29 Δεκεμβρίου 2008

Αγια νύχτα

Caro diario

Δύο χάρτινα ποτήρια καφέδων, απομεινάρια του πρωινού, στέκουν παγωμένα κάτω από τα μάτια μου. Το γκριζωπό φως του μεσημεριού φυλακίζει τη χαρά κάτω από το πυχτό του βάρος. Η θέληση, η σκέψη και η ευχή... Δεν βγάζουν πουθενά τελικά μιας και το κινητό μένει βουβό και ασάλευτο στην άκρη του γραφείου. Σηκώνω το βλέμμα στην τηλεόραση όπου η Μενεγάκη χαζολογάει με χρονιάρικο σκέρτσο. Πληρωμένη ευτυχία. Οι συνάδελφοι καταφτάνουν από το πρωί ασθμαίνοντας από το κρύο και την υπερκατανάλωση κουραμπιέδων. Δεν τους δίνω σημασία. Αντιλαμβανόμενοι στην τσαντίλα μου, ελάχιστοι είναι αυτοί που έρχονται να μου ευχηθούν. Ο Αρης είναι εκτός γραφείου με λίγων ημερών άδεια . Αναρωτιέμαι αν θα μου λείψει. Πίνω μια γουλιά καφέ, έχει την ίδια γεύση με τον καφέ στο μπαρ, του "Δημήτρης Χορν". Θυμάμαι πως πέρασε βραδιά των Χριστουγέννων...

Η ιδέα μού ήρθε το μεσημέρι καθώς τρώγαμε οικογενειακώς. Γύρω από το μεγάλο τραπέζι, με το ψητό πουλί, έτσι μπρούμητα να με κοιτάζει κατάματα, οι γονείς μου, ο Αρης και εγώ. Οι κουβέντες λιγοστές, τυπικές μιας καθημερινής ημέρας. Ο καιρός όπως και σήμερα, μουντός και η διάθεση μου ασορτί. - Παιδί μου γιατί μένεις αξύριστος, τέτοιες μέρες; ρώτησε η μάνα μου. - Α, νομίζω ότι του πάει έτσι! Ο πάντα προστατευτικός Αρης, έσπευσε να κλείσει το θέμα πριν την αποπάρω με καμιά χοντράδα μου. -Ελάτε φέρτε τα ποτήρια σας να πιούμε λίγο, έκανε ο πατέρας μου. - Τι μέρα είναι σήμερα!
Ηταν Χριστούγεννα, δεν είχα όρεξη να τρέχω σε γιορτές συγγενών και έτσι σκεφτόμουν που να περάσουμε το βράδυ. -Τι θα κάνετε το βράδυ, μας ρώτησε η μάνα μου. Απάντησα εγώ: Aπόψε τρώμε στης Ιοκάστης Παπαδήμα!

Κλείσαμε εισιτήρια για την απογευματινή, μιας και η βραδυνή παράσταση δεν είχε κενές θέσεις. Καλύτερα, σκέφτηκα να έχουμε την άνεση να πάμε για φαγητό μετά. Φτάσαμε αρκετά νωρίς στο θέατρο. Οι θέσεις μας ήταν καλές. Η αυλαία άνοιξε, η σκηνή φανέρωσε μια όμορφη εικόνα, μια φωτογραφία της πάντα θελκτικής Θεσσαλονίκης στο πίσω μέρος της σκηνής. Η Φιλιππίδου ήταν εξαιρετική, δεν την χόρταινες! Οπως πολύ καλός μου φάνηκε και ο Δαδακαρίδης. Γέλασα περισσότερο ως αναγκαιότητα. Οπως πρέπει να πάρεις ένα φάρμακο. Κάποιες στιγμές έριχνα κλεφτές ματιές στον Αρη. Γελούσε άραγε, περνούσε καλά εκείνος; Βρισκόμασταν δίπλα δίπλα, αλλά θα στοιχημάτιζα ότι μας περνούσαν σαν δύο ανθρώπους που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Η παράσταση συνεχιζόνταν, αλλά ο νους μου γύρισε έντεκα χρόνια πίσω. Πάλι βράδυ Χριστουγέννων, πάλι μαζί σε θέατρο. Ηταν στο Αποθήκη τότε, στο "Αναμείνατε στο ακουστικό σας". Σίγουρα ήταν κάποιοι άλλοι τότε. Οχι εμείς...
-Πάμε για φαγητό;
-Θέλεις εσύ; Ας πάμε...

