3 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 2 - "Ο Ελληνας"

Caro diario

Το ταξί χώθηκε αργά στην κίνηση της πόλης. Εγώ, με τον Αρη δίπλα μου να έχει αναλάβει να δίνει όλες τις απαντήσεις στην περιέργεια του μεσήλικα οδηγού μας, να προσπαθώ να προσαρμοστώ στις εικόνες της πόλης που εισβάλουν στα μάτια μου. Με μια γεύση αλμύρας στο στόμα αφέθηκα πίσω από το λιγοστό φως του απογεύματος να ταξινομώ τις άλλες εικόνες, εκείνες που αφήσαμε πίσω μας. «Πότε φτάσατε στο νησί», άκουσα να ρωτά ο οδηγός, προσπαθώντας να μας δει μέσα από το μεγάλο καθρέπτη του αυτοκινήτου...


Στις 12 ακριβώς, είχαμε αποβιβαστεί στην Πάρο. Τραβώντας μια μεγάλη βαλίτσα και με 2 σακίδια ο καθένας στην πλάτη του, σταθήκαμε στη γωνία της προβλήτας, περιμένοντας κάποιο καράβι, που θα μας περνούσε απέναντι. Στην Πάρο είχα ξαναπάει για διακοπές το '88. 'Η μήπως ήταν το '89; Βάλθηκα να ψάχνω στα χνάρια του χρόνου για τη σωστή απάντηση. Μάταια... Τότε ήταν πάντως, με τον θείο Λύσσανδρο, τη θεία Λουίζα (τα 2 λάμδα, όπως τους αποκαλούσε το σόι) και με τον αδερφό μου. Σαν να ΄ταν χθες και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Τώρα ο αδερφός μου είναι σε ταξίδι του μέλητος και εγώ βρίσκομαι στο νησί με τον Αρη. Οσο για τα 2 "Λ", εξακολουθούν να μας έχουν ως παιδιά τους, αφού εκείνοι, δεν απέκτησαν.

Στο λιμάνι κόσμος και ντουνιάς. Τα αυτοκίνητα να κορνάρουν δαιμονισμένα, καράβια να 'ρχονται - συνήθως όλα την ίδια ώρα, όπως θα διαπίστωνα και αργότερα- και αγουροξυπνημένοι έλληνες τουρίστες να ψάχνουν για το μπρέκφαστ, τουτέστιν φραπέ. Ο "Διόνυσος" ήρθε, ευκίνητος - παρά την ηλικία του- και μας φόρτωσε για απέναντι. Αφήσαμε τα μπαγκάζια μας μέσα, μαζί με τους υπόλοιπους και καθήσαμε έξω στην πρύμνη, σε ένα πάγκο με τρεις πλαστικές καρέκλες. Ενα ζευγάρι ετεροφυλόφιλων ήρθε να καθήσει σε ένα δεύτερο πάγκο σχηματίζοντας μ' εμάς ορθή γωνία. Εκείνος ψηλός και λεπτός με σώμα, που θα τον έκανε άλτη του ύψους. Μαυρισμένος και αξύριστος. Θα τον έλεγες ωραίο. Ασάλευτος, με τα πόδια απλωμένα απέναντί μας, κοιτούσε τους γλάρους πάνω από τον ορίζοντα. Μπορεί και να κοιμόταν. Εκείνη με μια ξινίλα στα μούτρα, φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου και μιλούσε συνεχώς στο κινητό. Σα να έδινε οδηγίες, ένα πράγμα. Κοιτώντας τους, δεν μου δημιούργησαν την ανάγκη να πλάσω, όπως κάνω συνήθως, μια ιστορία για λόγου τους.

Περιμέναμε να ξεκινήσουμε, γιατί κάθε τόσο οι εργάτες άνοιγαν και ξανάνοιγαν την πλαϊνή μπουκαπόρτα, τραβώντας κάτι σχοινιά, για ν' ανεβάσουν και άλλους καθυστερημένους επιβάτες. Ενας από αυτούς, πήδηξε πάνω με ένα σάλτο την τελευταία στιγμή. Πρόσεξα το αυστηρό του ύφος. Τράβηξε μαζί του, σχεδόν με το ζόρι και ένα σκύλο, που έσερνε από ένα φθαρμένο λουρί. Εδειχνε να γνωρίζει κάθε σπιθαμή. Εφερε με μια ματιά το πλοίο βόλτα. Στάθηκε στη μεριά μας. Ηρθε και κάθησε δίπλα μας, στην τρίτη καρέκλα.

