29 Δεκεμβρίου 2007

Στο τέρμα

Caro diario

Ανοίγω διστακτικά την παλάμη μου, να δω τι έχει απομείνει. Μόλις σκότωσα ένα ξεστρατισμένο κουνούπι, που πέταξε για τελευταία φορά μπρος στα μάτια μου. Δεν ξέρω , τι μ' έπιασε και του στέρησα την υπόλοιπη ζωή του. Σπάνια το κάνω για οποιοδήποτε πλάσμα του κόσμου μου. Αλλά απόψε... έγινε. Και τώρα, απέμεινε μια μωβ κυλίδα στην παλάμη μου.

Λίγη ώρα πριν γυρίσαμε με τον Αρη, από το "Μολ", κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι. Με τα χέρια να κρατάνε με δυσκολία τσάντες με δώρα και άλλες με πράγματα δικά μας, κλειδιά, γυαλιά, κινητά, έψαξα να πατήσω τον διακόπτη με την μύτη μου.
- Είδες, για να μην ήθελες να στολίσουμε δέντρο με φωτάκια; Θα βλέπαμε μια στάλα, έκανε περιπαικτικά πίσω μου ο Αρης. Περάσαμε γρήγορα μέσα και μετά η πόρτα σπρώχτηκε πίσω μας με το πόδι.

Κάτσαμε δίπλα δίπλα στον κίτρινο καναπέ. Οι τσάντες μπροστά μας. Από τη μια εκείνες με τα δώρα από την άλλη όσες ήταν για εμάς. Ανοίχτηκαν γρήγορα και το τραπεζάκι γέμισε πράγματα. Τα περισσότερα θα μπορούσες να τα χαρακτήριζες άχρειστα. Αντικείμενα, βιντεο-γκέιμ, βιβλία, σιντί.
- Πάλι γίναμε χρήσιμοι στην - καταναλωτική- κοινωνία, είπε ο Αρης, διαβάζοντας αδιάφορα το οπισθόφυλλο του "Αλδεβαράν" του Μάτεσι.
Απλωσα τα χέρια μου και άνοιξα το νέο τής Πρωτοψάλτη. Τράβηξα με μιας για το στερεοφωνικό. Τρακ νούμερο 4. Πλέϊ...

Ορθιος εκεί μπροστά με τα μάτια κλειστά. Του καθενός μας η καρδιά άλλα τραγούδια λέει κρυφά. Πριν τελειώσει το πρώτο ρεφρέν, ένοιωσα τα χέρια του Αρη, να τυλίγουν τη μέση μου. Τα σκέπασα με τα δικά μου. Τελευταία φορά τα δικά σου σκαλιά ανεβαίνω και φτάνω στο τέρμα. Η αναπνοή του πίσω από το αφτί μου. Τα χείλια του προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα λόγια του τραγουδιού. Μη με μαλώνεις σαν παιδί τώρα μαθαίνω απ΄τη ζωή Εγειρα μια ιδέα πιο πίσω το κεφάλι μου. Εγειρε ολόκληρος αριστερά. Πάλι φεύγω από΄δω μ΄ένα βήμα αργό κι οδηγώ στο αντίθετο ρεύμα. Με πείρε μαζί του. Αφέθηκα στη στιγμή μας.
- Ευτυχία, αξία ανεκτίμητη, είπα εγώ.
- Μη λες τίποτα τώρα...



27 Δεκεμβρίου 2007

Πέφτει βροχή

Caro diario

Απλώνω το χέρι και σβήνω τον διακόπτη. Ανοιξα και τις κουρτίνες να μπει το λιγοστό φως από το παράθυρο. Βρέχει σιωπηλά. Μ' αρέσει τούτη η βροχή. Μπορείς να βγεις έξω ακόμα και χωρίς να κρατάς ομπρέλα.

Ημέρες χωρίς δουλειά. Ημέρες χωρίς σκοπό. Σκέφτεσαι κάτι όπως: "E, θα ξεκουραστώ λίγο". Μεγάλη παγίδα. Πέφτεις στο κρεβάτι. Πιάνεσαι, πονά η πλάτη σου, ειδικά αν είσαι γύρω στα 40. Σου ΄ρχονται στο μυαλό ένα σωρό εκκρεμότητες και άλλα τέτοια. Τράπεζες, πληρωμές, ταχυδρομείο. Ξανά τράπεζες. Αλλες πληρωμές. "Ας το κάνω, να τελειώνει ένα-ένα". Δεν θες να υποχρεώνεσαι. Βλαστημάς την ώρα που πήρες το αυτοκινήτο και όχι να το κόψεις με τα πόδια. Στέκεσαι αμίλητος σε ουρές. Πληρώνεις, υπογράφεις, φεύγεις. Αισθάνεσαι το κρύο να πέφτει πάνω σου. Η βροχή συνεχίζει να κυλάει στα βρώμικα πεζοδρόμια. Κάτω από ένα εξώστη συναντάς τ' απλωμένα χέρια των ζητιάνων. Αναρωτιέσαι για την αλήθεια της εικόνας . Προσπερνάς βιαστικός, διώχνοντας την απάντηση στην απορία σου.

Επιστρέφεις λαχανιασμένος γιατί προτίμησες τις σκάλες από το ασανσέρ. Αφήνεις τα κλειδιά στο τραπεζάκι της εισόδου. Πέφτεις τ' ανάσκελα στον καναπέ. Ρίχνεις το κεφάλι πίσω και κοιτάς το ταβάνι. Ακούγεται μόνο η ανάσα σου, που προσπαθεί να βρει το ρυθμό της. Για πόση ώρα; Αναρωτιέσαι, τι άλλο έχει απομείνει. Κάτι τηλεφωνήματα από κοινωνικές υποχρεώσεις... Απεχθάνεσαι τις τυπικότητες. Τ' αφήνεις για αργότερα. Βρίσκεις δικαιολογία στο ρολόι του τοίχου. "Μεσημέριασε. Κι όλας;" Το απόγευμα θυμάσαι ότι έχεις να πας σε μια κηδεία. Προσπαθείς να σκεφτείς τι έχεις να φορέσεις. Βαριέσαι να πας να ψάξεις μέσα στη ντουλάπα. "Μην ξεχάσω την ομπρέλα".

Η ώρα περνάει γρήγορα. Δεν πεινάς, κρυώνεις. Ρίχνεις ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. Δεν φεύγεις. Στέκεσαι γυμνός, μπρος στο άνοιγμα να ζεστάνεις τις σάρκες σου. Το φως τους βάφει ρόδινο το δέρμα σου. Καίγεσαι. Αποτραβιέσαι στον καναπέ, κοιτώντας έξω τον γκρίζο ουρανό, που γλιστρά στα πλακάκια του μπαλκονιού...

20 Δεκεμβρίου 2007

Παλιές προσευχές

Caro diario

O ουρανός μολύβι, έξω από το παράθυρο. Ανεβασμένες οι περσίδες, αφήνουν τη μουντάδα να πέφτει βαριά πάνω στο γραφείο μου. Μαζί της έριξε και μια ησυχία. Λίγοι άνθρωποι, λίγα λόγια. Ελάχιστα και τα τηλεφωνήματα. Κάποιοι κανόνιζαν για τις διακοπές τους στα βουνά, άλλοι έψαχναν τους χάρτες να βρουν τους ακριβούς ξενώνες, στους οποίους θα σκαρφαλώσουν με τα λασπωμένα τους τζιπ.

Ο καιρός αυτός φέρνει στο νου, κάτι παλιά χειμωνιάτικα πρωινά - τότε που ο χειμώνας ήταν χειμώνας- όπου ο πατέρας μου μας πήγαινε - εμένα και τον αδερφό μου- με το φορτηγό του στο σχολείο. Συνήθως καθυστερημένα. Πότε δεν ξύπναγε εγκαίρως, πότε δεν έπερνε μπροστά το φορτηγό, πότε μας άφηνε μη έχοντας άλλη βενζίνη. Το χειρότερο ήταν όταν δεν έπερνε με την πρώτη. Εκλεινα τα μάτια, με δύναμη και προσευχόμουν να μην ξεσπάσει σε βρισιές. Οταν συνέβαινε αυτό, μαζευόμουν ακόμα περισσότερο στη γωνία. Ηθελα να κλάψω, αλλά κρατιόμουν με σφιγμένα τα αφτιά και κοίταζα τον μαβί ουρανό, έξω από το θαμπό παράθυρο. Οπως κάνω και τώρα...

Από κάπου πιάνει το αυτί μου, το ξενέρωτο "Μάι χαρτ γουίλ γκόινγκ ον" και μου ΄ρχεται μια αναγούλα ανάκατη με γεύση μελομακάρονου. Θυμήθηκα ότι το πρωί με είχε κεράσει ένας Διονύσης"-συνάδελφος, για τη γιορτή του. Κοιτάζω τους υπαλλήλους μου που λουφάρουν συστηματικά τις τελευταίες ημέρες και αφήνουν ο ένας τη δουλειά του στον άλλον. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να τους μιλήσω για αυτό ή να το αφήσω να περάσει μαζί με τις κωλο-γιορτές. Εκνευρίζομαι. Στο εμ ες εν ένας παλιός γνώριμος- που από χρόνια επιμένει να συναντηθούμε- εμφανίζεται μετά από καιρό, να μου ζητά το ίδιο πράγμα. Ο Αρης ρωτάει τι θα κάνουμε φεύγοντας από το γραφείο. Δεν βρίσκω κάτι να του απαντήσω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Προσέχω ότι έχουν ανάψει τα φώτα των δρόμων. Και είναι μεσημέρι... Θέλω να φύγω, να χωθώ στην κρύα μοναξιά της πόλης.

"Τα λέμε"
"ΟΚ"
Κλείνω όλα τα παράθυρα.

13 Δεκεμβρίου 2007

Αχ, έλατο



Caro diario

Ανοιξε ο ουρανός. Ενας ήλιος ντροπαλός κρέμεται κάτω από ένα λευκό σύννεφο. Κοιτώ έξω από το παράθυρο του γραφείου. Εχω διάθεση για χαζολογήματα μεσημεριάτικα. Ισως φταίει ότι εδώ και λίγη ώρα έχει κοπάσει η δουλειά. Ισως πάλι, γιατί χθες ήταν μέρα απεργίας και μια χαλαρότητα σέρνεται ανάμεσα στα γραφεία. Ισως τέλος, για όλα να φταίει το... έλατο. Αχ, έλατο...

Μετρώ τις ημέρες ανάποδα μέχρι τις 8 του Γενάρη, οπότε και θα ξεθυμάνει το τζέρτζελο των Χριστουγέννων. Σκέφτομαι πόσο πολύ μισώ αυτή την εποχή. Θέλω να πάρω ένα στιλιάρι και να ριμάξω όλα τα δέντρα-καρνάβαλους. Και όπου έχουν κρεμάσει φωτάκια και χοντρούς αγιο-βασίληδες, να τα κάνω χίλια κομμάτια. Δεν αντέχω άλλο να ακούω το Λαστ Κρίστμας, σε οποιάδηποτε εκδοχή του. Οπως και ό,τι άλλο έχει καμπανάκια. Δεν αντέχω να ακούω για διακοπές σε χιόνια. Δεν αντέχω να ακούω τον Τσαμτσίκα να μιλά για γαλοπούλες και γουρούνια. Εως τότε θα προσπαθήσω να περάσω τις ηλίθιες τούτες μέρες όσο πιο ήσυχα μπορώ. Αν θα μπορέσω δηλαδή...

Μέχρι τα μέσα της επόμενης εβδομάδας θα έχουν τελειώσει πια και οι τελευταίες εκρεμότητες με το νέο διαμέρισμα. Ο Αρης, μετακόμισε ήδη σε αυτό, εδώ και μερικές ημέρες. Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, τρέχουμε στα μαγαζιά ψάχνοντας για διάφορα. Κουρτινόξυλα, φωτιστικά, χαλιά, μικροέπιπλα. Αιτήσεις στον ΟΤΕ και άλλα τέτοια διαδικαστικά. Εχουμε κουραστεί πάρα πολύ και το μόνο που μας ξεκουράζει είναι όταν αποκαμωμένοι πια, χαζεύουμε τον ουρανό, αγγαλιά από τον κίτρινο καναπέ. Τώρα πια χωρίς να σκεφτόμαστε μήπως μας δει κάποιος απ΄ τα απέναντι μπαλκόνια. Τελικά είναι πολύ ωραίο το νέο διαμέρισμα.

Σε λίγο θα φύγουμε. Ηδη ο Αρης στέλνει μήνυμα, ότι θα με περιμένει στο αυτοκίνητο. Το γραφείο μύρισε φαγητά. Λάδι και ρίγανη. Κάποιοι θα έχουν παραγγείλει. Ξαφνικά πείνασα. Σκέφτομαι μήπως αντί για μετακόμιση έχουμε μια βόλτα στο κέντρο για φαγητό. Και ας ακούσω και πάλι το Λαστ Κρίστμας...

29 Νοεμβρίου 2007

Οι συμπεθέρες, το διαμέρισμα και η τηλεπαρουσιάστρια

Caro diario


Γράφω την ώρα που η απογευματινή ξανθιά - δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της - (Οχι, η Δρούζα) ανακοινώνει το σημερινό θέμα με το οποίο θα καταπιαστεί στην εκπομπή της. "Συμπεθέρες". Ξεροκαταπίνω και ψάχνω εναγώνια το τηλεκοντρόλ. Ο ήλιος μπήκε πριν λίγο και σκοτείνιασε το δωμάτιο. Το τηλέφωνο κτυπά μανιασμένα. Το σηκώνω συγκρατημένα, ελπίζοντας να μην είναι κάποιος πωλητής δανείων ή οδικής βοήθειας. Ηταν ο Αρης...


Το μεσημέρι πήγαμε να δούμε ένα διαμέρισμα, μιας και αποφασίσαμε ότι πρέπει να μετακομίσει. Οικονομικό το διαμέρισμα, που μένει εδώ και χρόνια, αλλά δεν προσφέρεται για πολλά, πολλά. Το υπό συζήτηση πάλι, ακριβό μεν, ωραίο δε. Πολύ ωραίο, μάλιστα. Σε νεόδμητη πολυκατοικία, με αποθήκη, εσωτερικό πάρκινγκ, με θέα, μεγάλο (πολύ μεγάλο για τις ανάγκες μας) και με τον ιδιοκτήτη να μένει επαρχία.


Ψάχναμε στην είσοδο να βρούμε το όνομα που μας είχαν δώσει από το μεσητικό. Πριν το βρούμε, ακούστηκε πρώτα ένας μεταλικός ήχος και από το βάθος μια φωνή. Γυρίσαμε και τότε προσέξαμε ένα μικρό παράθυρο στο πλάι της εισόδου, πίσω από κάτι φίκους. "Είστε για το διαμέρισμα;" O Aρης απάντησε καταφατικά. "Περιμένετε, έρχομαι να σας ανοίξω". Κοιταχτήκαμε με τον Αρη και πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε η πόρτα άνοιξε.


Από κάτω στάθηκε ένας μεσήλικας, κρατώντας ένα μάτσο κλειδιά. Μου φάνηκε σαν δεσμφοφύλακας. Μας εξήγησε ότι είχε αναλάβει να δείχνει το διαμέρισμα στους υποψήφιους ενοικιαστές, για λογαριασμού του μεσητικού γραφείου. "Μαζί είστε;" ρώτησε, κοιτώντας με λοξά. Οχι, που δεν θα ρώταγε, σκέφτηκα. Χωρίς πολλά πολλά, μας πέρασε μέσα και μας οδήγησε στο ασανσέρ. Οσο εκείνο ανέβαινε τον παρατήρησα καλύτερα. Στέκονταν μπροστά μας, κοιτώντας προς την πόρτα. Ψηλός, ευθυτενής και ζωηρός. Τα αραιωμένα του μαλλιά, βρεγμένα και χτενισμένα παλιομοδίτικα. Γύρισε απότομα προς το μέρος μας. Μάτια μικρά αλλά με βλέμα διαπεραστικό. Θα 'ταν γύρω στα εξήντα. Μπορεί και παραπάνω. "Φτάσαμε" είπε και τράβηξε σιγά σιγά την πόρτα του ασανσέρ. Στα χέρια του ήδη έψαχνε να ξεμπλέξει το κλειδί, που θα άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος που μας περίμενε.


Η βαριά θωρακισμένη πόρτα άνοιξε μάλλον απαλά για τη θωριά της, για να βρεθούμε μπροστά από τα σκοτάδια του κενού διαμερίσματος. Ο μεσήλικας, έσπευσε να ανοίξει μια μεγάλη μπαλκονόπορτα για να φωτιστεί ο χώρος. Αναρωτήθηκα πόσες φορές είχε κάνει το ίδιο πράγμα. Τότε όμως, το άδειο διαμέρισμα φανερώθηκε μπροστά μας, λουσμένο στο απογευματινό φως. Αφησα τον Αρη, να προχωρήσει στα υπόλοιπα δωμάτια, μένοντας πιο πίσω με τον τύπο στο καθιστικό. "Δείτε το με την ησυχία σας. Και εσείς, κε..." απευθυνόταν τώρα σε μένα. "Λύσης", έκανα και τα μικρά του μάτια, άνοιξαν μια ιδέα παραπάνω. "Τι όνομα είναι αυτό;" ρώτησε με περιέργεια. "Αρχαιοελληνικό, ξέρετε". Χώθηκα στην κουζίνα, για να αποφύγω περισσότερες ερωτήσεις.


Κάναμε ένα γύρο σε όλα τα δωμάτια, ανοίξαμε και βγήκαμε σε όλα τα μπαλκόνια. Χωριστά πάντα. Πρώτα ο Αρης, μετά εγώ. Οταν συναντιώμαστε έψαχνε τα μάτια μου, να του πω αν μου άρεσε. Ναι, μου άρεσε, αλλά δεν του το ΄πα. Επιστρέψαμε μαζί στο καθιστικό. "Λοιπόν, πως σας φάνηκε το διαμέρισμα;" ρώτησε ανυπόμονα ο γέρος, μπροστά από το τζάκι. "Μου αρέσει, πραγματικά." είπε ο Αρης. "Είναι και μεγάλο", συμπλήρωσα εγώ από πίσω. Τι το΄θελα; Πιάστηκε ο γέρος για να πει: "Ναι, είναι μεγάλο για ένα άτομο. Γι΄αυτό κε Αρη, βιαστείτε να παντρευτείτε σύντομα - δεν είστε παντρεμένος, ε; Δεν πρόσεξα να φοράτε και βέρα... Να αποκτήσετε οικογένεια να γεμίσει το σπίτι". Εκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου. "Εσείς κύριε Λύση, είστε παντρεμένος;" Μπήκε ανάμεσα ο Αρης και ρώτησε κάτι για τα διαδικαστικά, σε περίπτωση που προχωρήσουμε. Απότομα γύρισε προς τον Αρη, χωρίς να νοιαστεί άλλο για την αφεντιά μου, για να πει σε πατρικό ύφος, ότι πρέπει να βιαστούμε αν το θέλουμε. "Υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι, ξέρετε. Τι λέτε, λοιπόν; Nα ετοιμάσω τα χαρτιά, κύριε Αρη; Aύριο κι΄όλας θα τα 'χω όλα έτοιμα". Αποχαιρετιστήκαμε τυπικά, χωρίς περιττές οικιότητες.


