17 Νοεμβρίου 2010

Τα μουσταρδί σκαρπίνια

Caro diario


Θα 'μουν δεν θα ΄μουν δεκαπέντε. Ηταν μια βροχερή μέρα όπως η σημερινή, καλή ώρα. Αλλωστε πολλές φορές έχει συμβεί 17 του Νοέμβρη να βρέχει. Σήμερα πάντως η μνήμη ξετρύπωσε παλιές ιστορίες. Εκεί, σχεδόν είκοσι τόσα, χρόνια πίσω.

Το πρωί με πήγε στο σχολείο ο πατέρας μου. Μισή ώρα δρόμος από το σπίτι με το αυτοκίνητο. Πριν με αφήσει, ρώτησε τι είχα να κάνω το απόγευμα. "Τίποτα" απάντησα. "Ωραία. Να είσαι έτοιμος για να πάμε μαζί κάπου" είπε, χωρίς να χωράνε αντιρρήσεις. Μου έκανε εντύπωση αυτό που είπε. Καταρχήν ήξερα ότι στην οικογένεια περνούσαμε πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Και μετά, ποτέ δεν είχαμε πάει κάπου οι δυο μας. Σταμάτησα να το σκέφτομαι μόλις μπήκα στο σχολείο. Είχα να σκεφτώ άλλα.

Θα είχαμε γιορτή... και πανηγύρια. Ολοι περίμεναν το κλου της γιορτής, όπου δεν ήταν άλλο απ' το χορευτικό γλέντι. Εγώ πάντως είχα αγωνία για το θεατρικό δρώμενο γιατί για πρώτη φορά θα έπαιρνα μέρος σε σχολική γιορτή. Είχα και μια προηγούμενη  εμπειρία από μουσικοχορευτικά. Στο δημοτικό, όπου για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου θα έκανα έναν άγγελο σε μια βουβή παραλλαγή του Ευαγγελισμού. Αλλά τότε μας πρόλαβε ο σεισμός στις Αλκυονίδες και η γιορτή, προς μεγάλη μου απογοήτευση ματαιώθηκε.

Για το σημερινό δρώμενο πάντως, είχα ενεργή συμμετοχή. Θα "έπαιζα" έναν από τους φοιτητές του Πολυτεχνείου. Πίσω από μια ξύλινη κατασκευή, εν είδη πόρτας, ντυμένης με αλουμινόχαρτο θα φώναζα "Κάτω η Χούντα" ανάκατος με τους υπόλοιπους της...γενιάς του Πολυτεχνείου. Τα πάρε - δώσε μου με αυτή θα άρχιζαν και θα τέλειωναν εκεί. Πάνω στη "σκηνή", στο Γυμναστήριο του Λυκείου.

Για το "θεατρικό", που θα παρουσιάζαμε ενώπιον των καθηγητών και του Συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, είχαμε καταπιαστεί εδώ και ένα μήνα. Δυο φορές την εβδομάδα, στην αρχή και πιο συχνά όσο πλησίαζε η μέρα της "γιορτής", τα μέλη της ομάδας μαζευόμαστε και απογεύματα στο σχολείο, σε ένα μικρό βοηθητικό γραφείο των καθηγητών, δίπλα στις αίθουσες του δευτέρου ορόφου.

Δεν είχα μεγάλες παρέες στο σχολείο, αλλά ούτε και έξω από αυτό. Σε καμιά κλίκα δεν ήμουν. Σχεδόν αόρατος. Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα ανακατεμένος σε αυτό. Κάποιος όμως με έμπασε και μένα στην ομάδα για τη διοργάνωση της "σχολικής εορτής για το Πολυτεχνείο". Ισως επειδή λόγω πολιτικών φρονημάτων θα μου ταίριαζε ο ρόλος. Οπως και στους άλλους εκλεκτούς της ομάδας. Γιατί στα χρόνια των αρχών του ΄80 η κομματικοποίηση ήταν απαραίτητο συστατικό της σχολικής ζωής. Τα ονόματα όσων δεν δήλωναν την υποστήριξή τους στη Δεξιά ή ακόμα χειρότερα όσων τολμούσαν να φανερώσουν... αποκλίνουσες προτιμήσεις, έμπαιναν στα κατάστιχα της τοπικής οργάνωσης της ΜΑΚΙ και της ΟΝΝΕΔ. Τι και αν κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα; Στα μέρη μας έκαναν κουμάντο οι δεξιοί. Από τις σχολικές εκλογές μέχρι και τις δημοτικές. Πάππου προς πάππου.

Πάντως με την ετοιμασία της γιορτής, ένοιωσα πρώτη φορά στη ζωή μου να γίνομαι μέλος μιας μεγάλης παρέας, να μου μιλάνε, να συμμετέχω, να λέω τη γνώμη μου. Είχα πάψει να είμαι αόρατος. Εκεί καπνίσαμε τα πρώτα μας τσιγάρα. Εκεί κανονίζαμε να βρεθούμε και έξω όταν η γιορτή θα είχε τελειώσει. Εκεί, σε μια διπλανή αίθουσα, έπιασα ένα συμμαθητή, που μου άρεσε σφόδρα- να χαμουρεύεται με μια φίλη μου. Εκεί συζητούσαμε ακούγοντας τραγούδια, άσχετα - εννοείται- με την επέτειο. Θυμάμαι μεγάλο σουξέ ήταν τότε το "Γιου αρ ε γούμαν" των Μπαντ μπόις μπλου, που έλειωνε για ώρες στις κασέτες. Ευτυχώς πάντως, την κρίσιμη ώρα, όταν η υποκριτική μου στόφα έφτανε στην κορύφωση, φώναξα το σωστό σύνθημα και όχι τίποτα αμερικάνικα στιχάκια. Πάντως κατά γενική ομολογία ήμασταν χάλια και στο τέλος πολύ μας ήταν και εκείνο το χλιαρό χειροκρότημα... Ετσι, στο τέλος της γιορτής, άπαντες ξεδώσαμε με το "Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός" που ξανά-τραγουδούσανε με μεγάλη επιτυχία τότε τα Παιδιά απ΄την Πάτρα και το "Αρμενάκι είμαι κυρά μου" με την Κονιτοπούλου.

Γύρισα κατάκοπος από το σχολείο αλλά ευδιάθετος. Θυμήθηκα τότε ότι είχα να πάω κάπου μαζί με τον πατέρα μου. Μυστήρια πράγματα. Μέχρι για πουτάνες σκέφτηκα, αλλά δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο πατέρας. Εφαγα γρήγορα με την προτροπή της μάνας μου και περίμενα. Είχα περιέργεια. "Ξέρεις που θα πάμε;" την ρώτησα. Δεν ήξερε. "Μόνο να σου ετοιμάσω ρούχα, μου είπε. Πήγαινε ντύσου." Πήγα. Φόρεσα καθαρό σώβρακο, ένα παντελόνι που περνιόταν για καλό, πουκάμισο και καρώ πουλόβερ. Για από πάνω είχε βγάλει το παλιό μοντγκόμερι, που μας είχαν δώσει πέρυσι κάτι χουβαρντάδες συγγενείς, που ήξεραν πόσο δύσκολα τα φέρναμε βόλτα. "Για φόρεσέ το και έλα να σε δω, αν σου πέφτει καλό φέτος. Ψήλωσες." Την άκουγα από την κουζίνα. Λες και με έβλεπε. "Παπούτσια!" είπα εγώ. "Δεν έχω καλά παπούτσια..." Την είδα τότε να στέκεται κάτω από την πόρτα κρατώντας, σαν κάτι πολύτιμο, ένα ζευγάρι παλιοκαιρινά σκαρπίνια. "Να και τα παπούτσια. Σήμερα μας τα έφερε ο κυρ Βαγγέλης, από απέναντι. Για σένα. Φόρεσέ τα να τα δούμε αν σου κάνουν. Αν είσαι τυχερός..." Και ήμουν... Μόνο που ήταν μουσταρδί και με ψηλό τακούνι...

Εκανε ψύχρα και ψιχάλιζε όσο περίμενα το λεωφορείο, μαζί με τον πατέρα μου. Είχα κοκκινίσει μέχρι τα αφτιά. Όχι τόσο λόγω κρύου όσο γιατί ντρεπόμουν που φορούσα τα ντεμοντέ σκαρπίνια. Παρακαλούσα να σκοτεινιάσει γρήγορα να μην φαίνονται. Ούτε κάτω δεν μπορούσα να κοιτάξω γιατί τα έβλεπα στα πόδια μου. Αλλά από την άλλη καμάρωνα και ένοιωθα μεγάλος πια. Πήγαινα κάπου με τον πατέρα μου. Πρώτη φορά οι δυο μας. Μαζί "στην Αθήνα". Ετσι απάντησε όταν ρώτησα που θα πάμε. Ξαφνικά εκεί που στεκόμουν με το κεφάλι σκυμμένο είδα ένα ζευγάρι ακριβά παπούτσια αντίκρυ στα δικά μου. Σήκωσα τα μάτια. Ηταν ένας θείος μου. Δεν είχαμε πολλά πολλά σαν οικογένεια μαζί του. "Πας μέσα;" Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε αμήχανα. "Kαλά εσύ. Το παιδί πού το πας;" Εφυγε κουνώντας το κεφάλι του αφήνοντας τον πατέρα μου, πως μου φάνηκε, σαν ντροπιασμένο. Είχε μπει πια ο ήλιος, όταν κοίταξα στα μάτια τον πατέρα μου και ρώτησα "Τι θα κάνουμε στην Αθήνα;" "Θα πάμε στην πορεία" απάντησε κοφτά.

Θυμάμαι τον κόσμο εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη, να τρέχει σαν ανταριασμένο ποτάμι στους δρόμους. Γίναμε ένα μέσα του. Από κάπου ακούγαμε βραχνά τα τραγούδια του Μίκη. Ντουντούκες και συνθήματα. Είχα παρασυρθεί από όλο αυτό. Περπατούσα δίπλα στον πατέρα μου, μέσα στα μουσταρδί σκαρπίνια, και δεν νοιαζόμουν πια. Αρκεί που τα είχα και αυτά για να βρεθώ εκεί. Εκείνος με κρατούσε σφικτά ενώ ο αέρας σφύριζε μέσα από τα πανώ και τις σημαίες. Τον κοίταζα καθώς φώναζε τα συνθήματα. Μου φάνηκε πιο δυνατός, πιο νέος, πιο ωραίος. Είχε μια ορμή και φαινόταν χαρούμενος. Ισως και περήφανος. Πρώτη φορά πήγαινε κάπου μαζί με τον γιο του. Με εμένα. Ενοιωσε το βλέμμα μου πάνω του να τον βαραίνει πιο πολύ από το βρεγμένο σακάκι του. Γύρισε με κοίταξε. Χαμογέλασε πλατιά και μου έσφυξε πιο δυνατά το χέρι. "Φώναξε και εσύ" με πρόσταξε. Τον άκουγα με δυσκολία. Kαι τότε η φωνή μου, σιγανή μεν, αλλά υπάκουη βγήκε πρώτη φορά από μέσα μου. Δεν την άκουσα.  Ηταν κάτι μαγικό. Λες και δεν είχα φωνή. Φώναξα δυνατά ό,τι άκουγα. Πιο δυνατά. "Ρήγα, φασί-στα δο-λο-φό-νε". Δεν είχα ιδέα ποιός ήταν αυτός ο Ρήγας. "Ετσι μπράβο!" έκανε ο πατέρας μου και τραβήξαμε μπροστά, χέρι - χέρι.



