29 Αυγούστου 2007

Ζητείται ΣΥΓΝΩΜΗ

Caro diario


Tα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται. Τι ειρωνεία, αλήθεια, η γη που δωρίζει στην Οικουμένη την Ολυμπιακή Φλόγα, να καεί... Πόσα δάκρυα να χύσει κανείς για να σβήσει το θυμό και την οργή; Πόσα δάκρυα είναι αρκετά, για να θρηνίσει τους ανθρώπους, που έγιναν θυσία στο θεό της ανικανότητας; Ποιές προσευχές να θυμηθεί κανείς για να ελπίσει ξανά κάπου; Tότε, που οι υποσχέσεις θα έχουν αποδειχθεί λίγες και τα φώτα των τηλεοπτικών συνεργείων θα έχουν σβήσει; Τότε που οι άνθρωποι αυτοί, θα συνεχίζουν να μην έχουν σπίτι, να μην έχουν το βιος τους. Και η ελπίδα θα έχει λιγοστέψει. Και οι ενοχές μερικών, θα χάνονται μαζί με τα δελτία ειδήσεων.

Κοιτάζω από ώρα, το απέναντι μπαλκόνι με το χειμωνιάτικο χαλί να κρέμεται ανέμελο στα κάγκελα. Κρεμιέται και η ματιά μου πάνω του, μέχρι να γίνουν όλα θολά. Το μυαλό γυρίζει πίσω. Τι ειρωνεία, αλήθεια, η γη που δωρίζει στην Οικουμένη την Ολυμπιακή Φλόγα, να καεί... Πόσα δάκρυα να χύσει κανείς για να σβήσει το θυμό και την οργή; Πόσα δάκρυα είναι αρκετά, για να θρηνίσει τους ανθρώπους, που έγιναν θυσία στον θεό της ανικανότητας; Ποιές προσευχές να θυμηθεί κανείς για να ελπίσει ξανά κάπου;


Επιστέφω στο άσπρο της οθόνης. Φοβάμαι να γατζώσω πάνω του, τους μικρούς μου χαρακτήρες. Λες και θα το πονέσω. Κατά βάθος όμως ξέρω, ότι πρόκειται να ταράξω το αγκάθι, που σφήνωσε από την Παρασκευή μέσα μου. Τότε που έγραφα, από το γραφείο της δουλειάς, με λαχτάρα για βόλτες και εκδρομές στην Πελοπόννησο. Αυτά κράτησαν όμως μέχρι τη στιγμή, που οι πρώτοι νεκροί σκίασαν τα πάντα γύρω. Μέχρι να επιστρέψουμε το βράδυ σπίτι, στους πρώτους εκείνους νεκρούς, είχαν προστεθεί και άλλοι. Και τις μέρες που ήρθαν και άλλοι. Και άλλοι...

Από τότε αισθάνομαι σαν να χρωστάω κάτι σε όλους αυτούς που η ψυχή τους πέταξε σαν τρομαγμένο πουλί στον κόκκινο ουρανό. Σαν να χρωστάω κάτι σε αυτούς, που έμειναν πίσω, καταδικασμένοι να ζουν ανάμεσα σε μαύρα δένδρα. Μόνοι μέσα σε κατεστραμένα χωριά και σε σπίτια χωρίς μια στέγη. Σαν να χρωστάω κάτι σε κείνα τα ζωντανά της γης και τα πτηνά τ΄ουρανού, που έσβησαν ανήμπορα μέσα στην νύχτα. Και στ΄άλλα που γλίτωσαν και τώρα δεν έχουν πια, που να ζήσουν. Ποιός ευθύνεται για όσα έγιναν και όσα εξακολουθούν για έξι μέρες τώρα να συμβαίνουν; Ποιός αμέλησε; Ποιός έκανε λάθος; Ποιός είναι ο ένοχος; Ποιός θα τιμωρηθεί; Ποιός;

Υπάρχει θυμός και οργή μέσα μου, που όσο περνάνε οι μέρες αντί να καταλαγιάζουν, δυναμώνουν. Γίνεται ένα ποτάμι, που με πνίγει. Ενα ποτάμι που φουσκώνει όλο και περισσότερο, όσο δεν βρίσκεται κάποιος να παραδεχθεί ότι έκανε ένα λάθος. Eνα! Οσο δεν βρίσκεται κάποιος να ψελίσει μια ταπεινή συγνώμη. Ομως, μερικές φορές μια συγνώμη είναι πιο ακριβή από όσες επιταγές και αν μοιραστούν για εξιλέωση. Τότε θα μπορέσω ίσως, να ξεχρεωθώ έστω και λίγο, απέναντι σε ό,τι χάθηκε. Αυτό λοιπόν, απαιτώ από εκείνους, που μαύρισαν τη χώρα. Δεν περιμένω βέβαια να το πράξουν. Θυμάμαι, τι είπε μια γερόντισα μέσα στις στάχτες του σπιτιού της. "Γίνεται παιδί μου, ο κόρακας, περιστέρα;" Η τιμωρία τους όμως σιγώνει. Και θα είναι το ΜΑΥΡΟ. Πιο μαύρο από αυτό, που αφήνουν πίσω τους.

27 Αυγούστου 2007

Εδώ κλαίει η Ελλάδα



Εδώ έτρεξε ο Κόρυβος
Εδώ εμπνεύστηκε ο Φειδίας
Εδώ οραματίστηκαν ο Βικέλας και ο Κουμπερτέν
------------
Κάηκε υπό την πρωθυπουργία του Κ. Καραμανλή

24 Αυγούστου 2007

Σκοτεινή Παρασκευή

Caro diario

Το λιγοστό φως, σκαρφαλώνει ανάμεσα στα μισόκλειστα ανοίγματα των γαλάζιων περσίδων του παραθύρου μου. Χαρακώνει απαλά την επιφάνεια του γραφείου. Εχω από ώρα τελειώσει με όλες τις εκρεμότητες. Αισθάνομαι σχεδόν ευτυχισμένος. Σκέφτομαι πως σήμερα είναι Παρασκευή και μπροστά μας έχουμε ένα ταξιδιάρικο Σαβατοκύριακο προς την αγαπημένη Αργολίδα, στο σπίτι της Αλίκης. Θα πάρουμε μια ανάσα, πριν αποχαιρετήσουμε το φετινό καλοκαίρι. Υστερα θα ΄ρθει ο μελαγχολικός Σεπτέμβρης με εκείνο τον καιρό - ούτε καλοκαίρι, ούτε χειμώνα - που με κάνει να θέλω να πέσω να πεθάνω.

Τραβώ το σχοινάκι και ανεβάζω ψηλά τις περσίδες. Πλημμυρίζω με φως καλοκαιριού. Κοιτάζω έξω από το μεγάλο παράθυρο, πάνω από τις ταράτσες των αντικρυνών κτιρίων, το γαλάζιο-γκρι τ΄ουρανού . Κάθε μέρα που περνά το βλέπω να γίνεται όλο και περισσότερο σκέτο γκρι. Χθες κιόλας, έγραφε ο ΕΤ ότι τα τελευταία χρόνια, τα βόρεια προάστια πνίγονται από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Δεν ήταν βέβαια ανάγκη να το γράψει η εφημερίδα της Γιάννας για να το διαπιστώσω. Το ζούμε κάθε μέρα. Αυτό, που δεν ανέφερε το ρεπορτάζ, ήταν ότι η λειτουργία του αεροδρομίου στα Μεσόγεια είναι η αιτία για αυτό το "παράδοξο". Το "EL.VEL." ξερνά τα δηλητήρια του πάνω στην Αθήνα, καθώς η μόνη διέξοδος τους είναι το στενό πέρασμα μεταξύ Υμηττού και Πεντέλης. Τα βόρεια προάστια... Οπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο Δοξιάδης, που αντιστάθηκε στο πρόσταγμα Καραμανλή - του θείου- για καταστροφή και των Μεσογείων.