Μπήκαμε αμίλητοι στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε αργά για το σπίτι μου. Μας είχε αρέσει και στους δυο. Χωρίσαμε όμως χωρίς να δώσω την τελική μου απάντηση στον Αρη. Το σκέφτομαι ξανά και ξανά. Καταστάσεις μισθοδοσίας, δάνεια και πιστωτικές, θα απλωθούν και πάλι στο γραφείο και τα εξσέλ στην οθόνη. Οι αριθμοί αφήνουν μάλλον κάποια περιθώρια, αλλά στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και ο Αρης να το ΄χει πάρει απόφαση...


Πίνω και ένα δεύτερο ντεπόν μέσα στο τελευταίο δίωρο. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ο Αρης θέλει να πάω από το σπίτι του, για καφέ (...το λέμε τώρα). Από χθες που πέρασα ένα αντι-σπάγουερ πρόγραμμα, ανοίγουν στην οθόνη ποπ-απ παράθυρα το ένα πίσω από το άλλο... Καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή. Σκέφτομαι πως αύριο θα είναι μια γεμάτη μέρα στο γραφείο - αν και Παρασκευή- με ένα επερχόμενο σαβατοκύριακο, που έχω να το περάσω δουλεύοντας. Παίρνω μια μεγάλη ανάσα. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να βρω το χαμένο άρωμα του κεριού με άρωμα γαρδένιας, που καίω που και που τα βράδια. Δεν βρίσκω τίποτα. Η ώρα είναι μόλις 6. 30 και θέλω να πέσω να κοιμηθώ.


Α, θυμήθηκα και το όνομα της παρουσιάστριας. Ράνια Θρασκιά.

23 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή, στην άκρη της πόλης

Caro diario

Κάπου είχε πάρει το μάτι μου το «Shortbus». Το ψάχνω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ που το είχα δει. Μου είχε καρφωθεί από τις Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά δεν αντέξαμε την κοσμοσυροή με τον Αρη και φύγαμε. Ηταν από τις ελάχιστες ταινίες του τελευταίου φεστιβάλ, που μου είχαν προξενήσει το ενδιαφέρον. Ορέστη, ουκ εν τω πολλώ το ευ...

Αποφασίζω να τελειώνω με την ατελέσφορη αναζήτηση της ταινίας. Προχωράω στις επόμενες σελίδες και πέφτω πάνω σε αυτό: STRÁKARNIR OKKAR. Aν και μου κάνει κάτι σε τούρκικο, - μπορεί να κάνω και λάθος, όρκο δεν παίρνω- από μια σύνοψη στα Ισπανικά, υποθέτω ότι πρόκειται για μπερδεμένες ιστορίες ομοφυλόφιλων ποδοσφαιριστών. Και Τούρκων; Χμμμ! Ενδιαφέρον ακούγεται. "Να κοιμάται ο Τούρκος στο γρασίδι αραχτός"... Αναζητώ την ταινία στο imdb.com. Από την Ισλανδία η ταινία!!! Καθόλου άσχημα, σκέφτομαι για τα βορειοευρωπαιϊκά μου γούστα, αν και το Ρέικιαβικ είναι λίγο μακρυά. Εκεί μου ΄ρχονται στο νου, οι διαφημίσεις της Ούρσους και η Σίλβια Νάιτ καθώς ουρλιάζει στα σκαλιά του 'Σπύρος Λούης".

"Μα μπορεί να είσαι γκέι και να είσαι ποδοσφαιριστής, ταξιτζής, σουβλατζής και όλα τα ανάλογα σε εις -τζής; " Aπορία, του τυπάκου που αντάλλαξα πρόσφατα εμ ες εν. Το θυμήθηκα τώρα με την ταινία. Εκείνος δηλώνει "bi", - και παίδαρος (μάτια έχω και βλέπω) - αλλά εκτός από θέματα γυμνισμού, μπορούμε να μιλάμε και για άλλα. "Κοίταξε, μπορεί ο Μπίλι-υπέροχο πλάσμα, να κράζει ότι οι γκέι είναι-είμαστε είτε ηθοποιοί, είτε τραγουδιστές - καλλιτεχνίζοντες τέλος πάντων, οπωσδήποτε, άντε το πολύ πολύ και λάιφ στάιλ δημοσιογράφοι, αλλά θα διαφωνίσω με την άποψή του. "Πιστεύω ότι η επιλογή του επαγγέλματος δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τις σεξουαλικές προτιμήσεις και δεν περιορίζεται, μεταξύ "κομμώτριας" και "μπαλαρίνας". Σε τι δηλαδή θα μπορέσει να δυσκολέψει έναν γκέι, στο να γίνει ταξιτζής, για να μείνουμε στα εις -τζής;" ρώτησα. "Εσύ γιατί έγινες;" είπε με τη σειρά του. "Τι, ταξιτζής;" ρώτησα. "ΧαΧαΧα. Οχι, γκέι"...

Η μέρα κύλησε αργά και κουραστικά ως εδώ. Παρασκευή, στην άκρη της πόλης. Ο Αρης με άφησε λίγο πριν για να πάει σπίτι του. Κλείνω το καλοριφέρ αφού πρώτα βάζω σε ένα χοντρό ποτήρι λίγο ποτό. Επιστρέφω στο δωμάτιο και πατάω το "πλέι. Χαμηλώνω τα φώτα και σέρνομαι μαζί με μια καρώ κουβέρτα ως την πολυθρόνα. Γδυτός γέρνω κάτω από το απαλό σκέπασμα. Αφήνομαι...


15 Νοεμβρίου 2007

Φοβάμαι

Caro diario

Ανοιξα όλα τα ακούντ στα σεξοσάιτ που έχω. Ολα τα πορνομπλόγκ, για να ξεχάσω τα λόγια μας. Και να, που έπεσα σε ένα προφίλ και ξάφνου το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει με τις μαβιές νότες απ΄εκείνο το τραγούδι* που έπαιζε καθώς με άφηνες μια Κυριακή μεσημέρι, χρόνια πριν, στα ΚΤΕΛ, (στοιχηματίζω, πως θα το ΄χεις ξεχάσει) καθώς τέλειωναν οι πρώτες κοινές μας διακοπές στην Ηπειρο και στην Μακεδονία. Τέτοιες μέρες ήταν. Θυμάσαι; Πριν λίγο με άφηνες έξω από το σπίτι μου. Και τώρα, το ίδιο τραγούδι γεμίζει το μυαλό και την καρδιά μου. Οι νότες έγιναν κι όλας εικόνες και σκέψεις, που κυλάνε διστακτικά στα μάγουλα.

Γράφω, σβήνω... Σκόρπιες λέξεις, στο λευκό. Γράφω άλλα. Δεν βγαίνει νόημα. Ντιλίτ. Κανείς δεν θα καταλάβει. Νοιώθω το πρόσωπό μου να καίει, σαν στον ήλιο του καλοκαιριού. Και είναι κει έξω ένας - όπως όλοι τους - άσχημος χειμώνας. Παγερός και υγρός. Σκοτεινός και απεχθής. Ο αέρας μαστιγώνει τα κυπαρίσσι του κήπου. Εχω ανοικτό το παράθυρο. Τα κοχύλια, που μου έχεις φτιάξει, κροταλίζουν μανιασμένα καθώς κρέμονται από τη σιδεριά του. To κρύο φτάνει ύπουλο ως τα πόδια μου. Μπαίνει και ο ήλιος σιγά σιγά, που σήμερα ελάχιστα τον είδα, έξω από το παράθυρο της δουλειάς. Πιάνω τον ευατό μου να θέλει να (χαμο)γελάσει. Να γίνουμε κομμάτια για θέματα δουλειάς.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Κάνω μια σκέψη ότι μπορεί να είσαι εσύ. Το ακούω που "τραγουδάει" - στ΄αλήθεια πόσο παράταιρα ακούγεται- μέσα από την όπως όπως πεταμένη στο κρεβάτι τσάντα μου. Την κοιτάζω, σχεδόν φοβισμένα. Σηκώνομαι απότομα. Θέλω να το βρω. Τα χέρια μπερδεύονται, καθώς βουτάνε στα σκοτάδια. Συνεχίζω να ψαχουλεύω στα γρήγορα. Η καρδιά ανεβάζει ρυθμούς. Επιτέλους το κρατάω μπρος στα μάτια μου. Αναβοσβήνει όμως το όνομα και ο αριθμός της Αλίκης. Κοντοστέκομαι απογοητευμένος. Δεν είσαι εσύ. Δεν θα μου μιλήσεις. Και εγώ δεν θα σε ακούσω. Το παρατάω. Και ας χτυπάει...

Προσπαθώ να υποθέσω τι θα κάνεις τώρα εσύ. Προς στιγμή αλλάζω σκέψεις. Αναρωτιέμαι γιατί δεν σε κάλεσα εγώ, όπως κάθε μέρα να δω ότι έφτασες σπίτι. Επιστέφω στην προηγούμενη υπόθεση. Θα κοιμάσαι; Θα χαζεύεις στην τηλεόραση με τη Δρούζα; Θα κοιτάς το ταβάνι ή έξω το φως καθώς λιγοστεύει; Το πρώτο ενδεχόμενο μάλλον ή έστω θα προσπαθείς. Και σήμερα, που είχα σκοπό να μείνουμε μαζί μέχρι το βράδυ. Τι να ήθελε η Αλίκη; Πείνασα. Εσύ θα έφαγες κάτι; Ελπίζω να μην καλέσει πάλι σύντομα η Αλίκη. Δεν θέλω να μιλήσω. Κρυώνω. Σκοτείνιασε για τα καλά. Φοράω το πάνω μιας αθλητικής φόρμας.

Eνας τύπος με νορμάλ προφίλ στο Νταρ και γυμνιστής στέλνει μήνυμα. Σκέφτομαι αν θα τον κλείσω. Δεν έχω κουράγια για να γράφω τα τετριμμένα του τσατ. Παρόλα αυτά ανταλλάσω εμεσεν. Μια ωραία φάτσα εισβάλει στην οθόνη. Κλείνω το παράθυρο. (Του δωματίου) Τα κοχύλια παύουν να ακούγονται τώρα. Οχι όμως και να χτυπιούνται. Ο τυπάκος στο τσατ ζήτησε μια μικρή ανάπαυλα. Γράφει από το γραφείο. Τον ρωτάω αν πρέπει να αλλάξω την εικόνα μου. Δεν τον ενοχλεί, μου απαντάει. Τρίζω τα δόντια μου. Από το κρύο; Από την πείνα; O τυπάκος άφαντος. Και εσύ.

Μόνος.


Εψαχνα από μέρες να βρω μια αφορμή να γράψω κάτι. Να ανοίξω έστω το μπλόγκ, να σώσω ένα ντραφτ. Το ΄κανα σήμερα. Το τέλος του πρότζεκτ, που με ρούφαγε για τόσες εβδομάδες στο γραφείο και στο σπίτι, έχει πάρει το δρόμο του. Ανασάναμε.
Πατάω το "Πλέι" για να πάει "μπροστά". Και τώρα πάμε πίσω, πίσω, πίσω...




* ...Μέσα στα μαλλιά σου πετάω,τις στιγμές μου μεθάω σ’αγαπώ και φεύγω…πάνω στα δυο χέρια σου λιώνω ένα στίχο σκοτώνω πάρε με μαζί σου είσαι πολύ κοντά είσαι πολύ μακριά Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω Σβήνω το όνομά σου και σβήνω την ψυχή μου αφήνω σε φιλιά που καίνε…κοίτα πόσο έχω αλλάξει σαν θεό σε έχω στάξει Κυριακή ο χρόνος είσαι πολύ κοντά είσαι πολύ μακριά Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι μην ακούς τι λέω

28 Σεπτεμβρίου 2007

It makes me feel blue

Caro diario

Mεσημέρι στο γραφείο. Ξεκλέβω λίγο χρόνο, όχι γιατί δεν υπάρχουν θέματα να ασχοληθώ, - το αντίθετο μάλιστα- απλά σκέφτηκα ότι με το γράψιμο, για λίγο έστω, μπορεί να επιδράσει ως ηρεμιστικό. Αλλωστε, μου έχει λείψει - όπως και εσείς - αφού ακόμα δεν έχω γραμμή στο σπίτι και οι ευκαιρίες στο γραφείο για γράψιμο είναι λίγες. Προσπαθώ να υπολογίσω πόσες ημέρες έχουν περάσει από την ημέρα παραλαβής της αίτησης μου από την νέα εταιρεία. [...] Σήμερα κλείνουν αισίως ενένηντα ημέρες και ακόμα δεν έχουν κατορθώσει να με συνδέσουν στο δικτύο τους. Με Κάιρο όμως, από καιρό...

Με τη θερμοκρασία να θυμίζει ακόμη καλοκαίρι, και το ανοιχτό παράθυρο, προσπαθώ να μην ακούω τίποτα από την αντάρα του χώρου. Το τηλέφωνο πάντως έχει ώρα να χτυπήσει. Ενας πενταγάλανος ουρανός απλώνεται απ' έξω και κάτι απροσδιόριστα μου θυμίζει ένα στίχο από το "Heaven" του Jonsi. (Τρελλό... - Γιουροβίζιον 2004 - Iσλανδία). Εύχομαι να είχαμε χρόνο για να πηγαίναμε στη θάλασσα, φεύγοντας από τη δουλειά. Να ξαπλώναμε στα βράχια, γυμνοί κάτω από τον ζεστό ήλιο. Να άδειαζε λίγο το μυαλό μου. 2 feel blue... Για την ώρα , προσηλώνομαι στο φως που λούζει την επιφάνεια του γραφείου, κηνηγώντας μανιασμένα τη σκόνη. Εγώ πάλι, τις σκέψεις μου.

Για χθες είχαμε κλείσει ραντεβού στην οδοντίατρό μας. Γιατί ως συνήθως μετά τον καθαρισμό, προκύπτουν και άλλα. Χθες είχαν σειρά τα "άλλα". Ο Αρης πήγε πρώτος, μετά εγώ. Συναντηθήκαμε στον προθάλαμο - καθιστικό με την μοντέρνα επίπλωση. Η οδοντίατρος πίσω από τους ώμους του Αρη, έκανε χαρές, όταν με είδε. "Τι ωραία , που έρχεστε πάντα μαζί..." είπε, αντί γι΄αυτό που θα ήθελε να είχε πει: "Τι, ωραία, που είστε ακόμα μαζί..."

Αποχαιρέτησα με ένα βλέμμα τον Αρη και πέρασα στη θέση του. Κάθισα στην μακρόστενη καρέκλα του λευκού ιατρείου. Η οδοντίατρος με ακολούθησε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Από μια εσωτερική εμφανίστηκε η βοηθός. Αναψε τον προβολέα με το παράξενο σχήμα πάνω από το κεφάλι μου. Από παιδί κάτι μου θύμιζε αυτό. Μου πήρε χρόνια για να το βρω. Κεφάλι κόμπρας, είπα σχεδόν φωναχτά... Η ωραία οδοντίατρος με κοίταξε απορημένη, πριν αναφωνίσει: "Τι πράγμα;" "Μη δίνεις σημασία, κάτι δικό μου...." είπα την ώρα που άρχιζα να κοκκινίζω ως τα αφτιά. Αφού έριξε μια φευγαλέα ματιά προς την οθόνη της τηλεόρασης, τράβηξε το σκαμπό της δίπλα μου, έφερε απαλά τον προβολέα-κόμπρα πάνω από τα κεφάλια μας και βάλθηκε - έχοντας τα στήθη της δίπλα από το μάγουλο- να σκαλίζει τα δόντια μου.

Εκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να χαλαρώσω. Συνήθως μου΄ρχεται ύπνος. Το ίδιο και όταν πηγαίνω να κουρευτώ. Οι δύο γυναίκες έπιασαν όμως την κουβέντα. "Χθες άφησα το Σάαμπ, έξω από τον Ζάρα" είπε η γιατρός. "Μα βρήκατε κει, να παρκάρετε", αναρωτήθηκε η βοηθός της. "Ελα μου, ντε! Είχα κάτι δουλειές στην περιοχή και στην επιστροφή είπα να μπω μέσα. Πολύ μίζερο μου φάνηκε... Τι να σου πω! Δεν βρήκα τίποτα." Εγώ, υπέθεσα τη συνέχεια. Συνολάκια, παπούτσια και όλα τα αξεσοράιζ που τρελαίνουν τις γυναίκες. Πως θα το άντεχα; Και έσφιξα τα μάτια, γιατί τα δόντια δεν μπορούσα ούτως ή άλλως.

Αμ, δε! Πάνω από το ορθάνοικτο στόμα μου, οι δύο γυναίκες - με αφορμή το παρκάρισμα της μιας, έξω απ΄του Ζάρα, βάλθηκαν να μιλάνε για... αυτοκίνητα! Ελα Χριστέ και μπούκωνε. Και να σου, οι ζάντες, τα δερμάτινα σαλόνια, τα δισκόφρενα. "Λύση μου, σε πονάω;" Πάνω, τα φρύδια εγώ. Συνέχεια, είχαν τα υδραυλικά τιμόνια, τα συστήματα παρκαρίσματος μέσω κάμερας, τα μπλουτούθ... "Δεν πρέπει να το ζω, αυτό τώρα. Η νάρκωση θα φταίει. Το ΄ριξα στην πλάκα. Γιατί να μην μιλούσαν για ταγεράκια και τσάντες; Xίλιες φορές! Και μετά, ήρθε η είδηση ότι η όμορφη, νεαρή οδοντίατρος μας, αφού "σκότωσε" το προηγούμενο της αυτοκίνητο, έχει παραγγείλει νέο τζιπ-τανκ, όπως εμείς παραγγέλνουμε πίτσα. Δεν ζήλεψα βέβαια. Απλά, για μια στιγμή αναρωτήθηκα το "πως" και το "γιατί". "Και εμείς, δεν μπορούμε ν΄αλλάξουμε το σαραβαλάκι μας!" Όταν όμως λίγο αργότερα, άκουγα τη βοηθό να υπολογίζει πόσα θα μας στοιχήσουν 2,5 σφράγισματα, 1 απονεύρωση και 2 θήκες, η απορία μου λύθηκε στη στιγμή.

