13 Αυγούστου 2010

Περιμένοντας τα πεφταστέρια

Caro diario

Απέμειναν τρία παγάκια στο ποτήρι με την κόουκ ζίροου, που δεν πρόλαβε να ιδρώσει. Την ήπια μονορούφι. Κάθομαι στην βεράντα, ημίγυμνος μέσα σε τούτη  την μυστήρια υγρασία του Αυγούστου, που ντύνει ετσιθελικά το κορμί μου. Βράδυ Πέμπτης, περιμένοντας τα πεφταστέρια. Δεν ελπίζω ότι θα καταδεχτεί κάποιο αστέρι να πέσει πάνω στα σκονισμένα πλακάκια της βεράντας μου, που ακόμα δεν πρόλαβα να καθαρίσω, γυρίζοντας από τις διακοπές. Παρόλα αυτά, ρίχνω κλεφτές ματιές στον ουρανό. Κόντρα στη λογική του αποψινού σκότους, έχω ανάψει τα κεριά στα κηροπήγια και τα αντικουνουπικά καίνε και αυτά χωμένα μέσα στις γλάστρες με την πικροδάφνη, τις ελιές και το κυπαρρίσι, ρίχνοντας τις σκιές τους στον τοίχο.

Επιασε να φυσά ένα βοριαδάκι. Σηκώνοντας τα  μάτια πάνω από τη μικρή οθόνη του υπολογιστή μου βλέπω στο απέναντι μπαλκόνι τον νέο γείτονά μου, να γράφει γρήγορα μπροστά στη δική του. Το γυμνό του στήθος φωτίζεται μονάχα από το ηλεκτρονικό φως μπροστά του. Δείχνει όμορφο. Μια μηχανή σπάει την νυχτερινή σιωπή της πόλης. Ο γείτονας σηκώνεται και χάνεται στο σκοτάδι του δωματίου. Σε λίγο επιστέφει έχοντας φορέσει μια μαύρη φανέλα. Δείχνει και τώρα ωραίος. Ποτέ δεν κοιτάζει προς το μέρος μου. Απόψε μονάχα ρίχνει μικρές ματιές στον ουρανό. Ισως να περιμένει και αυτός κάποιο αστέρι.

Ο αέρας δυναμώνει και η υγρασία γίνεται όλο και πιο πυκτή. Τα λιγοστά φώτα από τα γύρω σπίτια σβήνουν σιγά σιγά. Τώρα οι σκιές από τα δέντρα της βεράντας δείχνουν ανταριασμένες πάνω στον μεγάλο τοίχο. Τις κοιτάζω και ηρεμώ στο κυνηγιμά τους. Τις έχω συντροφιά ετούτη τη μοναχική νύχτα. Ο δυνατός χτύπος του τηλεφώνου με επαναφέρει. Η συσκευή αναγνώρισε κλήση του Αρη, σχηματίζοντας με πορτοκαλί χρώμα το όνομά του. Με ρωτάει τι κάνω. Θέλω να του πω για τα πεφταστέρια, αλλά δεν το λέω. Πέφτει μια σιωπή, πυκτή όσο και η υγρασία. Κλείνουμε γρήγορα με ψιθυριστές καληνύχτες. Η οθόνη του τηλεφώνου γίνεται τώρα ένα, με το χρώμα της νύχτας.

Ενας άνεμος αντίθετος από πριν, χτυπά τώρα την πλάτη μου. Δυναμώνει και σβήνει με μιας τις φλόγες. Οι σκιές μου χάνονται και μένω πια μονάχος. Αναζητώ με το βλέμμα τον γείτονα μου. Εκείνος πάλι το ρολόι του."Δώδεκα ακριβώς". Σχεδόν το φωνάζω. Αυτός σηκώνει αργά τα μάτια στον ουρανό. Δείχνει αναποφάσιστος. Κλείνει απότομα την οθόνη του υπολογιστή του. Δεν τον διακρίνω καθαρά πια. Γίνεται μια γκρίζα σκιά και μετά ένα με το σκοτάδι του δωματίου. Ακούω την μπαλκονόπορτα που κλείνει. Απομένω μόνος να περιμένω τα πεφταστέρια του Αυγούστου. Δώδεκα και κάτι.

6 Αυγούστου 2010

Η νύχτα του Σωτήρος

Caro diario

Ξαφνικά επικράτησε ησυχία. Καμιά φωνή, ούτε κινητό, κανένα ποδήλατο να τρέχει μανιασμένα στους δρόμους του μικρού κάμπινγκ. Το μόνο που ακούγεται είναι ένα καναρίνι από το παρακεί τροχόσπιτο και τα τζιτζίκια στους κορμούς των λεύκων. Οι περισσότεροι είναι στην θάλασσα για το απογευματινό τους μπάνιο. Σε λίγο, όταν πια ο ήλιος θα κοντεύει να πέσει πίσω από τις κορφές των δέντρων στην άκρη του οικισμού, θα έχουν επιστρέψει και θα τρέξουν με τις πετσέτες και τα αφρόλουτρα στα ντους, για να φύγει η αλμύρα και ο ήλιος του Αυγούστου.

Ο Αρης αποκοιμήθηκε μέσα στην σκηνή. Το έσχατο φως τρυπώνει από το δικτάκι του παραθυριού και τον χαρακώνει ζεστά. Λες και βλέπει τι γράφω γυρίζει πλευρό. Φαίνεται ήρεμος σαν να μην έχει έγνοιες. Σχεδόν ευτυχισμένος. Ξυπνάει στα ξαφνικά και μου χαμογελά. Ανασηκώνεται στον αγκώνα και φανερώνεται η γύμνια του. Με ρωτά πού θα περάσουμε την επερχόμενη νύχτα. Τη νύχτα του Σωτήρος. Με ρωτά αν θέλω να κοιμηθούμε στη σκηνή, στο "ελεύθερο" κάμπινγκ, εκεί με τους άλλους κατασκηνωτές-κατακτητές, τής εκεί παραλίας. Ανασηκώνω τους ώμους, ως απάντηση...

Οι φωνές των επιστρέψαντων λουομένων κάνουν τα τζιτζίκια να σταματήσουν το τραγούδι τους. Τα ποδήλατα ξανάρχισαν τις αένναες βόλτες στον μοναδικό δρόμο της κατασκήνωσης. Ο ήχος από τα λουτρά φτάνει τώρα έως εδώ. Οι πρώτοι γυρίζουν κι όλας με τις πετσέτες δεμένες σφιχτά στη μέση τους. Ο αέρας μύρισε Πάλμολιβ και Νιβέα. Ενας κότσιφας έκατσε στη λεύκα και έπιασε το τραγούδι. Απλώνω τα πόδια κάτω από το πλαστικό τραπέζι, ρίχνω το κεφάλι πίσω και με τα μάτια κλειστά προσπαθώ να φανταστώ την ευτυχία.