Αφουγκράζομαι την ησυχία του γραφείου. Η τηλεόραση, δείχνει εικόνες καταστροφής από τα πύρινα μέτωπα που κατακαίνε από χθες την Πελοπόννησο. Μιλάει για δύο νεκρούς και έναν αγνοούμενο. Πριν λίγο ξέσπασαν άλλα μέτωπα στην Ελευσίνα και στο Λαγονήσι. Καίγονται σπίτια... Σκοτείνιασα. Θέλω να βρεθώ εκτός γραφείου. Τώρα!

Σκέφτομαι ότι προχθές δεν κατεβήκαμε στο κέντρο. Βαρέθηκα εγώ, ενώ ο Αρης ήταν κουρασμένος. Ισως πάμε σήμερα, μιας και η θερμοκρασία είναι μια γραμμή χαμηλότερη και... Παρασκευή. Θα χωθούμε και εμείς ανάμεσα στους ξανθούς τουρίστες, μες τα τζατζίκια και τα κεμπάμπ. Θα κάνουμε άσκοπες βόλτες με τον ιδρώτα να κυλά αργά κάτω από τα πουκάμισά μας. Θα περάσουμε από το Μοναστηράκι και τη Στοά του Αττάλου. Θα βαδίσουμε πλάι πλάι, με τους ώμους να αγγίζονται σε κάθε δεύτερο βήμα, στον πεζόδρομο κάτω από τον Ιερό βράχο. Αντίκρυ του, θα κοιτάξουμε πίσω από τα ανοίγματα να δούμε την πρόοδο του νέου μουσείου. Και εκεί θα φανταστούμε κατεδαφισμένες όχι μόνο τις δύο πολυκατοικίες, αλλά ΚΑΙ το λεγόμενο κτίριο "Βάϊλερ". Θα περάσει η ώρα με τον ήλιο να χάνεται στο βάθος της Αθήνας, καθώς θα καθόμαστε για καφέ στο Θησείο. Τα γυαλιά θα στέκονται πια στα κεφάλια μας, όταν θα παίρνουμε αμίλητοι το μετρό για την επιστροφή...


22 Αυγούστου 2007

Ο συνάδελφος



Caro diario

Γράφω φιλοξενούμενος στο γραφείο μιας συναδέλφου που λείπει με άδεια (υπάρχουν ακόμη μερικοί παραμένοντες στα νησιά) γιατί από το δικό μου απουσιάζει ο υπολογιστής. Σαραπέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες ...είχαν πέσει πάνω του για δύο μέρες, προσπαθώντας να τον συνεφέρουν. Εις μάτειν! Τώρα τον πήρανε για τα παιρετέρω. Στο μεταξύ, μόλις δημοσίευσα το προηγούμενο μου θέμα, χάλασε και ο υπολογιστής στο σπίτι, αποδεκατισμένος από επίθεση ιών. Χθες το απόγευμα βγήκε νοκ-άουτ και το λάπ τοπ του Αρη. Από "ιώση" επίσης. Ποιός μας καταράστηκε. Ρωτάω, ποιός;

Απέξω, η ζέστη πρέπει να κορυφώνει την πολιορκεία της στη μέρα. Τα λιγοστά δέντρα, που φάινονται από το νέο παράθυρο, μένουν ασάλευτα. Κάθε τρεις και λίγο, παίζει μια τηλεοπτική διαφημιση για σι ντι, και ακούγεται το "Μαραμένα τα γιούλια κι βιόλες". Είναι κάπως εκνευριστικό, αλλά προκειμένου να έδειχνε σποτάκια της Νου.Δου. ...ε, χίλιες φορές να προτιμήσω τις βιόλες, απ' τις μαραμένες ελπίδες.

Από εδώ που έχω καθίσει σήμερα, μπορώ και βλέπω, έναν συνάδελφο, που τρόμαξα να τον αναγνωρίσω όταν επέστρεψε από την άδεια του. Εχει πάνω από χρόνο στη δουλειά, αλλά ποτέ δεν τον είχα κοιτάξει "κι' αλλιώς". Οσο δηλαδή, μου επιτρέπεται, "παντρεμένος άνθρωπος". Δεν λέω, ψηλός με λεπτό σώμα, μακρυά χέρια, φωνή Αλιάγα.., -ο συνάδελφος, όχι εγώ- αλλά είχε ένα... κακό: Mακρύ μαλλί. Επέστρεψε κοντοκουρεμένος και άλλαξε τόσο, μα τόσο πολύ... "Ρισπέκτ", όπως θα έγραφε και ο αγαπητός Προβατούκος.

Γύρισα στη θέση μου πριν λίγο, αφήνοντας τον ωραίο συνάδελφο πίσω μου. Ελπίζω να μην τον μάτιαξα. Ο ήλιος έχει από ώρα, περάσει στο πλάι του κτιρίου, και το κρύο από τα κλιματιστικά, μου φαίνεται πως αυξήθηκε κι΄άλλο. Σχεδόν κρυώνω πια. Σκέφτομαι ότι σε λίγο, θα βρεθώ με τον Αρη μέσα στη ζέστη του αυτοκινήτου, τραβώντας για το σπίτι. Προς στιγμή, μου περνά η ιδέα, να προτείνω μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, για φαγητό και καφέ. Ωραία θα ήταν ...


20 Αυγούστου 2007

Οι ηλιοκαμένοι

Caro diario


Οι άδειοι δρόμοι, από σήμερα είναι παρελθόν. Πρωί, πρωί και η κίνηση στη μεγαλούπολη ήταν εμφανής. Λίγο το προχωρημένο του Αυγούστου, λίγο η σπουδή του Κωστάκη για εκλογές έτσι ώστε να μη χάσει την καρέκλα του, έκαναν τους Αθηναίους να αφήσουν τις ξαπλώστρες τους στις παραλίες. Εξω από το παράθυρο ακούγεται η βιαστική σειρήνα ενός ασθενοφόρου, που προσπαθεί να χωθεί, ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα.


Μου θυμίζει, ότι πριν λίγο καθώς κατούραγα, χτύπησα το δεξί μου αρχίδι με το λάστιχο του εσωρούχου. Τινάχτηκα από τον πόνο. Σήκωσα το δεξί μου πόδι πρώτα σε ορθή γωνία και μετά επιχείρησα να το φέρω προς το στήθος. Το κίνησα αριστερά και δεξιά, μιμούμενος κινήσεις που θυμήθηκα να έκαναν στο γήπεδο σε ποδοσφαιριστές, που είχαν την ατυχία να πέσει η μπάλλα πάνω στα θελκτικά σορτσάκια τους. Τότε που ακόμα πήγαινα στο "Σπύρος Λούης" και στη Λεωφόρο, πολλά χρόνια πριν.


Πονάω ακόμα. Νομίζω όμως λιγότερο. Ή να΄ναι από την ακινησία; Δεν ξέρω αν πρέπει να κινούμαι ή όχι. Ελπίζω να μην είναι τίποτα το σοβαρό. Noμίζω συστροφή, το λένε. Συχνά, βρίσκω μια αφορμή για να διασχίσω το χώρο εργασίας, και να χωθώ αθόρυβα στις τουαλέτες. Εκεί ψάχνομαι για πρηξίματα, ενώ δοκιμάζομαι στον πόνο καθώς περπατώ. Οταν επιστρέφω στη θέση μου, παίρνω βαθειές αναπνοές, σε μια προσπάθεια να χαλαρώσω. Με πιάνει απόγνωση σαν σκέφτομαι, ότι μπορεί να τρέχω σε νοσοκομεία για αυτό το λόγο.


Σήμερα, έχουν επιστρέψει σχεδόν όλοι στα γραφεία τους. Και για μας, που έχουμε γυρίσει εδώ και εβδομάδες πίσω, είναι δύσκολο ν΄ακούμε πάλι για παραλίες, ξενύχτια, βάρκες παρεό και βατραχοπέδηλα. Ολα αυτά μπλέκονται με τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Εκλογές, ψηφοδέλτια, περιοδείες, Παπανδρέου και Καραμανλής. Μαντούβαλος και Καρατζαφέρης. Από κοντά και ο Ζορμπάς. Οι λέξεις-συνθήματα σημαδεύουν το μυαλό μου. Μαζί, Ξανά μαζί, Νέα αλλαγή, Αλλαξε εσύ, Προχωράμε, Αλλάζουμε, Πάλι μαζί... (...και χώρια, ίδια είναι η στεναχώρια)


Κανείς δεν έχει όρεξη για δουλειά σήμερα. Εφημερίδες, περιοδικά και ίντερνετ. Ανέκδοτα και πλάκες. "Θα παραγγείλουμε τίποτα, απ΄έξω; Διάβασες τί γράφει το Λοιπόν; Εγώ θέλω πίτσα. Καύσωνας έρχεται! Καλέ, τώρα που γύρισα; Μήπως να πάρουμε κανά goody΄s; Θα παραγγείλει νέα γκαρνταρόμπα η Αννούλα η Βίσση, κορίτσια. Α-χου και δεν περνάει η ώρα... ! Τελικά θα φάμε σήμερα, ρε;"


Στο μεταξύ οι ειδήσεις ασχολούνται με άλλα θέματα. Καθ΄όλα αδιάφορα . Οπως, για παράδειγμα, εκείνο του θανάτου του μαύρου 25χρονου Νιγηριανού μετανάστη στην Καλαμαριά. Εικόνες ασπρόμαυρες, μιας ζωής κυνηγημένης που έπεσε από τον πρώτο όροφο, μιας χώρας που είναι υπό κατεδάφιση...

16 Αυγούστου 2007

Η νύχτα που ο Ελβις θα γινόταν βασιλιάς

Caro diario

16 Αυγούστου 1977. Η μέρα που πέθανε ο Ελβις. Δεν θυμάμαι τίποτα από τη μέρα εκείνη. Ημουν πολύ μικρός άλλωστε. Λίγα χρόνια αργότερα όμως κάτι θα σήμαινε. Τότε θα ήμουν στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια. Ή μήπως πιο μικρός; Ηταν στο "Ακαπούλκο" πάντως. Εκεί, τον πρωτοσυνάντησα ένα αυγουστιάτικο βράδυ...

Εκανε ζέστη, αλλά είχαν αρχίσει κι όλας τα μελτέμια. Η μυρωδιά του καμμένου δάσους ήταν παντού -όπως τώρα είναι εκείνη της Πεντέλης, που καίγεται έξω από το παραθυρό μου- ανάκατη με την υγρασία της νύχτας. Δεν μ' έπιανε ύπνος και αψηφώντας τις απειλές της μάνας μου, αν δεν ξάπλωνα για ύπνο - «κομμένα τα μπάνια από αύριο. Τ΄ακούς;» - βγήκα στη βεράντα να δω τηλεόραση. Η κίτρινη λάμπα κρέμοταν μονάχη πάνω από τη παλιά άσπρη φερ φοζέ ροτόντα, με τις έξι αδειανές πολυθρόνες γύρω της. Εκείνες τις βαριές με τα στριφογυριστά σίδερα, που μου θύμιζαν ταινίες με τη Ναθαναήλ και τον Αντωνόπουλο. Στα μπράτσα των δικών μας είχε φύγει η άσπρη σαν δέρμα μπογιά, αφήνοντας να φανεί η σιδερένια σάρκα τους.

Χώθηκα μέσα σε μια και άναψα την τηλεόραση σε ένα από τα δύο κανάλια. Τον πρωτόδα και με γοήτευσε με μια του ματιά. Από το πρώτο του χαμόγελο στην Μαργαρίτα - Ούρσουλα Αντρες. Αυτό, που "έσπαγε" στη μια άκρη των χειλιών του. Ανέμελος, μέσα στο κοσμοπολίτικο εκείνο καλοκαίρι. Μου φάνηκε τόσο, μα τόσο λαμπερός. Νέος γεμάτος δύναμη. Ομορφος μέσα στη δροσιά μιας ασπρόμαυρης νιότης. Κοιτούσα αποσβολωμένος τη μικρή κόκκινη τηλεόραση, αλλά εγώ τον έβλεπα υπερφυσικά μεγάλο, ολοζώντανο εκεί μπροστά μου να μιλάει, να τραγουδάει και να λικνίζεται, μαζί με τις νυχτοπεταλούδες, που κουτουλούσαν γύρω από την κίτρινη λάμπα της βεράντας μας. Το τέλος της ταινίας δεν το είδα ποτέ. Μια διακοπή στο ηλεκτρικό, μ΄εστειλε μια ώρα αρχίτερα για ύπνο. Δεν έκλεισα μάτι εκείνη τη νύχτα. Ηταν η νύχτα, που ο Ελβις έγινε βασιλιάς...

Από την επόμενη, κι όλας θα άρχιζε επιχήρηση "Ελβις". Αφού πρώτα πέρασα από τη βεράντα, ψάχνοντας για τυχόν ίχνη από όσα είχαν συμβεί εκεί την προηγούμενη νύχτα. Αγγιξα με ευλάβεια, που θα έπρεπε σε εικόνα, την σβηστή οθόνη της τηλεόρασης. Εκεί όπου είχαμε γνωριστεί. Οσο και αν έσφυξα τα μάτια μου, δεν ήρθε όμως. Αντί για εκείνον, ήρθε η μάνα μου κρατώντας ένα μαχαίρι. "Τι, κάνεις εκεί;" ρώτησε με γουρλωμένα μάτια. "Να μη σε νοιάζει." είπα, με προσποιητή αυθάδεια, κοκκινίζοντας μέχρι τα αφτιά. Μια παράξενη ενοχή, που δεν είχα συνειδητοποιήσει ως τότε, με πλημμύρισε. Σχεδόν με τρόμαξε. "Τι το θέλεις το μαχαίρι μαμά;" ρώτησα εγώ, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς την πόρτα, έτοιμος να το βάλω στα πόδια. "Να καθαρίσω τα φασολάκια..." είπε εκείνη. "Α!... " Οπως και αν είχε εγώ έτρεξα έξω, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. "Ελα εδώ... Μη φύγεις..." άκουγα πίσω δυνατά τη φωνή της μάνας μου.

Στις 17 Αυγούστου, αγόρασα όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες, με τα επετειακά αφιερώματα στη μνήμη του. Ενας "Ταχυδρόμος", βρίσκεται ακόμα νομίζω, στο πατάρι του πατρικού μου. Μέσα σε λίγες ημέρες, φτιάχτηκαν λευκώματα με φωτογραφίες και σημειώσεις. Αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών κολλήθηκαν προσεχτικά με ούχου δίπλα τους. Αγόρασα και δίσκους του, παρόλο που δεν είχαμε στο σπίτι μας πικ απ. Τους έγραφα μετά, στο "δισκάδικο" της γειτονιάς σε κασέτες που έλειωναν στα χέρια μου. Μια χάρτινη κούτα "ΝΟΥ-ΝΟΥ", από σκληρό χαρτόνι, φύλαγε το πολύτιμο - και ενοχοποιητικό - υλικό στα πιο πυκνά σκοτάδια της ντουλάπας μου. Μέχρι που κάηκε, πολλά χρόνια αργότερα... Εκείνος όμως κάπου συνεχίζει να υπάρχει.



14 Αυγούστου 2007

Ησυχες μέρες του Αυγούστου

Caro diario


Απομεσήμερο Τρίτης. Ζεστή η μέρα, κύλησε ως τ' απομεσήμερό της. Αύριο ξημερώνει της Παναγιάς. Ο Αρης κοιμάται στο κρεβάτι μου, πάνω στα βυσινιά σεντόνια. Επεσε φαρδύς πλατύς αγγαλιά με το μαξιλάρι μου. Εξω στο κυπαρρίσι, τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο. Σκέφτομαι ότι μ΄αρέσει η φλυαρία τους. Καμιά φορά βγαίνω στο μπαλκόνι να δοκιμάσω την ετοιμότητά τους. Σταματάνε αμέσως! Μόλις νοιώσουν πως δεν τα απειλώ, ξεκινάνε απ΄την αρχή το μονότονο τραγούδι τους. Ισως και λίγο πιο δυνατά. Στον ουρανό, σύννεφα ταξιδεύουν αργά από τον βορρά, σκεπάζοντάς μας. Νομίζεις ότι πήρε να δροσίσει, μια ιδέα. Ευτυχώς, έχουμε ακόμα καιρό για αυτά. Τώρα αφουγκράζομαι το ζεστό μεσημέρι τ' Αυγούστου.


Πάνε δέκα μέρες που επιστρέψαμε, σε μια πόλη που θέλει να φύγει μακρυά μας. Η ζωή προσπαθεί ράθυμα να βρει τους ρυθμούς της. Εξω η πόλη, παραδόθηκε άνευ όρων στους λιγοστούς, που δεν την αποχωρίστηκαν. Και τους ανταμοίβει με τη γλύκα της. Ετοιμη να λεηλατηθεί, αφήνει ορατά τα κάλλη της, σκορπώντας μια ζεστασιά. Και εμείς, θέλουμε όσο τίποτα άλλο, να την κάνουμε δική μας. Να χωθούμε στην αγγαλιά της. Να θυμηθούμε τη ξεχασμένη της μυρωδιά. Εχουν κάτι όσοι έμειναν πίσω, τούτες τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Νομίζω ότι κοιτιώμαστε αλλιώς τώρα. Σχεδόν στα μάτια. Μύστες που ετοιμάζονται από καιρό, για την μεγάλη κάθαρση στο Τελεστήριο της πόλης.


Η μέρα στο γραφείο, ήταν μικρή. Λιγοστοί, αυτοί που ήρθαν, με βερβούδες και αθλητικά. Χρειάστηκε να κατέβω ως τον πρώτο. Πήρα τις σκάλες. Αδεια τα περισσότερα γραφεία. Κλειστοί οι κοινόχρηστοι χώροι. Που και που άνοιγε κάποια πόρτα. Ελάχιστοιι ήταν αυτοί που συνάντησα. Με μερικούς συναδέλφους χαιρετήθηκα. Είπαμε, μέσα από τα τα δόντια μας, τις τυπικές ευχές των ημερών, ανάκατες με τις υποχρεωτικές ερωτήσεις. "Καλέ; Πώς μαύρισες έτσι! Πώς τα πέρασες; Που πήγες; Πότε γύρισες; Θα ξαναφύγεις; Aντε και καλό χειμώνα..." Δώσαμε πεταχτά φιλιά κάτω από το λευκό φως έρημων διαδρόμων. Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, βρήκα ακόμα λιγότερους στις θέσεις τους. Τηλεφώνησα στον Αρη. Ρώτησα εάν εκείνος είχε τελειώσει τη δουλειά του. "Εδώ και ώρα"μου απάντησε. "Βαρέθηκα. Πάμε;" Συμφώνησα να βρεθούμε στην είσοδο. Θα τον συναντούσα εκεί λίγο αργότερα.


Εκλεισα τον υπολογιστή, ρίχνοντας όπως όπως τα πράγματα στη τσάντα μου. Πριν φύγω έριξα μια ματιά, κάτω στο δρόμο. Ελάχιστη η κίνηση. Ακόμη λιγότεροι όσοι βάδιζαν. Πρόσεξα καλύτερα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ενας άνδρας περίμενε εκεί σε μια λιγοστή σκιά. Στήριζε την πλάτη του, πάνω σ΄ένα μεγάλο μηχανάκι. Ηταν φορτωμένο με σκηνή και σλίπινγκ μπανγκ, έτοιμο για αναχώρηση. Ζήλεψα...

9 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 4 - Η ανάσα

Caro diario

To φρενάρισμα ήταν απότομο. Ούρλιαξαν τα λάστιχα πάνω στη ζεστή άσφαλτο. Με μιας, επανήλθα στη Μεσογείων. Παραλίγο, αποφύγαμε τα χειρότερα με το μπροστινό αυτοκίνητο. Γλιτώσαμε με ένα απλό βρισίδι. «Μα, δεν τον είδατε; Που πας ρε Καραμήτρο χωρίς φλας;» έλεγε, ξεφυσώντας ο ταξιτζής. «Ο μπαγάσας, θα μας έκανε μεγάλη ζημιά». «Ναι, ναι», έκανα εγώ, ενώ ο Αρης ανεβοκατέβασε το κεφάλι του, την ώρα που εγώ, έστιβα το δικό μου για να βρω, κάτι να πω. «Ωραία η Πάρος... Μια φορά που λέτε...», και βάλθηκε να μας διηγείται ένα προ δεκαετίας ταξίδι που είχε κάνει με τη γυναίκα του, σε κάτι φίλους, που ΄χαν σπίτι στην 'Αμπελο.

Στην 'Αμπελο δεν προλάβαμε να πάμε. Λίγες μέρες θα περνούσαμε άλλωστε στην Πάρο. Παρόλο που στο τέλος θα είχαμε περάσει τις πιο μεγάλες σε διάρκεια διακοπές, των τελευταίων χρόνων, εντούτοις αισθανόμαστε και οι δύο ακόμα την κούραση του περασμένου χειμώνα πάνω μας. Συμφωνήσαμε να περάσουμε τις μέρες μας στο κυκλαδονήσι, με τη μικρότερη ταλαιπωρία. (Το κατά δύναμη, αφού για να φτάσει κανείς στις παραλίες χρειάζεται τουλάχιστο μια ώρα δρόμο με ΚΤΕΛ και λάντζες). Αντί για το κάμπινγκ του Κριού, που θα απαιτούσε μετακίνηση με μέσο, επιλέξαμε αυτό της Παροικιάς. Ηταν μικρό, ήσυχο, καθαρό και με ξένους τουρίστες. Στήσαμε τη σκηνή, κάτω από τον ίσκιο μεγάλων δέντρων. Μόνο για λίγο, νωρίς το πρωί, ο ήλιος φώτιζε πάνω μας. Βρήκαμε καρέκλες και ένα κορμό δέντρου για τραπέζι. Θα τον μοιραζόμαστε με ένα ζευγάρι νεαρών Γερμανών, που είχαν δίπλα τη δική τους σκηνή. Πολύ φιλικοί και οι δυο τους. Ο ένας ξανθός με όμορφα φωτεινά γαλαζωπά μάτια. Ψηλός, όχι ιδιαίτερα γυμνασμένος. Θα τον έλεγες λίγο γεμάτο. Ο άλλος μελαχρινός, πιο αδύνατος και μάλλον πιο όμορφος. "Σαν τους Modern Talking, δεν είναι;" σχολίασα το πρώτο βράδυ όταν πέσαμε για ύπνο, κάνοντας τον Αρη να γελάσει δυνατά. "Σσσσσ! Θα ακουστούμε" τον παρατήρησα. "Τώρα να δεις τι έχει να ακουστεί..." είπε και κόλλησε τα χείλια του πάνω στα δικά μου...