Εκλεισα το επόμενο ραντεβού και τράβηξα την βαριά πόρτα πίσω μου. Βγήκα στο δρόμο. Ο ήλιος είχε μόλις πέσει, αφήνοντας κίτρινα και ροζ χρώματα στον ουρανό. Κοίταξα ψηλά, ενώ ένας ξαφνικός αέρας μπλέκονταν μέσα στα μαλλιά μου. Τότε ήταν που άρχισα να σιγοψιθυρίζω: Ανεβάσαμε στ’ αμάξι την κεραία, ανεβάσαμε και τ’ άστρα στο καπό. Κι όπως ψάχναμε τα λόγια τα μοιραία, κάτι μ’ έπιασε και σου ’πα "σ’ αγαπώ"και πω-πω-πώ και πω-πω-πώ...


21 Σεπτεμβρίου 2007

Σκοτείνιασε

Caro diario


Πήρε να πέφτει απόγευμα. Εχω έρθει στο σπίτι του Αρη και τον περιμένω να γυρίσει απ' τη δουλειά. Εκείνος έπρεπε να μείνει ως αργά σήμερα. Κάθομαι γυμνός, με το λάπ τοπ ανοιχτό μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι. Εχω κλειστές τις κουρτίνες. Σχεδόν σκοτάδι. Το φως μιας μικρής λάμπας, προσπαθεί να απλωθεί στο χώρο. Κλειστή και η φωνή της τηλεόρασης. Το μόνο που ακούγεται είναι ο αέρας, που χτυπά με δύναμη στα τζάμια. Μέσα από τις γρίλιες ξεχωρίζω με δυσκολία τα λιγούστρα, κάτω στο πεζοδρόμιο, που έχουν στήσει τρελό χορό. Δεν βλέπω να πηγαίνουμε αύριο για μπάνιο στο μικρό ΚΑΠΕ. Με τέτοιο καιρό...


Ανοίγω το εμ ες εν. Ο Αρης από το γραφείο, με ρωτάει τι κάνω. Εγώ τον ρωτάω αν θα αργήσει. "Η Μπία ήθελε να πάμε στις Νύχτες Πρεμιέρας απόψε". Ο Αρης το αποκλείει χωρίς δεύτερη σκέψη. "Και να διαλέξει ταινία η φίλη μας, για να κόψουμε φλέβες πάλι; Ξεχάστε το!" Τα μηνύματα πέφτουν το ένα πίσω απ΄τ' άλλο. Κάποιοι με ρωτάνε ποιός είμαι. Γράφω κάτι για απάντηση. Βαριέμαι και γυρίζω οφ λάϊν, για τον Αρη. Με ρωτά γιατί βγήκα. Του λέω. Ο καφές ξεθύμανε πια, στο ψηλό ποτήρι. Κλείνω και το γκεϊ νταρ.


Η Μπία με καλεί στο κινητό. Με το τηλέφωνο στο χέρι πάω στη κουζίνα να πιω νερό. "Τι πράγμα; Που είσαι;" Προσπαθούσα να ακούσω, τι μου 'λεγε. "Μην φωνάξεις όμως..." Κόντεψε να πέσει το ποτήρι, απ΄το χέρι μου, όταν την άκουσα να μου λέει ότι με καλούσε από το βαγόνι ενός τρένου... "Πηγαίνω στη Δράμα, στο Φεστιβάλ των μικρομηκάδων... Μια φίλη έχει ταινία και... Αλλά το ΄χα... ξεχάσει, πως είχα να πάω εκεί." Εκανα τον πειραγμένο. "ΚΑΙ εκεί". "Αλήθεια λέω. Το΄χα ξεχάσει. Γι΄αυτό δεν σας το είπα. Στις Νύχτες όμως θα πάμε. Μόλις γυρίσω. Εντάξει, Λυσούκο μου; Φιλιά στον Αρη. Σ΄αφήνω τώρα..." Πάντα απρόβλεπτη! Γι΄αυτό ίσως να την αγαπάμε τόσο. Χαμογελώ στη σκέψη, για το πόσα θα έχει να μας λέει. Ισως να ζηλεύω κι όλας που δεν είμαι μαζί της τώρα. Στο βαγόνι ενός τρένου για τη Δράμα. Γράφω τα νέα της φίλης μας στον Αρη. "Το δυστύχημα είναι πως δεν θα αποφύγουμε να πάμε μαζί της στις ΄Νύχτες΄" Η πρόταση τελειώνει με πολλά " :) "


Ο αέρας συνεχίζει να χαλάει τον τόπο. Σκοτείνιασε και έξω. Χάθηκαν πια οι γρίλιες από το παράθυρο. Οποια στάση και να πάρω, αν γράφω στο λάπ τοπ, δε με βολεύει. Πιάστηκα και πάλι. Απλώνω τα πόδια κάτω από το τραπέζι. Ρίχνω το κεφάλι προς τα πίσω. Ακούγεται ένα μικρό "κλικ". Επανέρχομαι στην αρχική μου θέση. Αισθάνομαι τον ιδρώτα μου να ρέει κάτω από τις ξυρισμένες μασχάλες. Μαζί και μια αψιά μυρωδιά απ΄τ΄αχαμνά μου, να γεμίζει το χώρο. Η κούραση ξαφνικά βαραίνει τους ώμους. Ο Αρης παραμένει ακόμα στο γραφείο. Μου στέλνει μήνυμα. Δεν θα αργήσει να τελειώσει. Θα ξεκινήσει σε λίγο. Με ρωτά αν θέλω να βγούμε αργότερα. Του γράφω πως όχι. "Προτιμώ να μείνω στην αγγαλιά σου, μπροστά στην τηλεόραση." Μια γραμμή από συνεχόμενα"m" τρέχει τώρα μέσα στο παράθυρο συνομιλίας. "Πάω για ένα ντουζ, εγώ τώρα. Μην αργήσεις..."

18 Σεπτεμβρίου 2007

Διλήμματα

Caro diario

Παρατηρώ, το μικρό σαρκώδες φυτό, που πασχίζει να κρατηθεί ζωντανό, πάνω στο κέιζ του υπολογιστή. Εχει πάρει μια κλίση προς το παράθυρο ή μου φαίνεται; Toυ ανοίγω λίγο τις περσίδες και το ταϊζω φως. Τώρα που ο ήλιος διαπερνά τα χοντρά του φύλλα, γίνονται πιο πράσινα. Σχεδόν διάφανα. Ελπίζει και ελπίζω ότι θα ζήσει.

Το κεφάλι μου βουίζει. Η τηλεόραση φωνάζει στο τέρμα, έχοντας ξεχυλίσει με Βενιζέλο. Οι συζητήσεις στο γραφείο για την σπουδή του να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του - εκ Ζαππείου, το βράδυ των εκλογών και ουχί εκ του πεζοδρομίου της Χαριλάου Τρικούπη - δίνουν και παίρνουν. "Ενας εξουσιομανής δεξιός, για αρχηγός του ΠΑΣΟΚ; Πάτε καλά; " αναρωτιέται η συνάδελφος από το απέναντι γραφείο. Τα τηλέφωνα συνεχίζουν να χτυπούν μανιασμένα, ενώ σκέφτομαι πως η επιλογή μεταξύ Παπανδρέου και Βενιζέλου είναι κάτι σαν το δίλημμα της Γιουροβίζιον. "Να στείλουμε το καλύτερο τραγούδι ή αυτό που μπορεί να κερδίσει;" Εγώ ήμουν ανέκαθεν του πρώτου ενδεχόμενου. Θυμάμαι ότι είχα ψηφίσει την Κόνορς και όχι τους Αντικ...

Αργότερα. Λίγο πριν φύγουμε. Πήγε κι όλας μεσημέρι. Μια δύσκολη μέρα πέρασε από πάνω μας. Η τηλεόραση στην ΕΡΤ, ουρλιάζει για την νέα κυβέρνηση του πυρίμαχου. Ο Αρης στέλνει εμ ες εν ότι θα με περιμένει στην είσοδο. Δεν μπορώ να τον αφήσω να περιμένει. Φεύγω. ( ... )

3 Σεπτεμβρίου 2007

Θα σε περιμένω

Caro diario


Κοιτάζω από συνήθεια το ρολόι στο δεξί μου καρπό. Κοντεύει δύο. Ελευθερώνω το φως, τραβώντας τις περσίδες προς τα πάνω και μετά ανοίγω το παράθυρο. Ενας δροσερός αέρας με χτυπά στο πρόσωπο. Απολαμβάνω τη στιγμή με μια μεγάλη ανάσα. Ανυπομονώ να βρεθώ έξω από το μεγάλο κτίριο. Αρχίζω να σκέφτομαι να επικαλεστώ κάτι και να φύγω. Σκέφτομαι όμως ότι δεν θα μπορέσει να κάνει το ίδιο και ο Αρης, οπότε το αφήνω. Συνεχίζω να χαζεύω έξω από το παράθυρο. Ενα πρώιμο φθινώπορο κρέμεται απ' έξω...

Φτάσαμε πριν λίγο στο σπίτι του Αρη. Πετάξαμε τα ρούχα και χωθήκαμε ένας ένας στη μπανιέρα. Πρώτα εκείνος, μετά εγώ. Βγαίνοντας, στάθηκα μπροστά στον καθρέπτη με τις αχιβάδες και τα κοχύλια για να χτενιστώ. Κοίταξα την κίτρινη πορσελάνη, υπολογίζοντας τις χαμένες τρίχες του Σεπτέμβρη. Τα χελιδόνια φεύγουν η τριχόπτωση έρχεται... "Eλα, τι κάνεις ακόμα;", άκουσα τον Αρη, από το μέσα. Αφησα για λίγο το νερό της βρύσης να καθαρίσει το νιπτήρα και βγήκα γυμνός στο καθιστικό. Φάγαμε κάτι πρόχειρο, στο τραπεζάκι μπροστά από την τηλεόραση με παρέα κάτι νόστιμους νοτιοαμερικάνους. Χωρίς φωνή...

Ο Αρης έχει ξαπλώσει από ώρα. Ακούω χωρίς προσπάθεια την ανάσα του. Τεντώνω προς τα πίσω και πλάγια το κεφάλι για να δω στο υπνοδωμάτιο. Βλέπω τα δυνατά του πόδια να εξέχουν λίγο πάνω από το σεντόνι. Οι άσπρες πατούσες του κοιτάζουν προς την ντουλάπα. Απλώνομαι ακόμη λίγο. Η ματιά μου φτάνει ως εκεί, που ενώνονται οι μηροί. Χαλαρώνω.

Επιστρέφω στο λευκό της οθόνης. Χτυπά το τηλέφωνο. Ο πατέρας μου, ρωτά αν θα μπορέσω να τον βοηθήσω να μεταφέρει κάτι. Δεν έχω διάθεση να τρέχω πουθενά. Αντί γι΄αυτό ρωτώ σε πόση ώρα πρέπει να είμαι εκεί. Μια μεγάλη ανάσα βγαίνει πάλι από μέσα μου. Ξαφνικά ζεσταίνομαι, δεν μπορώ να βολέψω τα πόδια μου, όλα μου φταίνε. Αναρωτιέμαι πότε θα μπορέσω να μάθω στο ¨Οχι". Ισως ποτέ..

Κοιτάζω το ρολόι, προσπαθώντας να υπολογίσω πόσος χρόνος μου απομένει. Πρέπει να προλάβω να πάρω τα μηνύματα και τα email, αφού στο σπίτι δεν έχω ίντερνετ εδώ και 2 εβδομάδες. Αναλογίζομαι πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που προσπαθώ να αλλάξω πάροχο... Μόλις συνδέθηκα με το λαπτοπ, άνοιξαν τα παράθυρα συνομιλίας στην οθόνη. Γκεϊ νταρ, μαν τζαμ, εμ ες εν, HON, Τέτοια πέραση πια;..

Ο Αρης, ξύπνησε. Ρωτά με τα μάτια κλειστά, ποιός ήταν στο τηλέφωνο. Του λέω. "Θα φύγεις;.." "Ναι, πρέπει, Αρη μου", λέω όσο πιο ήπια μπορώ. Ξέρω ότι δεν του αρέσει αυτό. "Θα επιστρέψεις μετά;" ρωτάει χαμηλόφωνα. ¨Θα επιστρέψω, ναι". Κλείνω τα παράθυρα, χωρίς να απαντήσω σε κανέναν.

"Θα σε περιμένω... "

29 Αυγούστου 2007

Ζητείται ΣΥΓΝΩΜΗ

Caro diario


Tα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται. Τι ειρωνεία, αλήθεια, η γη που δωρίζει στην Οικουμένη την Ολυμπιακή Φλόγα, να καεί... Πόσα δάκρυα να χύσει κανείς για να σβήσει το θυμό και την οργή; Πόσα δάκρυα είναι αρκετά, για να θρηνίσει τους ανθρώπους, που έγιναν θυσία στο θεό της ανικανότητας; Ποιές προσευχές να θυμηθεί κανείς για να ελπίσει ξανά κάπου; Tότε, που οι υποσχέσεις θα έχουν αποδειχθεί λίγες και τα φώτα των τηλεοπτικών συνεργείων θα έχουν σβήσει; Τότε που οι άνθρωποι αυτοί, θα συνεχίζουν να μην έχουν σπίτι, να μην έχουν το βιος τους. Και η ελπίδα θα έχει λιγοστέψει. Και οι ενοχές μερικών, θα χάνονται μαζί με τα δελτία ειδήσεων.

Κοιτάζω από ώρα, το απέναντι μπαλκόνι με το χειμωνιάτικο χαλί να κρέμεται ανέμελο στα κάγκελα. Κρεμιέται και η ματιά μου πάνω του, μέχρι να γίνουν όλα θολά. Το μυαλό γυρίζει πίσω. Τι ειρωνεία, αλήθεια, η γη που δωρίζει στην Οικουμένη την Ολυμπιακή Φλόγα, να καεί... Πόσα δάκρυα να χύσει κανείς για να σβήσει το θυμό και την οργή; Πόσα δάκρυα είναι αρκετά, για να θρηνίσει τους ανθρώπους, που έγιναν θυσία στον θεό της ανικανότητας; Ποιές προσευχές να θυμηθεί κανείς για να ελπίσει ξανά κάπου;


Επιστέφω στο άσπρο της οθόνης. Φοβάμαι να γατζώσω πάνω του, τους μικρούς μου χαρακτήρες. Λες και θα το πονέσω. Κατά βάθος όμως ξέρω, ότι πρόκειται να ταράξω το αγκάθι, που σφήνωσε από την Παρασκευή μέσα μου. Τότε που έγραφα, από το γραφείο της δουλειάς, με λαχτάρα για βόλτες και εκδρομές στην Πελοπόννησο. Αυτά κράτησαν όμως μέχρι τη στιγμή, που οι πρώτοι νεκροί σκίασαν τα πάντα γύρω. Μέχρι να επιστρέψουμε το βράδυ σπίτι, στους πρώτους εκείνους νεκρούς, είχαν προστεθεί και άλλοι. Και τις μέρες που ήρθαν και άλλοι. Και άλλοι...

Από τότε αισθάνομαι σαν να χρωστάω κάτι σε όλους αυτούς που η ψυχή τους πέταξε σαν τρομαγμένο πουλί στον κόκκινο ουρανό. Σαν να χρωστάω κάτι σε αυτούς, που έμειναν πίσω, καταδικασμένοι να ζουν ανάμεσα σε μαύρα δένδρα. Μόνοι μέσα σε κατεστραμένα χωριά και σε σπίτια χωρίς μια στέγη. Σαν να χρωστάω κάτι σε κείνα τα ζωντανά της γης και τα πτηνά τ΄ουρανού, που έσβησαν ανήμπορα μέσα στην νύχτα. Και στ΄άλλα που γλίτωσαν και τώρα δεν έχουν πια, που να ζήσουν. Ποιός ευθύνεται για όσα έγιναν και όσα εξακολουθούν για έξι μέρες τώρα να συμβαίνουν; Ποιός αμέλησε; Ποιός έκανε λάθος; Ποιός είναι ο ένοχος; Ποιός θα τιμωρηθεί; Ποιός;

Υπάρχει θυμός και οργή μέσα μου, που όσο περνάνε οι μέρες αντί να καταλαγιάζουν, δυναμώνουν. Γίνεται ένα ποτάμι, που με πνίγει. Ενα ποτάμι που φουσκώνει όλο και περισσότερο, όσο δεν βρίσκεται κάποιος να παραδεχθεί ότι έκανε ένα λάθος. Eνα! Οσο δεν βρίσκεται κάποιος να ψελίσει μια ταπεινή συγνώμη. Ομως, μερικές φορές μια συγνώμη είναι πιο ακριβή από όσες επιταγές και αν μοιραστούν για εξιλέωση. Τότε θα μπορέσω ίσως, να ξεχρεωθώ έστω και λίγο, απέναντι σε ό,τι χάθηκε. Αυτό λοιπόν, απαιτώ από εκείνους, που μαύρισαν τη χώρα. Δεν περιμένω βέβαια να το πράξουν. Θυμάμαι, τι είπε μια γερόντισα μέσα στις στάχτες του σπιτιού της. "Γίνεται παιδί μου, ο κόρακας, περιστέρα;" Η τιμωρία τους όμως σιγώνει. Και θα είναι το ΜΑΥΡΟ. Πιο μαύρο από αυτό, που αφήνουν πίσω τους.

27 Αυγούστου 2007

Εδώ κλαίει η Ελλάδα



Εδώ έτρεξε ο Κόρυβος
Εδώ εμπνεύστηκε ο Φειδίας
Εδώ οραματίστηκαν ο Βικέλας και ο Κουμπερτέν
------------
Κάηκε υπό την πρωθυπουργία του Κ. Καραμανλή

24 Αυγούστου 2007

Σκοτεινή Παρασκευή

Caro diario

Το λιγοστό φως, σκαρφαλώνει ανάμεσα στα μισόκλειστα ανοίγματα των γαλάζιων περσίδων του παραθύρου μου. Χαρακώνει απαλά την επιφάνεια του γραφείου. Εχω από ώρα τελειώσει με όλες τις εκρεμότητες. Αισθάνομαι σχεδόν ευτυχισμένος. Σκέφτομαι πως σήμερα είναι Παρασκευή και μπροστά μας έχουμε ένα ταξιδιάρικο Σαβατοκύριακο προς την αγαπημένη Αργολίδα, στο σπίτι της Αλίκης. Θα πάρουμε μια ανάσα, πριν αποχαιρετήσουμε το φετινό καλοκαίρι. Υστερα θα ΄ρθει ο μελαγχολικός Σεπτέμβρης με εκείνο τον καιρό - ούτε καλοκαίρι, ούτε χειμώνα - που με κάνει να θέλω να πέσω να πεθάνω.

