12 Ιουλίου 2010

Στο μακρυνό "Κάπου"

Caro diario
Ο ήλιος έχει γυρίσει πια, στην δυτική μεριά του κτιρίου. Τραβάω το λεπτό σχοινί και σηκώνω τις περσίδες έως πάνω, ψηλά εκεί στο παράθυρο. Ενα γκρίζο φως πέφτει πάνω μου με ορμή καταράκτη σπάζοντας τη σιωπή. Είναι μια ήσυχη μέρα στο γραφείο, αφού οι πρώτοι αδειούχοι θα έχουν φτάσει πια στους παραθαλάσσιους προορισμούς τους. Από την άλλη η δική μου δουλειά συσωρεύεται επικίνδυνα . Μια τσίχλα που τις προσδίδω ηρεμιστικές ιδιότητες κολλάει άγευστη πια, ανάμεσα στα δόντια μου. Προς το παρόν κοιτάζω έξω τις κορυφές των δέντρων καθώς λυκνίζονται στον αέρα. Εχω ήδη φύγει...
Σε λίγες εβδομάδες θα είμαι ένας από τους επονομαζόμενους "αδειούχους του Αυγούστου". Με τον ταξιδιωτικό σάκο γεμάτο πράγματα - αχρείαστα τα περισσότερα- και το μυαλό καρφωμένο σε έναν άγνωστο - προς το παρόν προορισμό- θα οδηγώ για κάπου έχοντας τον Αρη δίπλα μου. Δεν έχει σημασία το που. Απλά να φτάσω -κάπου- μακρυά. Και εκεί, στο μακρυνό κάπου, θα ξυπνάω όταν έχω χορτάσει τον ύπνο, θα τρώω αργά και όταν πεινάω, θα κολυμπώ γυμνός όταν ζεσταίνομαι, θα κοιμάμαι ευτυχισμένος όταν νυστάζω.

Το τηλέφωνο χτυπάει. Από την άλλη άκρη μια φωνή με πληροφορεί ότι η προγραμματισμένη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί σε λίγα λεπτά στο παρακεί γραφείο. Αργότερα θα οδηγώ για το σπίτι, εκνευρισμένος μέσα στην κίνηση των δρόμων. Οχι, δεν θα πάω στη θάλασσα, γιατί είναι μακρυά. Στο σπίτι θα με περιμένει ο γάτος πεινασμένος. Θα φάμε κάτι στα όρθια και μετά θα δουλέψω για λίγο ακόμα. Στο τέλος θα πρέπει να πάω να κοιμηθώ νωρίς, παρόλο που δεν θα νυστάζω, γιατί αύριο δεν θα ξυπνάω.
Θέλω να βρεθώ στο μακρυνό "Κάπου", παρόλο που δεν είναι Αύγουστος.