23 Δεκεμβρίου 2006

Λούγκρα και παραλλαγή

Caro diario

Επιστρέφοντας απόγευμα Σαββάτου από το γραφείο, οδηγούσα σαν τρελός. Το σαραβάλο μου όμως, αρνούνταν να πάει γρηγορότερα. Παρόλο που δεν ήθελα να επιστρέψω σπίτι, κόλλησα το πόδι στο γκάζι. Από νεύρα. Η μόνη αντίδραση ήταν το αυτοκίνητο να ρετάρει. Σαν να 'χε λόγγιξα. Κάποιοι βιαστικοί πίσω μου, κόρναραν βρίζοντας με. Τους κοιτούσα ατάραχος - φαινομενικά- καθώς περνούσαν δίπλα μου, με τα φρεσκοπλυμένα, ακριβά τους αυτοκίνητα. Τα πίσω καθίσματα γεμάτα από παραφουσκωμένες τσάντες του "Χόντος σέντερ". Σαν τι, ήθελα να μου μιλήσει κάποιος εκείνη τη στιγμή...

Τελικά, την πλήρωσε η γάτα, που με μιας βρέθηκε κλεισμένη στο μπάνιο. Επεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, κοιτώντας πότε το ταβάνι και πότε μια φέτα γκρίζου ουρανού έξω από το παράθυρο. Ακόμα να κρεμάσω και τις κουρτίνες. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι για ένα ακόμη μεσημέρι. Γύριζα συνεχώς μέσα στην καρώ κουβέρτα, που την έννοιωθα γύρω μου περισσότερο σαν ένα κολλώδη ιστό αράχνης. Μια κρύωνα, μια ζεσταινόμουν. Πιθανό να φταίει αυτή η γαμημένη ίωση, που με πιλατεύει εδώ και είκοσι μέρες με κομάρες, πονόλαιμο και μια θολούρα στο μυαλό. Από τα πολλά και την πίεση του Αρη, την περασμένη εβδομάδα πήγαμε στο γιατρό, που διέγνωσε - τί άλλο; - ίωση. Μου έγραψε ωστόσο εξετάσεις αίματος, ακτινογραφίες - θώρακος, παρραρινίων- και φάρμακα. Αντισταμινικά και αντιφλεγμονώδη. Τρέχαμε σαν τους τρελλούς όλη την εβδομάδα σε ιατρεία και εργαστήρια.

Ανοιξα το ραδιόφωνο με το τηλεκοντρόλ, βγάζοντας το χέρι έξω από το κρεβάτι, για να φτάνει το στερεοφωνικό. Συνεχώς τιούνιγκ, σκέτη ζαλάδα. Ολο και περισσότεροι σταθμοί της μνήμης παίζουν πια ελληνικά για σκυλάδικα. Αφήνω έναν μέϊνστριμ με τον Φράνκι να τραγουδά μετά μανίας για την Νιου Γιορκ. Ηλίθιες διαφημίσεις επί μισάωρο, διακόπτουν τα χαζοχαρούμενα τραγούδια με τα σαξόφωνα, τις τρομπέτες και τα καμπανάκια. Κουράζομαι και πάλι. Ανοίγω την παλάμη, αφήνωντας το τηλεκοντρόλ να πέσει πάνω στη βρώμικη μοκέτα. Κλείνω τα μάτια μόλις πάψει ο ήχος της πτώσης. Φέρνω το χέρι κάτω από το σώμα μου, για να ψάξει τη ζέστη του εσωρούχου μου. Την ίδια στιγμή, μια ακόμη εκδοχή του "Λαστ κρίστμας" με πολιορκεί πάνω από τα σκεπάσματα. Είμαι θυμωμένος. Είμαι κουρασμένος. Είμαι όλα και ότι δεν πρέπει να είμαι "χρονιάρες" μέρες.

Πολλοί θεωρούν τα Χριστούγεννα μια γιορτή φτιαγμένη ειδικά για λούγκρες. Χρυσόσκονη, φωτάκια, στρας, γκλάμουρους ατμόσφαρα, τυπικά δωράκια και τηλεφωνήματα, φιλιά στον αέρα και πούστηκες ευχές. Κολλημένα χαμόγελα γύρω από κατάλευκες οδοντοστοιχίες. Koυραμπιέδες και δίπλες. Βασιλόπιτες και σαμπάνιες. Και η ψευτιά να ρέει παντού. Να παρασύρει τα πάντα στην χρυσαφένια ευδαιμονία της.

Εγώ θέλω να είμαι τσαντισμένος, θυμωμένος, θλιμμένος. Να είμαι αξύριστος, άσχημος και άπλυτος. Να θέλω να μείνω μόνος - Εστω, θα ξεκλειδώσω το γατί από το μπάνιο. Να μην κρεμάσω φωτάκια στο φίκο του μπαλκονιού. Να μην δωρήσω τίποτα. Να μην ανοίξω την πόρτα στις μουλάρες, που θα΄ρθουν να μου πουν τα κάλαντα στις 6 τα χαράματα. Να μην αγοράσω καινούριο κοστούμι. Να μην τρέχω στα ιν μπαρ και στα ακριβά εστιατόρια. Να μην περιμένω δώρα. Και στο τέλος θέλω...

...να κάψω ένα ομοίωμα του καλοζωισμένου αγίου της "κόκα κόλα", στην πλατεία Συντάγματος. Μπορώ;

ΧΑΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

19 Δεκεμβρίου 2006

"Από εκείνους τους καιρούς"

Caro Diario

Mεσημέρι Tρίτης προσπαθώντας να γράψω κάτι από το γραφείο, ενώ περιμένω τους δείκτες να δείξουν την ώρα για να φύγω. Εξω από το παράθυρο ένα γκρίζο απομεσήμερο κυλά αργά. Γαλαζωπά σύννεφα, κυνηγιούνται ανάμεσα από τ' αντικρυνά κτίρια. Στο ύψος των ματιών μου, δυο ζευγάρια αγριπερίστερα - που κάπως αλλιώς λέγονται, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα- ξαποσταίνουν ασάλευτα πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ. Από κάτω περαστικοί και αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται αέναα. Ο κόσμος σαν να πλύθηνε ξαφνικά. Το ίδιο και οι τσάντες που κρατάνε. Οσο πλησιάζουν απάνω μας απειλητικά τα Χριστούγεννα, τόσο πιο πολλοί θα στριμώχνονται στα πεζοδρόμια. Τόσες περισσότερες και οι τσάντες, που θα κρέμονται βαριές απ' τα χέρια.

Ανοίγω το παράθυρο να μπει μέσα ο ήχος της πόλης. Μαζί του ένας αέρας άγουρης άνοιξης κατακλίζει βίαια τον χώρο. Ξαφνικά νοσταλγώ κρύο και χειμώνα. Καπέλο και μάλλινο πουλόβερ. Πεθύμισα τα σκοτάδια της καρώ κουβέρτας. Να χουχουλιάσω γυμνός με τον Αρη δίπλα μου. Σκεπασμένοι μέχρι πάνω απ' τα κεφάλια μας. Να λέμε χαζομάρες, να αγγιζόμαστε στα τυφλά, να του λέω αστεία και κείνος να γελά ανέμελα. Να με ρωτά αν κοιμάμαι. Να γελώ κι εγώ με τη σειρά μου, ως απάντηση.

Κάθομαι σε μια από τις πίσω θέσεις του λεωφορείου. Απ΄τη μεριά που να με βλέπει ο ήλιος. Η κούραση των τελευταίων ημερών με κυριεύει. Απλώνω τα πόδια μου μπροστά. Κλείνω τα μάτια πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά. Θέλω να κοιμηθώ. Προσπαθώ να μείνω ζωντανός. Αναπολώ την Κυριακή, που πήγαμε στο Σούνιο, μετά από πολλά χρόνια. Αγαπημένος τόπος. Εκεί είχαμε περάσει μερικά υπέροχα σαββατοκύριακα τον καιρό που είχαμε πρωτογνωριστεί. Η φύση, αν και είμαστε μέσα στα Χριστούγεννα, ντυμένη με την πράσινη της χλόη. Που και που μικρά κίτρινα αγριολούλουδα, ξεμίτηζαν ξεγελασμένα από την καλοκαιρία. Οι γλάροι πάνω στις αρχαίες πέτρες, παρατηρούσαν τα πάντα. Κάναμε τον γύρο του ναού περπατώντας δίπλα δίπλα. Χωρίς να μιλάμε. Και οι δύο είχαμε βυθιστεί στις αναμνήσεις που γένναγε ο τόπος. Βγάλαμε και φωτογραφίες. Στο ίδιο σημείο, χρόνια μετά. Πιάσαμε να κατηφορίζουμε, ενώ πίσω από τις αρχαίες κολώνες έγερνε ο ήλιος. Μια ροζ πληγή στο σώμα τ΄ ουρανού. Εφυγα χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω μου. Μοναχά, βάλθηκα να θυμηθώ το στίχο του τελευταίου Σεφέρη.


ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες,
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…

Γαλήνη.
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια:
Τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν παράμερα, τον καταξέσκισαν
πάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος Αρδιαίος, ο πανάθλιος Τύραννος."

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

13 Δεκεμβρίου 2006

Μια νύχτα

Caro diario

Ανοιξα και απόψε μια σελίδα σου. Να αφεθώ στην ησυχία του λευκού σου. Να κρύψω τη μοναξιά της νύχτας ετούτης και την τρέλλα της μέρας, που κύλησε επώδυνα πάνω μου. Δεν ξέρω αν θα μουτζουρώσω κάτι για να πληγιάσω τις σάρκες σου. Τ' αφτιά μου ενώνονται με τη μουσική από τη σελίδα του manifestogr μέσα από τα παλιά ακουστικά. Τώρα θα έπρεπε να βρισκόμουν σε ένα κλαμπ, κάπου στο κέντρο όπου μας είχαν καλέσει με τον Αρη . Με αφορμή την απεργία στο μετρό δεν πήγαμε.

Ο Αρης αποκοιμήθηκε ήδη στο κρεβάτι μου. Πήγα κοντά του. Ενοιωσα τη θέρμη του κορμιού του, τη στιγμή που τον ρώτησα αν θα κοιμηθεί εδώ. Σχεδόν άγγιξα με τα χείλη μου το αφτί του. Εκείνος κούνησε αδιάφορα τους ώμους του. Το εξέλαβα ως κατάφαση. Τον ευχαρίστησα μ' ένα φιλί στο μέτωπο, σαν και αυτά που μου κόλαγε η μάνα στα μικράτα μου, σαν ήθελε να δει αν είχα πυρετό. Εκείνη τη στιγμή, ήρθε πάλι και με πλάκωσε εκείνη η αγάπη και η φροντίδα, που θέλω να του δίνω. Υποθέτω ότι έτσι πρέπει να νιώθει ένας γονιός για το παιδί του. Ποτέ δεν θα μάθω αν είναι στ΄αλήθεια έτσι...

Τον σκέπασα, χαμήλωσα τα φώτα και σύρθηκα ξανά ως το λευκό σου, χτυπώντας σιγά σιγά τα πλήκτρα. Η γάτα, με έχει απαρνηθεί και αυτή, χαζολογώντας βαριεστημένα με τον Τζέρι, εκείνο το ανόητο πλαστικό ποντίκι, που της έχει φέρει ο Αρης. Ανοίγω το SJphone ψάχνοντας τον κατάλογο για τη μαγική λέξη: "Μπία". Πατώ το πράσινο κουμπί του. Αναμονή. Κι άλλη αναμονή. Επιτέλους η φωνή της, έστω και κάπως μακρυνή. «Ελα παιδί μου, που είστε; Σπίτι είστε, - απαντά μόνη της- πάντα γνωρίζει τις απαντήσεις, είδα πάλι κάτι παλαβά στην αναγνώριση κλήσης. Εσύ θα ήσουν, είπα. Ενιγουέϊ. Εγώ πηγαίνω με μια φίλη - τη Ματίλντα, στην έχω γνωρίσει; - Παύση - Οχι ε; Δεν έχει τύχει, αλλά θα κανονίσω να βγούμε. Πηγαίνουμε, σε μια μεταμεσονύχτια θεατρική παράσταση, μιας πειραματικής σκηνής. Ηθελες κάτι;» «Ναι. Να σκάσεις για λίγο, μπορείς;», έκανα και εκείνη γέλασε. «Οχι, Μπία μου, δεν ήθελα κάτι, συγκεκριμένο.» «Εντάξει, κατάλαβα θα σε πάρω αύριο. Κλείνω γιατί φτάσαμε. Φιλιά» Η γραμμή έκλεισε. Κανένας ήχος στο δωμάτιο. Ισως πάλι και ν' ακούω κάτι...

Σηκώνομαι με κόπο για να σταθώ μπροστά στη μπαλκονόπορτα. Ρίχνω τη ματιά μου πίσω από το τζάμι. Αθλια φωτάκια, κρέμονται από παντού για να πληγώνουν τις νύχτες μας. Χριστούγεννα, μια περίοδος που δεν θέλω να τη ζω. Που παρακαλώ να μην έρθει και όταν έρχεται σφίγγω τα μάτια για να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Που δεν αντέχω τόση επίπλαστη ευτυχία. Tόση καταπίεση να μας φραγγελώνει με χιλιάδες αιχμηρά "πρέπει". Πρέπει να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να κάνεις δώρα, πρέπει να δεχθείς δώρα, πρέπει να πας διακοπές, πρέπει να γοητεύσεις συγγενείς, φίλους, γνωστούς, πρέπει να πιεις, να φας, να ξενυχτήσεις, να γαμίσεις ή να γαμηθείς.

Κάτι με σπρώχνει να βάλω να πιώ. Η γάτα με παίρνει στο κατόπι. Φέρνω ένα ποτήρι με λίγα παγάκια. Ρίχνω κάτι μέσα, από ένα σκονισμένο μπουκάλι. Τα παγάκια ραγίζουν με μιας. Γίνονται διάφανα, χτυπιούνται στο γυαλί. Μετά ησυχάζουν πάλι. Βουτάω τα χείλη μου, ενώ προσπαθώ να ακούσω την ανάσα του Αρη. Ευτυχία...

11 Δεκεμβρίου 2006

Tο κύμα

Caro diario

Mόλις ξεκίνησαν τα δελτία των 8. Πατάω το "Χ" και κλείνω το παράθυρο της TV, πάνω από την οθόνη του υπολογιστή μου. Προτιμώ να κοιτάζω το λευκό μπακγκράουντ, που περιμένει να γράψω κάτι. Για ώρα... Τα μάτια μου θολώνουν. Τινάζω με δύναμη τα βλέφαρα. Για μια στιγμή, σκέφτομαι να εγκαταλείψω - για άλλη μια φορά - την απόπειρα να γράψω κάτι.

Γύρισα σπίτι εξαντλημένος , μετά από 10 ώρες παραμονής στο γραφείο. Μίτινγκ (μη χέσω τώρα) και τηλέφωνα να χτυπούν πιο γρήγορα από τα μηνίγκια μου. Αποφάσεις σημαντικές που εκρεμούν στο μυαλό μου από ημέρες. Αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν σήμερα, το δίχως άλλο. Το έλεγα και στον Αρη την Παρασκευή, που χαλαρώναμε αγγαλιά στον κίτρινο καναπέ. "Αισθάνομαι ότι είμαστε στην τελευταία σκηνή της "Καταιγίδας". Το ψαροκάϊκο πρέπει να ανέβει το κύμμα που ορθώνεται μπρος του. Το κοιτάζουμε και ελπίζουμε. Θα το περάσει άραγε; Ετσι είμαστε Αρη μου" και εκείνος έσφιξε πιο δυνατά τα δάκτυλά του μέσα στα δικά μου. "Θα το περάσουμε... Τζορτζ" έκανε εκείνος και γέλασε πάνω από το αφτί μου. Γέλασα και εγώ.