Τραβώ το σχοινάκι και ανεβάζω ψηλά τις περσίδες. Πλημμυρίζω με φως καλοκαιριού. Κοιτάζω έξω από το μεγάλο παράθυρο, πάνω από τις ταράτσες των αντικρυνών κτιρίων, το γαλάζιο-γκρι τ΄ουρανού . Κάθε μέρα που περνά το βλέπω να γίνεται όλο και περισσότερο σκέτο γκρι. Χθες κιόλας, έγραφε ο ΕΤ ότι τα τελευταία χρόνια, τα βόρεια προάστια πνίγονται από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Δεν ήταν βέβαια ανάγκη να το γράψει η εφημερίδα της Γιάννας για να το διαπιστώσω. Το ζούμε κάθε μέρα. Αυτό, που δεν ανέφερε το ρεπορτάζ, ήταν ότι η λειτουργία του αεροδρομίου στα Μεσόγεια είναι η αιτία για αυτό το "παράδοξο". Το "EL.VEL." ξερνά τα δηλητήρια του πάνω στην Αθήνα, καθώς η μόνη διέξοδος τους είναι το στενό πέρασμα μεταξύ Υμηττού και Πεντέλης. Τα βόρεια προάστια... Οπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο Δοξιάδης, που αντιστάθηκε στο πρόσταγμα Καραμανλή - του θείου- για καταστροφή και των Μεσογείων.

Αφουγκράζομαι την ησυχία του γραφείου. Η τηλεόραση, δείχνει εικόνες καταστροφής από τα πύρινα μέτωπα που κατακαίνε από χθες την Πελοπόννησο. Μιλάει για δύο νεκρούς και έναν αγνοούμενο. Πριν λίγο ξέσπασαν άλλα μέτωπα στην Ελευσίνα και στο Λαγονήσι. Καίγονται σπίτια... Σκοτείνιασα. Θέλω να βρεθώ εκτός γραφείου. Τώρα!

Σκέφτομαι ότι προχθές δεν κατεβήκαμε στο κέντρο. Βαρέθηκα εγώ, ενώ ο Αρης ήταν κουρασμένος. Ισως πάμε σήμερα, μιας και η θερμοκρασία είναι μια γραμμή χαμηλότερη και... Παρασκευή. Θα χωθούμε και εμείς ανάμεσα στους ξανθούς τουρίστες, μες τα τζατζίκια και τα κεμπάμπ. Θα κάνουμε άσκοπες βόλτες με τον ιδρώτα να κυλά αργά κάτω από τα πουκάμισά μας. Θα περάσουμε από το Μοναστηράκι και τη Στοά του Αττάλου. Θα βαδίσουμε πλάι πλάι, με τους ώμους να αγγίζονται σε κάθε δεύτερο βήμα, στον πεζόδρομο κάτω από τον Ιερό βράχο. Αντίκρυ του, θα κοιτάξουμε πίσω από τα ανοίγματα να δούμε την πρόοδο του νέου μουσείου. Και εκεί θα φανταστούμε κατεδαφισμένες όχι μόνο τις δύο πολυκατοικίες, αλλά ΚΑΙ το λεγόμενο κτίριο "Βάϊλερ". Θα περάσει η ώρα με τον ήλιο να χάνεται στο βάθος της Αθήνας, καθώς θα καθόμαστε για καφέ στο Θησείο. Τα γυαλιά θα στέκονται πια στα κεφάλια μας, όταν θα παίρνουμε αμίλητοι το μετρό για την επιστροφή...


22 Αυγούστου 2007

Ο συνάδελφος



Caro diario

Γράφω φιλοξενούμενος στο γραφείο μιας συναδέλφου που λείπει με άδεια (υπάρχουν ακόμη μερικοί παραμένοντες στα νησιά) γιατί από το δικό μου απουσιάζει ο υπολογιστής. Σαραπέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες ...είχαν πέσει πάνω του για δύο μέρες, προσπαθώντας να τον συνεφέρουν. Εις μάτειν! Τώρα τον πήρανε για τα παιρετέρω. Στο μεταξύ, μόλις δημοσίευσα το προηγούμενο μου θέμα, χάλασε και ο υπολογιστής στο σπίτι, αποδεκατισμένος από επίθεση ιών. Χθες το απόγευμα βγήκε νοκ-άουτ και το λάπ τοπ του Αρη. Από "ιώση" επίσης. Ποιός μας καταράστηκε. Ρωτάω, ποιός;

Απέξω, η ζέστη πρέπει να κορυφώνει την πολιορκεία της στη μέρα. Τα λιγοστά δέντρα, που φάινονται από το νέο παράθυρο, μένουν ασάλευτα. Κάθε τρεις και λίγο, παίζει μια τηλεοπτική διαφημιση για σι ντι, και ακούγεται το "Μαραμένα τα γιούλια κι βιόλες". Είναι κάπως εκνευριστικό, αλλά προκειμένου να έδειχνε σποτάκια της Νου.Δου. ...ε, χίλιες φορές να προτιμήσω τις βιόλες, απ' τις μαραμένες ελπίδες.

Από εδώ που έχω καθίσει σήμερα, μπορώ και βλέπω, έναν συνάδελφο, που τρόμαξα να τον αναγνωρίσω όταν επέστρεψε από την άδεια του. Εχει πάνω από χρόνο στη δουλειά, αλλά ποτέ δεν τον είχα κοιτάξει "κι' αλλιώς". Οσο δηλαδή, μου επιτρέπεται, "παντρεμένος άνθρωπος". Δεν λέω, ψηλός με λεπτό σώμα, μακρυά χέρια, φωνή Αλιάγα.., -ο συνάδελφος, όχι εγώ- αλλά είχε ένα... κακό: Mακρύ μαλλί. Επέστρεψε κοντοκουρεμένος και άλλαξε τόσο, μα τόσο πολύ... "Ρισπέκτ", όπως θα έγραφε και ο αγαπητός Προβατούκος.

Γύρισα στη θέση μου πριν λίγο, αφήνοντας τον ωραίο συνάδελφο πίσω μου. Ελπίζω να μην τον μάτιαξα. Ο ήλιος έχει από ώρα, περάσει στο πλάι του κτιρίου, και το κρύο από τα κλιματιστικά, μου φαίνεται πως αυξήθηκε κι΄άλλο. Σχεδόν κρυώνω πια. Σκέφτομαι ότι σε λίγο, θα βρεθώ με τον Αρη μέσα στη ζέστη του αυτοκινήτου, τραβώντας για το σπίτι. Προς στιγμή, μου περνά η ιδέα, να προτείνω μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, για φαγητό και καφέ. Ωραία θα ήταν ...


20 Αυγούστου 2007

Οι ηλιοκαμένοι

Caro diario


Οι άδειοι δρόμοι, από σήμερα είναι παρελθόν. Πρωί, πρωί και η κίνηση στη μεγαλούπολη ήταν εμφανής. Λίγο το προχωρημένο του Αυγούστου, λίγο η σπουδή του Κωστάκη για εκλογές έτσι ώστε να μη χάσει την καρέκλα του, έκαναν τους Αθηναίους να αφήσουν τις ξαπλώστρες τους στις παραλίες. Εξω από το παράθυρο ακούγεται η βιαστική σειρήνα ενός ασθενοφόρου, που προσπαθεί να χωθεί, ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα.


Μου θυμίζει, ότι πριν λίγο καθώς κατούραγα, χτύπησα το δεξί μου αρχίδι με το λάστιχο του εσωρούχου. Τινάχτηκα από τον πόνο. Σήκωσα το δεξί μου πόδι πρώτα σε ορθή γωνία και μετά επιχείρησα να το φέρω προς το στήθος. Το κίνησα αριστερά και δεξιά, μιμούμενος κινήσεις που θυμήθηκα να έκαναν στο γήπεδο σε ποδοσφαιριστές, που είχαν την ατυχία να πέσει η μπάλλα πάνω στα θελκτικά σορτσάκια τους. Τότε που ακόμα πήγαινα στο "Σπύρος Λούης" και στη Λεωφόρο, πολλά χρόνια πριν.


Πονάω ακόμα. Νομίζω όμως λιγότερο. Ή να΄ναι από την ακινησία; Δεν ξέρω αν πρέπει να κινούμαι ή όχι. Ελπίζω να μην είναι τίποτα το σοβαρό. Noμίζω συστροφή, το λένε. Συχνά, βρίσκω μια αφορμή για να διασχίσω το χώρο εργασίας, και να χωθώ αθόρυβα στις τουαλέτες. Εκεί ψάχνομαι για πρηξίματα, ενώ δοκιμάζομαι στον πόνο καθώς περπατώ. Οταν επιστρέφω στη θέση μου, παίρνω βαθειές αναπνοές, σε μια προσπάθεια να χαλαρώσω. Με πιάνει απόγνωση σαν σκέφτομαι, ότι μπορεί να τρέχω σε νοσοκομεία για αυτό το λόγο.


Σήμερα, έχουν επιστρέψει σχεδόν όλοι στα γραφεία τους. Και για μας, που έχουμε γυρίσει εδώ και εβδομάδες πίσω, είναι δύσκολο ν΄ακούμε πάλι για παραλίες, ξενύχτια, βάρκες παρεό και βατραχοπέδηλα. Ολα αυτά μπλέκονται με τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Εκλογές, ψηφοδέλτια, περιοδείες, Παπανδρέου και Καραμανλής. Μαντούβαλος και Καρατζαφέρης. Από κοντά και ο Ζορμπάς. Οι λέξεις-συνθήματα σημαδεύουν το μυαλό μου. Μαζί, Ξανά μαζί, Νέα αλλαγή, Αλλαξε εσύ, Προχωράμε, Αλλάζουμε, Πάλι μαζί... (...και χώρια, ίδια είναι η στεναχώρια)


Κανείς δεν έχει όρεξη για δουλειά σήμερα. Εφημερίδες, περιοδικά και ίντερνετ. Ανέκδοτα και πλάκες. "Θα παραγγείλουμε τίποτα, απ΄έξω; Διάβασες τί γράφει το Λοιπόν; Εγώ θέλω πίτσα. Καύσωνας έρχεται! Καλέ, τώρα που γύρισα; Μήπως να πάρουμε κανά goody΄s; Θα παραγγείλει νέα γκαρνταρόμπα η Αννούλα η Βίσση, κορίτσια. Α-χου και δεν περνάει η ώρα... ! Τελικά θα φάμε σήμερα, ρε;"


Στο μεταξύ οι ειδήσεις ασχολούνται με άλλα θέματα. Καθ΄όλα αδιάφορα . Οπως, για παράδειγμα, εκείνο του θανάτου του μαύρου 25χρονου Νιγηριανού μετανάστη στην Καλαμαριά. Εικόνες ασπρόμαυρες, μιας ζωής κυνηγημένης που έπεσε από τον πρώτο όροφο, μιας χώρας που είναι υπό κατεδάφιση...

16 Αυγούστου 2007

Η νύχτα που ο Ελβις θα γινόταν βασιλιάς

Caro diario

16 Αυγούστου 1977. Η μέρα που πέθανε ο Ελβις. Δεν θυμάμαι τίποτα από τη μέρα εκείνη. Ημουν πολύ μικρός άλλωστε. Λίγα χρόνια αργότερα όμως κάτι θα σήμαινε. Τότε θα ήμουν στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια. Ή μήπως πιο μικρός; Ηταν στο "Ακαπούλκο" πάντως. Εκεί, τον πρωτοσυνάντησα ένα αυγουστιάτικο βράδυ...

Εκανε ζέστη, αλλά είχαν αρχίσει κι όλας τα μελτέμια. Η μυρωδιά του καμμένου δάσους ήταν παντού -όπως τώρα είναι εκείνη της Πεντέλης, που καίγεται έξω από το παραθυρό μου- ανάκατη με την υγρασία της νύχτας. Δεν μ' έπιανε ύπνος και αψηφώντας τις απειλές της μάνας μου, αν δεν ξάπλωνα για ύπνο - «κομμένα τα μπάνια από αύριο. Τ΄ακούς;» - βγήκα στη βεράντα να δω τηλεόραση. Η κίτρινη λάμπα κρέμοταν μονάχη πάνω από τη παλιά άσπρη φερ φοζέ ροτόντα, με τις έξι αδειανές πολυθρόνες γύρω της. Εκείνες τις βαριές με τα στριφογυριστά σίδερα, που μου θύμιζαν ταινίες με τη Ναθαναήλ και τον Αντωνόπουλο. Στα μπράτσα των δικών μας είχε φύγει η άσπρη σαν δέρμα μπογιά, αφήνοντας να φανεί η σιδερένια σάρκα τους.

Χώθηκα μέσα σε μια και άναψα την τηλεόραση σε ένα από τα δύο κανάλια. Τον πρωτόδα και με γοήτευσε με μια του ματιά. Από το πρώτο του χαμόγελο στην Μαργαρίτα - Ούρσουλα Αντρες. Αυτό, που "έσπαγε" στη μια άκρη των χειλιών του. Ανέμελος, μέσα στο κοσμοπολίτικο εκείνο καλοκαίρι. Μου φάνηκε τόσο, μα τόσο λαμπερός. Νέος γεμάτος δύναμη. Ομορφος μέσα στη δροσιά μιας ασπρόμαυρης νιότης. Κοιτούσα αποσβολωμένος τη μικρή κόκκινη τηλεόραση, αλλά εγώ τον έβλεπα υπερφυσικά μεγάλο, ολοζώντανο εκεί μπροστά μου να μιλάει, να τραγουδάει και να λικνίζεται, μαζί με τις νυχτοπεταλούδες, που κουτουλούσαν γύρω από την κίτρινη λάμπα της βεράντας μας. Το τέλος της ταινίας δεν το είδα ποτέ. Μια διακοπή στο ηλεκτρικό, μ΄εστειλε μια ώρα αρχίτερα για ύπνο. Δεν έκλεισα μάτι εκείνη τη νύχτα. Ηταν η νύχτα, που ο Ελβις έγινε βασιλιάς...

Από την επόμενη, κι όλας θα άρχιζε επιχήρηση "Ελβις". Αφού πρώτα πέρασα από τη βεράντα, ψάχνοντας για τυχόν ίχνη από όσα είχαν συμβεί εκεί την προηγούμενη νύχτα. Αγγιξα με ευλάβεια, που θα έπρεπε σε εικόνα, την σβηστή οθόνη της τηλεόρασης. Εκεί όπου είχαμε γνωριστεί. Οσο και αν έσφυξα τα μάτια μου, δεν ήρθε όμως. Αντί για εκείνον, ήρθε η μάνα μου κρατώντας ένα μαχαίρι. "Τι, κάνεις εκεί;" ρώτησε με γουρλωμένα μάτια. "Να μη σε νοιάζει." είπα, με προσποιητή αυθάδεια, κοκκινίζοντας μέχρι τα αφτιά. Μια παράξενη ενοχή, που δεν είχα συνειδητοποιήσει ως τότε, με πλημμύρισε. Σχεδόν με τρόμαξε. "Τι το θέλεις το μαχαίρι μαμά;" ρώτησα εγώ, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς την πόρτα, έτοιμος να το βάλω στα πόδια. "Να καθαρίσω τα φασολάκια..." είπε εκείνη. "Α!... " Οπως και αν είχε εγώ έτρεξα έξω, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. "Ελα εδώ... Μη φύγεις..." άκουγα πίσω δυνατά τη φωνή της μάνας μου.

Στις 17 Αυγούστου, αγόρασα όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες, με τα επετειακά αφιερώματα στη μνήμη του. Ενας "Ταχυδρόμος", βρίσκεται ακόμα νομίζω, στο πατάρι του πατρικού μου. Μέσα σε λίγες ημέρες, φτιάχτηκαν λευκώματα με φωτογραφίες και σημειώσεις. Αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών κολλήθηκαν προσεχτικά με ούχου δίπλα τους. Αγόρασα και δίσκους του, παρόλο που δεν είχαμε στο σπίτι μας πικ απ. Τους έγραφα μετά, στο "δισκάδικο" της γειτονιάς σε κασέτες που έλειωναν στα χέρια μου. Μια χάρτινη κούτα "ΝΟΥ-ΝΟΥ", από σκληρό χαρτόνι, φύλαγε το πολύτιμο - και ενοχοποιητικό - υλικό στα πιο πυκνά σκοτάδια της ντουλάπας μου. Μέχρι που κάηκε, πολλά χρόνια αργότερα... Εκείνος όμως κάπου συνεχίζει να υπάρχει.



14 Αυγούστου 2007

Ησυχες μέρες του Αυγούστου

Caro diario


Απομεσήμερο Τρίτης. Ζεστή η μέρα, κύλησε ως τ' απομεσήμερό της. Αύριο ξημερώνει της Παναγιάς. Ο Αρης κοιμάται στο κρεβάτι μου, πάνω στα βυσινιά σεντόνια. Επεσε φαρδύς πλατύς αγγαλιά με το μαξιλάρι μου. Εξω στο κυπαρρίσι, τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο. Σκέφτομαι ότι μ΄αρέσει η φλυαρία τους. Καμιά φορά βγαίνω στο μπαλκόνι να δοκιμάσω την ετοιμότητά τους. Σταματάνε αμέσως! Μόλις νοιώσουν πως δεν τα απειλώ, ξεκινάνε απ΄την αρχή το μονότονο τραγούδι τους. Ισως και λίγο πιο δυνατά. Στον ουρανό, σύννεφα ταξιδεύουν αργά από τον βορρά, σκεπάζοντάς μας. Νομίζεις ότι πήρε να δροσίσει, μια ιδέα. Ευτυχώς, έχουμε ακόμα καιρό για αυτά. Τώρα αφουγκράζομαι το ζεστό μεσημέρι τ' Αυγούστου.