Τον εξέτασα καλύτερα. Γύρω στα 30, ηλιοκαμμένος και γυμνασμένος αρκετά. Ωραίος το δίχως άλλο. Ξανθός, κουρεμένος με την ψιλή, έχοντας αφήσει μια λεπτή λωρίδα ξυρισμένη στο κεφάλι του, ενωμένη πάνω από το φρύδι με το "κόντρα" ξυρισμένο του πρόσωπο. Δεν μπορούσες να αγνοήσεις τα σκούρα, μελιά του μάτια, που δεν έκρυβε πίσω από γυαλιά. Φορούσε μόνο μια στρατιωτική βερμούδα. Καθώς έσκυψε να δέσει το λουρί του σκύλου στο πόδι του πάγκου, δεν αντιστάθηκα να κοιτάξω μέσα στο άνοιγμα του ρούχου, χαμηλά στη μέση του, που δημιούργησε το λύγισμα του κορμιού του προς τα εμπρός. Δεν φορούσε τίποτα άλλο από μέσα. Τράβηξα το βλέμμα, σχεδόν με ενοχή. Τον κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου. Εβλεπα τις ξανθές τρίχες των ποδιών του, που γυάλιζαν χρυσαφένιες σαν τις φώτιζε ο ήλιος, να μπλέκονται με τις δικές μου. Το δέρμα μου τεντωμένο, έτοιμο να αισθανθεί την παραμικρή ζεστή επαφή με το δικό του. Πρόσεξα τα χέρια του. Χοντρά δάκτυλα, με νύχια βαθειά κομμένα. Στα πόδια μαύρα δετά μποτάκια.

Θα στοιχημάτιζα ότι ήταν ξένος, από κείνους τους βόρειους ξανθομπάμπουρες που μου αρέσουν. Ενας ακόμα Νορβηγός, που βρίσκονται κατά χιλιάδες σε τούτα τα νησιά, σκέφτηκα. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, όταν έβγαλε από ένα παλιοκαιρισμένο σάκο, που δεν είχα προσέξει ως τότε, ένα βιβλίο για σκύλους, γραμμένο στα ελληνικά... Κοιταχτήκαμε με τον Αρη, γιατί ήμουν σίγουρος ότι και σε αυτόν θα είχε κάνει εντύπωση ο τυπάκος και ανοιγοκλείνοντας τα χείλια μου τον άφησα να διαβάσει "Ε Λ Λ Η Ν Α Σ".

Την ίδια στιγμή, από τα σιδερένια σπλάχνα του "Διόνυσου" ακούστηκε ένας παρατεταμένος θόρυβος, που έκανε το πλοίο να συρθεί αργά, μακρυά από την προβλήτα. Αφήσαμε το λιμάνι της Πάρου, με το μύλο και τη μικρή εκκλησία με το γαλάζιο τρούλο, τελευταία σημάδια της στα μάτια μας. Ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά μας καθώς τα κύματα τράνταζαν το παλιό καράβι, που γρήγορο ωστόσο έτρεχε προς τον προορισμό μας.

Ο «Ελληνας» δεν σήκωνε τα μάτια του από το βιβλίο. Ο σκύλος του είχε μουλώξει κάτω από το κάθισμα της «ξυνής», που είχε κλείσει το κινητό και τώρα κοιτούσε το κενό μπροστά της. Κανείς δεν έδειχνε να είχε όρεξη για κουβέντες, εκείνο το μεσημέρι της Δευτέρας. Που και που, μόνοι εμείς, πετούσαμε καμιά λέξη για το τοπίο, κάτι είπαμε για το νησί των Γουλανδρήδων. Βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες. Ξαφνικά, ο φάτσας δίπλα μου, έκλεισε απότομα το βιβλίο. Ενα ανασήκωμα των ώμων μου το ένοιωσα. Απίθωσε με αργές, προσεχτικές κινήσεις το βιβλίο των σκύλων πάνω στο δεξί του μηρό. Ο σκύλος σήκωσε πρώτα το κεφάλι του, και μετά τα αυτιά του, κοιτώντας στα μάτια το αφεντικό του. Εκεινος έδειχνε μάλλον αναποφάσιστος. Πήρε το βιβλίο στα χέρια και σηκώθηκε. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω από τα κεφάλια μας και μας κοίταξε, σχεδόν με αηδία. Πισωπάτησε δυο βήματα και χάθηκε. Προτίμησε να σταθεί όρθιος, παρά δίπλα σε δύο αδελφές. Από τότε προσέλαβε το προσωνύμιο «Νεοναζί». Θα συναντιώμαστε και στο νησί, αφού εκείνος έμενε ήδη στο κάμπινγκ, που ήταν και ο δικός μας προορισμός...


Συνεχίζεται...

2 σχόλια:

g for george είπε...

Χμ... ενδιαφέρον. Αναμένω την συνέχεια.

Και καλές διακοπές εννοείται!

Ακριβός Αδάμ είπε...

ευχαριστώ!