15 Φεβρουαρίου 2008

Η νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Caro diario

Ξάπλωσα από νωρίς στο κρεβάτι. Εριξα και μια φλιζ κουβέρτα πάνω μου, όχι τόσο γιατί κρύωνα αλλά για να προετοιμάζομαι για τον επερχόμενο χιονιά, που χιονιά ακούμε και ήλιο βλέπουμε. Ανοιξα και την τηλεόραση. Ενα γρήγορο ζάπινγκ και σταμάτησα στο "Σταρ τσάνελ" με τις δυο κόκκινες καρδιές στο λογότυπο. Αναρωτήθηκα τον λόγο. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι στον Ταύρο θα γιορτάζουν με κάθε επισημότητα τον Αγιο Βαλεντίνο.

Δεν τον έλεγες όμορφο, αλλά είχε αυτό το κάτι πάνω του. Οχι ο Αγιος, αλλά ο τυπάκος που έπαιζε στην ταινία. Από την άλλη ήταν τόσο, μα τόσο νέος. Με ωραίες κοψιές το πρόσωπο και ένα χαμόγελο σαν του Τσίπρα. Κόλλησα... Την ταινία την ήξερα, την είχα ακούσει, αλλά δεν την είχαμε δει. Δεν βλέπουμε πια συχνά σινεμά με τον Αρη και όταν το κάνουμε προτιμάμε άλλου είδους ταινίες. Επαιζε και η ωραία Ούμα Θέρμαν, την προ των δεύτερων -άντα ξελογιάστρα του νεαρού Εβραίου. Καλή ήταν και η Μέριλ Σριπ, στον ρόλο της πεθεράς-ψυχοθεραπεύτριας.

Στο πρώτο "μπρέικ" έψαξα στο ψυγείο για κάτι φαγώσιμο. Στο δεύτερο το ΄ριξα στο φούρνο των μικροκυμμάτων. Εφαγα οκλαδόν στο κρεβάτι. Στο επόμενο μάζευα τα ψίχουλα από τα στρωσίδια . Στο τέταρτο έπλενα ήδη τα δόντια. Εφτυσα τους πετρόλ αφρούς από το στόμα μου και κοιτάxτηκα λίγο πιο προσεκτικά στον καθρέφτη. «Εχουν δίκιο, όσοι λένε ότι δεν φαίνονται τα χρόνια μου... Και το στήθος μου φαίνεται ακόμα δυνατό». Συγκρινόμουν με τον τυπάκο; Η (μάλλον) καταφατική απάντηση με έκανε να γελάσω με τα νυχτερινά μου καμώματα. «Kαλέ, μη χειρότερα», όπως θα ΄λεγε η θεία Μέλπω. Σχεδόν κοκκίνησα... Οχι τόσο από ντροπή, αλλά γιατί εστιάζοντας καλύτερα στο μέτωπο, είδα τις πρώτες αυλακιές του χρόνου. Πριν γυρίσω στην τηλεόραση, έτρεξα μέχρι την κουζίνα να έχω ένα ποτήρι νερό. Γυμνώθηκα στα γρήγορα και έπεσα στα ήδη ζεσταμένα σεντόνια. Γύρισα στο σταρ τσάνελ και...

... είχα χάσει το τέλος της ταινίας. Πρόλαβα ένα μικρό αποχαιρετισμό των πρωταγωνιστών. Λυπήθηκα στα ξαφνικά, χωρίς λόγο. Μπορεί γιατί δεν ευδοκίμησε η σχέση τους, μπορεί επειδή είχα χάσει μέρος του τέλους. Τηλεφώνησα στον Αρη για την συνηθισμένη μας καλωδιακή καληνύχτα. Πρόλαβα να τον ρωτήσω τι έβλεπε. «Μια ταινία στο Σταρ...». Αλλη μια ρομαντική κομεντί στο ξεφάντωμα των τηλε-ερωτευμένων...

