8 Μαρτίου 2011

Οι όμορφες νιφάδες, όμορφα πνίγονται

Caro diario


O χειμώνας μάς καταριέται ψυχοραγώντας  πάνω στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Μια κρυώνω και μια  νυστάζω. Μπορεί και τα δύο. Μπροστά απ' την οθόνη ορθώνεται η καυτή ανάσα του φλιτζανιού, χωρίζοντας την στα δύο. Πίνω μια γουλιά ενός άγλυκου τσαγιού. Συνεχίζω να κρατώ τη ζέστη του ανάμεσα στις παλάμες μου, λες και είναι η τελευταία ελπίδα ζεστασιάς μέσα στο μεγάλο σπίτι. Μια ψυχή πως μπορεί να το γεμίσει; Πόσο μπορεί να το ζεστάνει; Κοιτάζω τις νιφάδες πίσω από το λερωμένο τζάμι, λίγο πριν αυτοκτονήσουν μέσα στα μολυσμένα απόνερα της πόλης. Οι όμορφες νιφάδες, όμορφα πνίγονται.

Και ενώ τα χελιδόνια θα είναι πια καθ' οδόν, βλέπω εκεί στην κόχη του ταβανιού, την άδεια φωλιά να περιμένει το γυρισμό τους. Ερημη και μισογκρεμισμένη από τους ημεδαπούς σπουργίτες. Τι έφταιγαν και αυτοί; Ενα σπίτι έψαχναν να ξεχειμωνιάσουν. Ετσι όπως πάντα κάποιος άλλος, θα παίρνει το πόδι μας. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη ζωή. Και εμείς πάλι, να ψάχνουμε για τη θέση ενός άλλου. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη ζωή... Και ο χρόνος, να τα παίρνει όλα. Τα χελιδόνια, δεν μένουν πια εδώ.

Το χιόνι συνεχίζει να στροβιλίζει το βλέμμα μου καθώς ακολουθώ την τρελή πορεία του. Αναρωτιέμαι που και πότε θα είναι η επόμενη φορά, που θα συναντηθούμε. Αφήνομαι έτσι να βουλιάζω στην τελευταία μας. Μένω για ώρα στο λευκό του. Στις χιονισμένες σκέψεις, το μυαλό μουδιάζει, η αντοχή λυγίζει επικίνδυνα. Τις αφήνω, παρακινούμενος από ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης. Το φλιτζάνι άδειασε πια. Φτάνω έως το τέλος και καρτερώ την άνοιξη. Και τότε οι νιφάδες με ένα μαγικό τρόπο, θ' αναστηθούν και θα ζήσουν μια άλλη ζωή ως λευκά πέταλα, άγνωστων λουλουδιών.