Η τελευταία συνάντηση της ημέρας προγραμματίστηκε για τις 5. Επρεπε να μείνω συγκεντρωμένος. Κάθισα ρίχνοντας μια φευγαλαία ματιά στους αντικρυνούς μου. Ολοι φαινόντουσαν κουρασμένοι. Τους μοίρασα το υλικό. Ξεκίνησα τη συζήτηση όπως την είχα σχεδιάσει. "Ας αφήσουμε τους προλόγους. Στο θέμα μας, παρακαλώ" με διέκοψε ο "μεγάλος", βγάζοντας για λίγο το στυλό απ' το στόμα. Είπα όσο πιο σύντομα μπορούσα όσα είχα να πω. Ο "μεγάλος" δέχθηκε τις προτάσεις μου χωρίς πολλά πολλά. "Σου έχω εμπιστοσύνη. Συνέχισέ το. Δώσε κατευθύνσεις όπου χρειάζεται και να το τελειώσουμε" είπε, με τρόπο που δεν επιδέχοταν αντίρηση. Το στυλό κρεμάστηκε ξανά στα χείλη του. Κάτι δειλά "ναι, βεβαίως, σύμφωνουμε όλοι" ακούστηκαν τριγύρω, από τα κατεβασμένα κεφάλια των υπολοίπων. Βγαίνοντας, κάποιο χέρι με χτύπησε στην πλάτη, λες και είχα πνιγεί. Γύρισα ξαφνιασμένος. "Μπράβο μεγάλε. Πρέπει να σε πηγαίνει τρελλά το μπος, ε;"
- Μεγάλε, πρέπει να είσαι μεγάλος μαλάκας , το ξέρεις ε; Εσφυξα τα δόντια για να μη το ξεστομίσω.

Σύρθηκα για το γραφείο, συνοδεία ενός ύπουλου πονοκέφαλου που κούρνιαζε κάτω απ' το μέτωπό μου. Για ώρες. Η γραμματέας του "μεγάλου", που με συμπαθεί - και το δείχνει - μέχρι παρεξηγήσεως, με κοιτάει προσπαθώντας να επιβεβαιώσει την καλή έκβαση της συνάντησης. Την κοιτάζω ανέκφραστος όσο πλησιάζω μπροστά από το γραφείο της. Χαλαρώνω μια ιδέα τη γραβάτα, χωρίς να διακόψω το βάδισμα. Περνώ από μπροστά της και τότε της χαμογελώ, αποκαλύπτοντας έτσι το αποτέλεσμα της συνάντησης.
- Ολα καλά ε; Α! Πολύ χαίρομαι. Πάρα πολύ.
- Και εγώ...

Πηγαίνοντας για το γραφείο μου, κουρασμένος αλλά ικανοποιημένος, θυμήθηκα τα λόγια του Αρη για τους άνδρες με τις οθόνες στο κεφάλι τους, που είδαμε το Σάββατο στο "2" του Δημήτρη Παπαϊωάνου, ή απλά Δ.Π., όπως εν συντομία γράφαμε το όνομά του στο φόρουμ του www.stadia.gr τα χρόνια της Oλυμπιακής προετοιμασίας. Κάθισα στην καρέκλα μου. Απλωσα τα πόδια μου μπροστά, τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Εκλεισα τα μάτια. "Ο άνθρωπος - οθόνη". Τον έφερα στο νου ξανά. Εγειρε τον ώμο του προς τον δικό μου και με την παλάμη του να κρύβει τα χείλη μας, μου είπε, όσο στην σκηνή του Παλλάς παρέμεναν οι χορευτές με τις γαλαζωπές οθόνες στα κεφάλια τους, "Eτσι έχεις καταντήσει... αλλά εγώ σ΄αγαπώ. Το ξέρεις;.."
- To ξέρω
Ενα μακρόσυρτο "τστστστστσ..." ακούστηκε από την ημιλυπόθημη κυρία της πλατείας Κολωνακίου του πίσω καθίσματος . Δεν έμαθα αν αναφερόταν σε εμάς ή σε όσα έβλεπε πάνω στην ολόφωτη σκηνή του θεάτρου Παλλάς.

Μάζεψα τα πράγματα. Εσβησα τις οθόνες μου και βάλθηκα να στείλω ένα μήνυμα στον Αρη. "Το περάσαμε το κύμα..."

2 Νοεμβρίου 2006

Χελιδονάκι γειά

Caro Diario

Απόγευμα, λίγο πριν οι τελευταίες ακτίδες φωτός συρθούν πίσω απ΄ τα βουνά. Και ας είναι ακόμα πεντέμιση. Αλλαξε πια και η ώρα, σημάδι ότι το καλοκαίρι - και εμείς μαζί - χάσαμε τη μάχη. Μαζί με την αλλαγή στα ρολόγια, προέκυψαν και κάτι τροπικοί μουσώνες. Αρον άρον ψάχναμε με τον Αρη για αδιάβροχα και ομπρέλες. Πουλόβερ και μπουφάν. Καφετιέρες πήραν τη θέση τους στον πάγκο της κουζίνας. Παραγγελίες για πετρέλαιο δόθηκαν. Τα τηλέφωνα για τα χαλιά ακόμα τα ψάχνουμε. Τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια στις βιτρίνες, ήρθαν για να μας αποτελειώσουν.

Στο σπίτι τα πάντα είναι για μένα πηγές εκνευρισμού. Θέλω να μένω έξω από την τρέλλα του. Ο πατέρας μου γέρασε κατά είκοσι χρόνια μέσα σε δύο νύχτες. Ωρες ώρες, νομίζω πως γέρασα και εγώ. Ενα βάρος στους ώμους με καθηλώνει. Δεν βρίσκω κανένα ίχνος νεότητας να τρέχει μέσα μου. Αισθάνομαι όμως το μίσος για την αρρώστεια. Που μας διέλυσε. Το 'πε και εκείνος προχθές, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές το κιτρινισμένο από τους παλιούς καπνούς ταβάνι. Διαλύσαμε, είπε.

Υπάρχουν στιγμές, που δεν θέλω να τον κοιτάξω, που δεν θέλω να τον ακούσω. Κατηγορώ τον ευατό μου για αυτή τη σκοτεινή σκέψη. Αναρωτιέμαι πόσος καιρός πάει από το τελευταίο άγγιγμα μου προς αυτόν. Ποιά φράση μου, άντεξε μέσα της τέσσερις, πέντε λέξεις το πολύ. Εύχομαι όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο. Σαν αυτό, που μ' έμπλεξε ψες στα μαβιά του φώτα. Μπροστά σ' έναν καθρέπτη μπάνιου κοιτάχτηκα. Με είδα γερασμένο, χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά. Φοβήθηκα τόσο, που ούρλιαξα χωρίς ήχο. Μετά, βρίσκοντας μια δύναμη χαμένη, σήκωσα το χέρι μου, σαν σε μπουνιά. Εκανα κομμάτια το γερασμένο είδωλο. Μα εκείνα συνέχιζαν να με κοιτάζουν ακόμα και έτσι. Διάσπαρτα. Πρόσεξα καλύτερα εκείνο με το στόμα μου. Ενα μαύρο άνοιγμα, που γελούσε χάσκοντας στο πάτωμα. Γύρισα και έχωσα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση ενός ελεϊνού νιπτήρα. Ξύπνησα μούσκεμα, σ' έναν κρύο ιδρώτα...

Η γάτα προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου, τεντώνοντας τα πόδια της πάνω στο τζάμι της πόρτας. Της ρίχνω μια φευγαλέα ματιά. Αποφασίζω να σηκωθώ και τη μπάζω μέσα. Τρίβεται με μιας στα πόδια μου. Της δίνω ένα χάδι. Αισθάνομαι τη μύτη της παγωμένη μέσα στη ζεστή μου παλάμη. Μου ανταποδίδει με ένα σύντομο γουργουριτό. Ενας υγρός αέρας μας προσπερνά για να εισβάλει φουριόζος στο δωμάτιο. Κλείνω την μπαλκονόπορτα. Οι κοψιές μας αντανακλώνται στο τζάμι. Πίσω τους τα πρώτα φώτα της πόλης υποδέχονται τη νύχτα. Ρίχνω το κεφάλι πίσω για να ξεμουδιάσει. Ακούω το κλικ στη βάση του αυχένα μου. Η γάτα κοντοστέκεται, έχοντας σηκώσει ψηλά την ουρά της. Δείχνει προς τα έξω, στο ένωμα ταβανιού με τοίχου. Βλέπω την άδεια φωλιά των χελιδονιών. Ναι, έχουν φύγει από καιρό. Μονολογώ.

...του φθινοπώρου μήνας, χελιδονάκι γειά.

10 Οκτωβρίου 2006

Ιτ γουόζ α λαβ σονγκ

Caro diario

Ο καιρός μολύβι, έτοιμος να πέσει και να μας τυλίξει. Από το ανοικτό παράθυρο, φτάνει ο ήχος ενός ελικοπτέρου, που μπερδεύεται προς στιγμή με ένα τραγούδι των Archive, που παίζω στο cd. Στους τοίχους του δωματίου χορεύουν οι σκιές, που προβάλλονται μπροστά από τις φλόγες των κεριών. Αισθάνομαι εξουθενωμένος. Ετοιμος να παραδώσω τα πάντα στην τύχη τους. Εχω τέτοια υπερένταση και εκνευρισμό (ταυτίζονται πάντα αυτές οι καταστάσεις άραγε;) που μου έρχεται να ουρλιάξω.

Με προλαβαίνει το πρώτο μπουμπουνιταριό, όπως λέει και ο Αρης, που κοιμάται στον καναπέ. Ετσι όπως τον κοιτάζω, θυμάμαι ότι τέτοιες μέρες πριν από κάμποσα χρόνια, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά - εκτός icq. To πρώτο μας βλέμμα. Το πρώτο άγγιγμα. Τα πρώτα μας λόγια. Αλήθεια πως πέρασαν τόσα χρόνια; Hταν σαν χθες που μετρούσα τις μέρες, τους μήνες... Σχεδόν γεράσαμε. Μου το θυμίζει μια παλιά φωτογραφία που άλλαξε τώρα στο desktop. Τόσο νέοι, τόσο ερωτευμένοι. Τόσο ανυπόμονοι να ζήσουμε όσα δεν είχαμε προλάβει να ζήσουμε ως τότε. Το βλέπω τώρα σ' εκείνα τα μάτια. Πίσω στο 1997...

Ο Αρης σαν να τα βλέπει λες σ΄ένα όνειρο, κάνει να ξυπνήσει. Σταματώ να χτυπώ τα πλήκτρα (...) Οι πρώτες σταγόνες της βροχής πέφτουν στο μπαλκόνι. Πατ, πατ, πατ. Δείχνει να κοιμάται πάλι. Μου περνά από το νου, να πάω να χωθώ στην αγγαλιά του. Να με καταλάβει και να με τραβήξει πάνω του. Να με κλείσει μέσα στα δυνατά του χέρια. Να μπλέξω τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά του. Να αισθανθώ το δέρμα του να ανασηκώνεται, την ανάσα του ζεστή σαν το λίβα, στο λαιμό μου. Σε στάση κουταλιού...

Τραβώ το βλέμμα μου από το σώμα του Αρη και το βουλιάζω στο κενό του παραθύρου. Βλέπω ένα κιτρινωπό φως να έχει μετατρέψει τα πάντα σε σέπια. Ετσι κίτρινο έχει γίνει πια κι εκείνο το όνειρο. Κατά καιρούς έρχεται να στοιχειώσει και πάλι τους ύπνους μου. "Φακ γιου, ανιγουέϊ", λένε τώρα οι στίχοι του τραγουδιού, που ξερνούν τα ηχεία. Δεν δίνω σημασία στα σημεία. Εχω πάψει να το κάνω από χρόνια. Παύση. Φοράω τα ακουστικά και δυναμώνω την ένταση, όσο νομίζω ότι θα αντέξουν τα αφτιά μου. Παύση. Μουσική ξανά. Φοβάμαι ότι αν κλείσω τα μάτια θα τον δω πάλι. Τα χείλια του. Σαρκώδη και ζεστά. Ασάλευτα. Κοντά μου ωστόσο, σαν μάκρο φωτογραφία. Θέλω όσο τίποτα άλλο να κολλήσω πάνω τους τα δικά μου. Εστιάζω το βλέμμα μου στη γραμμή που τα χωρίζει. Κλείνω τα μάτια. Γέρνω μια ιδέα το κεφάλι μου και τον γεύομαι για μια φορά ακόμη.

Ενα δάκρυ είναι έτοιμο να χαρακώσει το μάγουλό μου. Χτυπώ με δύναμη τα βλέφαρά μου μια, δυο, τρεις φορές για να ανακόψω την πορεία του. Τα κατάφερα πάλι. Δεν ξέρω αν όλα αυτά ξανάρχονται στην επιφάνεια του μυαλού μου, γιατί προχθές διάβασα απνευστί το "Μπριγιόλ" ή γιατί είχε τα γενέθλιά του. Λίγο έλειψε να τον έψαχνα στην εταιρεία που δουλεύει. Και τι να του έλεγα; "Xρόνια πολλά, Βασίλη". Και μετά τι; Πάνε τόσα χρόνια... "Ποιός είναι;" "...", "Ποιός;", "...", "Α! Eλα ρε, τι γίνεσαι;"...

Χρόνιος έρωτας. Δυνατός, παθιασμένος, ολοκληρωτικός. Ανομολόγητος εντέλει. Σημάδεψε την εφηβεία μας μέχρι τα χρόνια του Πανεπιστημίου. Και αργότερα. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι... Τον θυμάμαι στο πρώτο επισκεπτήριο στο στρατόπεδο της Αυλώνας. Σαν να ΄ταν χθες. Τον διέκρινα από μακρυά, πιο εύκολα απ΄ότι την μάνα μου. Βάδην, με τον ιδρώτα να πλημμυρίζει τα καινούρια άρβυλα. Πιο γρήγορα, τροχάδην. Σε λίγο έτρεχα πια προς το μέρος του, χωρίς να πάρω στιγμή τα μάτια μου από τα δικά του. Και εκείνος χαμογελούσε από ευτυχία, καθώς με έβλεπε να πλησιάζω πάνω του σαν μαχόμενο θηρίο. Επεσα στην αγγαλιά του, χωρίς άλλη ανάσα. Πέταξε πέρα μακρυά στο χώμα, το "Κλικ", που μου είχε φέρει, για να με αγγαλιάσει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Η ειρωνεία είναι ότι εκείνη τη μέρα ο Αρης ήταν κάπου εκεί κοντά μου. Χωρίς να γνωριζόμαστε τότε. Ετρεξε και αυτός όπως όλοι μας, παρόλο που κανείς δεν βρισκόταν στην άλλη πλευρά για να τον αγγαλιάσει... Ηταν μεσημέρι πια, όταν επιστρέφοντας προς την Iλη, είδα από μακρυά πεταμένο στο χώμα, το περιοδικό του Βασίλη. Ζήτησα άδεια από τον Λοχία, να επιστρέψω για να το πάρω. Δεν με άφησε. Εκλαψα ως το βράδυ για το ποδοπατημένο "Κλικ". Χωρίς ντροπή.