Οι μέρες κύλησαν γρήγορα στην Πάρο. Πήγαμε μια Κυριακή πρωί στις Κολυμβήθρες. 'Αλλα θυμόμουν εγώ, από το 1988 (ή το ΄89; Παραμένει το ερώτημα.) Μια σχεδόν παρθένα φύση, με τουρίστες να απολαμβάνουν γυμνοί τη θάλασσα και τον ήλιο πάνω στα λεία βράχια. Η κατάσταση που βρήκαμε απογοητευτική. Ξαπλώστρες με ομπρέλες ακόμα και στα ελάχιστα κομμάτια αμμουδιάς. Ελληνες του φραπέ και των αθλητικών εφημερίδων να κυνηγάνε τα παιδιά τους. Ελάχιστοι οι ξένοι τουρίστες. Κανένας γυμνιστής... Βούτηξα σχεδόν με το ζόρι. Οταν η κατάσταση έγινε ανυπόφορη με τον κόσμο, τα μαζέψαμε και με την πρώτη λάντζα γυρίσαμε στη Νάουσα. Κατεβαίνοντας, ρώτησα τον καπετάνιο, ποιά ήταν η πιο ήσυχη παραλία. Μου ανέφερε τον Λαγγέρη "αλλά με τέτοιο καιρό σήμερα, δεν μπορούμε να πάμε. Πηγαίνετε στα Μοναστήρια. Δεξιά μετά τα βράχια..." Και τότε ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στο αυλακωμένο του πρόσωπο.

Με την επόμενη κιόλας βάρκα, "μπαρκάραμε" για "Μοναστήρια". Είχε αγριέψει ο καιρός και το μικρό σκαρί ανεβοκατέβαινε με δύναμη τα κύμματα. Κάτι γκόμενες ούρλιαζαν κάθε τόσο, σαν να 'βλεπαν τον Σάκη Ρουβά, δεμένο ανάποδα στο κατάρτι, σαν άλλο ομηρικό Οδυσσέα. (Εντάξει, μη του βάζω ιδέες τώρα.) . Εδώ ήταν όλες στην τρίχα, ακόμα και για να πάνε για μπάνιο. Τα βράδια δε, έπαθα σοκ. Ομολογώ, ότι δεν ξενυχτάω συχνά, σε μέινστριμ περιοχές και μαγαζιά, αλλά δεν πίστευα πόσο χυδαία ντύνονται. Σαν πουτανάκια, έβγαιναν αργά μετά τα μεσάνυχτα. Κοπάδια ολάκερα. Ενας κόσμος αντίθετος με αυτόν της Αντιπάρου.

Φτάσαμε στη τσιμεντένια προβλήτα αργά το μεσημέρι. Αφήσαμε το τσούρμο να τρέχει για να προλάβει μια κενή ξαπλώστρα στην παραλία και την επόμενη μπανάνα των κρις κραφτ. Εμείς πήραμε το μονοπάτι δεξιά, πάνω από τα βράχια. Κάποιοι μας ακολούθησαν, για να σταματήσουν στο πρώτο κομμάτι άμμου που βρέθηκε, λίγο πιο μακρυά. Συνεχίσαμε, έχοντας τα κότερα αγκυροβολημένα στα δεξιά μας. Ο ήλιος έκαιγε. Ο Αρης μπροστά με ένα καλάμι στο χέρι και το παρεό ν΄ανεμίζει στον αέρα δεμένο απ΄το κεφάλι του. Εγώ ακολουθούσα, ρίχνοντας ματιές στους κοκκινωπούς βράχους που υψώνονταν περήφανοι στ' αριστερά. Τα κότερα αυξάνονταν, σημάδι ότι φτάναμε κάπου. Και φτάσαμε. Ξαφνικά, τα βράχια χαμήλωσαν και μια αμμουδιά, έρημη σχεδόν, ανοίχτηκε μπροστά μας.

Γαλάζια νερά μας δέχτηκαν στη δροσιά τους. Κάτι, αμυδρά μου θύμησε το αγαπημένο Πορί. Ξαπλώσαμε γυμνοί πάνω στην άμμο, με το κύμμα να φιλά τα πόδια μας. Ευχαρίστησα τον Θεό, για την ευτυχία που έννοιωθα. Ο Αρης δίπλα μου, να αγγίζει τα δάκτυλά μου. Η ματιά του μέσα στη δική μου. Και ο βοριάς, από το μπροστινό άνοιγμα, να θέλει να μας σπρώξει ξανά και ξανά στο νερό... Στην παραλία αυτή, θα περνούσαμε και τις επόμενες ημέρες μας. Με τη ζεστασιά του ήλιου, τη δροσιά της θάλασσας, την αγριάδα των βράχων και τον ήχο του αέρα. Που και που θα πετούσε κάποιος μοναχικός γλάρος ή μερικά κατσίκια θα κατέβαιναν απ΄τα βράχια ως κάτω. Ετρεχε τότε γυμνός ο Αρης, να τους ρίξει μια φέτα ψωμί. Και εγώ έμενα να τον κοιτάζω.

Στην παραλία συναντούσαμε ελάχιστους άνδρες (εκτός από τα κατσίκια). Την τελευταία μέρα, κατέφτασε ένας καβαλάρης πάνω σε ένα μεγάλο τζετσκί. Γύρω στα 40, μελαχρινός, με πυκνά μαλλιά. Γθύθηκε και κάθησε κατάχαμα στην άμμο, με τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια. Επεσε ο ήλιος, μείναμε οι τρεις μας. Εκείνος κοιτούσε προς το μέρος μας, με την ανάλογη δόση θράσους, που απαιτούσε η περίσταση. Ηταν φανερό τι ζητούσε. Η τελευταία βάρκα από τη Νάουσα πέρασε μπροστά διασχίζοντας την ήρεμη θάλασσα. Αρχίσαμε να μαζεύουμε μαγιό, πετσέτες, παρεό, ομπρέλα. Περπατήσαμε από μπροστά του και τον αφήσαμε εκεί. Κρίμα που δεν μπόρεσα να ρίξω μια τελευταία ματιά στην παραλία, πίσω μου. Την επόμενη μέρα θα τον συναντούσαμε στο πλοίο. Αυτή τη φορά ως οικογενειάρχη. Με γυναίκα και μια ενοχή στο βλέμμα...

Το κινητό, βάλθηκε να μας σηκώσει από τις οκτώ το πρωί. Eνα "Wake up and close this mobile" ακούστηκε από κάπου. Το πρωινό φως του ήλιου έλουζε ήδη το εσωτερικό της γαλάζιας σκηνής σ' ένα αλλόκοτο φως. Τράβηξα τον Αρη ξανά στην αγγαλιά μου. Ηταν ζεστός καθώς τύλιγε τα χέρια του γύρω απ' τον λαιμό μου. Εγειρα το κεφάλι μου, ν΄ακουμπίσει στο δικό του. Μπερδεύτηκαν τα μαλλιά και οι ανάσες. Ενώθηκαν τα χείλια. Είδα τα γυμνά σώματά μας μπλεγμένα σε ένα. Γαλαζωπά και ασάλευτα. Αφουγκράστικα το πρωινό. Πουλιά, τιτίβιζαν πάνω στα δένδρα. Ακουσα τον αέρα να κηνυγιέται μες τις φυλλωσιές. "Τι ώρα φεύγει το πλοίο;" "Αργά..." απάντησα και τον φίλησα τρυφερά στο μέτωπο.

6 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 3 - Το παρεό

Caro diario

To ραδιόφωνο στο ταξί, έπαιζε λαϊκοπόπ και νέο Νταλάρα. Ο ταξιτζής φάνηκε ιδιαίτερα ομιλητικός, παρόλες τις ευχές μου, περί του αντιθέτου. Ο Αρης προσπαθούσε να δίνει απαντήσεις και εγώ από δίπλα του, να σφίγγω με δύναμη τα μάτια, λες και έτσι θα φτάναμε μια ώρα αρχίτερα. Που και που, ο οδηγός έριχνε προς τη μεριά μου καχύποτες ματιές, μέσα από τον καθρέπτη. Με το κεφάλι γερμένο προς το παράθυρο εγώ, έβλεπα τα πλατάνια των Ολυμπιακών Αγώνων να τρέχουν αντίθετα από εμάς. Τα μόνα που αξιοποιήσαμε, σκεφτόμουν, έστω και αν προσπαθούμε να τα στρογγυλοποιήσουμε προς τα κάτω, κλαδεύοντας τις κορφές τους. Κάθε τόσο αφήναμε πίσω μας, υπαίθριες διαφημίσεις με τα γυμνασμένα αντρικά κορμιά της Glou, ξαπλωμένα σε ταράτσες και πεζοδρομία.


Ξάπλωσε γυμνός απέναντί μας. Τον είχα δει από μακρυά. Περπατούσε στην άμμο με μικρά, προσεκτικά βήματα, καθώς το κίτρινο παρεό, έσφυγγε δυνατά την λεπτή, σμιλεμένη του μέση. Είχε κάτι πάνω του, που φώναζε "Δείτε με..." Γύρισε με τη ματιά του, ένα γύρο την παραλία, πριν αποφασίσει να σταθεί μπροστά μας. Με μια αποφασιστική κίνηση έλυσε το παρεό και αφέθηκε γυμνός στον ήλιο του μεσημεριού. Γύρω στα 25, μελαχρινός με τα μαλλιά να κυλάνε χαμηλά ως το σβέρκο, πρόσωπο με γωνίες, γυμνασμένος σαν μοντέλο. Μαύρισμα (ή σολάριουμ;) σε όλο το κορμί του. Και να μη το "φώναζε" ο ίδιος, πάλι θα τον πρόσεχες. Ξεχώριζε από όλους τους λέτσους και τα φρικιά του νησιού.

«Εχει μπέρδεψει τη Μύκονο, με την Αντίπαρο, παιδί μου, δεν το βλέπεις;» είπε ο Αρης και γύρισε μπρούμητα να ζεστάνει την πλάτη του. «Ελα, βάλε μου αντιλιακό τώρα. Και να μην αφήσεις ασπρίλες πάλι...» έκανε δήθεν αυστηρά. «Και εμείς, τι θέλουμε σε τούτο το νησί, καλέ μου;» Ρώτησα εγώ, ζουλώντας το μπουκάλι με την άσπρη κρέμα στην πλάτη του. «Ελα μου ντε! Απάντησε εσύ, μιας και το διάλεξες... Για να σε ακούσω, λοιπόν...» είπε, χτυπώντας τα δάκτυλα στην πετσέτα. Προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο, ρίχνοντας και δεύτερη δόση αντιλιακού, κάνοντας την επάληψη να μοιάζει τουλάχιστο με μασάζ κινέζου εργασιομανή. «Να σου πω...» ξεκίνησα να λέω. «Ηρθαμε εδώ για να έχουμε παραλία γυμνιστών, μπροστά από το κάμπινγκ» απάντησα, όσο πιο ειλικρινά μπορούσα. «Και η παραλία δεν αξίζει πολλά, το παραδέχομαι.» είπα. «Α! Και..;», επέμεινε ο Αρης.

Ε, τι «και»... Τί μπορούσα να του πω; Καταρχήν, τo τεράστιο κάμπινγκ έμοιαζε με ιδιότυπο στρατόπεδο. Χωρισμένο με καλαμένια παραπετάσματα σε κοινότητες. Ολων των ειδών και των ρευμάτων. Χεβιμεταλάδες, ροκάδες, σκίνχεντ, αναρχικοί, "νεοναζί" (σαν τον φάτσα, που συναντήσαμε στον «Διόνυσο» και δεν έριξε ματιά πάνω μας όσες φορές συναντηθήκαμε) και δε ξέρω πόσες άλλες φυλές φιλοξενούσε. Κάποιοι δε, κοιμόντουσαν στην παραλία και όση ώρα μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους, τριγύριζαν μέσα στους χώρους της κατασκήνωσης.

Ομάδες κοριτσιών από κείνα με τις ...μακρυές φούστες και τα ασορτί ταγάρια περασμένα χιαστί στο στήθος, λοξοκοιτούσαν όποια τολμούσε να ΄χει έστω βαμμένα νύχια.
Μπακουρομάδες αγοριών, αγενέστατες και θορυβώδεις. Με την απαραίτητη μπάκα και το μαλλί αλογοουρά. (Με τέτοιο κοινό, πως να παραμείνει για γυμνιστές η παραλία του Θεολόγου;) "Ελα ρε μαλάκα. Μαλάκα δεν μπορείς να φανταστείς. Τι λες ρε, μαλάκα..." Τυπικός διάλογος...

Μέσα σε όλο αυτό το συμφερτό, υπήρχαν αρκετοί νορμάλ ξένοι τουρίστες με μικρά παιδιά (απαραίτητο "αξεσουάρ" το παιδικό καροτσάκι για όσους επιλέγουν το συγκεκριμένο νησί) και... εμείς! (Νορμάλ και εμείς!) «Λοιπόν Aρη, τα μαζεύουμε να πάμε Πάρο; Χειρότερα δε γίνεται!» είπα. Ο Αρης, ορθώθηκε με μιας δίπλα μου φωνάζοντας: «Αλλος για τη βάρκα μου...» Βάλαμε και οι δυό τα γέλια, κάνοντας τον τυπάκο με το παρεό, να μας κοιτάξει, έστω και για μια στιγμή, κατεβάζοντας μια ιδέα τα μαύρα του γυαλιά...





Συνεχίζεται...

3 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 2 - "Ο Ελληνας"

Caro diario

Το ταξί χώθηκε αργά στην κίνηση της πόλης. Εγώ, με τον Αρη δίπλα μου να έχει αναλάβει να δίνει όλες τις απαντήσεις στην περιέργεια του μεσήλικα οδηγού μας, να προσπαθώ να προσαρμοστώ στις εικόνες της πόλης που εισβάλουν στα μάτια μου. Με μια γεύση αλμύρας στο στόμα αφέθηκα πίσω από το λιγοστό φως του απογεύματος να ταξινομώ τις άλλες εικόνες, εκείνες που αφήσαμε πίσω μας. «Πότε φτάσατε στο νησί», άκουσα να ρωτά ο οδηγός, προσπαθώντας να μας δει μέσα από το μεγάλο καθρέπτη του αυτοκινήτου...


Στις 12 ακριβώς, είχαμε αποβιβαστεί στην Πάρο. Τραβώντας μια μεγάλη βαλίτσα και με 2 σακίδια ο καθένας στην πλάτη του, σταθήκαμε στη γωνία της προβλήτας, περιμένοντας κάποιο καράβι, που θα μας περνούσε απέναντι. Στην Πάρο είχα ξαναπάει για διακοπές το '88. 'Η μήπως ήταν το '89; Βάλθηκα να ψάχνω στα χνάρια του χρόνου για τη σωστή απάντηση. Μάταια... Τότε ήταν πάντως, με τον θείο Λύσσανδρο, τη θεία Λουίζα (τα 2 λάμδα, όπως τους αποκαλούσε το σόι) και με τον αδερφό μου. Σαν να ΄ταν χθες και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Τώρα ο αδερφός μου είναι σε ταξίδι του μέλητος και εγώ βρίσκομαι στο νησί με τον Αρη. Οσο για τα 2 "Λ", εξακολουθούν να μας έχουν ως παιδιά τους, αφού εκείνοι, δεν απέκτησαν.

Στο λιμάνι κόσμος και ντουνιάς. Τα αυτοκίνητα να κορνάρουν δαιμονισμένα, καράβια να 'ρχονται - συνήθως όλα την ίδια ώρα, όπως θα διαπίστωνα και αργότερα- και αγουροξυπνημένοι έλληνες τουρίστες να ψάχνουν για το μπρέκφαστ, τουτέστιν φραπέ. Ο "Διόνυσος" ήρθε, ευκίνητος - παρά την ηλικία του- και μας φόρτωσε για απέναντι. Αφήσαμε τα μπαγκάζια μας μέσα, μαζί με τους υπόλοιπους και καθήσαμε έξω στην πρύμνη, σε ένα πάγκο με τρεις πλαστικές καρέκλες. Ενα ζευγάρι ετεροφυλόφιλων ήρθε να καθήσει σε ένα δεύτερο πάγκο σχηματίζοντας μ' εμάς ορθή γωνία. Εκείνος ψηλός και λεπτός με σώμα, που θα τον έκανε άλτη του ύψους. Μαυρισμένος και αξύριστος. Θα τον έλεγες ωραίο. Ασάλευτος, με τα πόδια απλωμένα απέναντί μας, κοιτούσε τους γλάρους πάνω από τον ορίζοντα. Μπορεί και να κοιμόταν. Εκείνη με μια ξινίλα στα μούτρα, φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου και μιλούσε συνεχώς στο κινητό. Σα να έδινε οδηγίες, ένα πράγμα. Κοιτώντας τους, δεν μου δημιούργησαν την ανάγκη να πλάσω, όπως κάνω συνήθως, μια ιστορία για λόγου τους.

Περιμέναμε να ξεκινήσουμε, γιατί κάθε τόσο οι εργάτες άνοιγαν και ξανάνοιγαν την πλαϊνή μπουκαπόρτα, τραβώντας κάτι σχοινιά, για ν' ανεβάσουν και άλλους καθυστερημένους επιβάτες. Ενας από αυτούς, πήδηξε πάνω με ένα σάλτο την τελευταία στιγμή. Πρόσεξα το αυστηρό του ύφος. Τράβηξε μαζί του, σχεδόν με το ζόρι και ένα σκύλο, που έσερνε από ένα φθαρμένο λουρί. Εδειχνε να γνωρίζει κάθε σπιθαμή. Εφερε με μια ματιά το πλοίο βόλτα. Στάθηκε στη μεριά μας. Ηρθε και κάθησε δίπλα μας, στην τρίτη καρέκλα.

Τον εξέτασα καλύτερα. Γύρω στα 30, ηλιοκαμμένος και γυμνασμένος αρκετά. Ωραίος το δίχως άλλο. Ξανθός, κουρεμένος με την ψιλή, έχοντας αφήσει μια λεπτή λωρίδα ξυρισμένη στο κεφάλι του, ενωμένη πάνω από το φρύδι με το "κόντρα" ξυρισμένο του πρόσωπο. Δεν μπορούσες να αγνοήσεις τα σκούρα, μελιά του μάτια, που δεν έκρυβε πίσω από γυαλιά. Φορούσε μόνο μια στρατιωτική βερμούδα. Καθώς έσκυψε να δέσει το λουρί του σκύλου στο πόδι του πάγκου, δεν αντιστάθηκα να κοιτάξω μέσα στο άνοιγμα του ρούχου, χαμηλά στη μέση του, που δημιούργησε το λύγισμα του κορμιού του προς τα εμπρός. Δεν φορούσε τίποτα άλλο από μέσα. Τράβηξα το βλέμμα, σχεδόν με ενοχή. Τον κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου. Εβλεπα τις ξανθές τρίχες των ποδιών του, που γυάλιζαν χρυσαφένιες σαν τις φώτιζε ο ήλιος, να μπλέκονται με τις δικές μου. Το δέρμα μου τεντωμένο, έτοιμο να αισθανθεί την παραμικρή ζεστή επαφή με το δικό του. Πρόσεξα τα χέρια του. Χοντρά δάκτυλα, με νύχια βαθειά κομμένα. Στα πόδια μαύρα δετά μποτάκια.

Θα στοιχημάτιζα ότι ήταν ξένος, από κείνους τους βόρειους ξανθομπάμπουρες που μου αρέσουν. Ενας ακόμα Νορβηγός, που βρίσκονται κατά χιλιάδες σε τούτα τα νησιά, σκέφτηκα. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, όταν έβγαλε από ένα παλιοκαιρισμένο σάκο, που δεν είχα προσέξει ως τότε, ένα βιβλίο για σκύλους, γραμμένο στα ελληνικά... Κοιταχτήκαμε με τον Αρη, γιατί ήμουν σίγουρος ότι και σε αυτόν θα είχε κάνει εντύπωση ο τυπάκος και ανοιγοκλείνοντας τα χείλια μου τον άφησα να διαβάσει "Ε Λ Λ Η Ν Α Σ".

Την ίδια στιγμή, από τα σιδερένια σπλάχνα του "Διόνυσου" ακούστηκε ένας παρατεταμένος θόρυβος, που έκανε το πλοίο να συρθεί αργά, μακρυά από την προβλήτα. Αφήσαμε το λιμάνι της Πάρου, με το μύλο και τη μικρή εκκλησία με το γαλάζιο τρούλο, τελευταία σημάδια της στα μάτια μας. Ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά μας καθώς τα κύματα τράνταζαν το παλιό καράβι, που γρήγορο ωστόσο έτρεχε προς τον προορισμό μας.

Ο «Ελληνας» δεν σήκωνε τα μάτια του από το βιβλίο. Ο σκύλος του είχε μουλώξει κάτω από το κάθισμα της «ξυνής», που είχε κλείσει το κινητό και τώρα κοιτούσε το κενό μπροστά της. Κανείς δεν έδειχνε να είχε όρεξη για κουβέντες, εκείνο το μεσημέρι της Δευτέρας. Που και που, μόνοι εμείς, πετούσαμε καμιά λέξη για το τοπίο, κάτι είπαμε για το νησί των Γουλανδρήδων. Βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες. Ξαφνικά, ο φάτσας δίπλα μου, έκλεισε απότομα το βιβλίο. Ενα ανασήκωμα των ώμων μου το ένοιωσα. Απίθωσε με αργές, προσεχτικές κινήσεις το βιβλίο των σκύλων πάνω στο δεξί του μηρό. Ο σκύλος σήκωσε πρώτα το κεφάλι του, και μετά τα αυτιά του, κοιτώντας στα μάτια το αφεντικό του. Εκεινος έδειχνε μάλλον αναποφάσιστος. Πήρε το βιβλίο στα χέρια και σηκώθηκε. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω από τα κεφάλια μας και μας κοίταξε, σχεδόν με αηδία. Πισωπάτησε δυο βήματα και χάθηκε. Προτίμησε να σταθεί όρθιος, παρά δίπλα σε δύο αδελφές. Από τότε προσέλαβε το προσωνύμιο «Νεοναζί». Θα συναντιώμαστε και στο νησί, αφού εκείνος έμενε ήδη στο κάμπινγκ, που ήταν και ο δικός μας προορισμός...


