5 Απριλίου 2012

H λευκή φανέλα


Ακουσα την πόρτα του απέναντι μπαλκονιού να ανοίγει ξανά, μετά από καιρό. Ετριξε η ησυχία του μεσημεριού. Σήκωσα τα μάτια και τον είδα. Με μια αθλητική φόρμα και ένα φανελάκι να σφίγγει τον κορμό του. Δυο πέλματα γυμνά πατούσαν γερά μέσα στην αγκαλιά του παλαιού μωσαϊκού. Εσκυψε για να αφήσει τα αθλητικά παπούτσια στο μπαλκόνι. Μια τούφα ξανθά μαλλιά έγειρε στο μέτωπό του, καθώς έβαζε με περίσσια προσοχή τις κάλτσες μέσα τους. Να τις φυλάξουν. 
Στάθηκε όρθιος ξανά. Κοίταξε μπροστά. Εγειρε το βλέμμα του μια αριστερά, μια δεξιά. Σταμάτησε πάνω μου. Για μια στιγμή. Δεν κοίταξα αλλού. Μόνο πιο βαθιά, λες και πέθαινα να βρω το βάθος των ματιών του. Πισωπάτησε προς το σκοτάδι του γυμνού δωματίου. Μια παύση στο χρόνο. Με κοφτές κινήσεις, έφερε τα χέρια στην μέση και έπιασε το λευκό φανελάκι. Το έβγαλε εκεί, μεταξύ φωτός και σκοταδιού, μένοντας γυμνός. Βάλθηκε να το κάνει ένα κουβάρι μέσα στα χέρια του. Εβλεπα τους μύες του να δουλεύουν. Φαντάστηκα τις φλέβες να τεντώνονται, την καρδιά να παίρνει μπροστά, τον αέρα να μπαινοβγαίνει στα ρουθούνια του. 
Γύρισε απότομα. Το δεμένο ύφασμα, ποτισμένο με την μυρωδιά των χεριών του, λύθηκε με μιας και κρεμάστηκε δίπλα από το πόδι του. Σε λίγο θα έπεφτε νεκρό πάνω στο μωσαϊκό και εκείνος θα γινόταν λευκή σταγόνα στο δικό μου υγρό σκοτάδι.