Η σχέση αυτή πότισε τις ψυχές μας, τις μπόλιασε με μια παράξενη αγάπη, που ήταν τα πάντα και την ίδια στιγμή δεν ήταν τίποτα. Που ήταν μαρτύριο και συνάμα ευτυχία. Φιλία, έρωτας, αγάπη, πάθος. Κωδικοποιημένα σε ματιές, αγγίγματα, σιωπές. Κυρίως αυτό. Σιωπή. Για χρόνια ολόκληρα. Κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει. Ή το πιο εύκολο... να πράξει. Ωσπου μια μέρα, μετά από χρόνια βρεθήκαμε να έχουμε μεγαλώσει στα ξαφνικά. Η κάθε κίνηση είχε αποκτήσει άλλο βάρος. Οι ματιές αποτραβήχτηκαν βαριές. Τα γόνατα και οι ώμοι δεν κολλούσαν συχνά. Οι σιωπές στο τηλέφωνο μίκρυναν και αυτές. Η αφορμή δεν θα αργούσε να φανεί. Πιαστήκαμε και οι δύο πάνω της σαν ναυαγοί. Και μετά αφεθήκαμε ψάχνοντας στη λήθη, τη λύτρωση.

Βρεθήκαμε ξανά μετά από χρόνια να τα λέμε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, μπροστά από δύο φλιτζάνια καφέ. Είχα πάει αποφασισμένος να δώσω ένα τέλος ή μήπως μια αρχή; Δεν είχαμε πάψει στιγμή να θέλουμε ο ένας τον άλλο. Ή μήπως έκανα λάθος; Αραγε, τι είχε απομείνει μέσα μας, από εκείνα τα δύο παιδιά; Μπορούσαμε ν΄ ανασύρουμε αυτό, που για χρόνια είχαμε αφήσει κρυμμένο στο σκοτάδι; Θέλαμε να το φέρουμε πίσω; Ηθελα..;
- Τι σκέφτεσαι, ρώτησε.
- Εχεις σχέση, αυτό τον καιρό; Δεν τα είπαμε αυτά, έκανα αφήνοντας ένα πονηρό γελάκι.
- Την αλήθεια θέλεις ν΄ ακούσεις;
- Και μόνο την αλήθεια... απάντησα με ύφος εισαγγελικό
Μετά από μια μικρή σιωπή, έγνεψε καταφατικά... Ηταν κάτι που δεν περίμενα. Δεν έδειξα ούτε έκπληξη, ούτε ταραχή.
- Ελα ρε. Πως την λένε;
- Γιώργο...
- ...

- Τι κάνεις τόση ώρα εκεί; Aκόμα να τα παρατήσεις πια αυτά τα γραψίματα όλη την ώρα; Eλα δω...
Πρόσεξα το κερί, που άφηνε μια λεπτή στήλη καπνού καθώς έσβηνε πάνω στο γραφείο. Οι σκιές μίκρυναν, ώσπου χάθηκαν. Το σκοτάδι πλημμύριζε τώρα το χώρο. Μύρισα τη βροχή. Σηκώθηκα και χώθηκα κάτω από την κουβέρτα. Ξαφνικά κατάλαβα ότι κρύωνα. Ενοιωσα τα χέρια του Αρη να με τραβάνε πάνω στο ζεστό κορμί του. Σε λίγο θα με άφηναν ολόγυμνο, παραδομένο στα χάδια του. Από τα ηχεία ακούστηκε "Ιτ γουόζ α λαβ σονγκ". Εκλεισα τα μάτια. Αυτή τη φορά δεν είδα τίποτα...

20 Σεπτεμβρίου 2006

Νύχτες

Caro diario

Αποφάσισα ότι ήταν ώρα να αφήσω το κρεβάτι. Από το παράθυρο το τελευταίο φως της ημέρας συναντιέται με τα μάτια μου. Πείθω τον ευατό μου, ότι χρειάζεται καφέ. Σέρνομαι γυμνός ως τη κουζίνα και ανάβω το μάτι. Στέκομαι σε στάση προσοχής μπροστά στο μικρό σκεύος. Σχεδόν σκοτάδι. Η ώρα στο ρολόι της κουζίνας έχει χαλάσει. Υποθέτω ότι θα είχε πτώση η τάση του ηλεκτρικού. Ρίχνω καφέ. Ψάχνω για τη ζάχαρη. Βρίσκω μόνο κάτι μαύρους κύβους. Πιάνω έναν και τον πετάω. "Καλάθι"...

Με τον καφέ ανά χείρας επιστρέφω στο κρεβάτι. Αφήνω το φλιτζάνι στην προέκταση του κρεβατιού, πάνω στη στοίβα με τα αδιάβαστα βιβλία. Ψάχνω για το τηλεκοντρόλ του στερεοφωνικού. Δεν το βλέπω, πουθενά. Σηκώνομαι και πατάω το "ΟΝ". Από τα ηχεία κατρακυλά μουσική. Αναρωτιέμαι τι να ΄ναι αυτό που φτάνει στα αφτιά μου. Υποθέτω πως είναι κάτι από το bajofondo. Δυναμώνω την ένταση. Βουτάω τα χείλη μου στο φλυτζάνι. Χάλια τον έφτιαξα πάλι. Δίνω δίκιο στον Αρη, που δεν με αφήνει να του φτιάχνω καφέ.

Από κάπου μυρίζει βροχή. Φθινωπόριασε ξαφνικά. Ενα ασημένιο φως χαρακώνει προς στιγμή τον απέναντι τοίχο. Μια αστραπή. Περιμένω να ακούσω τον επερχόμενο ήχο. Δεν άκουω τίποτα. Αντί για αυτό, χτυπάει το τηλέφωνο. "MPIA" ...is blinking στη γαλαζωπή οθόνη. Δεν έχω όρεξη να μιλήσω. Ωστόσο σε λίγο την ακούω από το διπλανό δωμάτιο. "Εκεί είσαι! Aκόμα κοιμάσαι; Σήκωσέ το. Εχω σχέδια για απόψε..." Πατάω το κουμπί και ο τηλεφωνητής ησυχάζει. "Αυτά φοβάμαι... " της απαντώ. Γελάει δυνατά μέσα στο αυτί μου.
"Σιγά μήπως δεν καταλάβαινε η Μπία, ότι ήσουν εκεί. Κοιμόσουν; O Aρης που είναι;..."

Πάτησα σύντομα το κόκκινο κουμπί, βάζοντας ένα τέλος στον χείμμαρο της φίλης μου. Συγκράτησα κάτι για "φεστιβάλ", "πρόσκληση", "πρεμιέρες", "Αλντομόβαρ", "ξενέρωτε!"... Η βροχή έφτασε κι όλας έξω από το παράθυρο. Ο καφές κρύωσε πριν τον πιω. Ξαφνικά αναπόλησα τη ζεστασιά ενός ρούχου. Μαζί συνειδητοποίησα πως είναι πια μέσα Σεπτέμβρη. Εποχή για Νύχτες Πρεμιέρας και Πανόραμα. Ας έχει και κάτι καλό αυτός ο μήνας, σκέφτομαι. Καλώ την Μπία. "Ετοιμάσου. Περνώ σε μισή"...

6 Σεπτεμβρίου 2006

Ονειρο θα γίνω και θα ΄ρθώ

Caro diario

Oι μέρες μου αρχίζουν πια τη νύχτα. Ο ήλιος σηκώνεται όταν ήδη βρίσκομαι στη δουλειά, σημάδι πως το καλοκαίρι οδεύει προς τα νότια του κόσμου. Και σαν ανοίξουν τα δημητριάτικα στις γλάστρες και αλλάξει η ώρα, όλα τότε θα έχουν τελειώσει. Το ευτήχημα είναι πως η ζέστη κρατά για ακόμη λίγο. Αν και το πρωί, έχω δει τους πρώτους συνεπιβάτες των λεωφορείων με μακρυμάνικα και μπουφάν.

Μπαίνω σπίτι κατάκοπος, αφού για να φτάσω πρέπει πρώτα να περάσω πάνω από τα δεκάδες χαντάκια-προεκλογικές βιτρίνες, που έχουν ανοίξει παντού και έχουν μετατρέψει τους δρόμους σε πεδίο εκπαίδευσης λοκατζίδων. Να βλέπαμε και κανά λοκατζή, χαλάλι. Τέλος πάντων. Μια βδομάδα στο γραφείο ήταν αρκετή για να ξεχαστούν με μιας οι μέρες - και κυρίως οι νύχτες - των διακοπών με τον Αρη. Ολα επέστρεψαν στο μυαλό μου, που προσπαθεί να βρεί τις άκρες. Κάτι απονευρώσεις στα δόντια μου, μέρες τώρα, δεν μ΄αφήνουν να ησυχάσω. Με δυσκολία καταπίνω, τρώω, μιλάω, κοιμάμαι. Και από αύριο επιστρέφουμε ξανά -για λίγο έστω- στον "μικρόκοσμο του πατρικού πόνου". Ολα αυτά, τώρα που τα καταγράφω, με κάνουν να σκέφτομαι τον ύπνο. Για να ξεχνιέμαι. Αλλά δεν μου είναι εύκολο να κοιμηθώ. Κατεβάζω με περισσή δυσκολία το σάλιο μου και ανοίγω το ραδιόφωνο. Στο μεταξύ κάηκε και η τηλεόραση...

Οι κολώνες των δρόμων, οι τοίχοι, τα φανάρια, γέμισαν αφίσες υποψηφίων δημάρχων. Ακόμα και στις γέφυρες ή στα εξωτερικά τοιχώματα της Αττικής Οδού, που έως τώρα είχαν γλιτώσει από τα γκράφιτι και τα οπαδικά συνθήματα ανεγκέφαλων οπαδών, "κοσμούνται" πια από επίδοξους τοπικούς άρχοντες. Πρόσωπα άσχημα κρέμονται πρόχειρα τυπωμένα, σε χοντρό χαρτί. Φωτογραφημένοι σε διάφορες στάσεις - πολλοί αλά Τρίτση, με το σακάκι στους ώμους- και γύρω τους οι ίδιες πάντα λέξεις, που φανερώνουν κενότητα και γύμνια. Ανθρωποι, που ζητούν μια θέση να βολέψουν την ασημαντότητά τους. Και ανάμεσα στις άθλιες αυτές αφίσες το λαμπερό πρόσωπο του Ρουβά, τονίζει ακόμη περισσότερο την κρεμάμμενη μιζέρια των υπολοίπων.

Από τα ηχεία οι Α-ΗΑ τραγουδάνε το "Summer move on". Το αγέρι του Σεπτέμβρη, κινεί τα κοχύλια που κροταλίζουν έξω από το παράθυρό μου και ο ήχος τους μπερδεύεται με την φωνή του Νορβηγού. Προς στιγμή το βλέμμα μου σκοντάφτει στο μπράτσο μου. Εχει γεμίσει ανοιχτόχρωμες "κυλίδες". Το μαύρισμα αρχίζει να χάνεται στο χρόνο. Κλείνω τα μάτια. Θέλω να δω μια θάλασσα. Να ακούσω ένα κύμμα. Να με τυφλώσει ο ήλιος. Και ας είναι σ' ένα όνειρο.

1 Σεπτεμβρίου 2006

Στις εσχατιές του καλοκαιριού

Caro diario

Στις εσχατιές του καλοκαιριού και επισήμως από σήμερα. Πήρε κι όλας να χαλάει ο καιρός. Το πρωί ένα μαύρο τοίχος από σύννεφα ορθώθηκε απειλητικό γύρω την πόλη, φράζοντας τον ήλιο. Με τον ίδιο καιρό επέστρεφα στο σπίτι. Μόνο που τότε τα σύννεφα είχαν γίνει ένα τεράστιο μανιτάρι που μας σκέπαζε όλους. Τελικά, αποφύγαμε τα πρωτοβρόχια. Κάτι ήταν και αυτό.

Οπως και να είχε, οι περισσότεροι σκέφτονταν στην πρόκριση της ομάδας μπάσκετ στον τελικό. Το 'βλεπες στα μάτια τους. Είχαν κιόλας αρχίσει να μακραίνουν. Μερικοί μου φάνηκαν και κάπως κίτρινοι... Οπως κάθε φορά δεν έλειψαν οι υπερβολές σε μια επιτυχία. Ο καθένας μπορεί να θεωρεί μεγαλύτερη διάκριση, ότι εκείνος φρονεί. Ωστόσο υπάρχει μια ιεράρχιση, που μερικοί καλά θα κάνουν να μην παραβλέπουν. Μεγαλύτερη διάκριση σε ομαδικό άθλημα παραμένει το αργυρό μετάλλιο της εθνικής πόλο γυναικών, στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Και αν ακόμα κερδίσουμε το παγκόσμιο κύπελλο στο μπάσκετ, ένα ολυμπιακό μετάλλιο, ακόμα και στο... ντρέσινγκ της ιππασίας, είναι μεγαλύτερη επιτυχία. Αυτά...

Η πρώτη εβδομάδα στο γραφείο μετά την άδεια πέρασε σαν νερό, σκεφτόμουν στο λεωφορείο. Αναρωτήθηκα αν αυτό ήταν καλό ή κακό. Δεν έμεινα πολύ για να σκέφτομαι την απάντηση. Προτίμησα να κοιτάζω τους βιαστικούς περαστικούς έξω από το παράθυρο και να ρίχνω που και που κλεφτές ματιές στον τύπο του αντικρυνού καθίσματος. Αμυδρά μου θύμιζε έναν Ιταλό "γείτονά" μας στο κάμπινγκ.

Τελικά, πήγαμε και τις διακοπές μας με τον Αρη. Μείναμε δέκα μέρες περίπου στο νησί. Καλά ήταν. Οπως κάθε φορά, τις πρώτες μέρες υπήρχε μια ένταση, ένα κακό αλλά μετά όλα έγιναν καλύτερα. Και με λίγη πεζοπορία βρήκαμε και παραλία για να κάνουμε γυμνοί το μπάνιο μας. Οπως και στα ομαδικά ντους της κατασκήνωσης. Από τις διακοπές νομίζω πως αυτό που θα μείνει περισσότερο στο μυαλό μου, θα είναι εκείνος ο νυχτερινός ουρανός της εχοξής με τα πεφταστέρια πάνω από τα κεφάλια μας, στην έρημη παραλία. Ειδικά, όταν τα κοιτούσα ανάποδα...

Πάει τώρα μια εβδομάδα που έχουμε επιστρέψει. Ολα είναι, όπως τα είχαμε αφήσει πίσω μας, τη μέρα που φύγαμε για το νησί. Μόνο που τώρα είμαστε μαυρισμένοι ακόμη περισσότερο. Ισως και μια ιδέα πιο φρέσκοι. Ο χειμώνας ορθώνεται μπρος μας, μαύρος και παγερός. Ευτυχώς, τα χελιδόνια είναι ακόμα εδώ.

4 Αυγούστου 2006

Δυο μέρες μόνο

Caro diario

Καταπιάνομαι και πάλι με το γράψιμο μετά από αρκετό καιρό. Αν και έχουν συμβεί τόσα πολλά, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου για να γράψω είναι το "τραγούδι" κάτι αποτρελλαμένων από τη ζέστη τζιτζικιών. Στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, ενημερώνει τους εναπομείναντες κατοίκους της πόλης, ότι τον επόμενο Αύγουστο η Αθήνα θα φιλοξενίσει τους 28ους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και το μεθεπόμενο ο Περικλής θα γίνει ξανά κυβερνήτης της... Χαιρετίσματα στον κο. Χουλιάρα.

