31 Δεκεμβρίου 2008

H θλίψη των ανομολόγητων ευχών

Caro diario

Τελευταίο ποστ, του χρόνου γράφεται από το γραφείο. Παγωμένα όλα γύρω. Λιγοστοί συνάδελφοι. Η τηλεόραση κλειστή. Το ίδιο και ο καιρός. Μαύρα σύννεφα κρύβουν το φως του ήλιου μου. Κρυώνω. Τα χέρια έχουν παγώσει. Νομίζω πως πεινώ κιόλας. Δεν είμαι σίγουρος. Ισως απλά να είναι η αφορμή να κατέβω ως κάτω, για να αγοράσω κάτι φαγώσιμο. Να αποκτήσω έναν προορισμό για κάπου.

Ο Αρης επέστρεψε πάντως χθες. Ετοιμάζεται τώρα για το κοινό μας ταξίδι έως την Θεσσαλονίκη. Εγώ πάλι δεν έχω κάνει κάτι, ακόμη γι΄αυτό. Ούτε ρούχα, ούτε βαλίτσα. Ενα τίποτα. Πρέπει να βρω τη δύναμη να τα κάνω σήμερα ή το αργότερο αύριο το πρωί. Με αφήνει αδιάφορο, δεν ξέρω γιατί δεν το ακύρωσα αυτό το ταξίδι και πάω τελικά. Σκέφτομαι να τελειώνει και να γυρίσω πίσω. Αυτό θέλω.

Δεν έχω ιδέα που θα κάνω αλλαγή του χρόνου. Λίγο μετά ξέρω, πως θα κοιμάμαι με τον άγγελο του σεντονιού μου στον αγκώνα μου. Θα είναι πάλι εκεί, και απόψε, όπως κάθε βράδυ. Οταν τον αφήνω, νοιώθω κουρασμένος. Πνίγομαι στο τίποτα. Σκέφτομαι πόσο τα βαρέθηκα όλα. Δεν βρίσκω ενδιαφέρον σε όσα με περιτρυγυρίζουν. Τίποτα δεν με συγκινεί. Κάτι να με πάει παρακάτω. Εστω ένα βήμα πιο πέρα. Μακάρι να είχα τη δύναμη να τα άλλαζα όλα. Να μπορούσα να ζήσω το θαύμα που ήρθε στη ζωή μου ετούτη τη χρονιά. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά στη ζωή μου κέρδισα το "φλουρί" και έζησα μέσα σε τούτο το χρόνο τόσα πολλά και όμορφα πράγματα. Η καλύτερη χρονιά μου και ναι, λυπάμαι που φεύγει. Οσα περίμεναν για πολλά χρόνια να συμβούν, ήρθαν! Και τώρα; H θλίψη των ανομολόγητων ευχών και των ανεκπλήρωτων πόθων...

Σκέφτομαι να φύγω νωρίτερα από τη δουλειά. Να βγω έξω στο κρύο. Να περπατήσω άσκοπα στην πόλη. Να σκεφτώ πράγματα μικρά. Τα μάτια μου κλείνουν. Ο καφές δεν με κράτησε. Πίνω πλέον πάνω από 3 - 4 κάθε ημέρα. Δεν με πιάνουν. Τα βράδυα δεν κοιμάμαι καλά. Ξυπνάω πολλές φορές μέσα στη νύχτα. Σήμερα ξύπνησα από τις 5 τα χαράματα. "Χαράματα"... Δεν κοιμήθηκα ξανά μετά. Σηκώθηκα για δουλειά. Τελευταία μέρα κι είμαστε ακόμα ζωντανοί...