Αγια νύχτα, βγήκαμε στο Γκάζι. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί. Κόσμος κατέβαινε από όλους τους δρόμους, παρά το τσουκτερό κρύο. Τα καφέ και τα εστιατόρια, όμως παρέμεναν άδεια. Σκεφτήκαμε ότι ήταν ίσως ακόμα νωρίς. Κάναμε μια βόλτα στους λερωμένους δρόμους. Κάναμε και μια δεύτερη... Λίγα λόγια, περισσότερες σκέψεις. Ενας προβολέας από την ταράτσα κάποιου κτιρίου κυνηγούσε τα χριστουγγενιάτικα σύννεφα στο νυχτερινό ουρανό της Αθήνας. Εμείς πάλι, το πνεύμα των Χριστουγέννων. Η ώρα περνούσε. Πουθενά δεν μας άρεσε να καθίσουμε. Συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν μας άρεσε να καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Βρήκαμε ένα εστιατόριο, που είχε μια παρέα τουλάχιστο μέσα. Συμφωνήσαμε να μπούμε σε αυτό. Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, ακούσα τον Αρη να μου λέει πως δεν θέλει. "Δεν πεινάω πια", είπε. "Φεύγουμε!" απάντησα κοφτά και τράβηξα πρώτος προς την είσοδο του σταθμού. Στο τρένο καθήσαμε χωριστά. Εγώ σε παράθυρο, εκείνος σε πλαϊνό κάθισμα. Δεν έβλεπα, ούτε την αντανακλάση του.

Πήραμε το αυτοκίνητο. Οδηγούσε αργά, σαν να ήθελε να καθυστερήσει την επιστροφή στο σπίτι. Από τα ηχεία, προσπαθούσα κάθε τόσο να διακόψω το Λαστ Κρίστμας, ψάχνοντας για επόμενο σταθμό. Λίγο πριν με αφήσει κάτω από το σπίτι μου τον ρώτησα αν κερνάει ένα ποτό. Απάντησε καταφατικά γέρνοντας το κεφάλι του προς το τιμόνι. Είδα όμως μια λάμψη μικρής χαράς πριν πέσει από τα μάτια του. Το σπίτι ήταν παράξενα ζεστό. Εβαλε τα φωτάκια στην πρίζα. Αναψε και όλα τα κεριά. Εβγαλε ακόμα και στο μπαλκόνι. Αφησε τις καινούριες μαύρες κουρτίνες ανοιχτές να μπαίνει η πόλη μέσα. Εγώ έβαλα μουσική και έφερα το μπουκάλι με το ποτό στο τραπεζάκι. Εκείνος έφερε τα ποτήρια και τον πάγο. Καθήσαμε δίπλα δίπλα πίνοντας ευχόμενοι ο ένας στον άλλον Καλά Χριστούγεννα. Ηταν η πρώτη φορά που βγήκε ετούτη η ευχή μέσα από τη ψυχή μου. Με πήρε αγκαλιά. Τον κράτησα και εγώ. Ακουσα τον ευατό μου να λέει πάνω από τον ώμο του "Πεινάω". Με άφησε απαλά εκεί, στον κίτρινο καναπέ και σηκώθηκε να ετοιμάσει τραπέζι με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο. Σε λίγο είχε στρωθεί το άσπρο τραπεζομάντηλο, με το "καλό" σερβίτσιο πάνω και τα ψηλά ποτήρια για το λιγοστό κρασί που είχαμε. Φάγαμε σαλάτα με ζεστά λαχανικά και ριζότο θαλασσινών. Τί κι αν ήταν Χριστούγεννα; Δεν είχε πια καμιά σημασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: