23 Απριλίου 2010

Καστερόριζο ντριμ...

Caro diario

Παρασκευής απομεσήμερο. Εξω από το παράθυρο ένα μπαλόνι με σχήμα δελφινιού κολυμπάει στα γαλάζια σύννεφα. Στην τηλεόραση ο Γιώργος-Λεφτά υπάρχουν, με φόντο τουριστικής καρτ ποστάλ, απαγγέλει κάτι - το αναμενόμενο υποθέτω - ενώ στα αυτιά μου, η Μπέμπε τραγουδά "Μάλο"(...) Καστελόριζο ντριμ...

Εχω διάθεση ταξιδιάρικη, με ένα τατς ονειροπόλησης. Μήπως φταίνε οι (επικοινωνιακές) εικόνες του Αιγαίου που προηγήθηκαν; Μήπως επειδή θα πάμε για Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο; Θέλω να σκέφτομαι ότι αύριο θα κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο στη θάλασσα. Μετά θα βολτάρουμε στην Αρβανιτιά και ίσως πάλι ανέβουμε έως την Ακροναυπλία. Θα πάρουμε στο χέρι τζελάτο στου "Ιταλού" και θα μείνουμε για καφέ στο "Αλλοτινό". Η... πτώχευση θέλει καλοπέραση. Για δυο μέρες δεν θα ακούω για σπρεντ, σιντι-σάμθινγκ, απολύσεις, κρίσεις και δουνουτού. 'Η τουλάχιστο θα προσπαθήσω να δραπετεύσω από ετούτον τον παρανοϊκό εφιάλτη διαρκείας και τους τηλεοπτικούς ανα-παραγωγούς του.

Το μπαλόνι συνεχίζει το ταξίδι του κάτω από άλλους ουρανούς. Τώρα θα το βλέπουν άλλα μάτια. Διαφορετικές σκέψεις θα γεννηθούν από αυτό το πέταγμα. Πάλι, μπορεί και όχι... Οπως και αν έχει, "καλό σου ταξίδι"...

6 Απριλίου 2010

Μαγεμένος Απρίλης

Caro diario

H μέρα έχει προχωρήσει γρήγορα και ζυγώνει απόγευμα. Ο καιρός από ώρα, το γύρισε σε αναδρομικές μελαγχολίες με μαβιές συννεφιές που έφεραν πασχαλινές μπόρες. Πέρα στον ορίζοντα, πίσω από τα λερωμένα τζάμια του γραφείου, πήρε να ανοίγει λίγο. Ξανά στο γαλάζιο... Εκείνο που άφησα χθες φεύγοντας, πάνω από τον αργολικό κάμπο, στο κτήμα της Αλίκης, όπου περάσαμε το Πάσχα.

Φτάσαμε σούρουπο Μεγάλης Πέμπτης. Είχε ακόμα φως στον ουρανό. Η Αλίκη μας περίμενε, έχοντας ετοιμάσει τα πάντα από το πρωί. Είχαμε όλοι μας μεγάλη προσμονή για τούτο το πρώιμο Πάσχα. Αν και κουρασμένοι μείναμε ως αργά στο μεγάλο δωμάτιο, με τις πόρτες ανοιχτές και συζητούσαμε, αφήνοντας τις μυρωδιές από τις ανθισμένες πορτοκαλιές να γυρίζουν ανάμεσά μας και εντέλει να μας μεθύσουν. Κοιμηθήκαμε αργά, με γλυκερά όνειρα κάτω από ένα λευκό ουρανό. Τόσο λευκό, σαν άνθος πορτοκαλιάς...

Ξύπνησα πρώτος. Μυρωδιά φρέσκου καφέ έφτασε από την κουζίνα, έως τα ρουθούνια μου. Κοίταξα το φως πάνω από το γυμνό ώμο του Αρη, που σκόνταφτε στις κλειστές κουρτίνες των ψηλών παραθύρων. Σηκώθηκα χωρίς να τον ξυπνήσω και κατέβηκα ως την κουζίνα. Στο τραπέζι βρήκα ένα σημείωμα της Αλίκης. "Καλημέρα! Είμαι έξω για δουλειές. Θα σας συναντήσω αργότερα στην πόλη. Φιλιά." Εβαλα καφέ σε μεγάλα φλυτζάνια, άλειψα με σπιτική μαρμελάδα μανταρίνι δύο φέτες ψωμί και ανέβηκα ξανά επάνω πατώντας σιγά μην πληγώσω το ξύλινο πάτωμα. Ξύπνησα με ένα φιλί τον Αρη κι εκείνος με ρώτησε τι ώρα είναι. "Εννέα" αποκρίθηκα..."Ελα για λίγο ακόμα εδώ" με πρόσταξε ανοίγοντας σε έκταση τα χέρια του, ως άλλος Χριστός. Ο Αληθινός ως τι μία, θα είχε αποκαθηλωθεί και τυλιγμένος μέσα σε λευκά τούλια θα παραδίδονταν στα χρώματα και τις μυρωδιές της άνοιξης.

Το απομεσήμερο μας βρήκε να γυρίζουμε στα στενά δρομάκια της πόλης. Οι πένθημες καμπάνες μας οδήγησαν και στους τρεις Επιταφίους. Θυμήθηκα ότι αυτό το έκανα όταν ήμουν παιδί. Τότε που τρέχαμε από επιτάφιο σε επιτάφιο και κοιτούσα με μάτι φθονερό, όσα παιδιά είχαν καταφέρει να επιλεγούν για να κρατήσουν τα εξαπτέρυγα και τα φαναράκια στην περιφορά... Εγώ λόγω ύψους και έλλειψης "δημοσίων σχέσεων" ήμουν πάντα κομμένος από χέρι. Χαμογέλασα με κάποια μελαγχολία. "Τι σκέφτηκες και πήρες αυτό το ύφος; Σαν Μεγάλη Παρασκευή, είσαι..." έκανε ο Αρης και κοντοστάθηκε κατεβάζοντας μια ιδέα τα σκούρα γυαλιά από τα μάτια του και περίμενε την απάντηση. Γέλασα, χωρίς να βγει κανένας ήχος. "Θέλω να..." Δεν πρόλαβα να του πω ότι, ήθελα να γίνω... παπαδάκι. Η Αλίκη είχε έρθει κατά πάνω μας, τραβώντας μας σχεδόν από τα χέρια για να μας μπάσει στο διπλανό τσιπουράδικο. "Οξος ο Χριστός, τσίπουρο εμείς;" τόλμησα να ρωτήσω. "Μείνε εδώ εσύ αν θες!" έκανε δήθεν πειραγμένη η Αλίκη, και πιάνοντας αγκαζέ τον Αρη, τον ρώτησε παιχνιδιάρικα: "Πάμε αγάπη μου εμείς;"

Το πρωινό του μεγάλου Σαββάτου κύλησε με βόλτες στην πόλη προσμένοντας την Ανάσταση, που μας βρήκε σε ένα μοναστήρι του 11ου αιώνα, έξω από την πόλη. Χωρίς ηλεκτρικό, μέσα σε ανθισμένους κήπους. Χωρίς στρακαστρούκες και βεγγαλικά έκαναν μια διαφορετική ατμόσφαιρα. Μείναμε ως το τέλος και έχοντας το φως στα χέρια αλλά και μέσα μας, γυρίσαμε στο σπίτι για να γευτούμε τις μαγειρικές δεξιότητες της φίλης μας.

-Χριστός Ανέστη, Αρη!
-Αληθώς Ανέστη, Λύση.
-Παιδιά, είστε σίγουροι;
-Aλικη..!