29 Δεκεμβρίου 2008

Αγια νύχτα

Caro diario

Δύο χάρτινα ποτήρια καφέδων, απομεινάρια του πρωινού, στέκουν παγωμένα κάτω από τα μάτια μου. Το γκριζωπό φως του μεσημεριού φυλακίζει τη χαρά κάτω από το πυχτό του βάρος. Η θέληση, η σκέψη και η ευχή... Δεν βγάζουν πουθενά τελικά μιας και το κινητό μένει βουβό και ασάλευτο στην άκρη του γραφείου. Σηκώνω το βλέμμα στην τηλεόραση όπου η Μενεγάκη χαζολογάει με χρονιάρικο σκέρτσο. Πληρωμένη ευτυχία. Οι συνάδελφοι καταφτάνουν από το πρωί ασθμαίνοντας από το κρύο και την υπερκατανάλωση κουραμπιέδων. Δεν τους δίνω σημασία. Αντιλαμβανόμενοι στην τσαντίλα μου, ελάχιστοι είναι αυτοί που έρχονται να μου ευχηθούν. Ο Αρης είναι εκτός γραφείου με λίγων ημερών άδεια . Αναρωτιέμαι αν θα μου λείψει. Πίνω μια γουλιά καφέ, έχει την ίδια γεύση με τον καφέ στο μπαρ, του "Δημήτρης Χορν". Θυμάμαι πως πέρασε βραδιά των Χριστουγέννων...

Η ιδέα μού ήρθε το μεσημέρι καθώς τρώγαμε οικογενειακώς. Γύρω από το μεγάλο τραπέζι, με το ψητό πουλί, έτσι μπρούμητα να με κοιτάζει κατάματα, οι γονείς μου, ο Αρης και εγώ. Οι κουβέντες λιγοστές, τυπικές μιας καθημερινής ημέρας. Ο καιρός όπως και σήμερα, μουντός και η διάθεση μου ασορτί. - Παιδί μου γιατί μένεις αξύριστος, τέτοιες μέρες; ρώτησε η μάνα μου. - Α, νομίζω ότι του πάει έτσι! Ο πάντα προστατευτικός Αρης, έσπευσε να κλείσει το θέμα πριν την αποπάρω με καμιά χοντράδα μου. -Ελάτε φέρτε τα ποτήρια σας να πιούμε λίγο, έκανε ο πατέρας μου. - Τι μέρα είναι σήμερα!
Ηταν Χριστούγεννα, δεν είχα όρεξη να τρέχω σε γιορτές συγγενών και έτσι σκεφτόμουν που να περάσουμε το βράδυ. -Τι θα κάνετε το βράδυ, μας ρώτησε η μάνα μου. Απάντησα εγώ: Aπόψε τρώμε στης Ιοκάστης Παπαδήμα!

Κλείσαμε εισιτήρια για την απογευματινή, μιας και η βραδυνή παράσταση δεν είχε κενές θέσεις. Καλύτερα, σκέφτηκα να έχουμε την άνεση να πάμε για φαγητό μετά. Φτάσαμε αρκετά νωρίς στο θέατρο. Οι θέσεις μας ήταν καλές. Η αυλαία άνοιξε, η σκηνή φανέρωσε μια όμορφη εικόνα, μια φωτογραφία της πάντα θελκτικής Θεσσαλονίκης στο πίσω μέρος της σκηνής. Η Φιλιππίδου ήταν εξαιρετική, δεν την χόρταινες! Οπως πολύ καλός μου φάνηκε και ο Δαδακαρίδης. Γέλασα περισσότερο ως αναγκαιότητα. Οπως πρέπει να πάρεις ένα φάρμακο. Κάποιες στιγμές έριχνα κλεφτές ματιές στον Αρη. Γελούσε άραγε, περνούσε καλά εκείνος; Βρισκόμασταν δίπλα δίπλα, αλλά θα στοιχημάτιζα ότι μας περνούσαν σαν δύο ανθρώπους που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Η παράσταση συνεχιζόνταν, αλλά ο νους μου γύρισε έντεκα χρόνια πίσω. Πάλι βράδυ Χριστουγέννων, πάλι μαζί σε θέατρο. Ηταν στο Αποθήκη τότε, στο "Αναμείνατε στο ακουστικό σας". Σίγουρα ήταν κάποιοι άλλοι τότε. Οχι εμείς...
-Πάμε για φαγητό;
-Θέλεις εσύ; Ας πάμε...