Ο ανεμηστήρας γυρίζει μανιασμένα, σκορπώντας παλιούς λογαριασμούς και χαρτιά πάνω από το γραφείο. Αποκαμωμένος από τη σημερινή ένταση στη δουλειά δεν μπαίνω καν στον κόπο να τα μαζέψω. Εδώ και λίγο καιρό έχω προαχθεί. Χωρίς να το ζητήσω. Αποδέχθηκα την πρόταση και τώρα πρέπει ν' αποφεύγω τις παγίδες και να παραβλέπω τις μικρότητες, όσων διεκδίκησαν επίμονα τη θέση μέχρι τέλους. Και αυτό είναι το πιο κουραστικό απ΄ όλα...

Σε δυο μέρες θα βρίσκομαι σε κανονική άδεια. Εν Αθήναις... Οι σκέψεις ότι θα βρεθούμε στο αγαπημένο μας νησί με τον Αρη, παρέμειναν σκέψεις και μετά βυθίστηκαν στη θάλασσα της λήθης. Το έβγαλα από το νου μου και το 'ριξα στο να κατεβάζω διαδικτυακές τσόντες. Είναι ένας τρόπος για να ξορκίζω, ό,τι στοιχειώνει το μυαλό μου. Αντε και ο ύπνος. Εκεί όμως παραμονεύουν οι σκιές, που ξεπηδούν από παντού κάθε βράδυ, έτοιμες να πέσουν πάνω μου και να με καταπιούν. Ετσι προτίμησα τη σίγουρη λύση και την πιο ευχάριστη: Eνός παλλόμενου πούτσου μέσα στην οθόνη του υπολογιστή μου...

Χτες αφήσαμε το νοσοκομείο, μετά από παραμονή αρκετών ημερών. Φιληθήκαμε και ανταλλάξαμε αριθμούς κινητών τηλεφώνων με άλλους ασθενείς και ...οδοιπόρους, όπως κάνουν όσοι γνωρίζονται στα νησιά τα καλοκαίρια, παρόλο που κατά βάθος ξέρουν, πως ποτέ δεν θα καλέσουν ο ένας τον άλλον. Το νοσοκομείο είναι ένας μικρόκοσμος που υπάρχει μόνο όσο μας περικλείει. Ο μικρόκοσμος του πόνου. Eκεί γνωρίζεις την άλλη πλευρά της ζωής. Την άσχημη, την επώδυνη. Αυτή που της κρύβεσαι, αλλά σε βρίσκει, συνή8ως μόλις αρχίζεις να αγνοείς την ύπαρξή της. Εκεί γνωρίζεις ανθρώπους για να μοιράζεσαι μαζί τους, αυτό που δεν μοιράζεται: Τον πόνο. Kαι μόλις ο πόνος ξεχαστεί, εσύ ξεχνάς αυτούς και αυτοί εσένα.

Εκεί λοιπόν περνούσα ατέλειωτες ώρες, μετά από ένα κοπιαστικό οκτάωρο στη δουλειά. Κατ΄ επιλογή. Για όλους τους άλλους οι μεσημβρινές ώρες ήταν οι χειρότερες. "Δεν περνάει με τίποτα η ώρα. Και κάνει μια ζέστη, άλλο πράγμα. Πω πω πω!"... Για μένα πάλι ήταν οι πιο καλές. Εκανα βόλτες μέσα στην ησυχία του μεσημεριού. Ερημος ο διάδρομος. Αδειο το "σαλόνι". Μόνο τα βήματά μου και ο ήχος από τους ανεμιστήρες στην οροφή. Που και που κάποια πόρτα άνοιγε. Κάποιος μου έγνεφε. Αόριστα χαιρετούσα μ΄ ένα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω. Από τις ανοιχτές πόρτες παρατηρούσα τους ανθρώπους με τα κλειστά μάτια. Ελληνες, Ρώσους, Αλβανούς, Αφρικανούς ...και τον πατέρα μου. Καλώδια και σωληνάκια να ξεπετάγονται ατίθασα μέσα από τα ξυρισμένα σώματα, σωριασμένα πάνω στ' άσπρα σεντόνια. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν μπορούν να σκεφτούν κάτι άλλο εκτός από την αρρώστεια τους. Εγώ πάντως μπορούσα, βλέποντας τα νεαρά κείνα κορμιά... Είναι φυσιολογικό, τώρα αυτό; Ακόμα δεν ξέρω την απάντηση.

Ο Αρης, λίγες ημέρες πριν την εισαγωγή μας στον "μικρόκοσμο του πόνου", έθεσε θέμα παραμέλησής του από μέρους μου. Αφορμή για αυτό στάθηκε το γεγονός ότι απάντησα σε ένα επαγγελματικό τηλεφώνημα, που είχα δεχθεί σε ακατάλληλη, ομολογώ στιγμή μας. Επέστρεψα στο κρεβάτι έτοιμος να τον φιλήσω, αναθερμένοντας έτσι, όσα είχαν μείνει στη μέση. Εκείνος κάτι μουρμούρησε και άφησε με ένα σάλτο, που θα το ζήλευε και ο Λούης Τσάτουμας το κρεβάτι μας. Χώθηκε στο μπάνιο και όταν βγήκε ήταν ένας άλλος, Αρης. Με μιας αποφάσισα να του προσθέτω τον επιθετικό προσδιορισμό "άγνωστος". Κάτι, σαν τον στρατιώτη του συντάγματος. Χωρίς να με κοιτάξει, (όχι ο Στρατιώτης, ο Αρης) βγήκε εκείνος στο μπαλκόνι και εγώ στο δρόμο για το σπίτι μου.

Μιλήσαμε την επόμενη. Λόγια τυπικά, μετρημένα. Κάποια άλλη μέρα πάλι, μου ανακοίνωσε ότι προέκυψαν δουλειές στο χωριό του και δεν θα έρθει μαζί μου στο νησί, για μια εβδομάδα διακοπών, όπως είχαμε σχεδιάσει. Δεν έδωσα συνέχεια στο θέμα γιατί εκείνες τις ημέρες δεν χωρούσε στο μυαλό μου και θέμα "Αγνωστου Αρη", . Και μάλλον καλά έκανα, γιατί χθες είπε ένα "Θα δούμε", όσον αφορά το θέμα "Διακοπές" και σιγά σιγά επανέρχεται σε μια πιο φυσιολογική συμπεριφορά...

..Οπως και η θερμοκρασία, που επιτέλους πλησίασε τους 40, πάνω που άρχισε να μικραίνει η μέρα. Αντε γιατί κοντεύει να τελειώσει το καλοκαίρι και ακόμα δεν είχαμε ιδρώσει. Τα δωμάτια σκοτεινά με τα κλειστά πατζούρια, να δημιουργούν μια ψευδαίσθηση δροσιάς. Ο ήχος του ανεμιστήρα μπερδεύεται με κάτι ξεστρατισμένα "μοτοσακό", που 'λέγε και ο συγχωρεμένος ο παππούς. Οι περισσότεροι γείτονες αναχώρησαν κιόλας, πριν μπει καλά καλά ο Αύγουστος.

Μείναμε μόνοι μας πατέρα, αλλά μη σκας. Θα τα περάσουμε μια χαρά οι δυό μας. Θα το δεις. Αλλωστε έχουμε να πούμε πολλά. Τόσα, όσα ποτέ δεν είπαμε οι δυό μας, για 30 τόσα χρόνια. Καιρός λοιπόν να γνωριστούμε. Τι λες;

YΓ.
Γρίζα χρόνια άσπρα χιόνια
μου ΄τυχαν τα μαύρα πιόνια,
η παρτίδα μου στη μέση,
τ' αλογα στην ίδια θέση.

27 Ιουνίου 2006

Δύο κηδείες και ένας γάμος

Caro Diario

Τελικά, μόνο από το γραφείο, καταφέρνω να γράψω κατιτίς. Μετά από απουσία μερικών ημερών, επέστρεψα σήμερα για δουλειά. Ολα τα ίδια, όπως πριν. Εφυγα με δύο κηδείες και γύρισα με ένα γάμο. Ετσι, λένε είναι η ζωή. Ισως να έχουν και δίκιο. Δεν μπορώ τώρα να σκεφτώ κάτι γι΄αυτό. Μπορεί και να μη θέλω. Πίνω τη τελευταία γουλιά νερού, ενώ φροντίζω να αφήσω λίγο στο μπουκάλι για να το μοιραστώ με το τελευταίο φυτό, που συνεχίζει να πασχίζει για τη ζωή του, πάνω στο γραφείο μου.

Τριγύρω μου η ίδια καθημερονότητα ποτίζει τη ζωή στο μικρόκοσμό μας. Οι ίδιες ανούσιες συζητήσεις από τους συναδέλφους. Ιδια και η τεμπελιά μου. Υπάρχουν στιγμές που μου 'ρχεται να ουρλιάξω. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν και άλλοι εδώ, που έχουν την ίδια ανάγκη μ΄εμένα. Τους κοιτώ διερευνητικά έναν προς έναν προσπαθώντας να βρω απάντηση στην απορία μου. Η προσπάθεια δεν φέρνει κανένα σίγουρο αποτέλεσμα και σύντομα παραιτούμαι.

Κοιτάζω το ρολόϊ στο taskbar και σκέφτομαι ότι χθες τέτοια ώρα, έκανα μπάνιο κάπου στο Ιόνιο. Η αναπόληση αυτή, νιώθω ότι δεν μου κάνει καλό και για να της ξεφύγω, πατάω για λήψη των email. Ενα μεγάλο πλήθος μηνυμάτων τρέχει μανιασμένα μέσα στο παράθυρο. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι για πέταμα. Ηθελα να' ξερα, τους είπε κανείς, πως έχω μικρό πουλί; Σιχτιρίζω αορίστως τους αποστολείς και συνεχίζω να κοιτάω με βλέμμα, που κατά διαστήματα θολώνει, τη λίστα των μηνυμάτων μου.

Ενας γδούπος στο τζάμι του παραθύρου, με κάνει να σηκώσω τα μάτια. Ισα ίσα που πρόλαβα να δω ένα σπουργίτη να πέφτει με δύναμη πάνω στο τζάμι. Δεν το είδα ξανά, σημάδι ότι τώρα θα είναι νεκρό, πάνω στο πεζοδρόμιο. Αποφαίνομαι ότι ήταν στα σίγουρα αυτοκτονία. Η απέναντι συνάδελφος ξαφνιάζεται και διακόπτει για λίγο το τηλεφώνημά της. Με ρωτά, τι ήταν ο θόρυβος αυτός. Της εξηγώ και αφού μονολογεί κάτι αόριστα συμπονετικό για την κακοτυχία του πτηνού, συνεχίζει την αέναη τηλεφωνική της συνομιλία.

Παρόλο που θέλω ν΄ανάψω τσιγάρο, αποφασίζω να μη το κάνω. Τώρα το ρολόι μου δείχνει ότι μπορώ να φύγω, αφού από ώρα έχω συμπληρώσει τις απαιτούμενες ώρες στο γραφείο. Σκέφτομαι, τι ωραία που θα είναι έξω, όταν χωθώ μέσα στη ζέστη του απομεσήμερου. Οταν θα πάρω το λεωφορείο για το σπίτι. Οταν θα δω τον Αρη να με περιμένει στον κίτρινο καναπέ. Χαμογελώ με την σκέψη αυτή. Μαζεύω γρήγορα τα πράγματα, ρίχνω μια ματιά στο ξεδιψασμένο φυτό μου και αποχαιρετώ τη μέρα.

19 Ιουνίου 2006

kalinixta kai se sena

Caro Diario

Το Σαββατοκύριακο πέρασε γρήγορα. Η γειτονιά αλάλαζε σε κάθε γκολ που έμπαινε ή χάνονταν στη μακρυνή και καταπράσινη Γερμανία. Και για το γκολ αυτό καθ΄αυτό, ποιός χέστηκε. Για το παιγμένο στοίχημα γινόταν ο ντόρος. Ετσι τουλάχιστο υπέθεσα. Εκλεισα λίγο τα παράθυρα και αφοσιώθηκα στο "Μπρούνο Ζάουλι", που κατ΄εμέ είναι το πιο συναρπαστικό γεγονός του στίβου. Αφησα τους κοιλιακούς του Κριστιάν Ρονάλντο για εκείνους του Περικλή Ιακωβάκη. Πάντα μ΄αρεσε ο κλασσικός αθλητισμός. Πολλά πράγματα μ' αρεσαν πριν ακόμα τα κατανοήσω. Τέλος πάντων. Πάντως ακόμα θυμάμαι ότι στην εκκίνηση έβλεπα την απόσταση μπρος μου και ήθελα όσο τίποτα άλλο να τρέξω προς τον τερματισμό.

Το βράδυ του Σαββάτου ξημερώθηκα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, ανταλλάσοντας μηνύματα με ξενύχτηδες από την άλλη άκρη της πόλης. Λέξεις που τις έχεις σιχαθεί να τις βλέπεις αναβοσβήνουν σταθερά πάνω στην οθόνη σου. "Apo,? - stats?- miso - Τi psaxneis? - Τi saresei? - ela - xoro exeis?" Συνήθως τις αγνοώ στέλνοντας ένα "buzy". Μερικές φορές απαντώ συμμετέχοντας σε ανούσιες συζητήσεις, που το πολυ πολύ να καταλήξουν σε ανταλλαγή τηλεφωνικών αριθμών. Την επόμενη κι όλας έχουν σβηστεί χωρίς τύψεις μάλιστα, από τη sim του κινητού και ο κάτοχος τους από την μνήμη μου.

Υπάρχουν όμως φορές που διαπιστώνεις ότι μπορείς να πεις δυο λόγια παραπάνω. Και τα λες. Κοιτάς το ρολόι και ξαφνικά βλέπεις ότι κοντεύει να ξημερώσει. Ψάχνεις σε συρτάρια γιατί κάπου θυμάσαι πως είχες καβατζώσει ένα τσιγάρο για ώρα ανάγκης. Το τελευταίο πριν πεις "kalinixta". Κλείνοντας μπορεί να σου περάσει απ' το μυαλό, ότι ίσως και να θέλεις να γνωρίσεις αυτόν που βρίσκεται πίσω από την άλλη οθόνη και τώρα γράφει με τη σειρά του "kalinixta kai se sena".

Εκλεισα τον υπολογιστή την ώρα που σκεφτόμουν το πως γνώρισα τον Αρη, μέσα από μια οθόνη, χρόνια πίσω. Τότε που υπήρχε το pirch 32 και το icq ήταν ακόμα beta. Το πρώτο φως της Κυριακής είχε φτάσει μέχρι το παραθυρό μου. Tράβηξα τις κουρτίνες και αποκοιμήθηκα βλέποντας παράξενα όνειρα για θεούς και εραστές.

13 Ιουνίου 2006

Η σύναξις των νεφών

Caro Diario

Κοιτάζω βαριεστημένα έξω από το παράθυρο του γραφείου. Μια ώρα πριν τη συμπλήρωση του τυπικού οκταώρου. Τα βλέφαρα βαριά, όπως και ο ουρανός που όσο περνά η ώρα σκοτεινιάζει πιότερο. Στο βάθος μια αστραπή σχίζει στα δύο τον σκοτεινό ορίζοντα. Ανάβω τσιγάρο. Το τελευταίο από τα λιγοστά, που φέρνω πια μαζί μου. Σκέφτομαι ότι στατιστικά θα ζήσω έντεκα λεπτά λιγότερο. Μετά από δαύτη τη σκέψη, θυμάμαι ότι σήμερα είναι Τρίτη και 13.

Το τριήμερο πέρασε χωρίς να πάω πουθενά. Πηγαινοερχόμουνα απλά στον Αρη. Λόγω καιρού αναβάλλαμε να πάμε για κάμπινγκ στο Μαραθώνα. Τις νύχτες έκλεινα και το παράθυρο γιατί έκανε κρύο. Το κάμπινγκ μας μάρανε. Χτες μετά από παρακάλια και γαλιφιές του Αρη, πείστηκα να κατεβούμε κέντρο για φαγητό. Εψαξα στην ντουλάπα για μακρυμάνικο φούτερ και τελικά φόρεσα ένα δικό του, που μου φάνηκε πιο ζεστό.

Στη μία κάναμε βόλτες στο Μοναστηράκι, μαζί με εκατοντάδες ξανθούς και καθ΄όλα καλοκαιρινούς τουρίστες. Κάτι στον αέρα θύμιζε τον Αύγουστο του 2004. Τελικά μάθαμε ότι ένα κρουαζιερόπλοιο είχε πιάσει Πειραιά. "Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουλδούδικα" έκανα μιμούμενος τη φωνή της Καλουτά, και ο Αρης έσκασε στα γέλια, καθώς πλησιάζαμε στην πλατεία.

Φάγαμε στου Μπαϊρακτάρη μαζί με δεκάδες άλλους, ακούγοντας κάτι μπουζούκια να πετάνε τουριστικο-λαϊκές νότες στα αφτιά των πεινασμένων. Στους τοίχους η τσίκνα να τρέχει σαν αδιόρατο δάκρυ από τις καδραρισμένες πόζες του διάσημου ιδιοκτήτη με της κάθε λογής διασημότητες. Προς στιγμή μου 'ρθε να φωνάξω "Θαύμα, θαύμα", αλλά αντί γι' αυτό μου ήρθε λόξιγκας. Τον έπνιξα σε μια μεγάλη γουλιά παγωμένης μπύρας.

Βγήκαμε στο υγρό απόγευμα. Μου' ρθε να πάρω αγγαλιά τον Αρη και να περπατήσουμε χέρι χέρι ανάμεσα στους τουρίστες της Πανδρόσου. Ανηφορίζαμε προς το Σύνταγμα, ενώ τα σύννεφα μαζεύονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Κάναμε μια τουριστική στάση στην Μητρόπολη, κολλημένοι πίσω από ένα τσούρμο αλλοδαπών. Δεν είχε μπεί μέσα ποτέ πριν ο Αρης. Του φάνηκε μικρότερη σε σχέση με ότι φανταζόνταν βλέποντας το ναό από την τηλεόραση. Ανάψαμε από ένα κερί και βγήκαμε από την πλαϊνη πόρτα, στη μεριά του παρακλησσιού. Οι πρώτες ψιχάλες στιγμάτιζαν πια τα μάρμαρα της πλατείας.

Χωθήκαμε γρήγορα σε ένα μικρό καφέ στη Νίκης. Εκεί θα συναντούσαμε την αφιχθήσα εξ Αμερικής Μπία. Η τηλεόραση στη διαπασών να διαλλαλεί κάποια ποδοσφαιρική μάχη και έξω η βροχή να ξεπλένει τους βρώμικους δρόμους. Γρήγορα το καυσαέριο της πόλης, υγροποιημένο έτρεχε σταχτί στις άκρες των δρόμων. Είχαμε πιει ήδη τους καφέδες με τα πλούσια κολομβιανά αρώματα, όταν εισέβαλε στο άνοιγμα του μαγαζιού η αγαπημένη μας φίλη, με αδιάβροχα, ομπρέλα και όλα τα εφόδια ενάντια στην καλοκαιρινή μπόρα.

Οι διηγήσεις της δεν είχαν τέλος και η βροχή πίσω της δυνάμωνε. Πήρα και δεύτερο καφέ. Από την Καραϊβική αυτή τη φορά. Η Μπία διαχυτική όπως πάντα. Μιλούσε, γελούσε και συνέχιζε απτόητη να εξιστορεί τις περιπέτειες της στον Αμερικανικό νότο. Κάθε τόσο έριχνε μια ματιά πίσω της για να διαπιστώσει, με μια δόση ανακούφισης ότι "ακόμα βρέχει παίδες" και συνέχιζε να μας φτιάχνει το κέφι. Ακόμα και όταν έμπαιναν τα γκολ στη Γερνανία, η δική μας αντάρα ήταν μεγαλύτερη.

Αποχαιρετηστήκαμε στα πεταχτά, Μητροπόλεως και Νίκης γωνία, την ώρα που οι τελευταίες στάλλες της βροχής ενώνονταν με τη βρωμιά της πόλης. Τα φώτα είχαν πια ανάψει όταν κατεβαίναμε τις σκάλες για το Μετρό. Στις αποβάθρες ήταν σχεδόν έρημα. Ηταν σχεδόν Κυριακή. Από τα ηχεία χυνόταν γλυκόπικρα η μουσική της Ρεμπούτσικα από το "Αθήνα - Θεσσαλονίκη". Κοίταξα στα μάτια στον Αρη, ενώ ένα δάκτυλό μου, κρεμάστηκε στο μπράτσο της καρέκλας για να αγγίξει για λίγο το τζίν του.
- Τί; Εκανε εκείνος
- Τίποτα, είπα και άνοιξα περισσότερο τα μάτια μου για να γεμίσουν με την εικόνα του.

1 Ιουνίου 2006

Tης Αναλήψεως

Caro Diario

Της Αναλήψεως σήμερα. Αφήνουμε οριστικά την πασχαλινή περίοδο, που συμπίμπτει με την πρώτη μέρα του Ιούνη. Τέρμα τα "Χριστός Ανέστη" και τα "Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου". Επιστροφή στις "καλημέρες". Από σήμερα μπορούν να αρχίσουν και τα θαλάσσια μπάνια, για όσους παραμένουν πιστοί στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις. Το είχα παντελώς ξεχάσει, αλλά μου το θύμισε ένας φίλος καθώς μιλούσαμε σε κάποιο παράθυρο του msn. Αχνά, θυμήθηκα και τη γιαγιά μου, που αρνιόταν πεισματικά να με πάει στη θάλασσα, πριν να περάσει η μέρα της Αναλήψεως. Εγώ βέβαια έπεφτα κάτω, χτυπιόμουν, φώναζα, ώσπου με πήγαινε. Και τώρα βλέπω τα δάκτυλά μου καθώς χτυπούν τα πλήκτρα, πως έχουν μαυρίσει από τον ήλιο. Χθες το βράδυ καθώς έπεσα να κοιμηθώ, αγγάλιασα τους ώμους μου. Εκαιγαν από τον συσωρευμένο ήλιο του απογεύματος. Μια υγρή ζεστασιά με άρωμα ενυδατικής κρέμας ανάκατη με την εναπομείνουσα αλμύρα.

Σήμερα στη δουλειά επικρατεί μια παράξενη ησυχία. Πιάνω να μετρώ πόσα μπάνια έχω κάνει. Δεν μπορώ να καταλήξω κάπου με σιγουριά. Μπερδεύονται οι μέρες, τα κύμματα, τα πρόσωπα. Τα παίρνει ο αέρας και εγώ παραδίνομαι, μην αντέχοντας άλλες σκέψεις. Αφήνω το βλέμμα να πλανηθεί για λίγο έξω από το παράθυρο του γραφείου. Καταλαβαίνω πώς η επιθυμία να βρεθώ και σήμερα στη θάλασσα, χωρίς ρούχα, χωρίς σκέψεις είναι μέσα μου ζωντανή και προσπαθεί να κρατηθεί στην ταραγμένη επιφάνεια του μυαλού μου.

Ή Δευτέρα, ή Τρίτη ήταν, όταν φτάνοντας στη θάλασσα υπήρχαν μόνο τρεις νεαροί ανεβασμένοι πάνω στο ψηλότερο βράχο της ακτής. Επρεπε να περάσω ανάμεσά τους για να φτάσω στο σημείο που συνήθως καθόμαστε με τον Αρη. Τελικά έμεινα εκεί όπου είχα κατέβει. Είδα την αγριεμένη θάλασσα να προσπαθεί να με τραβήξει μέσα της. Της έκλεισα το μάτι, και δέχτηκα να αναμετρηθώ αργότερα με τα κύμματά της. Εβγαλα τα ρούχα μου, έστρωσα την πετσέτα, έφτιαξα καφέ και άναψα τσιγάρο. Πρόσεξα καλύτερα τους νεαρούς μπροστά από τον ήλιο. Δεν ήταν πολύ μικροτέροι μου τελικά. Φορούσαν τις βερμούδες τους με λυμένα τα κορδόνια. Κατεβασμένες χαμηλά μέχρι τις ατίθασες τρίχες του ίσιου τους υπογάστριου. Σηκωμένα τα πατζάκια μέχρι ψηλά στον καβάλο. Σκέλια ανοικτά να προσκαλούν τον ήλιο να χωθεί ανάμεσα τους. Χέρια απλωμένα προς τα πίσω για να στηρίζουν τους δυνατούς κορμούς. Μιλούσαν αντικρυστά, ξερνώντας τους γαλαζωπούς καπνούς των τσιγάρων τους.

Μέσα στην ερημιά του απομεσήμερου και την αγριάδα του τοπίου, εκείνοι οι τρεις νεαροί φάνταζαν μαγικοί και απόκοσμοι. Πλάσματα ενός άλλου πλανήτη, που ξαφνικά είχα πέσει μπροστά τους. Φοβήθηκα μην τους τρομάξω και χαθούν με μιας από τα μάτια μου. Δεν χάθηκαν. Προσπάθησα να θυμηθώ αν τους είχα ξαναδεί εκεί. Τι σήμασία είχε; Ο ήλιος αρχιζε να με καίει. Είχα κίολας ιδρώσει. Σηκώθηκα να πέσω στην άγρια θάλασσα. Επρεπε να κρατήσω την υπόσχεση που της είχα δώσει.

Κάποιος ερχόταν από τα δεξιά προς το μέρος μας, πηδώντας γυμνός από βράχο σε βράχο. Συνέχισα να κατηφορίζω προς την άκρη του δικού μου, που για πρώτη φορά μου έμοιαζε με βατήρα. Θα πηδούσα από εκεί. Ηξερα τον βυθό, στο σημείο αυτό. Είχα σχεδόν φτάσει στην άκρη. Τα κύμματα θεόρατα σκάγανε με δύναμη κάτω από τα πόδια μου, όπως τα βλέμματα των τριών έπεφταν απάνω μου. Γύρισα δεξιά και τους κοίταξα και εγώ. Για μια στιγμή. Την επόμενη είχα πηδήξει.

Το νερό θελκτικό από τη ζέστη μιας ολόκληρης μέρας. Με δυσκολία κολύμπησα προς τα μέσα για να απομακρυνθώ από τα βράχια. Τα βουνά απέναντί μου μια μεγάλωναν και μια μικραίναν ανάλογα με το ύψος των κυμμάτων. Κοίταξα το γαλανόλευκο Ευβοϊκό που ερχόταν κατά πάνω μου. Επρεπε να σκεφτώ έναν τρόπο να βγώ σώος. Υπολόγισα την ταχύτητα και τη συχνότητα των κυμμάτων. Πλησίαζα προς τα βράχια. Επρεπε να πιαστώ την στιγμή, της υποχώρησης των νερών. Ηξερα ένα "σκαλοπάτι" που κρυβόταν μπροστά μου, σχηματισμένο από την αλμύρα. Τεντώθηκα έξω από το νερό για να πιαστώ από την άγρια πέτρα. Χρυσές στάλλες νερού γεμάτες από ήλιο, κύλησαν από το χέρι μου και ενώθηκαν με τη θάλασσα τη στιγμή που το πόδι μου πατούσε στο "σκαλοπάτι". Τράβηξα το κορμί μου, που ανέβηκε με τη βοήθεια του επόμενου κύμματος. Την είχα κερδίσει τη θάλασσα. Οπως και τα βλέμματά τους.

Εκείνος που ερχόνταν από πέρα είχε φτάσει μέχρι σ' εμάς. Πέρασε ανάμεσά τους. Αγγιξε τον έναν στα μαλλιά. Είπε κάτι και εκείνοι χαμογέλασαν. Ο ένας από τους νεαρούς, κοίταζε μια ψηλά στα μάτια τον επισκέπτη μας και μια χαμήλωνε τα μάτια του στον ανεμίζοντα ανδρισμό του. Γρήγορα τους άφησε και κίνησε προς το μέρος μου. Με ρώτησε αν κολύμπησα. Απάντησα μονολεκτικά. "Ετσι είναι τα νιάτα", είπε και προχώρησε. "Θα ξανάρθω" είπε και χάθηκε πίσω από τις πέτρες, στ΄αριστερά μου.

Οι τρεις, ξαναμένοι από τον ήλιο, αλλά μην ρισκάροντας μια βουτιά, κατέβηκαν από τον βράχο τους σαν αρπακτικά από το κλαρί τους. Βρέθηκαν μια ανάσα δίπλα μου. Ο αέρας γέμισε με μιας άρωμα αντιηλικού και ιδρώτα. Τράβηξαν ακόμα πιο χαμηλά τα μαγιώ τους και ξάπλωσαν με τα χέρια ανοικτά σαν ναυαγοί πάνω στη ζεστή πέτρα. Αμίλητοι, μπροστά μου. Τα κύμματα τούς έβρεχαν καθώς έσπαγαν πάνω στα βράχια. Εβλεπα τα ρυάκια τ' αλμυρού νερού να τρέχουν από τους λόφους των κορμιών τους. Να κυλάνε στις πεδιάδες της κοιλιάς για να χαθούν τελικά στο σκουρόχρωμο δάσος που ξεπρόβαλλε μέσα από το μαγιώ τους. Τους κοιτούσα χωρίς πόθο. Χωρίς περιέργεια για το αν είναι gay, g0y, bi, straight... Μονάχα θαυμασμό για την ομορφιά και τα δροσερά τους νιάτα.

Παρόλο που περνούσε η ώρα, ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Τα κύμματα δυνάμωσαν κι΄αλλο. Κλαδιά και ένα άδειο ντεπόζιτο ταξίδευαν μέσα στη θάλασσα. Ο ήλιος χαμήλωσε κι άλλο και σκούρυναν τα βράχια. Μάζεψα τα πράγματα, φόρεσα το μαγιώ μου και χωρίς να κοιτάξω πίσω, παρέδωσα του νεαρούς στη νύχτα, βέβαιος για την αναλήψή τους...

25 Μαΐου 2006

Τα παλιά καλοκαίρια

Caro Diario

Μια ώρα πριν φύγω για το σπίτι. Κολλημένοι οι δείκτες στο ρολόι μου. Κλείνω μία ή δύο εβδομάδες - δεν θυμάμαι- που μετακόμισα στην καινούρια μου θέση. Από εδώ δεν βλέπω πια το μεγάλο ρολόι πάνω από την πόρτα. Ούτε και την περίεργη συνάδελφο. Νέα πρόσωπα τριγύρω μου. Το γραφείο μου βρίσκεται δίπλα στο μεγάλο παράθυρο με τις γαλαζωπές περσίδες. Απεναντί μου έχω μια άλλη συνάδελφο, σκημμένη πάντα πάνω από την οθόνη του υπολογιστή της. Ευτυχώς δεν μου απευθύνει συχνά το λόγο. Δεν προλαβαίνει, αφού μιλά συνεχώς στο τηλέφωνο. Πιο πίσω μια τηλεόραση αναμεταδίδει συνεχώς αδιάφορες εικόνες.