  • Πάντα είχα απορία ποιος να ήταν αυτός ο Ρήγας, ο δολοφόνος. Τα χρόνια πέρασαν ώσπου κάποιο βράδυ επετείου σαν εκείνο, σαν το αποψινό, ο πατέρας θυμήθηκε εκείνη την πορεία. "Μια χρονιά είχαμε πάει μαζί στο Πολυτεχνείο. Ησουν μικρός τότε. Φωνάζαμε κατά των Αμερικανών: "Ρήγκαν φασί-στα δο-λο-φό-νε". Το θυμάσαι; To θυμάμαι πατέρα...



10 Νοεμβρίου 2010

Zεις;

Caro diario


Χτυπάει το τηλέφωνο αλλά είναι ξυπνητήρι. Λες "ας είχα πέντε λεπτά ακόμα". Το κλείνεις και γυρίζεις πλευρό, αφήνοντας  τον ώμο γυμνό. Να κρυώσεις, να σηκωθείς. Συμμαζεύεις την σκληρή σου γύμνια και πατάς ξυπόλητος για να φτάσεις ως το μπάνιο. Αναρωτιέσαι τι μέρα να ξημέρωσε, αλλά δεν έχει τόσο σημασία. Ιδια με την χθεσινή. Ντύνεσαι στα γρήγορα με τα μάτια κλειστά. Τα ανοίγεις μπροστά στο καθρέπτη. Σου φαίνεσαι καλός. Ετοιμάζεις καφέ για "κοντά" και τότε αρχίζει να ξυπνά το μυαλό. Παίρνεις  γυαλιά, κλειδιά και βγαίνεις έξω. Ο ήλιος αναμένεται...

Βάζεις μπροστά το αυτοκίνητο. Η μόλυνση από την εξάτμιση ενώνεται με εκείνη της πόλης. Πατάς το κουμπί να ανοίξει το ραδιόφωνο. Χαζοτράγουδα βουλούνουν τα αφτιά σου. Δεν το κλείνεις όμως. Στο κόκκινο σταματάς και χαζεύεις το διπλανό οδηγό. Σου φαίνεται όμορφος. Σε κοιτάει και αυτός και πριν προλάβεις να αναρωτηθείς κάτι, έχει ανάψει πράσινο. Πατάς το γκάζι και εξαφανίζεσαι. Φτάνεις στη δουλειά, σταθμεύεις  με δυσκολία αλλά το αφήνεις κάπου κοντά. Μπαίνοντας στο κτίριο ρίχνεις μια τελευταία ματιά στον ουρανό. Συννέφιασε κάπως ή είναι ιδέα σου;

Ευτυχώς φτάνεις από τους πρώτους και έτσι δεν ξεστομίζεις καλημέρες σαν βρισιές. Ανοίγεις τα γουίντοους, το παράθυρο της εργασιακής σου ζωής. Ο καφές που κουβάλησες έχει ξεθυμάνει, αλλά βαριέσαι να φτιάξεις άλλον. Τον πίνεις σαν φάρμακο. Ξεκινάς τη δουλειά σου και η μέρα βουνό ορθόνεται μπροστά σου. Ερχονται οι επόμενοι. Κάνεις πως δεν ακούς τις καλημέρες τους. Χτυπάνε τηλέφωνα. Απαντάς τυπικά. Σκύβεις πάνω από χαρτιά και έγγραφα. Χώνεσαι σε γουόρντ και λέξεις. Πιάνεσαι. Πονάνε οι ώμοι σου. Το αφεντικό και ο χρόνος σε πιέζουν. Σε πιάνει κατούρημα. Διασχίζεις το γραφείο μέχρι την τουαλέτα. Κλείνεις την πόρτα, κλείνεις και τα μάτια. Τεντώνεσαι, προσπαθείς να πιάσεις το ταβάνι και πέφτει το παντελόνι στους αστραγάλους. Μένεις λίγο παραπάνω. Αδειάζει το μυαλό και η κύστη σου.