Αγια νύχτα, βγήκαμε στο Γκάζι. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί. Κόσμος κατέβαινε από όλους τους δρόμους, παρά το τσουκτερό κρύο. Τα καφέ και τα εστιατόρια, όμως παρέμεναν άδεια. Σκεφτήκαμε ότι ήταν ίσως ακόμα νωρίς. Κάναμε μια βόλτα στους λερωμένους δρόμους. Κάναμε και μια δεύτερη... Λίγα λόγια, περισσότερες σκέψεις. Ενας προβολέας από την ταράτσα κάποιου κτιρίου κυνηγούσε τα χριστουγγενιάτικα σύννεφα στο νυχτερινό ουρανό της Αθήνας. Εμείς πάλι, το πνεύμα των Χριστουγέννων. Η ώρα περνούσε. Πουθενά δεν μας άρεσε να καθίσουμε. Συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν μας άρεσε να καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Βρήκαμε ένα εστιατόριο, που είχε μια παρέα τουλάχιστο μέσα. Συμφωνήσαμε να μπούμε σε αυτό. Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, ακούσα τον Αρη να μου λέει πως δεν θέλει. "Δεν πεινάω πια", είπε. "Φεύγουμε!" απάντησα κοφτά και τράβηξα πρώτος προς την είσοδο του σταθμού. Στο τρένο καθήσαμε χωριστά. Εγώ σε παράθυρο, εκείνος σε πλαϊνό κάθισμα. Δεν έβλεπα, ούτε την αντανακλάση του.

Πήραμε το αυτοκίνητο. Οδηγούσε αργά, σαν να ήθελε να καθυστερήσει την επιστροφή στο σπίτι. Από τα ηχεία, προσπαθούσα κάθε τόσο να διακόψω το Λαστ Κρίστμας, ψάχνοντας για επόμενο σταθμό. Λίγο πριν με αφήσει κάτω από το σπίτι μου τον ρώτησα αν κερνάει ένα ποτό. Απάντησε καταφατικά γέρνοντας το κεφάλι του προς το τιμόνι. Είδα όμως μια λάμψη μικρής χαράς πριν πέσει από τα μάτια του. Το σπίτι ήταν παράξενα ζεστό. Εβαλε τα φωτάκια στην πρίζα. Αναψε και όλα τα κεριά. Εβγαλε ακόμα και στο μπαλκόνι. Αφησε τις καινούριες μαύρες κουρτίνες ανοιχτές να μπαίνει η πόλη μέσα. Εγώ έβαλα μουσική και έφερα το μπουκάλι με το ποτό στο τραπεζάκι. Εκείνος έφερε τα ποτήρια και τον πάγο. Καθήσαμε δίπλα δίπλα πίνοντας ευχόμενοι ο ένας στον άλλον Καλά Χριστούγεννα. Ηταν η πρώτη φορά που βγήκε ετούτη η ευχή μέσα από τη ψυχή μου. Με πήρε αγκαλιά. Τον κράτησα και εγώ. Ακουσα τον ευατό μου να λέει πάνω από τον ώμο του "Πεινάω". Με άφησε απαλά εκεί, στον κίτρινο καναπέ και σηκώθηκε να ετοιμάσει τραπέζι με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο. Σε λίγο είχε στρωθεί το άσπρο τραπεζομάντηλο, με το "καλό" σερβίτσιο πάνω και τα ψηλά ποτήρια για το λιγοστό κρασί που είχαμε. Φάγαμε σαλάτα με ζεστά λαχανικά και ριζότο θαλασσινών. Τί κι αν ήταν Χριστούγεννα; Δεν είχε πια καμιά σημασία.

23 Δεκεμβρίου 2008

O Γολγοθάς των χριστουγέννων

Caro diario

Την προσμονή των χριστουγέννων τη μέτρησα με το ότι δεν χρειάστηκε να βάλω πλυντήριο. Τα παντελόνια μου θα με "έβγαζαν" ως αύριο, τελευταία εργάσιμη ημέρα, πριν τις "γιορτές"... Το πνεύμα των οποίων ενέσκηψε δριμύτερο εφέτος απάνω μου, με έριξε κάτω με έκανε να μην μιλιέμαι, να μην με χωράει ο τόπος και να να σκορπίζω στους γύρω μου μιζέρια και στεναχώρια. Οπως πάντα. Ετσι είμαι εγώ. Και αυτοί που με ξέρουν κάνουν υπομονή. Οι άλλοι απορούν με εμένα. Και εγώ εξακολουθώ να πνίγομαι. Ο αέρας δεν μου είναι αρκετός. Ολα μου φταίνε. Ο,τι χρειάζομαι δεν υπάρχει. Κοντεύω να σπάσω τους τοίχους, τις πόρτες, το γραφείο... Χτυπώ με δύναμη τις σάρκες και το πρόσωπο μου. Τα πόδια κλωτσάνε ότι βρεθεί μπροστά τους. Τα χέρια σπαθίζουν με μανία τον αέρα. Νοιώθω θυμό και οργή. Ναι, αυτό νοιώθω.