Πάνε δέκα μέρες που επιστρέψαμε, σε μια πόλη που θέλει να φύγει μακρυά μας. Η ζωή προσπαθεί ράθυμα να βρει τους ρυθμούς της. Εξω η πόλη, παραδόθηκε άνευ όρων στους λιγοστούς, που δεν την αποχωρίστηκαν. Και τους ανταμοίβει με τη γλύκα της. Ετοιμη να λεηλατηθεί, αφήνει ορατά τα κάλλη της, σκορπώντας μια ζεστασιά. Και εμείς, θέλουμε όσο τίποτα άλλο, να την κάνουμε δική μας. Να χωθούμε στην αγγαλιά της. Να θυμηθούμε τη ξεχασμένη της μυρωδιά. Εχουν κάτι όσοι έμειναν πίσω, τούτες τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Νομίζω ότι κοιτιώμαστε αλλιώς τώρα. Σχεδόν στα μάτια. Μύστες που ετοιμάζονται από καιρό, για την μεγάλη κάθαρση στο Τελεστήριο της πόλης.


Η μέρα στο γραφείο, ήταν μικρή. Λιγοστοί, αυτοί που ήρθαν, με βερβούδες και αθλητικά. Χρειάστηκε να κατέβω ως τον πρώτο. Πήρα τις σκάλες. Αδεια τα περισσότερα γραφεία. Κλειστοί οι κοινόχρηστοι χώροι. Που και που άνοιγε κάποια πόρτα. Ελάχιστοιι ήταν αυτοί που συνάντησα. Με μερικούς συναδέλφους χαιρετήθηκα. Είπαμε, μέσα από τα τα δόντια μας, τις τυπικές ευχές των ημερών, ανάκατες με τις υποχρεωτικές ερωτήσεις. "Καλέ; Πώς μαύρισες έτσι! Πώς τα πέρασες; Που πήγες; Πότε γύρισες; Θα ξαναφύγεις; Aντε και καλό χειμώνα..." Δώσαμε πεταχτά φιλιά κάτω από το λευκό φως έρημων διαδρόμων. Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, βρήκα ακόμα λιγότερους στις θέσεις τους. Τηλεφώνησα στον Αρη. Ρώτησα εάν εκείνος είχε τελειώσει τη δουλειά του. "Εδώ και ώρα"μου απάντησε. "Βαρέθηκα. Πάμε;" Συμφώνησα να βρεθούμε στην είσοδο. Θα τον συναντούσα εκεί λίγο αργότερα.


Εκλεισα τον υπολογιστή, ρίχνοντας όπως όπως τα πράγματα στη τσάντα μου. Πριν φύγω έριξα μια ματιά, κάτω στο δρόμο. Ελάχιστη η κίνηση. Ακόμη λιγότεροι όσοι βάδιζαν. Πρόσεξα καλύτερα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ενας άνδρας περίμενε εκεί σε μια λιγοστή σκιά. Στήριζε την πλάτη του, πάνω σ΄ένα μεγάλο μηχανάκι. Ηταν φορτωμένο με σκηνή και σλίπινγκ μπανγκ, έτοιμο για αναχώρηση. Ζήλεψα...

9 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 4 - Η ανάσα

Caro diario

To φρενάρισμα ήταν απότομο. Ούρλιαξαν τα λάστιχα πάνω στη ζεστή άσφαλτο. Με μιας, επανήλθα στη Μεσογείων. Παραλίγο, αποφύγαμε τα χειρότερα με το μπροστινό αυτοκίνητο. Γλιτώσαμε με ένα απλό βρισίδι. «Μα, δεν τον είδατε; Που πας ρε Καραμήτρο χωρίς φλας;» έλεγε, ξεφυσώντας ο ταξιτζής. «Ο μπαγάσας, θα μας έκανε μεγάλη ζημιά». «Ναι, ναι», έκανα εγώ, ενώ ο Αρης ανεβοκατέβασε το κεφάλι του, την ώρα που εγώ, έστιβα το δικό μου για να βρω, κάτι να πω. «Ωραία η Πάρος... Μια φορά που λέτε...», και βάλθηκε να μας διηγείται ένα προ δεκαετίας ταξίδι που είχε κάνει με τη γυναίκα του, σε κάτι φίλους, που ΄χαν σπίτι στην 'Αμπελο.

Στην 'Αμπελο δεν προλάβαμε να πάμε. Λίγες μέρες θα περνούσαμε άλλωστε στην Πάρο. Παρόλο που στο τέλος θα είχαμε περάσει τις πιο μεγάλες σε διάρκεια διακοπές, των τελευταίων χρόνων, εντούτοις αισθανόμαστε και οι δύο ακόμα την κούραση του περασμένου χειμώνα πάνω μας. Συμφωνήσαμε να περάσουμε τις μέρες μας στο κυκλαδονήσι, με τη μικρότερη ταλαιπωρία. (Το κατά δύναμη, αφού για να φτάσει κανείς στις παραλίες χρειάζεται τουλάχιστο μια ώρα δρόμο με ΚΤΕΛ και λάντζες). Αντί για το κάμπινγκ του Κριού, που θα απαιτούσε μετακίνηση με μέσο, επιλέξαμε αυτό της Παροικιάς. Ηταν μικρό, ήσυχο, καθαρό και με ξένους τουρίστες. Στήσαμε τη σκηνή, κάτω από τον ίσκιο μεγάλων δέντρων. Μόνο για λίγο, νωρίς το πρωί, ο ήλιος φώτιζε πάνω μας. Βρήκαμε καρέκλες και ένα κορμό δέντρου για τραπέζι. Θα τον μοιραζόμαστε με ένα ζευγάρι νεαρών Γερμανών, που είχαν δίπλα τη δική τους σκηνή. Πολύ φιλικοί και οι δυο τους. Ο ένας ξανθός με όμορφα φωτεινά γαλαζωπά μάτια. Ψηλός, όχι ιδιαίτερα γυμνασμένος. Θα τον έλεγες λίγο γεμάτο. Ο άλλος μελαχρινός, πιο αδύνατος και μάλλον πιο όμορφος. "Σαν τους Modern Talking, δεν είναι;" σχολίασα το πρώτο βράδυ όταν πέσαμε για ύπνο, κάνοντας τον Αρη να γελάσει δυνατά. "Σσσσσ! Θα ακουστούμε" τον παρατήρησα. "Τώρα να δεις τι έχει να ακουστεί..." είπε και κόλλησε τα χείλια του πάνω στα δικά μου...

Οι μέρες κύλησαν γρήγορα στην Πάρο. Πήγαμε μια Κυριακή πρωί στις Κολυμβήθρες. 'Αλλα θυμόμουν εγώ, από το 1988 (ή το ΄89; Παραμένει το ερώτημα.) Μια σχεδόν παρθένα φύση, με τουρίστες να απολαμβάνουν γυμνοί τη θάλασσα και τον ήλιο πάνω στα λεία βράχια. Η κατάσταση που βρήκαμε απογοητευτική. Ξαπλώστρες με ομπρέλες ακόμα και στα ελάχιστα κομμάτια αμμουδιάς. Ελληνες του φραπέ και των αθλητικών εφημερίδων να κυνηγάνε τα παιδιά τους. Ελάχιστοι οι ξένοι τουρίστες. Κανένας γυμνιστής... Βούτηξα σχεδόν με το ζόρι. Οταν η κατάσταση έγινε ανυπόφορη με τον κόσμο, τα μαζέψαμε και με την πρώτη λάντζα γυρίσαμε στη Νάουσα. Κατεβαίνοντας, ρώτησα τον καπετάνιο, ποιά ήταν η πιο ήσυχη παραλία. Μου ανέφερε τον Λαγγέρη "αλλά με τέτοιο καιρό σήμερα, δεν μπορούμε να πάμε. Πηγαίνετε στα Μοναστήρια. Δεξιά μετά τα βράχια..." Και τότε ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στο αυλακωμένο του πρόσωπο.

Με την επόμενη κιόλας βάρκα, "μπαρκάραμε" για "Μοναστήρια". Είχε αγριέψει ο καιρός και το μικρό σκαρί ανεβοκατέβαινε με δύναμη τα κύμματα. Κάτι γκόμενες ούρλιαζαν κάθε τόσο, σαν να 'βλεπαν τον Σάκη Ρουβά, δεμένο ανάποδα στο κατάρτι, σαν άλλο ομηρικό Οδυσσέα. (Εντάξει, μη του βάζω ιδέες τώρα.) . Εδώ ήταν όλες στην τρίχα, ακόμα και για να πάνε για μπάνιο. Τα βράδια δε, έπαθα σοκ. Ομολογώ, ότι δεν ξενυχτάω συχνά, σε μέινστριμ περιοχές και μαγαζιά, αλλά δεν πίστευα πόσο χυδαία ντύνονται. Σαν πουτανάκια, έβγαιναν αργά μετά τα μεσάνυχτα. Κοπάδια ολάκερα. Ενας κόσμος αντίθετος με αυτόν της Αντιπάρου.

Φτάσαμε στη τσιμεντένια προβλήτα αργά το μεσημέρι. Αφήσαμε το τσούρμο να τρέχει για να προλάβει μια κενή ξαπλώστρα στην παραλία και την επόμενη μπανάνα των κρις κραφτ. Εμείς πήραμε το μονοπάτι δεξιά, πάνω από τα βράχια. Κάποιοι μας ακολούθησαν, για να σταματήσουν στο πρώτο κομμάτι άμμου που βρέθηκε, λίγο πιο μακρυά. Συνεχίσαμε, έχοντας τα κότερα αγκυροβολημένα στα δεξιά μας. Ο ήλιος έκαιγε. Ο Αρης μπροστά με ένα καλάμι στο χέρι και το παρεό ν΄ανεμίζει στον αέρα δεμένο απ΄το κεφάλι του. Εγώ ακολουθούσα, ρίχνοντας ματιές στους κοκκινωπούς βράχους που υψώνονταν περήφανοι στ' αριστερά. Τα κότερα αυξάνονταν, σημάδι ότι φτάναμε κάπου. Και φτάσαμε. Ξαφνικά, τα βράχια χαμήλωσαν και μια αμμουδιά, έρημη σχεδόν, ανοίχτηκε μπροστά μας.

Γαλάζια νερά μας δέχτηκαν στη δροσιά τους. Κάτι, αμυδρά μου θύμησε το αγαπημένο Πορί. Ξαπλώσαμε γυμνοί πάνω στην άμμο, με το κύμμα να φιλά τα πόδια μας. Ευχαρίστησα τον Θεό, για την ευτυχία που έννοιωθα. Ο Αρης δίπλα μου, να αγγίζει τα δάκτυλά μου. Η ματιά του μέσα στη δική μου. Και ο βοριάς, από το μπροστινό άνοιγμα, να θέλει να μας σπρώξει ξανά και ξανά στο νερό... Στην παραλία αυτή, θα περνούσαμε και τις επόμενες ημέρες μας. Με τη ζεστασιά του ήλιου, τη δροσιά της θάλασσας, την αγριάδα των βράχων και τον ήχο του αέρα. Που και που θα πετούσε κάποιος μοναχικός γλάρος ή μερικά κατσίκια θα κατέβαιναν απ΄τα βράχια ως κάτω. Ετρεχε τότε γυμνός ο Αρης, να τους ρίξει μια φέτα ψωμί. Και εγώ έμενα να τον κοιτάζω.

Στην παραλία συναντούσαμε ελάχιστους άνδρες (εκτός από τα κατσίκια). Την τελευταία μέρα, κατέφτασε ένας καβαλάρης πάνω σε ένα μεγάλο τζετσκί. Γύρω στα 40, μελαχρινός, με πυκνά μαλλιά. Γθύθηκε και κάθησε κατάχαμα στην άμμο, με τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια. Επεσε ο ήλιος, μείναμε οι τρεις μας. Εκείνος κοιτούσε προς το μέρος μας, με την ανάλογη δόση θράσους, που απαιτούσε η περίσταση. Ηταν φανερό τι ζητούσε. Η τελευταία βάρκα από τη Νάουσα πέρασε μπροστά διασχίζοντας την ήρεμη θάλασσα. Αρχίσαμε να μαζεύουμε μαγιό, πετσέτες, παρεό, ομπρέλα. Περπατήσαμε από μπροστά του και τον αφήσαμε εκεί. Κρίμα που δεν μπόρεσα να ρίξω μια τελευταία ματιά στην παραλία, πίσω μου. Την επόμενη μέρα θα τον συναντούσαμε στο πλοίο. Αυτή τη φορά ως οικογενειάρχη. Με γυναίκα και μια ενοχή στο βλέμμα...

Το κινητό, βάλθηκε να μας σηκώσει από τις οκτώ το πρωί. Eνα "Wake up and close this mobile" ακούστηκε από κάπου. Το πρωινό φως του ήλιου έλουζε ήδη το εσωτερικό της γαλάζιας σκηνής σ' ένα αλλόκοτο φως. Τράβηξα τον Αρη ξανά στην αγγαλιά μου. Ηταν ζεστός καθώς τύλιγε τα χέρια του γύρω απ' τον λαιμό μου. Εγειρα το κεφάλι μου, ν΄ακουμπίσει στο δικό του. Μπερδεύτηκαν τα μαλλιά και οι ανάσες. Ενώθηκαν τα χείλια. Είδα τα γυμνά σώματά μας μπλεγμένα σε ένα. Γαλαζωπά και ασάλευτα. Αφουγκράστικα το πρωινό. Πουλιά, τιτίβιζαν πάνω στα δένδρα. Ακουσα τον αέρα να κηνυγιέται μες τις φυλλωσιές. "Τι ώρα φεύγει το πλοίο;" "Αργά..." απάντησα και τον φίλησα τρυφερά στο μέτωπο.

6 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 3 - Το παρεό

Caro diario

To ραδιόφωνο στο ταξί, έπαιζε λαϊκοπόπ και νέο Νταλάρα. Ο ταξιτζής φάνηκε ιδιαίτερα ομιλητικός, παρόλες τις ευχές μου, περί του αντιθέτου. Ο Αρης προσπαθούσε να δίνει απαντήσεις και εγώ από δίπλα του, να σφίγγω με δύναμη τα μάτια, λες και έτσι θα φτάναμε μια ώρα αρχίτερα. Που και που, ο οδηγός έριχνε προς τη μεριά μου καχύποτες ματιές, μέσα από τον καθρέπτη. Με το κεφάλι γερμένο προς το παράθυρο εγώ, έβλεπα τα πλατάνια των Ολυμπιακών Αγώνων να τρέχουν αντίθετα από εμάς. Τα μόνα που αξιοποιήσαμε, σκεφτόμουν, έστω και αν προσπαθούμε να τα στρογγυλοποιήσουμε προς τα κάτω, κλαδεύοντας τις κορφές τους. Κάθε τόσο αφήναμε πίσω μας, υπαίθριες διαφημίσεις με τα γυμνασμένα αντρικά κορμιά της Glou, ξαπλωμένα σε ταράτσες και πεζοδρομία.


Ξάπλωσε γυμνός απέναντί μας. Τον είχα δει από μακρυά. Περπατούσε στην άμμο με μικρά, προσεκτικά βήματα, καθώς το κίτρινο παρεό, έσφυγγε δυνατά την λεπτή, σμιλεμένη του μέση. Είχε κάτι πάνω του, που φώναζε "Δείτε με..." Γύρισε με τη ματιά του, ένα γύρο την παραλία, πριν αποφασίσει να σταθεί μπροστά μας. Με μια αποφασιστική κίνηση έλυσε το παρεό και αφέθηκε γυμνός στον ήλιο του μεσημεριού. Γύρω στα 25, μελαχρινός με τα μαλλιά να κυλάνε χαμηλά ως το σβέρκο, πρόσωπο με γωνίες, γυμνασμένος σαν μοντέλο. Μαύρισμα (ή σολάριουμ;) σε όλο το κορμί του. Και να μη το "φώναζε" ο ίδιος, πάλι θα τον πρόσεχες. Ξεχώριζε από όλους τους λέτσους και τα φρικιά του νησιού.

«Εχει μπέρδεψει τη Μύκονο, με την Αντίπαρο, παιδί μου, δεν το βλέπεις;» είπε ο Αρης και γύρισε μπρούμητα να ζεστάνει την πλάτη του. «Ελα, βάλε μου αντιλιακό τώρα. Και να μην αφήσεις ασπρίλες πάλι...» έκανε δήθεν αυστηρά. «Και εμείς, τι θέλουμε σε τούτο το νησί, καλέ μου;» Ρώτησα εγώ, ζουλώντας το μπουκάλι με την άσπρη κρέμα στην πλάτη του. «Ελα μου ντε! Απάντησε εσύ, μιας και το διάλεξες... Για να σε ακούσω, λοιπόν...» είπε, χτυπώντας τα δάκτυλα στην πετσέτα. Προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο, ρίχνοντας και δεύτερη δόση αντιλιακού, κάνοντας την επάληψη να μοιάζει τουλάχιστο με μασάζ κινέζου εργασιομανή. «Να σου πω...» ξεκίνησα να λέω. «Ηρθαμε εδώ για να έχουμε παραλία γυμνιστών, μπροστά από το κάμπινγκ» απάντησα, όσο πιο ειλικρινά μπορούσα. «Και η παραλία δεν αξίζει πολλά, το παραδέχομαι.» είπα. «Α! Και..;», επέμεινε ο Αρης.

Ε, τι «και»... Τί μπορούσα να του πω; Καταρχήν, τo τεράστιο κάμπινγκ έμοιαζε με ιδιότυπο στρατόπεδο. Χωρισμένο με καλαμένια παραπετάσματα σε κοινότητες. Ολων των ειδών και των ρευμάτων. Χεβιμεταλάδες, ροκάδες, σκίνχεντ, αναρχικοί, "νεοναζί" (σαν τον φάτσα, που συναντήσαμε στον «Διόνυσο» και δεν έριξε ματιά πάνω μας όσες φορές συναντηθήκαμε) και δε ξέρω πόσες άλλες φυλές φιλοξενούσε. Κάποιοι δε, κοιμόντουσαν στην παραλία και όση ώρα μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους, τριγύριζαν μέσα στους χώρους της κατασκήνωσης.

Ομάδες κοριτσιών από κείνα με τις ...μακρυές φούστες και τα ασορτί ταγάρια περασμένα χιαστί στο στήθος, λοξοκοιτούσαν όποια τολμούσε να ΄χει έστω βαμμένα νύχια.
Μπακουρομάδες αγοριών, αγενέστατες και θορυβώδεις. Με την απαραίτητη μπάκα και το μαλλί αλογοουρά. (Με τέτοιο κοινό, πως να παραμείνει για γυμνιστές η παραλία του Θεολόγου;) "Ελα ρε μαλάκα. Μαλάκα δεν μπορείς να φανταστείς. Τι λες ρε, μαλάκα..." Τυπικός διάλογος...

Μέσα σε όλο αυτό το συμφερτό, υπήρχαν αρκετοί νορμάλ ξένοι τουρίστες με μικρά παιδιά (απαραίτητο "αξεσουάρ" το παιδικό καροτσάκι για όσους επιλέγουν το συγκεκριμένο νησί) και... εμείς! (Νορμάλ και εμείς!) «Λοιπόν Aρη, τα μαζεύουμε να πάμε Πάρο; Χειρότερα δε γίνεται!» είπα. Ο Αρης, ορθώθηκε με μιας δίπλα μου φωνάζοντας: «Αλλος για τη βάρκα μου...» Βάλαμε και οι δυό τα γέλια, κάνοντας τον τυπάκο με το παρεό, να μας κοιτάξει, έστω και για μια στιγμή, κατεβάζοντας μια ιδέα τα μαύρα του γυαλιά...





Συνεχίζεται...

3 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 2 - "Ο Ελληνας"

Caro diario

Το ταξί χώθηκε αργά στην κίνηση της πόλης. Εγώ, με τον Αρη δίπλα μου να έχει αναλάβει να δίνει όλες τις απαντήσεις στην περιέργεια του μεσήλικα οδηγού μας, να προσπαθώ να προσαρμοστώ στις εικόνες της πόλης που εισβάλουν στα μάτια μου. Με μια γεύση αλμύρας στο στόμα αφέθηκα πίσω από το λιγοστό φως του απογεύματος να ταξινομώ τις άλλες εικόνες, εκείνες που αφήσαμε πίσω μας. «Πότε φτάσατε στο νησί», άκουσα να ρωτά ο οδηγός, προσπαθώντας να μας δει μέσα από το μεγάλο καθρέπτη του αυτοκινήτου...


Στις 12 ακριβώς, είχαμε αποβιβαστεί στην Πάρο. Τραβώντας μια μεγάλη βαλίτσα και με 2 σακίδια ο καθένας στην πλάτη του, σταθήκαμε στη γωνία της προβλήτας, περιμένοντας κάποιο καράβι, που θα μας περνούσε απέναντι. Στην Πάρο είχα ξαναπάει για διακοπές το '88. 'Η μήπως ήταν το '89; Βάλθηκα να ψάχνω στα χνάρια του χρόνου για τη σωστή απάντηση. Μάταια... Τότε ήταν πάντως, με τον θείο Λύσσανδρο, τη θεία Λουίζα (τα 2 λάμδα, όπως τους αποκαλούσε το σόι) και με τον αδερφό μου. Σαν να ΄ταν χθες και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Τώρα ο αδερφός μου είναι σε ταξίδι του μέλητος και εγώ βρίσκομαι στο νησί με τον Αρη. Οσο για τα 2 "Λ", εξακολουθούν να μας έχουν ως παιδιά τους, αφού εκείνοι, δεν απέκτησαν.

Στο λιμάνι κόσμος και ντουνιάς. Τα αυτοκίνητα να κορνάρουν δαιμονισμένα, καράβια να 'ρχονται - συνήθως όλα την ίδια ώρα, όπως θα διαπίστωνα και αργότερα- και αγουροξυπνημένοι έλληνες τουρίστες να ψάχνουν για το μπρέκφαστ, τουτέστιν φραπέ. Ο "Διόνυσος" ήρθε, ευκίνητος - παρά την ηλικία του- και μας φόρτωσε για απέναντι. Αφήσαμε τα μπαγκάζια μας μέσα, μαζί με τους υπόλοιπους και καθήσαμε έξω στην πρύμνη, σε ένα πάγκο με τρεις πλαστικές καρέκλες. Ενα ζευγάρι ετεροφυλόφιλων ήρθε να καθήσει σε ένα δεύτερο πάγκο σχηματίζοντας μ' εμάς ορθή γωνία. Εκείνος ψηλός και λεπτός με σώμα, που θα τον έκανε άλτη του ύψους. Μαυρισμένος και αξύριστος. Θα τον έλεγες ωραίο. Ασάλευτος, με τα πόδια απλωμένα απέναντί μας, κοιτούσε τους γλάρους πάνω από τον ορίζοντα. Μπορεί και να κοιμόταν. Εκείνη με μια ξινίλα στα μούτρα, φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου και μιλούσε συνεχώς στο κινητό. Σα να έδινε οδηγίες, ένα πράγμα. Κοιτώντας τους, δεν μου δημιούργησαν την ανάγκη να πλάσω, όπως κάνω συνήθως, μια ιστορία για λόγου τους.

Περιμέναμε να ξεκινήσουμε, γιατί κάθε τόσο οι εργάτες άνοιγαν και ξανάνοιγαν την πλαϊνή μπουκαπόρτα, τραβώντας κάτι σχοινιά, για ν' ανεβάσουν και άλλους καθυστερημένους επιβάτες. Ενας από αυτούς, πήδηξε πάνω με ένα σάλτο την τελευταία στιγμή. Πρόσεξα το αυστηρό του ύφος. Τράβηξε μαζί του, σχεδόν με το ζόρι και ένα σκύλο, που έσερνε από ένα φθαρμένο λουρί. Εδειχνε να γνωρίζει κάθε σπιθαμή. Εφερε με μια ματιά το πλοίο βόλτα. Στάθηκε στη μεριά μας. Ηρθε και κάθησε δίπλα μας, στην τρίτη καρέκλα.

Τον εξέτασα καλύτερα. Γύρω στα 30, ηλιοκαμμένος και γυμνασμένος αρκετά. Ωραίος το δίχως άλλο. Ξανθός, κουρεμένος με την ψιλή, έχοντας αφήσει μια λεπτή λωρίδα ξυρισμένη στο κεφάλι του, ενωμένη πάνω από το φρύδι με το "κόντρα" ξυρισμένο του πρόσωπο. Δεν μπορούσες να αγνοήσεις τα σκούρα, μελιά του μάτια, που δεν έκρυβε πίσω από γυαλιά. Φορούσε μόνο μια στρατιωτική βερμούδα. Καθώς έσκυψε να δέσει το λουρί του σκύλου στο πόδι του πάγκου, δεν αντιστάθηκα να κοιτάξω μέσα στο άνοιγμα του ρούχου, χαμηλά στη μέση του, που δημιούργησε το λύγισμα του κορμιού του προς τα εμπρός. Δεν φορούσε τίποτα άλλο από μέσα. Τράβηξα το βλέμμα, σχεδόν με ενοχή. Τον κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου. Εβλεπα τις ξανθές τρίχες των ποδιών του, που γυάλιζαν χρυσαφένιες σαν τις φώτιζε ο ήλιος, να μπλέκονται με τις δικές μου. Το δέρμα μου τεντωμένο, έτοιμο να αισθανθεί την παραμικρή ζεστή επαφή με το δικό του. Πρόσεξα τα χέρια του. Χοντρά δάκτυλα, με νύχια βαθειά κομμένα. Στα πόδια μαύρα δετά μποτάκια.

Θα στοιχημάτιζα ότι ήταν ξένος, από κείνους τους βόρειους ξανθομπάμπουρες που μου αρέσουν. Ενας ακόμα Νορβηγός, που βρίσκονται κατά χιλιάδες σε τούτα τα νησιά, σκέφτηκα. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, όταν έβγαλε από ένα παλιοκαιρισμένο σάκο, που δεν είχα προσέξει ως τότε, ένα βιβλίο για σκύλους, γραμμένο στα ελληνικά... Κοιταχτήκαμε με τον Αρη, γιατί ήμουν σίγουρος ότι και σε αυτόν θα είχε κάνει εντύπωση ο τυπάκος και ανοιγοκλείνοντας τα χείλια μου τον άφησα να διαβάσει "Ε Λ Λ Η Ν Α Σ".

Την ίδια στιγμή, από τα σιδερένια σπλάχνα του "Διόνυσου" ακούστηκε ένας παρατεταμένος θόρυβος, που έκανε το πλοίο να συρθεί αργά, μακρυά από την προβλήτα. Αφήσαμε το λιμάνι της Πάρου, με το μύλο και τη μικρή εκκλησία με το γαλάζιο τρούλο, τελευταία σημάδια της στα μάτια μας. Ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά μας καθώς τα κύματα τράνταζαν το παλιό καράβι, που γρήγορο ωστόσο έτρεχε προς τον προορισμό μας.

Ο «Ελληνας» δεν σήκωνε τα μάτια του από το βιβλίο. Ο σκύλος του είχε μουλώξει κάτω από το κάθισμα της «ξυνής», που είχε κλείσει το κινητό και τώρα κοιτούσε το κενό μπροστά της. Κανείς δεν έδειχνε να είχε όρεξη για κουβέντες, εκείνο το μεσημέρι της Δευτέρας. Που και που, μόνοι εμείς, πετούσαμε καμιά λέξη για το τοπίο, κάτι είπαμε για το νησί των Γουλανδρήδων. Βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες. Ξαφνικά, ο φάτσας δίπλα μου, έκλεισε απότομα το βιβλίο. Ενα ανασήκωμα των ώμων μου το ένοιωσα. Απίθωσε με αργές, προσεχτικές κινήσεις το βιβλίο των σκύλων πάνω στο δεξί του μηρό. Ο σκύλος σήκωσε πρώτα το κεφάλι του, και μετά τα αυτιά του, κοιτώντας στα μάτια το αφεντικό του. Εκεινος έδειχνε μάλλον αναποφάσιστος. Πήρε το βιβλίο στα χέρια και σηκώθηκε. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω από τα κεφάλια μας και μας κοίταξε, σχεδόν με αηδία. Πισωπάτησε δυο βήματα και χάθηκε. Προτίμησε να σταθεί όρθιος, παρά δίπλα σε δύο αδελφές. Από τότε προσέλαβε το προσωνύμιο «Νεοναζί». Θα συναντιώμαστε και στο νησί, αφού εκείνος έμενε ήδη στο κάμπινγκ, που ήταν και ο δικός μας προορισμός...


Συνεχίζεται...

1 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 1 - Η επιστροφή

Caro diario

Μερικές στιγμές νομίζω ότι έχω λείψει για μήνες, κάποιες άλλες νομίζω πως ήταν μονάχα ένα πεφταστέρι που έσβησε στη θάλασσα της θύμησης. Οπως και να έχει, βρίσκομαι πίσω, "εις το κλεινόν άστυ", όπως κάποιοι έγραφαν το κέντρο της πόλης μας, όταν ακόμα η Κηφισιά ήταν εξοχή, και στου Γκύζη είχε αμπελώνες.


Εγειρα το κεφάλι πίσω στο "αεροπορικό" κάθισμα του "Χαϊ σπιντ 3" και άπλωσα τα πόδια μπροστά, έως ότου βρουν στο σωσίβιο του μπροστινού τεκνού, με το γυαλί και τη καρώ βερμούδα. Ο Αρης στο παράθυρο να κοιτάζει απ΄ έξω το γαλάζιο του Αιγαίου, που έμενε πίσω μας. Το πλοίο άφηνε στα απόνερα, μια γραμμή λευκή σαν τα μαντήλια των αποχαιρετισμών. Τότε έγειρα μια ιδέα τον ώμο μου για να βρει τον δικό του και φευγαλέα άγγιξα τα δακτυλά του. Ισιωσα το βλέμα μπροστά για να καρφωθεί απαθές πάνω στη βουβή οθόνη μιας τηλεόρασης. Ηταν οι πρώτες εικόνες της επιστροφής.

Ειδήσεις. Κάποια νεαρή διάβαζε από το οτοκιού, ενώ τα κρόουλ περνούσαν κάτω από χέρια της. Φωτιές έβλεπα, πυροσβέστες, μια γυναίκα αλλόφρονη να σηκώνει τα γυμνά της χέρια προς τον ουρανό. Μετά ξανά η νεαρά, γέμισε την οθόνη. Απαθής συνέχισε να ανοιγοκλείνει το στόμα της, προτού εμφανιστεί ο επί της ναυτηλίας Κεφαλογιάννης. Την ίδια στιγμή ένα κύμα ταρακούνησε το πλοίο, που περίμενε ακινητοποιήμενο επί 20' αντίκρυ στην Πορτάρα. Πρόσεξα καλύτερα το λογότυπο. Σωστά... "Η ώρα της Ρηγίλλης" ή αλλιώς οι ειδήσεις στην ΕΡΤ. Κεφαλογιάννης, λιμάνια, αποκαμωμένοι ταξιδιώτες, μπαγκάζια. Ξανά Κεφαλογιάννης να με κοιτά τώρα κατάματα με το σπινθηροβόλο βλέμμα του. Φρούμαξα! Σηκώθηκα να αγοράσω καφέδες και νερά. 8 ευρώ και 40 λεπτά, το σύνολον! Αντάρα...

Δεν περνούσε η ώρα. Πιάναμε Μύκονο. Σε λίγο ξανά το ηχογραφημένο μήνυμα για την ασφάλεια του πλοίου. Ξανά η κοπέλα με τη μπλε στολή, φορώντας σωσίβιο με το "καρούμπαλο" στα χέρια να περνά τρέχοντας σχεδόν, ανάμεσα στους διαδρόμους. Ξανά να μη της δίνει κανείς σημασία. (Νομίζω ότι ήταν έτοιμη να τα μπίξει). Μερικοί μπορεί να νομίζανε κιόλας, ότι εκείνο το ασορτί πορτοκαλί "πράγμα" γύρω από το λαιμό της είναι κάποιο νέο αξεσοραίζ. "Τι τα θες... Η Μύκονος ήταν πάντα μπροστά στη μόδα. Πες το ψέματα..." Και να 'σου και τα μοδάτα μας. Νεαροί καλοντυμένοι ανά ζεύγη ή κατά μόνας, έτοιμοι να επιβιβαστούν. Τους έβλεπα από ψηλά και αναρωτήθηκα πόσους έχω "συναντήσει" στο gaydar. Ολοι με αθλητικό παπούτσι, (κανείς με σαγιονάρα - είναι πασέ αγάπη μου) βερμούδα μέχρι το γόνατο (πόντο πιο κάτω!) να φαίνεται το τριμαρισμένο πόδι, πουκάμισο λευκό, άντε και μπλε ριγέ -εκείνο των ιστιοπλόων- πάντα ανοιχτό (να δείξει το αποτριχωμένο στήθος), γυαλί στρογγυλό τύπου ρεϊ μπαν, μαλλί τρίποντο το πολύ. Στο χέρι μόνο το ρολόι. Ενα κλάσικ τατσ. Και να μη παραλείψω μια σημαντική λεπτομέρεια. Η βερμούδα κατεβασμένη μέχρι τα πλαϊνά της λεκάνης, να φαίνεται λίγο από το τατού και τουλάχιστο το μισό CK. "22 ευρώ - Ε, όχι και στις εκπτώσεις χρυσσσσό μου- από του Vardas, ξέρειςςςςςς..."

Διάβασα, άκουσα μουσική, κοιμήθηκα. Μας πήρε απόγευμα. Βγήκαμε έξω για λίγο με τον Αρη, να πάρουμε μια στάλα αέρα. Το καμπαναριό της Παναγιάς, ξεπρόβαλε για λίγο μέσα από τους λευκούς τοίχους των σπιτιών. Ο αέρας πήρε το καπέλο ενός λιμενεργάτη και το πέταξε πάνω στα αφρισμένα νερά καθώς το πλοίο προσπαθούσε να δέσει. Ενοιωσα ένα σφίξιμο, με την εικόνα αυτή. Ξαφνικά κρύωνα. Πέρα στο υπόστεγο ένα τσούρμο ταξιδευτές περίμεναν να τους ανοίξουν για να ξεχυθούν σαν μονομάχοι στην αρένα. Κάτω από τα πόδια μας, λιγοστοί επιβάτες άφησαν το πλοίο για να κατέβουν στην Τήνο. Τα "room to let" τους περίμεναν ακριβώς απέναντι. Ανάπηροι με καροτσάκια, ανήμποροι με μαγκούρες και "πι" προσπαθούσαν να ανέβουν τον καταπέλτη που αυλάκωνε τα τσιμέντα. Ο αέρας της Μυκόνου δεν φτάνει ως εδώ...

Επιστρέψαμε στις θέσεις μας. Ενα μέλος του πληρώματος (και κούκλος με τη στολή...) με πληροφόρησε ότι θα πιάναμε Ραφήνα την προγραμματισμένη ώρα, παρά την καθυστέρηση στο λιμάνι της Νάξου. Προφανώς τα ταχύπλοα δεν είναι τόσο ταχύπλοα όσο θα μπορούσαν να ήταν... Φτάσαμε Ραφήνα, αργά το απόγευμα με τη ζέστη και την υγρασία του λιμανιού να μας υποδέχονται φουριόζες. Πριν μπούμε στο ταξί, έριξα μια ματιά στο εκκλησάκι, ψηλά στο βράχο, πάνω από τα Καραμανλέϊκα. Ευχήθηκα να έρθει σύντομα η μέρα που θα γυρίσουμε ξανά απ' το Αιγαίο. Α, και ο ταξιτζής, που μου φώναζε να βιαστώ να μην έχει όρεξη για κουβέντα...




30 Ιουνίου 2007

Λειωμένο παγωτό

Caro diario

Βράδυ Σαββάτου. Ξανά μπροστά στο λευκό, οικείο παράθυρο της οθόνης. Σκοτάδι στο δωμάτιο. Η πόρτα κλειστή. Το ίδιο και η τηλεόραση. Μοναδικός ήχος κάτι παλιομοδίτικα τραγούδια που φτάνουν στα αφτιά μου, από τα ακουστικά του κινητού. Το ένα έχει σπάσει από καιρό και πριν μάτωσε το αριστερό μου αυτί. Που και που, ακούγονται και κάτι σκόρπιες χριστοπαναγίες που φτύνω κάθε φορά που κάνω λάθος στο χαρακτήρα του πληκτρολογίου. Από τα νεύρα μου χτυπώ μετά με δύναμη όλα τα πλήκτρα μαζεμένα. Αποφεύγω να ξεσπώ πια στο ποντίκι, γιατί αν το μυριστεί ο Αρης, δε θα μου αγοράσει καινούριο. Ετσι με απείλησε χθες που μου το έφερε ένα καινούριο, πριν με φιλήσει απαλά στα χείλια.

Βράδυ με νεύρα, υπερένταση και μια γαμημένη ζέστη ανάκατη με υγρασία κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Ο Αρης βαριότανε και δεν ήθελε με τίποτα να βγούμε έξω. Εφυγα σχεδόν αμέσως αφήνοντάς τον μόνο του, για να γύρισω εγώ σπίτι μου. Στο δρόμο - μέσα σε όλα - θυμήθηκα ότι ακυρώσαμε και τις διακοπές. Ο "μεγάλος"-όπως το φοβόμουνα- με χρειάζεται μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Μέχρι να φτάσω, ξέχασα ότι είχα στο αυτοκίνητο τρεις σακούλες με ανακυκλώσιμα "σκουπίδια". Επέστρεψαν και αυτά μαζί μου... Εκλεισα με δύναμη την πόρτα. Γθύθηκα και αφού έφτιαξα ένα μοχίτο, κουρεύοντας πριν μπω τον δυόσμο από τη γλάστρα στο μπαλκόνι, βάλθηκα να γράφω. Προς γνώση και... εκτόνωση.