Συνεχίζεται...

1 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 1 - Η επιστροφή

Caro diario

Μερικές στιγμές νομίζω ότι έχω λείψει για μήνες, κάποιες άλλες νομίζω πως ήταν μονάχα ένα πεφταστέρι που έσβησε στη θάλασσα της θύμησης. Οπως και να έχει, βρίσκομαι πίσω, "εις το κλεινόν άστυ", όπως κάποιοι έγραφαν το κέντρο της πόλης μας, όταν ακόμα η Κηφισιά ήταν εξοχή, και στου Γκύζη είχε αμπελώνες.


Εγειρα το κεφάλι πίσω στο "αεροπορικό" κάθισμα του "Χαϊ σπιντ 3" και άπλωσα τα πόδια μπροστά, έως ότου βρουν στο σωσίβιο του μπροστινού τεκνού, με το γυαλί και τη καρώ βερμούδα. Ο Αρης στο παράθυρο να κοιτάζει απ΄ έξω το γαλάζιο του Αιγαίου, που έμενε πίσω μας. Το πλοίο άφηνε στα απόνερα, μια γραμμή λευκή σαν τα μαντήλια των αποχαιρετισμών. Τότε έγειρα μια ιδέα τον ώμο μου για να βρει τον δικό του και φευγαλέα άγγιξα τα δακτυλά του. Ισιωσα το βλέμα μπροστά για να καρφωθεί απαθές πάνω στη βουβή οθόνη μιας τηλεόρασης. Ηταν οι πρώτες εικόνες της επιστροφής.

Ειδήσεις. Κάποια νεαρή διάβαζε από το οτοκιού, ενώ τα κρόουλ περνούσαν κάτω από χέρια της. Φωτιές έβλεπα, πυροσβέστες, μια γυναίκα αλλόφρονη να σηκώνει τα γυμνά της χέρια προς τον ουρανό. Μετά ξανά η νεαρά, γέμισε την οθόνη. Απαθής συνέχισε να ανοιγοκλείνει το στόμα της, προτού εμφανιστεί ο επί της ναυτηλίας Κεφαλογιάννης. Την ίδια στιγμή ένα κύμα ταρακούνησε το πλοίο, που περίμενε ακινητοποιήμενο επί 20' αντίκρυ στην Πορτάρα. Πρόσεξα καλύτερα το λογότυπο. Σωστά... "Η ώρα της Ρηγίλλης" ή αλλιώς οι ειδήσεις στην ΕΡΤ. Κεφαλογιάννης, λιμάνια, αποκαμωμένοι ταξιδιώτες, μπαγκάζια. Ξανά Κεφαλογιάννης να με κοιτά τώρα κατάματα με το σπινθηροβόλο βλέμμα του. Φρούμαξα! Σηκώθηκα να αγοράσω καφέδες και νερά. 8 ευρώ και 40 λεπτά, το σύνολον! Αντάρα...

Δεν περνούσε η ώρα. Πιάναμε Μύκονο. Σε λίγο ξανά το ηχογραφημένο μήνυμα για την ασφάλεια του πλοίου. Ξανά η κοπέλα με τη μπλε στολή, φορώντας σωσίβιο με το "καρούμπαλο" στα χέρια να περνά τρέχοντας σχεδόν, ανάμεσα στους διαδρόμους. Ξανά να μη της δίνει κανείς σημασία. (Νομίζω ότι ήταν έτοιμη να τα μπίξει). Μερικοί μπορεί να νομίζανε κιόλας, ότι εκείνο το ασορτί πορτοκαλί "πράγμα" γύρω από το λαιμό της είναι κάποιο νέο αξεσοραίζ. "Τι τα θες... Η Μύκονος ήταν πάντα μπροστά στη μόδα. Πες το ψέματα..." Και να 'σου και τα μοδάτα μας. Νεαροί καλοντυμένοι ανά ζεύγη ή κατά μόνας, έτοιμοι να επιβιβαστούν. Τους έβλεπα από ψηλά και αναρωτήθηκα πόσους έχω "συναντήσει" στο gaydar. Ολοι με αθλητικό παπούτσι, (κανείς με σαγιονάρα - είναι πασέ αγάπη μου) βερμούδα μέχρι το γόνατο (πόντο πιο κάτω!) να φαίνεται το τριμαρισμένο πόδι, πουκάμισο λευκό, άντε και μπλε ριγέ -εκείνο των ιστιοπλόων- πάντα ανοιχτό (να δείξει το αποτριχωμένο στήθος), γυαλί στρογγυλό τύπου ρεϊ μπαν, μαλλί τρίποντο το πολύ. Στο χέρι μόνο το ρολόι. Ενα κλάσικ τατσ. Και να μη παραλείψω μια σημαντική λεπτομέρεια. Η βερμούδα κατεβασμένη μέχρι τα πλαϊνά της λεκάνης, να φαίνεται λίγο από το τατού και τουλάχιστο το μισό CK. "22 ευρώ - Ε, όχι και στις εκπτώσεις χρυσσσσό μου- από του Vardas, ξέρειςςςςςς..."

Διάβασα, άκουσα μουσική, κοιμήθηκα. Μας πήρε απόγευμα. Βγήκαμε έξω για λίγο με τον Αρη, να πάρουμε μια στάλα αέρα. Το καμπαναριό της Παναγιάς, ξεπρόβαλε για λίγο μέσα από τους λευκούς τοίχους των σπιτιών. Ο αέρας πήρε το καπέλο ενός λιμενεργάτη και το πέταξε πάνω στα αφρισμένα νερά καθώς το πλοίο προσπαθούσε να δέσει. Ενοιωσα ένα σφίξιμο, με την εικόνα αυτή. Ξαφνικά κρύωνα. Πέρα στο υπόστεγο ένα τσούρμο ταξιδευτές περίμεναν να τους ανοίξουν για να ξεχυθούν σαν μονομάχοι στην αρένα. Κάτω από τα πόδια μας, λιγοστοί επιβάτες άφησαν το πλοίο για να κατέβουν στην Τήνο. Τα "room to let" τους περίμεναν ακριβώς απέναντι. Ανάπηροι με καροτσάκια, ανήμποροι με μαγκούρες και "πι" προσπαθούσαν να ανέβουν τον καταπέλτη που αυλάκωνε τα τσιμέντα. Ο αέρας της Μυκόνου δεν φτάνει ως εδώ...

Επιστρέψαμε στις θέσεις μας. Ενα μέλος του πληρώματος (και κούκλος με τη στολή...) με πληροφόρησε ότι θα πιάναμε Ραφήνα την προγραμματισμένη ώρα, παρά την καθυστέρηση στο λιμάνι της Νάξου. Προφανώς τα ταχύπλοα δεν είναι τόσο ταχύπλοα όσο θα μπορούσαν να ήταν... Φτάσαμε Ραφήνα, αργά το απόγευμα με τη ζέστη και την υγρασία του λιμανιού να μας υποδέχονται φουριόζες. Πριν μπούμε στο ταξί, έριξα μια ματιά στο εκκλησάκι, ψηλά στο βράχο, πάνω από τα Καραμανλέϊκα. Ευχήθηκα να έρθει σύντομα η μέρα που θα γυρίσουμε ξανά απ' το Αιγαίο. Α, και ο ταξιτζής, που μου φώναζε να βιαστώ να μην έχει όρεξη για κουβέντα...