Εξω από το παράθυρο, το καλοκαίρι ενέσκυψε φουριόζο, κάνοντας τις πικροδάφνες να ανοίξουν τα πρώτα τους λουλούδια. Μικρά ροζ, κίτρινα ή λευκά σημάδια τρέχουν αντίθετα στους δρόμους της πόλης. Σήμερα τα πρόσεξα. Θέριαψαν και οι μουριές στα πεζοδρόμια, ενώ τα αγριόχορτα πιάσαν να κιτρινίζουν. Βγήκαν γρήγορα και τα καλοκαιρινά μας από τις σκοτεινές ντουλάπες, μυρίζοντας λεβάντα και κάμφορα. Τα παπλώματα χώθηκαν όπως όπως σε σακούλες και σκαρφάλωσαν στο πατάρι και τα χαλιά σηκώθηκαν και αυτά σε μια νύχτα. Το ψυγείο γέμισε αναψυκτικά και μπουκάλια με νερό. Στο ντουλάπι οι καφέδες φίλτρου αντικαταστάθηκαν από κουτιά φραπέδων με άρωματα φουντουκιού και βανίλιας. Οι ανεμιστήρες ξεσκονίστηκαν πανέτοιμοι να πολεμήσουν τους καύσωνες. Το καλοκαίρι είναι κι όλας εδώ.

Θυμάμαι τα παλιά καλοκαίρια με τη μάνα μου καθισμένη στον ίσκιο της μικρής βεράντας να καθαρίζει τα αιώνια φασολάκια, τις μελιτζάνες και τις μπάμιες. Τις μυρωδιές από τσιγαρισμένο κρεμμύδι και σάλτσες με βασιλικό και δύοσμο. Στα μπαλκόνια οι αγαπημένες της ορτανσίες με τα εντυπωσιακά τους ροζ λουλούδια. Τις γαρδένιες να σκορπούν το λεπτό τους άρωμα, κάθε φορά που περνούσαμε από δίπλα τους. Και η λεύκα, κάτω στο δρόμο, ψηλή όσο το σπίτι μας, να γίνεται ένας ίσκιος για τα ζεστά απομεσήμερα της εφηβείας μου. Το σκοτεινό μπάνιο, με τα παλιομοδίτικα πλακάκια στους τοίχους, για τα δροσερά ντους μετά τη θάλασσα. Την άμμο που γέμιζε το λευκό της μπανιέρας. Τη μεσημεριανή ησυχία του σπιτιού. Και μόλις ερχόταν το απόγευμα, θυμάμαι τη φασαρία της κουζίνας για τους φραπέδες και τις βυσσινάδες. Τα πήγαιν' έλα των φίλων που επέμεναν να με τραβολογούν σε βόλτες για γκόμενες και φλιπεράκια. Και από μέσα η φωνή της μάνας μου να ρωτά αν θα αργήσω να γυρίσω το βράδυ. Τον αέρα που τρύπωνε κάτω από τα πουκάμισα μας καθώς τρέχαμε πάνω στα φασαριόζικα μηχανάκια. Τις μπύρες και τα ποτά κάτω από ξεθωριασμένες ομπρέλες. Τα ενοχικά βλέμματα στα αγόρια με τα στενά τζιν. Και θυμάμαι ακόμα, τα ζεστά σκοτάδια του σπιτιού κάθε που γύριζα. Την επιθυμία, που τρύπωνε κάτω από τα άσπρα σεντόνια. Τα όνειρα που έκανα, περιμένοντας τον ύπνο να βαρύνει τα βλέφαρα. Εκεί στο σκοτάδι, με το φιδάκι μια κόκκινη τελεία στο πάτωμα να διώχνει τα κουνούπια και τους εβηφικούς εφιάλτες μου...

24 Μαΐου 2006

Οι ρίγες στο ταβάνι

Caro Diario

Κοιμόμουν γυμνός στο κρεβάτι μας, που όμως δεν βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα , αλλά σε ένα σκοτεινό διάδρομο στη δουλειά. Πόδια ανοικτά, χέρια σε διάσταση. Παρότι παραδωμένος στο θεό του ύπνου, έβλεπα συναδέλφους να περνούν μπροστά από τ' απλωμένα πόδια μου. Για μια στιγμή ντράπηκα για τη γύμνια μου. Το πρόσωπο μου χωμένο μέσα στα μαξιλάρια. Μουσκεμένος σε έναν πυχτό ιδρώτα που λίμναζε ολόγυρα.

Δίπλα μου κοιμόταν μια άγνωστη γυναίκα. Την κοίταζα. Δυο μαύρα μάτια διαπέρασαν το σώμα μου. Με κοιτούσαν χωρίς να με βλέπουν. Την πρόσεξα καλύτερα. Μαλλιά μαύρα, μακρυά ως τα γόνατα. Ενα δέρμα λευκό σαν ξωτικού που μύριζε καρύδα ή έτσι μου φάνηκε. Χείλια λεπτά. Δύο ροζ, κυρτές γραμμές, που αγγάλιαζαν η μια την άλλη. Πρόσεξα τα μάτια της. Μαύρα και μεγάλα, σαν των καρτούν. Ξαφνικά άπλωσε το χέρι της να με αγγίξει. Αποτραβήκτηκα πίσω, ενώ το λευκό χέρι πλησίαζε απειλητικά. "Ελα" είπε, χωρίς να σαλέψουν οι ροζ γραμμές των χειλιών της. Υπάκουσα. Κρατώντας την αναπνοή μου, περίμενα το άγγιγμά της. Στην αρχή ήταν μια λάμψη. Τα δάκτυλά της πάνω στο στήθος μου. Και τότε, με μια απότομη κίνηση χώθηκαν στις σάρκες μου. Φωτιά ξεπήδουσε από μέσα μου. Φώναζα αλλά δεν έβγαινε καμιά φωνή. Εψαχνα τον Αρη αλλά δεν ήταν εκεί. Λύγισα και έπεσα προς τα πίσω. Ξέπνοος και νεκρός.

Ανοιξα τα μάτια για να δω την κόλαση. Αντί γι' αυτή είδα τις ρίγες από το απογευματινό φως να χαρακώνουν το ταβάνι. Ανασηκώθηκα στους αγκώνες. Το βλέμμα μου έγειρε πρώτα στον τοίχο με το γυμνό σκίτσο πάνω από το κρεβάτι. Χαμήλωσε περισσότερο. Είδα τον Αρη να κοιμάται. Μια ανάσα-λίβας βγήκε από μέσα μου. Αφέθηκα και έπεσα πίσω για να κοιτάζω ξανά τις ρίγες στο ταβάνι. Ο ιδρώτας, που μπορεί να ήταν και δάκρυ κύλησε μέσα στα μάτια μου. Γύρισα στο πλάι ν' αγγαλιάσω τα πόδια του Αρη. Τα τράβηξα στο στήθος μου και ένοιωσα τη ζέστη τους πάνω από την καρδιά μου. Αποκοιμήθηκα με τα μάτια ανοικτά.

15 Μαΐου 2006

Στη θάλασσα

Caro Diario

Ο ζεστός ήλιος της χθεσινής Κυριακής με έπεισε ότι είχε έρθει η ώρα για παραλία. Και επισήμως. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο μαζί με όλα τα "μπανιερά" μας. Ομπρέλα, νερά, αντηλιακά, πετσέτες... Βγήκαμε στη Μαραθώνος. Τα νεαρά πλατάνια στις άκρες της λεωφόρου, είχαν βρει την μεταολυμπιακή τους χρήση. Πράσινα πια, σημάδι και αυτό, ότι η άνοιξη - τουλάχιστο αυτή- είναι εδώ. Οπως και τα πολλά αυτοκίνητα που έτρεχαν στο πλάι μας. Πότε δεξιά, πότε αριστερά. Όλοι για να βρουν τη θάλασσα. Ο Αρης δίπλα μου κάθε τόσο έλεγε και ένα "Πρόσεχε το μπροστινό", "Ανάβει κόκκινο" και άλλα τινά. Δεν με θεωρεί καλό οδηγό. Χαλάρωσα στη θέση του οδηγού. Εβαλα την κασέτα με τα αγαπημένα μου γιουροτράγουδα και αποφάσισα ότι δε με ένοιαζε η κίνηση. Ηθελα να βγάλω και το χέρι έξω, αλλά τα παράθυρα στο σαραβαλάκι μας, είναι... φιξ. Αρχιζε να κάνει ζέστη. Ο πρώτος κόμπος ιδρώτα έτρεχε ήδη στο μέτωπό μου και ήταν μόλις 11. Ούτε αυτό με ένοιαζε. Μετά τη Νέα Μάκρη η κίνηση μειώθηκε. Μετά την στροφή για το κωπηλατοδρόμιο ο δρόμος άδειασε. Πάντα τα βλέμματά μας στέκονται λυπημένα στην
εγκαταλειμένη ολυμπιακή εγκατάσταση, κάθε φορά που πρέπει να περάσουμε από τη μεγάλη και έρημη λεωφόρο της. Εκεί που περάσαμε δύο καλοκαίρια. Φάνηκε η θάλασσα και ευτυχώς το βλέμμα μας βούλιαξε μέσα της.

Αφήνοντας το δάσος του Σχινιά, έστριψα αριστερά για τον οικισμό. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσουμε. Ολα ήταν ίδια όπως πέρσυ. Εκτός από τα πολλά νέα σπίτια, που είχαν σκαρφαλώσει μέσα σε ένα χειμώνα σαν παράσιτα στις σάρκες του βουνού. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη
του δρόμου. Από κάτω ο ευβοικός καθάριος και διάφανος μας καλοσώριζε. Δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Σημάδι ότι κάτω υπήρχε λιγοστός κόσμος. Με όλα τα απαραίτητα ανά χείρας, αρχίσαμε την κατάβαση στα βράχια. Σε λίγο βρισκόμασταν στην άκρη της θάλασσας, πάνω σε ένα μεγάλο και ζεστό από τον ήλιο βράχο. Παραδίπλα ένα ζευγάρι ετεροφυλόφιλων λιάζονταν στον ήλιο. Βγάλαμε όλα μας τα ρούχα και κάναμε και εμείς το ίδιο. Ο ήλιος έκαιγε αρκετά. Ενα αεράκι
όμως έφερνε τη δροσιά της θάλασσας πάνω μας. Οταν ο ήλιος με ζέστανε αρκετά, αποφάσισα να δοκιμάσω τη θερμοκρασία του νερού. Ηταν κρύο. Περισσότερο από ότι νόμιζα για την εποχή. Αφού
βράχηκα λίγο, βούτηξα με τη μία, αφού η διαμόρφωση δεν επιτρέπει άλλο τρόπο να πέσει κανείς στη θάλασσα. Ενοιωσα χιλιάδες καρφιά να με τρυπάνε. Γρήγορα όμως το κρύο νερό έγινε υποφερτό. Μέχρι την τρίτη βουτιά, ήταν πραγματικά απολαυστικό!

Εβλεπα τον Αρη, όση ώρα κολυμπούσα. Ξαπλωμένος, να στηρίζει με το ένα χέρι το κεφάλι του για να διαβάζει εφημερίδα, να πίνει λίγο από τον καφέ, να ανάβει τσιγάρο, να με ψάχνει με το βλέμμα του. Ο ήλιος μέσα στα μαλλιά του, που μέχρι τον Αύγουστο θα έχουν γίνει πιο ξανθά. Ο αέρας να τρέχει πάνω στις πλαγιές του κορμιού του. Ξαφνικά έννοιωσα την ανάγκη να το αγγίξω και εγώ. Βούτηξα με μια ανάσα για την άκρη του βράχου. Ο βυθός έτρεχε πρασινωπός κάτω από το σώμα μου. Εβλεπα τη σκιά μου πάνω στα βότσαλα να προχωρά γρήγορα. Κάτι μικρά ψάρια έφυγαν αλαφιασμένα μακρυά μου. Το χόρτα χόρευαν μέσα στο νερό, που απλώνονταν για να πιάσουν το φως του ήλιου. Δεν είχα άλλη ανάσα. Βγήκα σαν ψάρι με το στόμα ανοικτό από το νερό, άδειος
από αέρα. Και εκεί πάνω από τα μάτια μου το πρόσωπο του Αρη. Βγήκα από το νερό και ξάπλωσα κοιτώντας τον ήλιο. Ημουν ευτυχισμένος.

4 Μαΐου 2006

Οπως κάθε μέρα

Caro diario

Ξύπνησα μέσα σε ιδρωμένα σεντόνια. Η ανάμερη τηλεόραση μετακινούσε τις σκιές στον τοίχο. Εδειχνε μόδα, ή έτσι νομίζω. Ο δείκτης του ρολογιού στο πέντε. Είχα μια ώρα ύπνου ακόμα. Γύρισα πλευρό να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Εκλεισα την τηλεόραση και τα μάτια μου. Και τότε το είδα από την αρχή. Εδινα στον Αρη, ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια. Τα μάτια άνοιξαν απότομα. Θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς μου. "Να λες, Καλό κι ευλογημένο". Δεν το είπα. Μου αρκούσε η σκέψη. Αποκοιμήθηκα.

Αυτή τη φορά το ρολόι χτυπούσε παραπάνω από όσο μπορούσαν να αντέξουν τα αφτιά μου. Το ΄κλεισα. Θα προτιμούσα ωστόσο να το σπάσω. Ημουν ακόμη ιδρωμένος. Αφησα με κόπο το κρεβάτι για να χωθώ κάτω από το ντους. Το ζεστό νερό κυλούσε γρήγορα από πάνω μου. Πιο γρήγορα στιφογύριζε για να χαθεί τελικά στο σκοτάδι της βαλβίδας. Χωρίς δυσκολία, έπεισα τον ευατό μου, ότι δεν χρειάζεται ξύρισμα. Αφήνωντας τα υγρά μου ίχνη στο διάδρομο, έπιασα να ντύνομαι στα γρήγορα. Εξω από το παράθυρο είχε φτάσει το πρώτο φως. Καφέ δεν προλάβαινα να πιω. Βγήκα στον πρωινό αέρα. Κρύωνα. Περπάτησα γρήγορα μέχρι την στάση. Εκεί, τα ίδια πρόσωπα όπως κάθε πρωί. Με κόπο είπα δυο καλημέρες. Ανέβασα το φερμουάρ του καλοκαιρινού μου μπουφάν μέχρι απάνω, έχωσα τα χέρια στις τσέπες. Ο αέρας τώρα, μια ιδέα δυνατότερος.

Το λεωφορείο ήρθε. Στην ώρα του όπως πάντα. Κάθησα στα τελευταία καθίσματα. Οπως πάντα. Οι άλλοι δύο στα εμπρός. Οπως κάθε μέρα. Αναλογίστηκα το υπόλοιπο της μέρας, που ερχόταν. "Οπως πάντα" σκέφτηκα μεγαλόφωνα, κάνοντας τον διπλανό μου να γυρίσει απορημένος προς το μέρος μου. Γνωστός και αυτός. Το πιθανότερο Αλβανός. Τηλεφώνησα στον Αρη, να τον ξυπνήσω. Χτύπαγε αρκετή ώρα. "Κοιμάται βαριά, έχει τελειώσει η μπατάρια, το έχει ξεχάσει στο μπάνιο...", διάφορες αιτίες, εμβόλισαν το μυαλό μου. Τελικά απάντησε. Είχε ήδη ξυπνήσει. Τα πρώτα λόγια για σήμερα. "Θα σε πάρω εγώ.., Να προσέχεις.., Σ΄αγαπώ..." Μου ήρθε στο στόμα να του πω, για το πεθαμένο φυτό του γραφείου. Δεν το είπα. "...και εγώ σ΄αγαπώ".

