22 Μαΐου 2010

Για την αγάπη

Caro diario

Απομεσήμερο Σαββάτου με βρίσκει στο ξενοδοχείο, να προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη το χάος του μυαλού μου. Εχω το νετ μπουκ ανοικτό από ώρα πάνω στο ρατάν τραπέζι της βεράντας, χωρίς να γράφω. Ο ήλιος από απέναντι με χτυπά κατάστηθα, έτσι καθώς με βρίσκει γυμνό να τον προκαλώ για ένα ζεστό χάδι. Ο Αρης προσπαθεί να κοιμηθεί πίσω από την πλάτη μου, κλεισμένος στο δωμάτιο με τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες ντυμένες με κουρτίνες, που κυλιούνται ως το ξύλινο πάτωμα. Κοιτάζω την οθόνη και μέσα στο μαύρο της διακρίνω ένα πρόσωπο ξεθωριασμένο, να με κοιτάζει ανέκφραστο πίσω από μαύρα γυαλιά. Νομίζω ότι μου μοιάζει...

Από εδώ ψηλά, όπου και αν θελήσω να κοιτάξω θα δω μόνο προσόψεις πολυκατοικιών, παραμορφωμένων από τον χρόνο. Απομηνάρια χρωμάτων στους γερασμένους τοίχους, σάπιες τέντες που κρέμονται από τους σιδερένιους μηχανισμούς και κουφώματα ανόμιων υλικών. Σκέφτομαι την αντίθεση με το προσεγμένο σε όλα ξενοδοχείο, ενώ η μεσημεριανή ραστώνη πέφτει παντού πυχτή σαν τον κόμπο ιδρώτα που κυλάει αργά στο μέτωπό μου. Την ησυχία τούτη σπάει η κραυγή μιας μάινας για ελευθερία καθώς βλέπει να φτερουγίζουν ελεύθερα τα περιστέρια που πετούν από όλες τις γωνιές του ουρανού. Για αυτό σε κάθε προεξοχή αυτών των πολυκατοικιών υπάρχουν κορδέλες και κρεμασμένα σιντί για να φοβίζουν κάθε λογής πετούμενο. Τα περιστέρια όμως ατρόμητα κάνουν ασκήσεις ισορροπίας πάνω στα σκουριασμένα κάγκελά τους.

Κάθε τόσο ανοίγει με κόπο κάποιο πατζούρι ή τραβιέται μια μπαλκονόπορτα και έτσι βλέπω για λίγο τους ανθρώπους, παλαιούς και αυτούς σαν τα κτήρια που τους κλείνουν μέσα, να εμφανίζονται σαν ηθοποιοί στη σκηνή. Πριν λίγο, κάτω από το άνοιγμα μιας μπαλκονόπορτας στην ακριανή πολυκατοικία, φάνηκε ένας νεαρός, που είχε μόνο μια πετσέτα δεμένη γύρω από τη μέση του, να κοιτάζει αδιάφορα απέναντι του, πίνοντας φραπέ. Ντροπιασμένος τράβηξε την κουρτίνα όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Από κάπου αλλού ακούστηκε το μπιμπ χρονοδιακόπτη φούρνου μικροκυμμάτων. Ακολούθησαν ήχοι μαχαιροπίρουνων να χτυπούν στα φτηνά σερβίτσια. Μια μεσόκοπη που βγήκε για τσιγάρο, με κοιτάζει απορημένη κάτω από μια σκουριασμένη μουσμουλιά, που πασχίζει να κρατηθεί ζωντανή μέσα στο λιγοστό χώμα ενός πλαστικού κουβά. Σε λίγο ένας άλλος, φορώντας μια λευκή φανέλα που δεν έκρυβε τα παραπανίσια του κιλά, βγήκε να μιλήσει χαμηλόφωνα στο κινητό και κάπως συνομωτικά. Από πάνω του μια άλλη ένοικος άπλωνε τη μπουγάδα της, ενώ προσπαθούσε να πιάσει με το αυτί της τι έλεγε στο τηλέφωνο ο γείτονας του κάτω ορόφου.

Και πάνω από όλους, πάνω και από τις δεκάδες μαυρισμένες κεραίες των ταρατσών, κρέμονται άσπρα σύννεφα που με μιας μεταμορφώνονται σε άλογα και καλπάζουν με δύναμη μπροστά έτοιμα να αναμετρηθούν. Τρέχουν αφηνιασμένα από τη δύση προσπαθώντας να προλάβουν κάτι που εμείς δεν μπορούμε να δούμε ακόμα.Μονάχα υποψιαζόμαστε. Στρέφω τα μάτια μου ανατολικά και βλέπω την σκοτεινή πλευρά έτοιμη και αυτή να ριχτεί στο πεδίο της μάχης. Τα μαύρα σύννεφα ήταν ήδη εκεί.

Ξαφνικά επικρατεί ησυχία. Ακούω την μεσόκοπη με το τσιγάρο νε λέει "Θα βρέξει πάλι", χωρίς όμως να γυρίσει πίσω της, προς την ανοιχτή πόρτα. Αναρωτιέμαι αν το είπε σε μένα. Φυτεύει βιαστικά το αποτσίγαρο μέσα στο χώμα της μουσμουλιάς και ο δυνατός κρότος της πρώτης βροντής που ακούγεται την βρίσκει να τρέχει κάτω από την ετοιμόροπη πόρτα της. Η κυρία με την μπουγάδα σηκώνει τα μάτια ψηλά και ψελίζει κάτι μεταξύ ευχής και κατάρας, ενώ ο κύριος του κάτω διαμερίσματος συνεχίζει να μιλάει απτόητος στο κινητό. Την ίδια στιγμή κάνει ξανά την εμφανίσή του ο νεαρός με το φραπέ, μόνο που τώρα φοράει ένα πράσινο στενό σλιπάκι. Από το παραδίπλα διαμέρισμα, τα μαχαιροπήρουνα μένουν ματαίωρα... Και τώρα οι ηθοποιοί βρίσκονται επί σκηνής για το φινάλε...

Εχω βγάλει τα γυαλιά και απέναντί μου όλοι τους έχουν ρίξει τα μάτια τους επάνω μου. Ο μοναδικός τους θεατής στέκεται τώρα όρθιος γδυτός εκεί στη μεγάλη βεράντα του ακριβού του ξενοδοχείου να τους κοιτάζει έτοιμος να χειροκροτήσει και να χειροκροτηθεί.

Με μιας τα φώτα σβήνουν, η παράσταση δείχνει να τελειώνει. Σκοτείνιασαν όλα και ξεσπά η μπόρα. Μεγάλες σταγόνες βροχής με χτυπάνε. Το μέρος κάτω από τα πόδια μου όμως παραμένει στεγνό. Από την άκρη του δρόμου, έξι πατώματα κάτω, ακούγονται οπλές αλόγων. Πλησιάζουν με βιάση το μέρος μας. Ολοι οι απέναντι σκύβουν να δουν και αλλαφιασμένοι χάνονται μέσα στα σκοτεινά τους δωμάτια. Τους κοιτάζω που φεύγουν. Χειροκροτώ αλλά κανείς δεν μένει να με ακούσει. Εκτός από έναν. Εκείνον με το κινητό. Του φωνάζω, γιατί μένει και δεν φεύγει. Για την αγάπη, μού αποκρίνεται... Υποκλίνομαι και βλέπω το Μαγιάτικο χαλάζι να κάνει τα μάρμαρα του ξενοδοχείου, να φαίνονται πιο άσπρα από ότι είναι. Ακούγεται ένα βουητό. Στέκομαι και πάλι όρθιος. Σηκώνω το βλέμμα ψηλά στον ουρανό. Ενα αεροπλάνο διασχίζει διαγώνια την Θεσσαλονίκη περνώντας ανάμεσά μας. Κάποιος φεύγει...

Καλή αντάμωση.


