνη του υπολογιστή μου. Προτιμώ να κοιτάζω το λευκό μπακγκράουντ, που περιμένει να γράψω κάτι. Για ώρα... Τα μάτια μου θολώνουν. Τινάζω με δύναμη τα βλέφαρα. Για μια στιγμή, σκέφτομαι να εγκαταλείψω - για άλλη μια φορά - την απόπειρα να γράψω κάτι.

Γύρισα σπίτι εξαντλημένος , μετά από 10 ώρες παραμονής στο γραφείο. Μίτινγκ (μη χέσω τώρα) και τηλέφωνα να χτυπούν πιο γρήγορα από τα μηνίγκια μου. Αποφάσεις σημαντικές που εκρεμούν στο μυαλό μου από ημέρες. Αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν σήμερα, το δίχως άλλο. Το έλεγα και στον Αρη την Παρασκευή, που χαλαρώναμε αγγαλιά στον κίτρινο καναπέ. "Αισθάνομαι ότι είμαστε στην τελευταία σκηνή της "Καταιγίδας". Το ψαροκάϊκο πρέπει να ανέβει το κύμμα που ορθώνεται μπρος του. Το κοιτάζουμε και ελπίζουμε. Θα το περάσει άραγε; Ετσι είμαστε Αρη μου" και εκείνος έσφιξε πιο δυνατά τα δάκτυλά του μέσα στα δικά μου. "Θα το περάσουμε... Τζορτζ" έκανε εκείνος και γέλασε πάνω από το αφτί μου. Γέλασα και εγώ.

Η τελευταία συνάντηση της ημέρας προγραμματίστηκε για τις 5. Επρεπε να μείνω συγκεντρωμένος. Κάθισα ρίχνοντας μια φευγαλαία ματιά στους αντικρυνούς μου. Ολοι φαινόντουσαν κουρασμένοι. Τους μοίρασα το υλικό. Ξεκίνησα τη συζήτηση όπως την είχα σχεδιάσει. "Ας αφήσουμε τους προλόγους. Στο θέμα μας, παρακαλώ" με διέκοψε ο "μεγάλος", βγάζοντας για λίγο το στυλό απ' το στόμα. Είπα όσο πιο σύντομα μπορούσα όσα είχα να πω. Ο "μεγάλος" δέχθηκε τις προτάσεις μου χωρίς πολλά πολλά. "Σου έχω εμπιστοσύνη. Συνέχισέ το. Δώσε κατευθύνσεις όπου χρειάζεται και να το τελειώσουμε" είπε, με τρόπο που δεν επιδέχοταν αντίρηση. Το στυλό κρεμάστηκε ξανά στα χείλη του. Κάτι δειλά "ναι, βεβαίως, σύμφωνουμε όλοι" ακούστηκαν τριγύρω, από τα κατεβασμένα κεφάλια των υπολοίπων. Βγαίνοντας, κάποιο χέρι με χτύπησε στην πλάτη, λες και είχα πνιγεί. Γύρισα ξαφνιασμένος. "Μπράβο μεγάλε. Πρέπει να σε πηγαίνει τρελλά το μπος, ε;"
- Μεγάλε, πρέπει να είσαι μεγάλος μαλάκας , το ξέρεις ε; Εσφυξα τα δόντια για να μη το ξεστομίσω.

Σύρθηκα για το γραφείο, συνοδεία ενός ύπουλου πονοκέφαλου που κούρνιαζε κάτω απ' το μέτωπό μου. Για ώρες. Η γραμματέας του "μεγάλου", που με συμπαθεί - και το δείχνει - μέχρι παρεξηγήσεως, με κοιτάει προσπαθώντας να επιβεβαιώσει την καλή έκβαση της συνάντησης. Την κοιτάζω ανέκφραστος όσο πλησιάζω μπροστά από το γραφείο της. Χαλαρώνω μια ιδέα τη γραβάτα, χωρίς να διακόψω το βάδισμα. Περνώ από μπροστά της και τότε της χαμογελώ, αποκαλύπτοντας έτσι το αποτέλεσμα της συνάντησης.
- Ολα καλά ε; Α! Πολύ χαίρομαι. Πάρα πολύ.
- Και εγώ...

Πηγαίνοντας για το γραφείο μου, κουρασμένος αλλά ικανοποιημένος, θυμήθηκα τα λόγια του Αρη για τους άνδρες με τις οθόνες στο κεφάλι τους, που είδαμε το Σάββατο στο "2" του Δημήτρη Παπαϊωάνου, ή απλά Δ.Π., όπως εν συντομία γράφαμε το όνομά του στο φόρουμ του www.stadia.gr τα χρόνια της Oλυμπιακής προετοιμασίας. Κάθισα στην καρέκλα μου. Απλωσα τα πόδια μου μπροστά, τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Εκλεισα τα μάτια. "Ο άνθρωπος - οθόνη". Τον έφερα στο νου ξανά. Εγειρε τον ώμο του προς τον δικό μου και με την παλάμη του να κρύβει τα χείλη μας, μου είπε, όσο στην σκηνή του Παλλάς παρέμεναν οι χορευτές με τις γαλαζωπές οθόνες στα κεφάλια τους, "Eτσι έχεις καταντήσει... αλλά εγώ σ΄αγαπώ. Το ξέρεις;.."
- To ξέρω
Ενα μακρόσυρτο "τστστστστσ..." ακούστηκε από την ημιλυπόθημη κυρία της πλατείας Κολωνακίου του πίσω καθίσματος . Δεν έμαθα αν αναφερόταν σε εμάς ή σε όσα έβλεπε πάνω στην ολόφωτη σκηνή του θεάτρου Παλλάς.

Μάζεψα τα πράγματα. Εσβησα τις οθόνες μου και βάλθηκα να στείλω ένα μήνυμα στον Αρη. "Το περάσαμε το κύμα..."