Κοίταξα τη μέρα έξω από το σκονισμένο τζάμι του λεωφορείου. Τα δέντρα των πεζοδρομίων έτρεχαν, σταματούσαν, ξεκίναγαν πάλι. Ο Πολωνός μου στην ώρα του και αυτός. Η θέση δίπλα μου πιασμένη. Κάθισε αντίκρυ, πίσω από το πλαϊνό πλαστικό της πόρτας. Η εικόνα μου έκανε αντανάκλαση πάνω στη λερωμένη διαφάνεια του διαχωριστικού. Το πρόσωπό μου πάνω στο δικό του. Οι ώμοι του πλάκωναν τους δικούς μου. Χέρια να αγγίζονται, πόδια μπλεγμένα. Αποτράβηξα τα μάτια από το είδωλό μου. Κοίταξα και πάλι έξω. Πίσω από την κόκκινη βιτρίνα του pet shop, ένα άσπρο κουτάβι έκλαιγε κάτω από το φως μιας λάμπας. Χωρίς ήχο, χωρίς δάκρυα. Οπως κάθε μέρα...

3 Μαΐου 2006

Το φυτό πέθανε χτες

Caro diario

Μετρώ τα σβησμένα αποτσίγαρα στο τασάκι. Σήμερα έλεγα να μην καπνίσω. Πετώ τη σκέψη αυτή μαζί με τ' αποτσιγάρα μου στο καλάθι των αχρήστων. Ενας βήχας τιμωρός ανεβοκατεβαίνει τώρα στο λαιμό. Κάνω μια προσπάθεια να τον πνίξω με μια μεγάλη γουλιά ξεθυμασμένου φραπέ. Το μόνο που καταφέρνω είναι να νοιώσω μια αναγούλα στο στομάχι.

Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη δουλειά. Και σήμερα κομμάτι δύσκολο. Περιορίζομαι στα απαραίτητα. Το τελευταίο καιρό, δεν μιλώ συχνά στο γραφείο. Η απέναντι συνάδελφος το παρατήρησε χθες. Τίποτα δεν ξεφεύγει της προσοχής της. Η ίδια συνάδελφος, αγόρασε καινούρια γυαλιά, και έτσι οι κυρίες του γραφείου απόκτησαν νέο θέμα συζήτησης. Μια γραμμή λιακάδας χάσκει σήμερα κάτω από το ρολόι. Σκέφτομαι τη συνάδελφο - εκείνη με τα καινούρια γυαλιά-να στέκει στο παράθυρο και εγώ να τη σπρώχνω στο κενό. Χαμογελώ με την "πιπεράτη" σκέψη μου. Ξαφνικά σηκώνει τα μάτια της και με κοιτά πάνω από τα καινούρια της γυαλιά. Διακρίνω καχυποψία αναμεμιγμένη με μια ισχυρή δόση φόβου. Eτσι όπως την κοιτάζω στιγμιαία, αναρωτιέμαι μην έχει κανά "χάρισμα" και διάβασε τη σκέψη μου. Μου 'ρχεται να φωνάξω "Τι κοιτάς μωρή σκρόφα;", αλλά συγκρατούμαι καλού κακού. Ρίχνω τη ματιά μου σε κάτι χαρτιά που υπάρχουν τακτοποιημένα μπροστά μου και αποφασίζω να αποτελειώσω κάτι στον υπολογιστή.

Τα μάτια μου νετάρουν πάνω στην οθόνη. Τα χρώματα θολώνουν. Οι γραμματοσειρές μετατρέπονται σε αιωρούμενα ιερογλυφικά. Πηγαίνω στην τουαλέτα και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου. Μοιάζω με μπαγιάτικο μύδι. Πιτσιλώ το τζίν, λίγο πιο κάτω από τον καβάλο. Σιχτιρίζω τη στιγμή σπρώχνοντας την πόρτα για να βγω. Αντίσταση. Χαλαρώνω το χέρι μου στο υγρό πόμολο. Η πόρτα ανοίγει. Η συνάδελφος - εκείνη με τα γυαλιά- στέκεται κάτω από το άνοιγμα. "Συγνώμη" ψελίζει και πριν προλάβει να πισωπατήσει της κάνω χώρο να περάσει. Χαμηλώνει τα μάτια της και για μια στιγμή κάνουν στάση στον καβάλο μου. Της ανοίγω περισσότερο την πόρτα και σχεδόν τρέχοντας -με μια ιδέα κόκκινου στο πρόσωπό της-χώνεται στην πρώτη τουαλέτα. Κλείνω με περισσότερη δύναμη από όση χρειάζεται την πόρτα πίσω μου. Την ίδια στιγμή φαντάζομαι τη συνάδελφο να σφίγγει τα μάτια της πίσω από τα νέα γυαλιά. Από φόβο. Ισως και ντροπή...

Η ώρα δεν περνάει. Αποφασίζω να πάω μόνος να πάρω κάτι να φάω και όχι να παραγγείλω. Δεν πεινώ αλλά να σπρώξω λίγο το χρόνο. Γυρίζω στο γραφείο με μια τυρόπιτα. Τρώω βαριεστημένα. Σε λίγη ώρα τα μάτια κλείνουν επικύνδυνα. Αναρωτιέμαι αν είχε υπνωτικό η συνταγή της τυρόπιτας. Ανοίγω το msn. Κάποιοι είναι online. Κανα δυό στέλνουν μια "καλημέρα". Κάποιος ζητά να του δείξω "καμιά hot" φωτογραφία μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ, από που κρατά η (ηλεκτρονική) σκούφια του. "Είμαι απασχολημένος" του απαντώ. Εκείνος επιμένει. Δεν πιστεύει ότι είμαι στο γραφείο. Εκνευρίζομαι όταν κάποιος θεωρεί την ανειλικρίνεια ως δεδομένο. Αυτομάτως τον μπλοκάρω και κλείνω το πρόγραμμα.

Χθες η "πεθερά" μου επέστρεψε σπίτι της, μετά από παραμονή δύο ημερών στο σπίτι του Αρη. Πριν φύγει πρόλαβε να με ρωτήσει αν ο γιός της έχει κάποια σχέση με κοπέλα (το τόνισε αυτό), η οποία τον κρατά στην Αθήνα. "Εσύ θα ξέρεις. Είσαι ο καλύτερός του φίλος. Πες μου..." Και συνέχισε πριν βρω κάτι να απαντήσω στο ερώτημά της. "Του βρήκα καλή και μόνιμη δουλειά, αλλά δεν θέλησε να έρθει μαζί μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επιμένει να ζει εδώ στην Αθήνα. Εσύ ξέρεις;" Εγώ το μόνο που ήξερα εκείνη τη στιγμή, ήταν ότι ο Αρης δεν μου είχε αναφέρει τίποτα, από όλα αυτά. Προς στιγμή τα΄χασα. Η 'πεθερά" μου έμεινε να με κοιτάζει περιμένοντας μια απάντηση. Δεν ξέρω αν ήταν λύπηση αυτό που ένοιωσα εκείνη τη στιγμή. Επρεπε να απαντήσω κάτι. "Υποθέτω ότι ο Αρης έχει χρόνια τώρα τη ζωή του, το σπίτι του, τη δουλειά του, εδώ. Θα του αρέσει ίσως και η ζωή της Αθήνας. Γι΄αυτό μένει." Σκέφτηκα τι μαλακίες της λέω. "Κοπέλα έχει..."; Eπέμενε. Ευτυχώς πριν απαντήσω επέστρεψε ο Αρης και έσωσε την κατάσταση. Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να έχω κάτι να της απαντήσω. Η μήπως δεν θα χρειαστεί;..

Πήγε τρεις και κάτι. Ωρα να φεύγω, μαζί με τις σκέψεις μου. Το φυτό στο γραφείο τελικά πέθανε χτες...

28 Απριλίου 2006

Η άνοιξη δεν ήρθε

Caro diario

H εργασιακή εβδομάδα φτάνει στο τέλος της. Ετοιμος να ανακράξω "Παρασκευή, Παρασκευή!!" Η άνοιξη μάλλον δεν θα έρθει στην ώρα της. Κοιτώ την φέτα του απέναντι ουρανού μου. Μουντή και σήμερα. Ο καιρός βροχερός, ντυμένος φθινωπορινά. Ετσι όπως κοιτάζω έξω από το παράθυρο, θυμήθηκα το ταξίδι με τον Αρη στην Καστοριά. Ηταν Νοέμβρης του '98. Ξαπλωμένοι στο διπλό κρεβάτι του ξενοδοχείου, κοιτώντας τους νυσταλέους κορμοράνους στα κλαδιά των αντικρυνών δένδρων. Το μυαλό άδειο από σκέψεις. Θυμάμαι όπως τον κρατούσα στην αγγαλιά μου. Το κεφάλι του στο στήθος μου, να ακούει τους χτύπους της καρδιάς. Ο μόνος ήχος. Τα χέρια γύρω από τη μέση του. Η επαφή με το γυμνό σώμα. Στιγμές ενός χρόνου ακινητοποιημένου.

Ψάχνω για τσιγάρο σε ένα άδειο πακέτο. Ζητώ ένα από τη συνάδελφο. Μετανοιώνω που χθες ήθελα να γεμίσω μικρόβια το πληκτολογιό της. Κινήσεις ρουτίνας. Ενα τσιγάρο, μια γουλιά καφέ, ένα βλέμμα στο ρολόι. Μισή ώρα ακόμα πριν βγω για να γυρίσω σπίτι. Μου αρέσει η σκέψη. Τι και αν δεν έχω ομπρέλα. Περιμένω τη στιγμή, που θα βρεθούμε στον κίτρινο καναπέ. Που θα κάνουμε ζάπινγκ στα κανάλια. Που δεν θα έχουμε να πούμε τίποτα, μα θα τα έχουμε όλα την ίδια στιγμή. Τα δύο φλιτζάνια με καφέ να στέκουν μπροστά στο τραπεζάκι. Οι χρωματιστές σκιές από την τηλεόραση να κυνηγιούνται στον τοίχο. Ο ύπνος που πιθανόν να έρθει αργότερα. Τα όνειρα που θα ξεπηδήσουν στο απόγευμα. Θα κιτρινίσουν τους λόφους με άγριες μαργαρίτες. Θα βάψουν κόκκινους τους αγρούς με παπαρούνες. Εκεί ίσως να έρθει και η άνοιξη...

27 Απριλίου 2006

Το φυτό αργοπεθαίνει

Caro Diario

Απαντες παρόντες πια, στη δουλειά. Απαντες περιμένουν το επόμενο τριήμερο για να λακίσουν ξανά στις εξοχές, κυνηγώντας το Μάη. Σκέφτομαι πως μια ημέρα έμεινε ακόμα και κάνω υπομονή. Λίγη ώρα πριν οι δείκτες στο απέναντι ρολόι δείξουν τρεις. Από κάτω η φέτα του ουρανού μεγάλη, αλλά μουντή. Αισθάνομαι να πνίγομαι. Ο αέρας γκρίζος από τον καπνό, δεν θέλω να έρθει μέσα μου. Θυμάμαι το χρώμα του ουρανού, σήμερα καθώς βγήκα να έρθω στη δουλειά. Οι τοίχοι των κτιρίων βαμμένοι με ένα ροδί χρώμα. Τα σύννεφα κόκκινα και ροζ σε ένα γαλαζωπό μπακγκραουντ. Μέχρι τις επτά είχε ξημερώσει για τα καλά.

Γράφω περιμένοντας τον Αρη. Θα έρθει να με πάρει από τη δουλειά για να πάμε στο Μall. Εγώ το πρότεινα και εκείνος πέταξε τη σκούφια του. Πίνω μια τελευταία γουλιά παγωμένου καφέ. Εξακολουθώ να ταλαιπωρούμε από την ίωση. Μετρώ τις μέρες. Σήμερα κλείνω μια εβδομάδα. Πέρασε γρήγορα ο καιρός. Κοιτώ το ένα από τα δύο φυτά, που μου είχε δώσει ο Αρης για το γραφείο μου. Το ένα αργοπεθαίνει. Κάποιος με καλεί στο msn. To blinking πληγώνει τα μάτια μου. Κλείνω το messager. Θυμάμαι μια εκρεμότητα που περιμένει ακόμα. Την αναβάλλω για αύριο. Προτιμώ να περιμένω το κουδούνισμα του τηλεφώνου.

Το Σάββατο η Μπία φεύγει για Κωνσταντινούπολη. Ανέβαλε την Πράγα μεν, αλλά θα βρεθεί στην Αμερική, δε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με αυτό το μαγικό πλάσμα. Μου είπε αν θα μου άρεσε ένα καουμπόικο καπέλο. Προτιμώ τον καουμπόι της είπα και γέλασε. Τελικά συμφωνήσαμε σε κάρτες για τις ψηφιακές μου. Ενας βήχας ξύνει άγρια τον λαιμό μου. Η απέναντι συνάδελφος δείχνει να πειράζεται. Αύριο πριν έρθει, να μη ξεχάσω να βήξω πάνω από το πληκρολογίο της. Το τηλέφωνο δεν χτυπά. Σβήνω το τσιγάρο και κατεβαίνω να περιμένω τον Αρη στο δρόμο.

ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
  1. Από σήμερα το «Candy» - Μόνο και μόνο για τον Heath Ledger
  2. Χωρίζουν Θεοδωρίδου - Φουστάνος - To τζάμπα (λίφτινγκ) πέθανε
  3. Ελληνας ο Αλβάρο! - Για την Ελλάδα ρε γαμώτο (;)
  4. Tρεις μέρες μέχρι την Πρωτομαγιά - Πιάσε μου τον Μάη

25 Απριλίου 2006

Μεθεόρτια

Caro diario

Τρίτη (του Πάσχα) στο γραφείο. Mεσημεριάζει. Το ρολόι στον απέναντι τοίχο το φανερώνει. Ενας βήχας σαν βρυχηθμός ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό μου και τα χαρτομάντηλα ξεχειλίζουν από το καλάθι. Η ίωση ακόμα το γιορτάζει μέσα μου.

Οι γυναίκες συνάδελφοι δεν έχουν βάλει γλώσσα μέσα από την ώρα που ήρθανε. Τόποι πασχαλινών διακοπών εκτοξεύονται σαν χιώτικες ρουκέτες. Οι επιτάφιοι των μισών κυκλάδων στριμώγνονται ανάμεσα σε εφοριαμούς και καρέκλες. Τα αναστημένα αρνιά πηδούν από γραφείο σε γραφείο. Δεν ξέρω ακόμα αν έχουν εκδικητική διάθεση. Βαθειά μέσα μου πάντως το ελπίζω. Φυσώ δυνατά την κοκκινισμένη μου μύτη, για να ξορκίσω το κακό. Εις μάτην...