Από το πρωί στους δρόμους ψάχνοντας για γαμήλιο δώρο του αδερφού μου και της ξυνής "νύφης" μου. "Που θα το πάρεις; Nα είναι από γνωστή εταιρεία..." Επρεπε να εκτελέσω την παραγγελιά. Για χάρη του αδερφού μου. Ηθελα να 'ξερα, πώς τους βάζουν στο βρακί τους οι γυναίκες; Πέφτουν με τα μούτρα στο 'Νι' (Νανάκο, μπορεί να μην λυποθυμώ, αλλά ναι, σιχαίνομαι) σαν τους γάτους του Γενάρη δεν βλέπουν τίποτα άλλο μετά. Στο τέλος τους "ευνουχίζουν" και μένουν οι ηλίθιες να αναρωτιούννται, που πήγαν όλοι οι άντρες σήμερα; Aντε γαμήσου μωρή σκρόφα, λέω εγώ.

Κατεβάζω μια μεγάλη γουλιά ποτού. Νοιώθω τον ιδρώτα μου ανάμεσα στη δική μου πλάτη και σε εκείνη της καρέκλας. Όπως και κάτω από τα χέρια μου καθώς έρχονται σε επαφή με τη βρώμικη επιφάνεια του γραφείου. Οταν τα σηκώνω, ακούγεται ένας ήχος σαν να ξεκολάς σελοτέϊπ. Τώρα πρόσεξα κάτι παλιούς κύκλους από ιδρωμένα ποτήρια ποτών, καθώς φεγγίζουν στο φως της οθόνης. Η μυρωδιά του δύοσμου μπερδεύεται με εκείνη από τα αποκαίδια του βουνού. Προσπαθώ μάταια να βρω κάποιον σταθμό που να παίζει κάτι που να ακούγεται. Πετώ το κινητό μακρυά, πάνω σε ένα σωρό από κλειδιά. Η κίνηση αυτή, ματώνει ξανά από το ακουστικό το αφτί μου. Στο ποτήρι η σόδα στέλνει και τις τελευταίες φυσαλίδες της στην επιφάνεια. Από κάποιο ανοιχτό παράθυρο φτάνει ως εδώ εκείνο το τραγουδάκι με το λειωμένο παγωτό... "Κι είμαι ακόμα εδώ..."

22 Ιουνίου 2007

To not wake them up

Caro diario

H ζέστη της ημέρας έχει φωλιάσει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, προσπαθώντας να με υποτάξει. Επεσε με δύναμη απάνω μου, καθώς έμπαινα πριν από λίγο στο σπίτι. Αντεξα. Τώρα γράφω γυμνός μπροστά από το φως της οθόνης. Σκέφτομαι πως πρέπει να ανασύρω τον παλιό ανεμιστήρα από τα υψίπεδα του παταριού. Ο ιδρώτας αργοσέρνεται στο αυλάκι της πλάτης μου. Για ένα περίεργο λόγο μ΄αρέσει αυτό. Ο Αρης από τη δουλειά του, μου γράφει πότε πότε μηνύματα στο "εμ ες εν". Ρωτάει για τη ζέστη της πόλης, αν έφτασα καλά στο σπίτι, αν βρήκα τον ανεμιστήρα. "Φαγητό σου έχω στο φούρνο..." Αναβοσβήνει νέο μήνυμα, σαν γαλάζιο άστρο πάνω από μια φέτα καρπούζι...

Ωραία είναι ετούτη η ζέστη του απομεσήμερου. Ψάχνοντας για σκιές και χαμένες δροσιές. Και γύρω όλα σιωπηλά. Μόνο τα ηχεία σκορπούν μια μελωδία, που μου θυμίζει παλιά καλοκαίρια, ανάκατη με σπανιόλικες αντρικές ανάσες. Σκόρπια λόγια έρχονται. 'Νo more voices... Perfect silence. Why whisper? To not wake them up..." Κρατώ με δύναμη κλειστά τα μάτια. Kαι μετά ένα γέλιο και ήχοι σωμάτων αγγαλιασμένων... Και η ζέστη να πέφτει πάνω μας βαριά και γλυκερή. Αφήνομαι να βυθιστώ στις λέξεις των Radiohead, πριν ο ιδρώτας τσούκσει τα μάτια. "Rows of houses, all bearing down on me. I can feel their blue hands touching me".

Επέστρεψα από τη κουζίνα έχοντας φτιάξει παγωμένο καφέ. Ενα στιγμιαίο αεράκι - ή έτσι νομίζω- αγγίζει την πλάτη μου. Μαζί του κουβαλά αρώματα από την ανθισμένη γαρδένια της βεράντας. Μια δεκαοκτούρα φωνάζει πάνω από τα υπερφορτωμένα καλώδια της ΔΕΗ, που προσπαθούν να κρατήσουν την πόλη ζωντανή. Η χαλασμένη εξάτμιση μιας μηχανής που περνά κάτω στο δρόμο, διώχνει μακρυά το πουλί. Η απογευματινή ραστώνη της γειτονιάς σπάει. Οι κουρτίνες θα ανοίξουν. Οι καρέκλες θα τραβηκτούν πίσω. Οι καφέδες με τα παγάκια θα ετοιμαστούν. Σε λίγο οι πρώτες φωνές από τα σκιασμένα αντικρυνά μπαλκόνια θα ακουστούν. Ξυπνήσαμε τη σιωπή...


14 Ιουνίου 2007

Ζήσε τη στιγμή


Caro diario

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα* αφιερώνω μια σκέψη, μια ευχή στα χρόνια τα εφηβικά. Απόψε σκάρωσα και ένα στιχάκι. Για όσα πέρασαν και τώρα τα κοιτώ πάνω από τους ώμους. Μέτρησα είκοσι χειμώνες και καλοκαίρια. Αχ η ζωή! Μια γλύκα, ένα τραγούδι. Πρόσωπα απ' τον χρόνο που πέφτουν καταπάνω σου χαμογελαστά. Θέλουν να σε πάρουν μαζί τους. Χαμογέλα τους και ας μη σε βλέπουν. Μίλα τους και ας μην σε ακούνε...

Δώσε το φιλί,
σαν ο ήλιος βγει,
θα ΄χει άλλη γλύκα.
Πες το "σ΄αγαπώ",
πριν πέσει η νύχτα.

Γιόρτασε χωρίς γιορτή
και κλείσε την τιβί,
ανάβοντας τα φώτα.
Φώναξέ το δυνατά,
όπως παλιά, όπως πρώτα.

Κοίταζε βαθειά
και δώσε μια αγγαλιά,
γεμάτη.
Ζήσε τη στιγμή
και ας οδηγεί σε λάθη.

Βρες τα λόγια τα παλιά,
να κάψει η καρδιά,
ν΄ανάψουν τ΄άστρα.
Πες το "σ΄αγαπώ"
και τ΄άλλα άστα.

Ηλιος και βροχή
και εγώ να 'μαι εκεί,
για σένα.
Να σου χαρίσω
της ζωής μου τα κρυμμένα.

[...για όλους εκείνους]

* 14 Ιουνίου 1987. Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Η Ελλάδα όλη, είχε μια ανάσα, μια ευχή. Στο γήπεδο μια ομάδα, είχε καταφέρει αυτό που κανείς δεν περίμενε. Χαρά. Οχι! Ηταν η απόλυτη ευτυχία. Ηταν η μοναδικότητα. Ηταν η πρώτη φορά. Ηταν απλά, απίστευτο.

Πρόσωπα, θύμαμαι. Εχω μια εικόνα χωρίς ήχους. Μια ταινία σε αργή κίνηση. Για να χορταίνουν τα μάτια. Ενας λαός στους δρόμους. Οι θεοί κατέβηκαν στο χώμα. Εγιναν ένα με όλους μας. Εγώ σε ένα μπαλκόνι, γύρω από το άσπρο φερ φοζέ τραπέζι με την ασπρόμαυρη τηλεόραση να δείχνει το ακατόρθωτο. Φώναζα, έκλαιγα, χειροκροτούσα, γελούσα. Τι και αν την επόμενη έγραφα "Πανελλήνιες". Ολοι μια αγγαλιά. Και μετά, η Μελίνα στα χέρια του Φασούλα, μ' εκείνο το λαμπρό χαμόγελο της, ήταν σα να φώναζε "Πιστέψτε το. Νικήσαμε..." Και εμείς σε ένα μπαλκόνι. Νέοι και ευτυχισμένοι...

The final countdown



13 Ιουνίου 2007

Jump!

Caro diario


Eχω το φως κλειστό. Οι μισάνοιχτες κουρτίνες μάχονται πίσω από το ανοιχτό παράθυρο , υπερασπιζόμενες τα δροσερά σκοτάδια του δωματίου μου. Γράφω, εξασκούμενος στο τυφλό σύστημα. Η νεαρή στρουμπουλή δεσποινίδα-καθηγήτρια γραφομηχανής των "Σχολών Ωμέγα" βαραίνει ξαφνικά τη μνήμη μου. Κλείνω τα μάτια, για να αποφύγω τη συνέχεια. Μάταια. Η τσιριχτή φωνή της, ολότελα αταίριαστη με το σουλούπι της, φτάνει απόκοσμη ως στα αφτιά μου. "Αλφα, σίγμα, δέλτα, φι - ΓΗ - ξι, κάπα, λάμδα, ερωτηματικό, τόνος" [...] Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί τον τελευταίο καιρό το μυαλό μου επιμένει να τσαλαβουτάει στο παρελθόν. Σαν να κάνει μπάντζι τζάμπινγ, ένα πράγμα.


Επιστρέφω στη νοητή πλατφόρμα. Το λευκό της οθόνης μου ξεχειλίζει πάνω στη ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Πέρασαν τρείς μήνες και ακόμα να συνηθίσω το επίπεδο, αδιάβροχο, λαστιχένιο πληκτρολόγιο μου. Υπάρχουν στιγμές που με εκνευρίζει, αλλά μπρος στα κάλλη τι΄ναι ο πόνος. Η μανία αλλαγών μάλλον έχει έρθει πρώιμα σε μένα φέτος και τώρα που το σκέφτομαι μια χαρά ήταν τελικά ο Σεπτέμβρης. Δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί σκέφτομαι διάφορα. Να κουρεφτώ γουλί, ν' αλλάξω θέση στα έπιπλα, μέχρι να μετακομίσω ακόμα ακόμα. Μήπως να έκανα και ένα πίρσινγκ στο πουλί μου;... Οχι. Το επίπεδο, αδιάβροχο, λαστιχένιο πληκτρολόγιο μου, τελικά, δεν θα το αλλάξω.


Τα μάτια μου βάρυναν. Η κούραση αλλά κυρίως η ένταση της ημέρας στο γραφείο- που όσο πάει γίνεται και μεγαλύτερη - με εξουθενώνουν. Την ίδια στιγμή ο "μεγάλος" μου παραχωρεί και νέα οφίτσια. Εννοείται χωρίς συνοδεία μισθολογικής ανόδου. Το καλοκαίρι όμως είναι κοντά. Απέχει μόλις 16 ημέρες. Τόσες απομένουν για τις διακοπές... "Μεγάλου" επιτρέποντος.





Και στα δικά μας...

ΜΕΣΑ

- Η νέα διαφήμιση της ΗΟL (ίσως επειδή δεν ξέρεις περί τίνος πρόκειται...)
- Ο συγκλονιστικός τρίτος τελικός - Με 1π. και να καίει (χρόνια είχα να δω μπάσκετ που να με παθιάσει...) και τα γυμνά αγόρια της εξέδρας...
- Οι τιμές σε κάμπινγκ στο Παρίσι (12 ευρώ για δύο άτομα...)

ΕΞΩ

- To νέο λογότυπο της ΗΟL (...θυμίζει κάτι από sex shop)
- Η πολυλογία στην περιγραφή του τελικού (τέτοια ώρα, τέτοια λόγια...)
- Οι τιμές σε κάμπινγκ Κεφαλονιάς και Λευκάδας (25 ευρώ για δύο άτομα...)

8 Ιουνίου 2007

Caro diario




Μένω ώρα κοιτώντας πάλι ένα λευκό παράθυρο στην οθόνη. Ο καφές μαύρισε κι όλας στο ιδρωμένο ποτήρι του. Ενας νέος φίλος, γυμνιστής μου στέλνει μηνύματα στο msn. Τον βλέπω από την κάμερα. Φαίνεται νορμάλ τύπος. Μετρημένος. Δεν ενθουσιάζομαι φυσικά. Γνωρίζω πόσο... ρευστά μπορούν να γίνουν τα πράγματα. Γράφει ολόκληρες παραγράφους χωρίς "έντερ" και με κουράζει η αναμονή αυτή. Ανοίγω να δω καμιά τσόντα, από όσες έχω κατεβάσει και δεν έχω δει ακόμα. Ανοίγω και το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας. Ο νέος φίλος μού στέλνει να δω γυμνές του φωτογραφίες, παρόλο που τον βλέπω ήδη "ον κάμερα". Ενα μεγάφωνο ενός τσίρκου διαλαλεί έξω από το παράθυρο μου το θέαμα... Αναγουλιάζω μόνο και στην ιδέα. Ο ξεραμένος καφές κάνει ακόμα πιο έντονη τη δυσφορία μου. Ο άλλος με ρωτάει τι έχω. Τι να του εξηγώ τώρα; Οι τύποι στην τσόντα τελειώνουν μονοκοπανιά και οι τρείς. Μένω να θαυμάζω τον συγχρονισμό τους. Και τα άλλα τους, καλά είναι δε λέω...




Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι έχω κάνει το φανελάκι ένα κόμπο που τον στρίβω και τον πιέζω με δύναμη στα πλευρά μου. Από παιδί το΄κανα αυτό και φώναζε η μάνα μου. Οπως και ότα τα πρωινά έβρισκε μασημένες τις άκριες των σεντονιών. Αυτό σταμάτησε πριν την εφηβεία μου. Το πρώτο συνηθείο, εκείνο του κόμπου συνεχίζεται ακόμα.




3 Ιουνίου 2007

L. says

Caro diario


Είναι Κυριακή με ένα [...]


[...] melagxoiko kairo exo
L. says:
de xero an saresun i askopes voltes stin athina
P. says:
μ'αρέσουν και τις κάνω συχνά!
L. says:
na pairno tous dromous xoris na gnorizo pou vgazun
P:
το έχω κάνει με λεωφορεία
L. says:
m' aresoun ta leoforia
L. says:
sta kathismata ton pollon me ta xaragmata sta mprostines plates...
L. says:
ta blemmata aplani exo.

L. says:
na trexei i poli ologira sou
P:
...!
L. says:
staseis... xekinimata. Xana stasi
L. says:
esi ston diko sou kosmo
L. says:
mia mousiki na xaidevi ta aftia sou
L. says:
enas pou skontaftei pano sou sto frenarisma kathos sikonese
L. says:
Patas to kokkino koumpi. Stamatima. katevenis. H porta kleinei piso sou. Efige...
L. says:
pou na pas.., aristera i dexia?
L. says:
telika pernas apenanti
L. says:
kleista magazia
L. says:
rola katevasmena
L. says:
Nearoi metanastes sizitoun sti gonia
L. says:
se koitun gia ligo. Maties petaktes. Tous metras.
L says:
esi kokkinizis mia idea pali. prospathis na mantepsis. Ti?
L. says:
"Oxi", apofenese kai proxoras
L. says:
meta tha vgalei enan ilio pano apo tin Acropoli
L. says:
esi apo kato thes na xapostaseis
L. says:
travas gia to thisio
L says:
"gia meze stis kira lenis"
L. says:
kai pali ta tragoudia kanoun kiklo
L. says:
ki erxontai mesa mas
L. says:
mas tiligoun
L. says:
meta thes na soriastis s' ena krevati
L. says:
Oxi kat' anagki to diko sou
L. says:
To vriskeis
L. says:
kai iparxoun 2 maxilaria
L. says:
kai sou 'rxete na ourliaxis
L. says:
giati to ena einai panta atsalakoto
L. says:
"miso ta atsalokota maxilaria", les
L. says:
sikonese. de se xora o topos
L. says:
koitazis to parathiro
L. says:
esi blepis thalassa kai oxi mia gkriza plati polikatikias
L. says:
A! na kai o glaros pou fonazei st' anixta
L. says:
i akti...
L. says:
thes na xosis ta podia sou stin ammo
L. says:
soriazese kai menis kei gia ores...

P. says:

Πρέπει να κλείσω...

L. says:

ta leme...


P. Appears to be offline


'L. says:
ta leme...'

1 Ιουνίου 2007

Παρασκευή κι απομεσήμερο

Caro diario


Παρασκευή απομεσήμερο στο γραφείο. Καθιερωμένη χαλάρωση μετά από μια "κουτσή" λόγω τετραημέρου για μας τους LA*. Mερικά λευκά σύννεφα αρμενίζουν απέξω. Τα μισάνοικτα παράθυρα αφήνουν ένα αεράκι να χαϊδεύει τους ανθρώπους τριγύρω μου. Αναπολώ τις στιγμές, τότε που είχα μακρυά τα μαλλιά και ένα παλιό αγέρι έπαιζε με τα ατίθασα τσουλούφια μπροστά στα μάτια μου. Με έκανε να αισθάνομαι όμορφος. Μερικές στιγμές το πίστευα κιόλας, ειδικά όταν ήμουν χαρούμενος. Μετά ήρθαν τα χρόνια και πέσαν πάνω μας. Χθες ο Αρης καθώς κοιταζόμασταν ξαπλωμένοι αντικρυστά στο κρεβάτι, με τα χέρια να στηρίζουν τους λαιμούς, είπε "γερνάμε". Και δεν είχε άδικο. "Γερνάμε μαζί και αυτό είναι υπέροχο Αρη", είπα εγώ, όχι για να ελαφρώσω τη στιγμή, αλλά γιατί έτσι πιστεύω.