Εβαλα το χρονοδιακόπτη στην τηλεόραση, έσβησα το φως και αφέθηκα για ύπνο μαζί με τους διαλόγους στην αγγλική αξάν της δεύτερης σερί ταινίας. Την είδα και αυτή μονοκοπανιά, ακυρώνοντας δυο φορές τον χρονοδιακόπτη. Ολες οι ευχές μου να νυστάξω γρήγορα δεν έπιασαν. Ανασήκωσα τους ώμους, για να πιάσω το ποτήρι με το νερό πάνω από τον «Αλδεβαράν». Εκεί θυμήθηκα τον αναπάντεχο θάνατο του «Μύρτου». Ενοιωσα το στομάχι μου να γίνεται ένας κόμπος. Μέτρησα πόσες ώρες ύπνου μου είχαν απομείνει, μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σχεδόν έκλαψα. Ηταν περασμένη μία πια, όταν με καληνύχτιζε και η Λίζα Δουκακάρου...

Ενοιωσα το δέρμα μου ν' ανασηκώνεται. Μετασεισμός ίσως;.. Ενα παγωμένο φύσηγμα έξισε το πρόσωπό μου και αμέσως μετά ένα ρίγος έτρεξε στη ράχη μου για να χωθεί γρήγορα στα σκέλια μου. Ανοιξα τα μάτια σε ένα πυκτό σκοτάδι. Κάπου απέναντι το κόκκινο φως της τηλεόρασης, φάνταζε σαν απόκοσμο άστρο. Ενοιωσα να σηκώνομαι. Να χωρίζομαι. Κραύγασα κάτι, αλλά αμέσως μετά δεν μπορούσα να ακούσω άλλο τη φωνή μου, που έσβησε. Είχα κοπεί στα δύο. «Αιωρούμαι...» αναρωτήθηκα... Μπορούσα όμως να σκέφτομαι ακόμα. «Κάτι είναι και αυτό». Δεν άκουσα την φωνή μου. Την επόμενη στιγμή, μου φάνηκε ότι θα άρχιζα να φεύγω με μεγάλη ταχύτητα. Θέλησα να δω ξανά το δωμάτιο μου. Ισα που διέκρινα μέσα στο σκοτάδι, τη βιβλιοθήκη και το γραφείο. «Να, και ο πίνακας με το λογότυπο "Αθήνα 2004"». Είδα και το κρεβάτι με το σώμα μου να κοιμάται ακόμα πάνω του... Τρόμαξα. Πολύ. Επιασα να σκέφτομαι ό,τι προσευχές διαθέτει το ρεπερτόριο μου. Θυμήθηκα το «Βασιλεύ Ουράνιε» και το «Πάτερ Ημών», που για την περίσταση μετατράπηκε σε «Φάδερ Ημών». Εμπλεκα τα λόγια... Πριν βγάλω άκρη με αυτά όμως, έννοιωσα ένα δυνατό τραντάγμα, κάτι σαν κενό αέρος. Επεφτα...

Είδα ξανά από το ύψος του κρεβατιού. Ηταν ανοιχτά τα μάτια μου. Αφουγκράστηκα τη σιωπή. Άκουσα μόνο μια γρήγορη ανάσα. Ηταν η δική μου; Aπό δίπλα έννοιωσα μια παγωνιά σαν να ήταν κάποιος εκεί δα, κάτω από τα σκεπάσματα. Κάτι με φόβισε. Απλωσα με μια ξαφνική κίνηση το χέρι στον παγωμένο αέρα και άναψα το μικρό φως. Γύρισα αργά, τα μάτια στην άδεια μεριά του κρεβατιού μου. Κανείς... Ξεφύσηξα με ανακούφιση, χώνοντας το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Προσπάπησα να καταλάβω αν όλα αυτά ήταν ένα όνειρο ή αν τα είχα ζήσει. Κοίταξα το ρολόι. Απέμεναν ακριβώς τρεις ώρες ώσπου να χτυπήσει. Μέχρι να χαράξει η νέα μέρα. Εκλεισα με κάποιο φόβο τα μάτια και ευχήθηκα, μπορεί και στον Αγιο Βαλεντίνο, να ΄σουν δίπλα μου. Κοιμήθηκα με το φως αναμμένο...