12 Μαΐου 2010

Το τριανταφυλλένιο αίμα

Caro diario

Το γάλα χύνεται και απλώνει το άσπρο του στεφάνι πάνω από τον παγωμένο καφέ. Το ποτήρι μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε έργο τέχνης. Δεν ήθελα καφέ. Ηθελα απλά να πάω κάπου. Κατέβηκα στο κυλικείο, ζήτησα καφέ και βγήκα έξω στο γκαζόν με το πλαστικό ποτήρι να μου παγώνει την παλάμη. Στάθηκα μονάχος και αναποφάσιστος, εκεί που προαυλίζονται οι καπνιστές-συνάδελφοι. Κάθισα κάτω από τον ίσκιο ενός καλοκαιρινού πλάτανου και κοιτούσα το πράσινο γύρω μου, που με κρατούσε αιχμάλωτο μέσα του. Λένε ότι το πράσινο είναι το χρώμα της ελπίδας. Μπορεί και να έχουν δίκιο, αλλά εμένα μου 'πεσε βαρύ. Σκούρο, σχεδόν μαύρο. Απέναντί μου ήρθε μια χοντρή "νεαρά", που μου έμοιασε σαν φιγούρα που ξεπήδησε από πίνακα του Φερνάντο Μποτέρο. Κάθησε αντίκρυ στο λερωμένο παγκάκι. Με κοίταξε με ανακριτικό ύφος. Μάλλον επειδή δεν με είχε ξαναδεί εκεί. Αναψε αργά τσιγάρο. Μου 'ρθε λαχτάρα για λίγη νικοτίνη. Σκέφτηκα να της ζητήσω ένα τσιγάρο. Αλλά φοβήθηκα... Πάντα είναι καλύτερα να φεύγεις, πριν σε αφήσουν. Εφυγα πρώτος...

Επέστρεψα στη θέση μου, στην γωνιά μου... Τακτοποίησα τον καφέ στην άκρη του γραφείου. Πάτησα το έντερ να ανοίξει η οθόνη. Κανείς στο εμεσέν. Ισως έτσι να είναι από εδώ και πέρα. Η ώρα δεν περνάει. Πόσο θα ήθελα να μιλούσα με έναν άνθρωπο τώρα. Βάζω να ακούσω μουσική με τα ακουστικά, για να σπάσω την απουσία. Δυναμώνω την ένταση σε επικίνδυνο σημείο για να σκεπάσω την χάβρα του γραφείου. Στις ειδήσεις - διαβάζω βιαστικά το κρόουλ- ο Νικ Γκλεγκ, έγινε Πάγκαλος της Μ. Βρετανίας. Την επόμενη στιγμή ο Ζαπατέρο έχει πάρει τη θέση του Παπανδρέου, απέναντι από τον Ομπάμα. Μου 'ρχεται να ουρλιάξω.

Ρίχνω το βλέμμα πέρα από τις γαλάζιες περσίδες. Πάλιωσαν και αυτές· ξεθώρισαν όπως όλα γύρω μου. Ερχεται μια μέρα και αναρωτιέσαι πως γίνεται να ξυπνήσεις αλλαγμένος. Να μιλάς και να μην σε αναγνωρίζουν. Να σε περνάνε για άλλον. Να ψάχνεις να βρεις ποιος από τους δύο είσαι τελικά. Αυτός που βλέπεις εσύ ότι είσαι ή αυτός που βλέπουν οι άλλοι. Αναρωτιέσαι πως γινόταν να πιστεύεις τόσο καιρό μόνο με την καρδιά. Να πέφτουν οι άγγελοι από ψηλά και να γίνοναι μικρά καρφιά που πέφτουν στα μάτια σου. Αυτά που μέχρι χθες εσύ τα περνούσες για τριαντάφυλλα. Πώς στα κομμάτια γίνεται να τα δεις ξανά ως τέτοια; Eσβησε το μέσα μου, όπως το γκρίζο εμεσέν. Πατώ σε μια λάσπη από αίμα τριανταφυλλένιο. Ενας μπλαβί βάλτος ανοίγεται μπρος μου. Λυγίζω, αλλά να πάρει, πρέπει να τον περάσω. Απέναντι είναι το πράσινο...