Γράφω από το γραφείο τώρα. Δουλειά λιγοστή, νεύρα πολλά. Σκέφτηκα να φύγω, αλλά δεν έχω που να πάω. Να πάω σπίτι, δεν με περιμένει κανείς. Να πάρω τους δρόμους, δεν έχω προορισμό. Κλείνω απότομα το εμ ες εν, γιατί ένας γνωστός μου ευχήθηκε να περάσω καλά τούτες τις ημέρες και να τις χαρώ μαζί με τον Αρη. Παίρνω την απόφαση και ακυρώνω μ' ένα τυπικό μήνυμα την πρόσκληση ενός φίλου για αλλαγή πρωτοχρονιάς στο σπίτι του. Τηλεφωνώ και το ανακοινώνω στον Αρη. Εκείνος δεν λέει τίποτα. Ηθελε πολύ να πηγαίναμε μαζί, αλλά δεν μπορώ να κάνω τον ευτυχισμένο. Προτιμώ να είμαι αληθινός. Και τώρα ο Αρης, πού θα περάσει τη βραδιά εκείνη; Δεν έχω την απάντηση. Εγώ θέλω να πέσω για ύπνο από τις δέκα. Να τελειώνουν όλα όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Να ξυπνήσω το επόμενο μεσημέρι μόνος, χωρίς να έχω αποχαιρετήσει τούτη τη χρονιά. Δεν θέλω και δεν μπορώ να το κάνω. Πάω να πάρω έναν εσπρέσο από το ΜΑΠ*.

Ο καφές καίει τα χείλια μου. Τον βρίσκω πικρό και άγευστο. Κάποιοι αποχωρούν από το γραφείο ουρλιάζοντας "καλά χριστούγεννα". Κάνω δήθεν πως έχω δουλειά για να αποφύγω να πω κάτι, σκύβοντας πάνω από το κίμπορντ με μάτια θολωμένα. Φτερνίζομαι. Ενας διπλανός συνάδελφος είναι άσχημα συναχωμένος. Βουνό τα χαρτομάντηλα, λίγο πιο μακρυά από μένα. Ελπίζω να μην κολλήσω. Θα ήταν το τελευταίο που θα ΄θελα. Από την άλλη όμως σκέφτομαι θα ήταν το τέλειο άλλοθι για να μην εμφανιστώ πουθενά τούτες τις γαμο-μέρες. Σκέφτομαι και το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, που σχεδίασα να κάνουμε μαζί με με τον Αρη στις αρχές του Γενάρη. Δεν βρίσκω το λόγο γιατί να πάμε. Αγχώνομαι. Δεν ξέρω τι θα κάνω τελικά. Σκέφτομαι πως όλοι έχουν κάπου να πάνε. Η Αλίκη στο σπίτι του Αργους. Η Μπία βρίσκεται από μέρες στο Χιούστον. Μιλήσαμε μέσω τηλεφώνου αργά χθες το βράδυ. - βαριέται να γράφει στο εμ ες εν - με ρωτούσε τι γκάτζετ θέλω να μου φέρει. Μετράει τις μέρες να επιστρέψει πίσω. Δύσκολα και εκεί. Χιούστον γουί χαβ α πρόμπλεμ...

Σιωπή...

- Να μην ξεχάσω, φεύγοντας να φιλήσω τον διπλανό συνάδελφο - εκείνον με το συνάχι- και να του ευχηθώ "Καλά Χριστούγεννα"...

* Μηχάνημα Αυτόματων Πωλήσεων



Τελικά, μια μέρα μετά, την πλήρωσε το -πρώην- αγαπημένο λαστιχένιο πληκτρολόγιο...
Ως εδώ ήταν.