Ρίχνω το βλέμμα μου μέσα από τα τζάμια των διαχωριστικών. Μισοάδεια τα γραφεία στους υπόλοιπους χώρους. Παράταση αδειών, σκέφτομαι. Βλέπω ξανά τις ίδιες φάτσες. Ξαφνικά με κυριεύει η ιδέα να ζητήσω άδεια. Η Μπία φεύγει την επόμενη εβδομάδα για την Πόλη, γυρίζει σε δέκα μέρες για να πάει Πράγα. Την Κυριακή ξημερωθήκαμε ψάχνοντας σε τουριστικά site. Λέγαμε διάφορα όση ώρα περιμέναμε τις σελίδες να κατέβουν και καταριόμαστε την ΟΤΕνετ. Βλέπαμε τις φωτογραφίες, που γέμισαν τις κάρτες μας, μιλούσαμε για τα γκομενικά μας και τελικά κοιμηθήκαμε χαράματα στο ίδιο κρεβάτι, με την οθόνη της τηλεόρασης να ξεχειλίζει από τον έρωτα του Ενις Ντελ Μαρ για τον Τζακ Τουϊστ. Μέχρι το πρωί η Μπία, είχε πλαντάξει στο κλάμα.

Δευτέρα του Πάσχα. Πήραμε καφέ και κάτι απομεινάρια από τσουρέκι και κινήσαμε να βρούμε τη θάλασσα. Κοιτούσαμε για ώρες τον ήλιο και το γαλάζιο ξαπλωμένοι πάνω στην άμμο. Ενας σέρφερ απολάμβανε τη μάχη του με τα κύμματα. Κάτι πιτσιρίκια τσαλαβουτούσαν στα νερά. Αν δεν είχα τα χάλια μου με αυτή την καταραμένη ίωση θα έπεφτα και εγώ. Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα ξεκινήσω και επίσημα την καλοκαιρίνη μου σεζόν. Ο Αρης επέστρεφε. Τα μαζέψαμε και πήγαμε να τον περιμένουμε σπίτι του. Ξανά καφέδες. Της αναμονής αυτή τη φορά. Τότε έννοιωσα την έλλειψή του. Ενα κενό, που ωστόσο το έχω ζήσει πολλές φορές, τόσες που είναι πλέον οικείο. Ενα κλειδί γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Επεσα στην αγγαλιά του. Ενοιωσα τα χείλια του να αγγίζουν το λαιμό μου, αντί για το στόμα μου. "Είσαι κρυωμένος" ήταν η απάντηση του στο απορρημένο μου βλέμμα και με ένα χαμόγελο, προσπέρασε για να χαιρετήσει τη Μπία. Χαμογέλασα και εγώ.

Και του χρόνου.



    22 Απριλίου 2006

    Η ανάσταση δεν περιμένει

    Caro diario

    Πήρε να μεσημεριάζει πια. Στο πόδι από το πρωί για τα τελευταία ψώνια, αλλά ακόμα δεν έχω βγεί έξω. Τα αφήνω για αργότερα. Με γένια μιας εβδομάδας (και τι εβδομάδας), με το κρύωμα να με πιλατεύει ακόμα και τα νεύρα μου τεντωμένα. Φοβάμαι ότι ξαφνικά μπορεί να πεταχτούν έξω από το σώμα μου. Προσπαθώ να αποφασίσω ποιά στιγμή της ημέρας θα χωθώ στο μπάνιο για ένα καυτό ντους. Κατά τις επτά θα έρθει η Μπία (εκ του Ευλαμπία) για να περάσουμε μαζί το Πάσχα στο σπίτι των δικών μου. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω μαζί της το βράδυ σε κάποια εκκλησία για την Ανάσταση. Θολώνω όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να βρω ρούχα. Ο καιρός κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.

    Ψαχουλεύω στο ψηγείο για να βρω κάτι φαγώσιμο. Καταλήγω να ετοιμάζω ρύζι. Ψάχνω για κέτσαπ αλλά έχει τελειώσει. Πετάω το άδειο μπουκάλι και προσγειώνεται εκτός της σακούλας με τα σκουπίδια. Λερώνει το χαλί και το δάπεδο. Μου μοιάζει με αίμα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Αναγνώριση κλήσης. Είναι ο Αρης. Ρωτάει πως είμαι. Τι ώρα θα πάω να πάρω την Μπία, σε ποιά εκκλησία θα πάμε. Απαντάω με μικρές πονεμένες φράσεις. Ρωτάω και εγώ κάτι. Καταλαβαίνω πως δεν περνάει καλά. Μπορεί και να του λείπω. Το ρύζι βράζει και είναι σαν άσπρη λάβα που, ξερνάει το ηφαίστειο "κατσαρόλα". Κλείνω βιαστικά το τηλέφωνο. Το "Σ' αγαπώ" από την άλλη άκρη μένει μεταίωρο στον αέρα.

    Ρίχνω ένα αναβράζον ντεπόν σε ένα ποτήρι. Τρώω βαριεστημένα το καυτό ρύζι. Χωρίς κέτσαπ. Ο λαιμός μου το δέχεται ευχάριστα. Ξαφνικά όλα μου φαίνονται να καλυτερεύουν. Ακόμα και ο καιρός δείχνει να ανοίγει. Μια ξεστρατησμένη δέσμη ήλιου , σαν μικρός προβολέας ψάχνει μέσα στο πιάτο μου. Το μπασμάτι γίνεται κιτρινωπό. Καταπίνω με δυσκολία το νερό με γεύση ντεπόν. Ξαναγεμίζω το ποτήρι με νερό για να καθαρίσει το στόμα μου. Πετάω κατσαρόλα, ποτήρια και πιάτα μέσα στο νεροχύτη. Σκέφτομαι αν πρέπει να ανάψω τσιγάρο. Τελικά ανάβω. Ο γκρίζος καπνός ξύνει το λαιμό μου. Το σβήνω μετά από τις πρώτες ρουφιξιές. Καίω το δάκτυλό μου σβήνοντας το τσιγάρο στο βρώμικο τασάκι.

    Κοιτάω το ρολόι, που μου δείχνει περασμένες δύο. Γράφω σε ένα "ποστ ιτ" μερικά πράγματα. Ντύνομαι πρόχειρα, αποχαιρετώ τη γάτα μου και κλείνω την πόρτα. Ο αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου και εγώ εισπένω λαίμαργα. Είναι ωραία να είσαι έξω. Ο λιγοστός ήλιος μου καίει τα μάτια. Φοράω τα γιυλιά και γυρίζω το κλειδί στη μηχανή. Πρέπει να προλάβω. Η Aνάσταση δεν περιμένει.

    21 Απριλίου 2006

    Σήμερον κρεμάται επί ξύλου

    Caro Diario

    Χθες ξύπνησα με μια ξινίλα στο λαιμό. Εξω δεν είχε χαράξει ακόμα η μέρα. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι, βόλεψα πρόχειρα την πρωινή στύση μου μέσα στο στενό εσώρουχο και τράβηξα κατά την κουζίνα για την ιεροτελεστία του καφέ. Γέμισα το τραπέζι ψίχουλα από μια φρυγανιά που έφαγα στα γρήγορα την ώρα που το ραδιόφωνο ψιθύριζε κάτι από "Το αστέρι και η ευχή" της Ρεμπούτσικα. Αποφάσισα να πάω στο γραφείο με το αυτοκίνητο και όχι με το λεωφορείο, παρόλο που θα έχανα την ευκαιρία να δω εκείνον τον Πολωνό να κάθεται απέναντί μου .

    Ο δρόμος άδειος. Πρωινό Μ. Πέμπτης. Θυμήθηκα την μέρα κοιτώντας έναν χλωμό ήλιο σκαρφαλωμένο πάνω στο τζάμι του συνοδηγού. Στο ραδιόφωνο ειδήσεις και στο κινητό μου ο ήχος για ένα εισερχόμενο μήνυμα. Δεν το διάβασα, σίγουρος πως θα ήταν μια ψηφιακή αργοπορημένη "καληνύχτα" του Αρη. Μέχρι να φτάσω στη δουλειά, η ξινίλα εξελίχθηκε σε πονόλαιμο, ένας ύπουλος πονοκέφαλος προσπαθούσε να υποτάξει τις σκέψεις μου και ένα "μπούκωμα" κατέβαινε σαν χείμαρρος μέχρι τα ρουθούνια μου.

    Στο γραφείο, η φέτα ουρανού κάτω από το αντικρυνό ρολόι φανέρωνε μια μουντάδα. Οτι πρέπει για Μεγαλοβδομάδα, σκέφτηκα. Επιασα να δουλεύω μηχανικά και όσο πιο γρήγορα μπορούσα με την ελπίδα να φύγω νωρίτερα. Λίγο πριν τελειώσω, ένα email με ενημέρωσε για μερικά πρόσθετα "τασκ". Φορτώθηκα και αυτά εκτός την ίωση, που στο μεταξύ είχε φουντώσει. Με μάτια να καίνε, τον λαιμό γεμάτο καρφιά και το κεφάλι να βαραίνει βάλθηκα να σπάσω όλα τα εργασιακά μου ρεκόρ. Ευτυχώς για μένα υπήρχε ησυχία με τα περισσότερα γραφεία του χώρου να παρέμενουν άδεια, σημάδι ότι οι συνάδελφοι είχαν πάρει τους δρόμους.

    Ξύπνησα κατά τις οχτώ το βράδυ μέσα σε ψαλμωδίες από την ανοιχτή τηλεόραση και σε Τiesto από το κινητό. Ηταν ο Αρης, που μου λέγε, ότι έφτασε ή ότι θα έφτανε σε λίγο. Δεν πολυκατάλαβα. Σηκώθηκα και έφτιαξα ένα ζεστό τσάι, πήρα ένα κουτί χαρτομάντηλα από το μπάνιο και σύρθηκα γυμνός ξανά προς το κρεβάτι. Εβαλα το ξυπνητήρι για τις 6. Ευχήθηκα να μην δω κανένα όνειρο και έκλεισα τα μάτια, την ώρα που ακουγόταν το "σήμερον κρεμάται επί ξύλου"...

    20 Απριλίου 2006

    Στην τελική ευθεία

    Caro Diario

    Μισή ώρα έμεινε πριν οι δείκτες του ρολογιού απέναντι δείξουν τρεις και ξαμοληθώ στα μαγαζιά για ψώνια. Λαμπάδα, παπούτσια, ρούχα για βαφτισιμιά. Δώρα για κάποιους φίλους και άλλα τινά για το "τραπέζι της λαμπρής", όπως συνήθως λέει ο πατέρας μου. Θα χωθώ και εγώ μέσα στην κίνηση, θα πιαστεί το χέρι μου να βάζει πρώτη, δευτέρα και να αλλάζει βαριεστημένα σταθμούς στο ραδιόφωνο. Και μέσα σε όλα αυτά πρέπει να κάνω κάποια επαγγελματικά τηλεφωνήματα, πράγμα που για ένα παράξενο λόγο με αγχώνει.

    Οι μέρες φεύγουν αργά, εξ΄αίτιας της προσμονής, ενώ θα γλυστρίσουν γρήγορα από την Παρασκευή και μετά. Από σήμερα κιόλας κάποια γραφεία συναδέλφων έμειναν άδεια, αφού ήδη πήραν τους δρόμους για νησιά και κάθε λογής εξοχές. Οσοι έμειναν πέρασαν τη μέρα τους έχοντας το κολλημένο το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί τους. Οι τελευταίες εκκρεμότητες κανονίστηκαν, τα διάφορα "task" δρομολογήθηκαν και όλοι πια, έχουν αρχίσει να μετράνε προβατάκια.

    Ανάβω ένα τελευταίο τσιγάρο, ενώ αρχίζω να σκέφτομαι την ώρα που θα σωριαστώ στον καναπέ του σπιτιού αποκαμωμένος από το "τρέξιμο" της μέρας. Ευτυχώς ο καιρός αρχίζει να ανοίγει σιγά σιγά και ο ήλιος αναβάλλει, μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο την αυλαία του από τον ουρανό. Αυτή η σκέψη μου φέρνει στο νου, ένα ανοιχτό παράθυρο και μυρωδιές της άνοιξης μπερδεμένες με λιβάνι να εισβάλλουν στο σπίτι.

    Σβήνω το τσιγάρο και ήδη βρίσκομαι έξω γεμίζοντας καθαρό αέρα τα πνευμόνια μου.

    18 Απριλίου 2006

    (Μεγάλη) Τρίτη μεσημβρινή

    Caro diario

    Μεσημέρι στο γραφείο. Χαζεύω τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού που κρέμεται στον απέναντι τοίχο. Περιμένω να δείξουν τρεις. Η ώρα που φεύγω. Μια λεπτή φέτα ουρανού από την αντικρυνή πόρτα, στέκεται από κάτω. Χωρίζει τη ματιά μου κάθε φορά που σηκώνω το κεφάλι. Μεγαλώνει, μικραίνει αλλά πάντα εκεί. Οπως και το ρολόι. Και εγώ απέναντί τους.

    Μεγάλη Τρίτη σήμερα. Το τροπάριο της Κασσιανής. Γιατί "Μεγάλη"; Πάντα είχα αυτή την απορία. Σήμερα άκουσα ότι στις εκκλησίες γίνεται ο εσπερινός της επόμενης "Μεγάλης". Γι΄αυτό την Κυριακή υπάρχει ρεπό. Η ημέρα δόξης για τα σουβλισμένα αρνιά και για το λαίμαργο καταναλωτισμό μας. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, για να δουν το αμνοερίφιο να στριφογυρίζεται μανιωδώς. Το ίδιο μανιακά χτυπούν και τα κινητά με το πλούσιο ρεπερτόριο τους. Πίσω τους βγαίνουν ευχές και άλλα τινά, που χάνονται στον αέρα για να ενωθούν με άλλες ευχές. Ζαλίζεσαι. Ολοι γύρω σου ευτυχισμένοι και εσύ απορείς που το βρίσκουν τέτοιο κέφι πρωί πρώι. Και ας έχει πάει 12. Κολλάς και εσύ ένα χαμόγελο και ξεμπερδεύεις, ρίχνοντας που και που καμιά ματιά στο αμνοερίφιο "για να μην αρπάξει".

    Στις γιορτές συχνά ακούγεται, το ερώτημα "Ποιό είναι το αγαπημένο σου Πάσχα, τα αγαπημένα σου Χριστούγεννα" και πάει λέγοντας. Λες και απαντάς στο ερωτηματολόγιο του "TV Εθνους" για τον αγαπημένο σου παρουσιαστή ειδήσεων. Το ερώτημα τρυπώνει ύπουλα στο μυαλό γιατί το φετινό Πάσχα, τα περασμένα Χριστούγεννα και πάει λέγοντας, δεν συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των υποψηφιοτήτων. Είναι εκτός συναγωνισμού. Και με τα χρόνια μακραίνει η λίστα, ώσπου στο τέλος το όλο ζήτημα ξεθωριάζει και εσύ έχεις βαρυστομαχιά από αρνιά και γαλοπούλες και το μόνο που σε νοιάζει είναι πως θα ξαλαφρώσεις. Λες ένα "Δεν ξέρω - Δεν απαντώ" και χώνεσαι στο ψυγείο για να βρεις τη σόδα.

    Και μετά- εκεί προς το απόγευμα της γιορτής- σε πιάνει μια γλυκερή μελαγχολία, που η μέρα πήρε των ομματιών της και σ΄αφησε να κοιτάς τα άδεια ταψιά με το παγωμένο λίπος και τις λαδόκολλες που τις σέρνει ο αέρας γύρω από τη σβησμένη ψησταριά. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες έχουν φύγει. Το μόνο που ακούγεται είναι ένα τραγούδι από τον κάτω μαχαλά. Σε λίγο θα έχει χαθεί και αυτό και εσύ εύχεσαι να είχε περισσέψει λίγη σόδα ακόμα.

    Μαζεύω τα πράγματά μου, τα πετώ μες την τσάντα. Κλείνω συρτάρια και υπολογιστή.
    Πήγε κιόλας τρεις.