Κοιτάς την ώρα. Ξέρεις ότι σε λίγο θα βγουν τα ταπεράκια και θα ανοίξουν τα πακέτα των ντελίβερι. Αναρωτιέσαι γιατί να έχεις πάντα τόσο πεινασμένους συναδέλφους; Εκνευρίζεσαι με τις μυρωδιές και τα χάχανα. Και εσύ να βιάζεσαι να τελειώσεις κάτι επείγον. Στο τηλέφωνο σε καλεί η γραμματέας του "μεγάλου". "Σε θέλει. ΤΩΡΑ!"  Σηκώνεσαι, παίρνεις υπό μάλης τον φάκελο και πηγαίνεις. Μπαίνεις. Ακούς όσα έχει να σου πει. Δεν προλαβαίνεις να πεις και πολλά. Βγαίνεις. Αναρωτιέσαι αν ότι άκουσες ήταν καλό ή κακό. Μάλλον φτυνά την γλίτωσες και σήμερα. Σε πόση ώρα σχολάς;

Eπιστροφή. Χωρίς ραδιόφωνο τώρα. Οδηγείς μαζί με χιλιάδες άλλους. Το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Χτυπάει το κινητό. Μιλάς χωρίς μπλουτούθ, γιατί κανείς δεν το χρησιμοποιεί πια. Πασέ. Στο τηλέφωνο σε ρωτάει τι θα ετοιμάσεις για φαγητό. Σταματάς στην
υπεραγορά. Βάζεις λίγα πράγματα στο καλάθι. Για πολλά δεν έχεις. Στέκεσαι στην ουρά να πληρώσεις. Εχεις ξεμείνει από μετρητά. Δίνεις πάλι κάρτα. Μέχρι να φτάσεις σπίτι, σκέφτεσαι πόσα χρωστάς. Της Μιχαλούς...

Μπαίνεις μέσα. Παλιά στην είσοδο έβρισκες διαφημιστικά από σουβλατζίδικα. Τώρα από μηχανικούς για να σου δηλώσουν - με το αζημείωτο- τον ημιυπαίθριο.  Σου κόβεται και η όρεξη. Πετάς τα ρούχα. Κάνεις ντους ενώ το νερό στην κατσαρόλα βράζει. Μαγειρεύεις στα γρήγορα. Περιμένεις τον καλό σου να έρθει. Βαριέσαι και στο τέλος σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Πριν ονειρευτείς σε ξυπνά με το καπάκι της κατσαρόλας καθώς ψάχνει να δει αν έχει κάτι μέσα. Σε λίγο κάθεσαι γυμνός και τρως μαζί του. Λες για το αφεντικό σου, ακούς για το δικό του. Ξεφυσάς. "Θες λίγο κρασί ακόμα;"

Σκέφτεσαι πόσες δουλειές έχει το σπίτι. Βάζεις πλυντήριο πιάτων. Βγάζει των ρούχων. Ετοιμάζεις τη σιδερώστρα. Εχει να ποτίσει τα φυτά στις βεράντες. Νύχτωσε. Κλείνεις τα παράθυρα του σπιτιού. Ανοίγεις της τηλεόρασης. Σε λίγο τα κλείνεις και αυτά. Κάθεσαι δίπλα δίπλα χωρίς να έχεις να πεις κάτι. Οπως και να ακούσεις. Κοιτάς το λευκό του ταβανιού. Ησυχία. Μόνο οι ανάσες. Η ώρα περνάει. Σκέφτεσαι να  ξαπλώσεις κι ας είναι νωρίς. Κάνεις ντους και πλένεις δόντια. Σέρνεσαι ως το κρεβάτι. Βάζεις το κινητό να σε ξυπνήσει. Αναρωτιέσαι αν τα έκανες όλα σωστά αυτή τη μέρα. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Εχεις ήδη αποκοιμηθεί. Καληνύχτα είπαμε;