Το περασμένο τριήμερο του Αγ. Πνεύματος, που άρχιζε για το LA. σαν σήμερα πριν από μια εβδομάδα, με κάνει να μελαγχολώ. Ετοιμασίες. Ρούχα, (μόνο τα απαραίτητα) σκηνή, φακοί, αντιλιακά, ομπρέλες, χάρτες... Η αναχώρηση, το ταξίδι. Προορισμός η Χιλιαδού. Φτάσαμε πρωί Σαββάτου. Σχεδόν έρημη η μεγάλη παραλία. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε να βρούμε την παραλία των γυμνιστών. Κάπου προς τα βόρεια είχα διαβάσει. Ανεβήκαμε το δρομάκι. Στην κορυφή, η ανάσα μας δυνάμωσε. Οι κόρες των ματιών μας άνοιξαν. Από κάτω απλώνονταν η παραλία, με τις δεκάδες σκηνές να χρωματίζουν το τοπίο και τα γυμνά σώματα των νεαρών κατασκηνωτών να περιφέρονται στη ζεστή αμμουδιά.


Γυμνοί στον ήλιο, αρχίσαμε να στήνουμε, τελευταίοι πριν τη βόρινη σπηλιά, με το άνοιγμα της σκηνής να έχει θέα τη μικρή παραλία. Στο πλάι σηκώνοταν το βουνό με τα φυτά να έχουν σκαρφαλώσει πάνω στις σκοτεινές του πέτρες. Από απέναντι ο μεγάλος βράχος σαν σκαλινό τρίγωνο, έκοβε τον αέρα. Κάναμε το μπάνιο μας. Φάγαμε γυμνοί πάνω στα βότσαλα. Κοιμηθήκαμε κάτω από τη σκιά του βράχου, με το κύμα να χαϊδεύει τα πόδια μας. Αδειασε το μυαλό μας. Τα κινητά δεν έπιαναν καλά. Τα κλείσαμε. Είμαστε μόνοι μας έτοιμοι να παραδοθούμε στη φύση.


Το Σαββατοκύριακο πέρασε καλοκαιρινό. Κυριακή βράδυ ροζ σύννεφα με γκρίζες πινελιές σκέπασαν τον ορίζοντα. Το φεγγάρι μεγάλωνε και ασήμιζε την άμμο. Οι πρώτες φωτιές άναψαν, μαζί με τη δική μας. Γυμνά κορμιά καθισμένα δίπλα δίπλα, φωτιζόμενα από της φλόγες και το φεγγάρι. Και ο ήχος της θάλασσας να έρχεται από παντού. Και ο αέρας να περνά ανάμεσά μας για να ενώσει συνωμοτικά όλους μας σε κάτι μαγικό. Ηταν μια εικόνα που μου θύμιζε αρχαίο στρατόπεδο πριν από τη μάχη.


Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στις 2 το πρωί. Τις άκουσα πάνω στη σκηνή, σαν κάποιος να χτυπούσε μια πόρτα. Πατ, πατ πατ... Ψιθυρισμοί και θόρυβοι από τους νεαρούς μας γείτονες. Βρεθήκαμε όλοι έξω στη νύχτα γυμνοί, να μαζεύουμε πράγματα για να μην βραχούν και να δυναμώνουμε τα πασαλάκια των σκηνών. Είχε ακόμα φεγγάρι... Μπορεί τελικά και να μην έβρεχε. Επέστρεψα κάτω από τις κουβέρτες, δίπλα στο ζεστό σώμα του Αρη. Τον πήρα αγγαλιά και κοιμήθηκα.


Ξυπνήσαμε απότομα στις 8 τοπρωί. Ενας δυνατός αέρας απειλούσε να σηκώσει τη σκηνή μαζί με εμάς. Η άμμος χτυπούσε με δύναμη πάνω στο λεπτό ύφασμα, πριν οι πρώτες σταγόνες πέσουν για να ενωθούν με τη θάλασσα. Γελάσαμε δυνατά με την επερχόμενη περιπέτεια. Ανοίξαμε δειλά το παράθυρο της σκηνής, για να δούμε τους υπόλοιπους. Πανικός! Ετρεχαν γυμνοί μες τη βροχή για να μαζέψουν πράγματα, να κλείσουν σκηνές και ομπρέλες. Αλλοι έψαχναν για ρούχα και κλειδιά αυτοκινήτων... Βρισιές και κατάρες για τον κακό μας τον καιρό.


Τα δικά μας γέλια σταμάτησαν απότομα. Κοιταχτήκαμε και αγγαλιαστήκαμε μέσα σε μια δυνατή στιγμή. Βρεθήκαμε να κάνουμε έρωτα, ενώ η καταιγίδα χτυπούσε την παραλία μας. Μέσα στον γενικό πανικό, κανείς δεν θα έδινε σημασία σε μια σκηνή, που κουνιώταν αντίθετα προς τον άνεμο. Ούτε με κάτι ακατάληπτα λόγια που έπεφταν μαζί με τη βροχή. Τελειώσαμε πάνω στα υγρά σεντόνια. Την ίδια στιγμή δύο σύννεφα συγκρούονταν στον ουρανό.


Μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας είχαμε μείνει μόνοι μας μαζί με άλλες δύο τρεις σκηνές κάπου προς τη μέση της παραλίας. Το πολύ δέκα ψυχές όλες και όλες. Μεταφέραμε τη σκηνή κάτω από το άνοιγμα της βορινής σπηλιάς. Ανάψαμε φωτιά και ακούγαμε τη θάλασσα να σκάει δίπλα μας. Το φεγγάρι βγήκε νωρίς εκείνο το βράδυ. Ψήσαμε και φάγαμε πριν νυχτώσει. Ενα ζευγάρι, κατοίκων της περιοχής που έβγαζε βόλτα το σκύλο του, έφτασε ως εμάς. Στο άκρο της παραλίας. "Παιδιά μην μείνετε για το βράδυ σας εδώ. Αν ο καιρός γυρίσει βοριάς, κινδυνεύετε σοβαρά. Πρέπει να στήσετε τη σκηνή σας πάλι πίσω. Δεν θα βρέξει, ο καιρός ανοίγει".


Επιστρέψαμε και πάλι τη σκηνή, στο αρχικό σημείο, που είχαμε στήσει. Μαζέψαμε τα πράγματα. Την επόμενη θα φεύγαμε νωρίς, ότι καιρό και να έκανε. Κοιμηθήκαμε το βράδυ μας χωρίς προβλήματα. Δεν έβρεξε, δεν φύσηξε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κύμα που έσκαγε δυνατά κάτω στην παραλία. Ο καιρός είχε γυρίσει... Αγγάλιασα τον Αρη δυνατότερα και κοιμήθηκα βαρύς στην αγγαλιά του, ως αργά το πρωί της Τρίτης.



Ο ήχος του τηλεφώνου με επαναφέρει με μιας στην Αθήνα. Κανείς δεν έχει όρεξη για δουλειά σήμερα. Το διαπιστώνω από τον συνάδελφο της γραμμής που μου εύχεται στα πεταχτά καλό σαββατοκύριακο, μετά από μια σύντομη ερώτηση. Πήγε τρεις η ώρα. Ο Αρης θα περιμένει κιόλας στην είσοδο. Πρέπει να κλείσω. Θα βγούμε για φαγητό με την Μπία. Περιμένει να μάθει πως τα περάσαμε στη Χιλιαδού. Κλείνω πριν με φάει η γκρίνια τους...


* LA. :LyssisAris

31 Μαΐου 2007

Ημέρα με ζωή...

Caro diario

Kοντεύει χρόνος, από τότε που κάποιες ιατρικές εξετάσεις του πατέρα μου, έδειξαν μια σκιά στον πνεύμονα. Οι γιατροί συνέστησαν τότε και νέες εξετάσεις πριν τον παραπέμψουν τελικά σε πνευμονολόγο. Εγιναν και οι άλλες εξετάσεις. Πέρασαν εβδομάδες ωσότου τελικά κλειστεί το ραντεβού με τον γιατρό. Εως τότε οι φάκελοι παρέμεναν σε μια γωνιά του σπιτιού. Ολοι τους βλέπαμε και κλείναμε με δύναμη τα μάτια μας ευχόμενοι να υπήρχαν μόνο σε ένα κακό όνειρο. Αλλά ήταν εκεί. Μια σκιά στις ζωές μας.

Ενα απόγευμα μαζέψαμε όλους τους φακέλους, όλα τα χαρτιά και μπήκαμε στο αυτοκίνητο για τον πνευμονολόγο. Ο πατέρας μου και εγώ. Εκανε ζέστη και ο δρόμος είχε κίνηση. Οδηγούσε ο πατέρας μου. Αργά, στη δεξιά λωρίδα. Τα πόδια του γυμνά μέσα στα καφέ δερμάτινα παπούτσια, πατούσαν νωχελικά τα πετάλια. Ανέσειρα την ίδια εικόνα μέσα από τις πιο σκουριασμένες μνήμες του μυαλού μου. Ηταν πριν από πολλά χρόνια, τα ίδια αυτά γυμνά πόδια, που στέκονταν γεμάτα δύναμη ακόμα, αντίκρυ στα δικά μου. Περιμέναμε -αμίλητοι- για την εγγραφή μου στη σχολή, καθισμένοι σε δυο παλιές ξύλινες καρέκλες, ενός άδειου γραφείου. Τότε, είχα νιώσει μια απίστευτη συμπόνια βλέποντας εκείνα τα γυμνά πόδια του ανθρώπου. Του πατέρα μου. Ετρεξα γρήγορα προς το παράθυρο ενός σκοτεινού φωταγωγού, πριν κυλήσει ένα δάκρυ.

Περιμέναμε τη σειρά μας στο ιατρείο, καθισμένοι σε άσπρους δερμάτινους καναπέδες. Αντίκρυ και πάλι με τα περιοδικά ανάμεσά μας. Στο πλάι μου οι φάκελοι, περίμεναν μαζί μας τον γιατρό. Ενας νεαρός, ήρθε μετά από λίγο και κάθησε δίπλα στον πατέρα μου. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε να είχε και εκείνος "σκιά". Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, έριξε ξαφνικά το βλέμμα πάνω μου. Μήπως άραγε, είχε και εκείνος αναρωτηθεί το ίδιο για μένα; Τότε, άνοιξε η εσωτερική πόρτα του ιατρείου. Μια γυναίκα, γύρω στα 40 με τους δικούς της φακέλους κάτω από τη μασχάλη, βγήκε από μέσα. Πίσω της η φιγούρα του γιατρού με το χέρι του να αγγίζει σχεδόν τον ώμο της. "Ποιός έχει σειρά; "ρώτησε μετά από μια στιγμή και περίμενε στητός στο άνοιγμα της πόρτας, για να μας υποδεχθεί.

Περάσαμε γρήγορα μέσα και βρέθηκα ξανά να κάθομαι μπροστά από ένα γραφείο αντίκρυ με τον πατέρα μου. Ο γιατρός ζήτησε τους φακέλους. Τους έδωσα. Προσεκτικά τους τοποθέτησε μπροστά του. Μας κοίταξε, μια εμένα και μια τον πατέρα μου. "Εσύ, πρέπει να είσαι ο γιος. Σωστά; " με ρώτησε. "Σωστά", απάντησα. "Και οι φάκελοι είναι του πατέρα σου. Σωστά;" "Και πάλι σωστά" απάντησα. "Πως σε λένε;" Toυ είπα, δείχνοντας με τον τόνο της φωνής μου ότι ήθελα να τελειώνουμε. "Για να δούμε, τι έχουμε εδώ, πατέρα του Λύση", είπε αμέσως μετά ανοίγοντας τους φακέλους σχολαστικά, τον έναν μετά τον άλλο. Δεν ξαναμίλησε για όση ώρα έβλεπε τις εξετάσεις. Αφησε για το τέλος τις ακτινογραφίες. Πήρα μια μεγάλη ανάσα. Εριξα μια ματιά στον πατέρα μου. Είχε ιδρώσει. Ο γιατρός σηκώθηκε για να επιβεβαιώσει πολύ γρήγορα, μπροστά σε εκείνο το φωτεινό πλαίσιο των ακτινογραφιών, όσα του είχαν φανερώσει πριν οι εξετάσεις. Κάθησε και πάλι απέναντί μας, σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω στους άσπρους φακέλους.

"Καπνίζεις;" Ρωτούσε εμένα! "Ναι" είπα. Πριν προλάβω να του υπενθυμίσω, ότι δεν ήμουν εγώ ο ασθενής, συνέχισε λέγοντας "Δεν κάνεις καλά. Οσο είναι καιρός σε παρακαλώ να το σταματήσεις. Αν δεν το κάνεις κινδυνεύεις, να ασθενήσεις όπως ο πατέρας σου... " Τότε γύρισε για πρώτη φορά το βλέμα του σ' εκείνον. "Γιατί κάπνιζες, γιατί; Γιατί καπνίζετε όλοι εσείς; Oπου και να κοιτάξεις βλέπεις άνδρες, γυναίκες, νέους, ηλικιωμένους, κοπάδια ολόκληρα, να ξερνάνε καπνούς. Αδιαφορείτε για την υγεία σας. Αδιαφορείτε για το σώμα σας. Το δώρο αυτό, το μέγιστο! Δεν αδιαφορείτε όμως για το νέο σας αυτοκίνητο, που το προστατεύεται από τη λακούβα του δρόμου για να μην καταστρέψετε τα ακριβά του λάστιχα."

Δεν είχε πάρει όση ώρα μιλούσε τα μάτια του από τα μάτια του πατέρα μου. Τώρα, ο ιδρώτας έλαμπε ακόμα πιο πολύ στο μέτωπο του, που ήμουν σίγουρος ότι θα τον πότιζε μέχρι το βάθος των δερμάτινων παπουτσιών του. "Οταν θα επιστρέψεις σπίτι - συνέχισε στον ίδιο τόνο ο γιατρός - θα βγάλεις προσεκτικά το πουκάμισο που φοράς, θα το διπλώσεις, θα το προστατέψεις. Δεν θα το σκίσεις για να το βγάλεις από πάνω σου και ας κοστίζει μόνο 20, 40 ή 100 ευρώ. Καπνίζοντας όμως έσκιζες το σώμα σου, που είναι ανεκτίμητο... Σε παρακαλώ μην ξανακαπνίσεις. Πέταξτε και οι δύο φεύγοντας από εδώ τα τσιγάρα σας. Σώστε έστω και μια μέρα από τις ζωές σας... Θα μου το υποσχεθείς;" Ρωτούσε εμένα. Εγνεψα καταφατικά. "Οποτε νιώσεις ότι θα χρειαστείς βοήθεια, μη διστάσεις να έρθεις να με δεις". Οσο για τον πατέρα μου, δεν χρειάστηκε φυσικά να μας πει τίποτα άλλο. Μας είπε μόνο, ότι έπρεπε να γίνουν και άλλες εξετάσεις, που όμως απαιτούσαν την εισαγωγή του σε νοσοκομείο. Προτίμησα να κοιτάξω τα γυμνά στα παπούτσια τους πόδια του πατέρα μου... Αυτή τη φορά, χωρίς να κλάψω.

Μήνες μετά από εκείνο το απόγευμα, τα λόγια του γιατρού, είναι ζωντανά ακόμα μέσα μου. Ο πατέρας μου έκανε το τελευταίο του τσιγάρο στην επιστροφή, πριν το σβήσει μονολογώντας: "Mακάρι να μην είχα καπνίσει ποτέ στη ζωή μου. Τ'ώρα είναι αργά. Για να μη βρεθείς στη θέση μου μια μέρα, κόψτο σε παρακαλώ." Δεν ξανακάπνισα από τότε. Ο πατέρας μου εγχειρίστηκε λίγες εβδομάδες αργότερα και τώρα παρακολουθείται ανά εξάμηνο. Εχει καρκίνο στον πνεύμονα.

Σήμερα είναι 31η του Μάη. Ημέρα χωρίς τσιγάρο. Αύριο, ας είναι μια μέρα με ζωή!


24 Μαΐου 2007

Τι Νάπα, τι ΟΑΚΑ...

Caro diario

Οι Αγγλοι έφυγαν, οι βροχές έμειναν. Μεσημέρι με τις αστραπές να εισβάλουν βίαια στα μάτια μου, από τα μεγάλα ανοίγματα των παραθύρων του γραφείου. Η καταιγίδα μαίνεται εδώ και ώρα. Χειμωνιάτικο τοπίο, παρόλο που σε λίγες ημέρες εισερχόμαστε - ημερολογιακά τουλάχιστο- στο καλοκαίρι. Τα σχέδια για απόδραση με τον Αρη για κάμπινγ το τετραήμερο - για εμάς- του Αγίου Πνεύματος, παραδίδουν σήμερα το... πνεύμα τους. Στην τηλεόραση τώρα αναφέρονται στις καταιγίδες. "Μια στη Σαλαμίνα, μια στην Επίδαυρο". Αλλη για Χίο τράβηξε άλλη για Μυτηλίνη, σκέφτομαι και απελπίζομαι. Στο τέλος έκλεισε με κάτι ελπιδοφόρο. "Αναμένεται βελτίωση του καιρού..." Μωρέ λες;

Φύγαν τα παιδιά. όπως τραγουδούσε το Μελινάκι. Που, ειρήσθω εν παρόδω, η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας φιλοξενεί έκθεση αφιερωμένη στην "τελευταία ελληνίδα θεά". Και οι τελευταίοι λοιπόν, ευωχούμενοι Αγγλοι- τουλάχιστο πριν τον αγώνα- επέστρεψαν σήμερα στο ηλιόλουστο Λονδίνο τους. Πρηγουμένως βέβαια, σπάσανε και μερικά καθίσματα του Ηλεκτρικού, - του δικού μας- ξέρασαν μέσα στα βαγόνια των τρένων, ή όπου αλλού έβρισκαν, κάπνισαν σαν αράπηδες, ήπιαν μπύρες του σκασμού και γλεντοκόπησαν την εδώ παραμονή τους, σκεπτόμενοι προφανώς "Τι (Αγία) Νάπα, τι ΟΑΚΑ"... Τουλάχιστο - έστω και λίγοι, καιρού γαρ- γδύθηκαν στις πλατείες, χαρίζοντας εικόνες ημίγυμνων ασπρουλιάρικων σωμάτων, ως αποζημίωση στους λάτρεις του είδους.

Mισή ώρα έμεινε ακόμα πριν βουτηχτούμε με τον Αρη στα γκρίζα νερά του δρόμου, για να φτάσουνε ως το αυτοκίνητο. Η δουλειά όσο πάει ανεβάζει στροφές, εγώ γίνομαι ακόμα πιο πιεστικός στους υπαλλήλους μου, εκείνοι αντιδρούν ενώ παράλληλα έχω να αποφεύγω τα χτυπήματα κάτω από τη μέση. Τελικά πρέπει να είσαι μέλος μια κλίκας γιατί αλλιώς μένεις εκτός εξελίξεων, μόνος, να κυνηγάς ανεμόμυλους.