25 Μαΐου 2006

Τα παλιά καλοκαίρια

Caro Diario

Μια ώρα πριν φύγω για το σπίτι. Κολλημένοι οι δείκτες στο ρολόι μου. Κλείνω μία ή δύο εβδομάδες - δεν θυμάμαι- που μετακόμισα στην καινούρια μου θέση. Από εδώ δεν βλέπω πια το μεγάλο ρολόι πάνω από την πόρτα. Ούτε και την περίεργη συνάδελφο. Νέα πρόσωπα τριγύρω μου. Το γραφείο μου βρίσκεται δίπλα στο μεγάλο παράθυρο με τις γαλαζωπές περσίδες. Απεναντί μου έχω μια άλλη συνάδελφο, σκημμένη πάντα πάνω από την οθόνη του υπολογιστή της. Ευτυχώς δεν μου απευθύνει συχνά το λόγο. Δεν προλαβαίνει, αφού μιλά συνεχώς στο τηλέφωνο. Πιο πίσω μια τηλεόραση αναμεταδίδει συνεχώς αδιάφορες εικόνες.

Εξω από το παράθυρο, το καλοκαίρι ενέσκυψε φουριόζο, κάνοντας τις πικροδάφνες να ανοίξουν τα πρώτα τους λουλούδια. Μικρά ροζ, κίτρινα ή λευκά σημάδια τρέχουν αντίθετα στους δρόμους της πόλης. Σήμερα τα πρόσεξα. Θέριαψαν και οι μουριές στα πεζοδρόμια, ενώ τα αγριόχορτα πιάσαν να κιτρινίζουν. Βγήκαν γρήγορα και τα καλοκαιρινά μας από τις σκοτεινές ντουλάπες, μυρίζοντας λεβάντα και κάμφορα. Τα παπλώματα χώθηκαν όπως όπως σε σακούλες και σκαρφάλωσαν στο πατάρι και τα χαλιά σηκώθηκαν και αυτά σε μια νύχτα. Το ψυγείο γέμισε αναψυκτικά και μπουκάλια με νερό. Στο ντουλάπι οι καφέδες φίλτρου αντικαταστάθηκαν από κουτιά φραπέδων με άρωματα φουντουκιού και βανίλιας. Οι ανεμιστήρες ξεσκονίστηκαν πανέτοιμοι να πολεμήσουν τους καύσωνες. Το καλοκαίρι είναι κι όλας εδώ.

Θυμάμαι τα παλιά καλοκαίρια με τη μάνα μου καθισμένη στον ίσκιο της μικρής βεράντας να καθαρίζει τα αιώνια φασολάκια, τις μελιτζάνες και τις μπάμιες. Τις μυρωδιές από τσιγαρισμένο κρεμμύδι και σάλτσες με βασιλικό και δύοσμο. Στα μπαλκόνια οι αγαπημένες της ορτανσίες με τα εντυπωσιακά τους ροζ λουλούδια. Τις γαρδένιες να σκορπούν το λεπτό τους άρωμα, κάθε φορά που περνούσαμε από δίπλα τους. Και η λεύκα, κάτω στο δρόμο, ψηλή όσο το σπίτι μας, να γίνεται ένας ίσκιος για τα ζεστά απομεσήμερα της εφηβείας μου. Το σκοτεινό μπάνιο, με τα παλιομοδίτικα πλακάκια στους τοίχους, για τα δροσερά ντους μετά τη θάλασσα. Την άμμο που γέμιζε το λευκό της μπανιέρας. Τη μεσημεριανή ησυχία του σπιτιού. Και μόλις ερχόταν το απόγευμα, θυμάμαι τη φασαρία της κουζίνας για τους φραπέδες και τις βυσσινάδες. Τα πήγαιν' έλα των φίλων που επέμεναν να με τραβολογούν σε βόλτες για γκόμενες και φλιπεράκια. Και από μέσα η φωνή της μάνας μου να ρωτά αν θα αργήσω να γυρίσω το βράδυ. Τον αέρα που τρύπωνε κάτω από τα πουκάμισα μας καθώς τρέχαμε πάνω στα φασαριόζικα μηχανάκια. Τις μπύρες και τα ποτά κάτω από ξεθωριασμένες ομπρέλες. Τα ενοχικά βλέμματα στα αγόρια με τα στενά τζιν. Και θυμάμαι ακόμα, τα ζεστά σκοτάδια του σπιτιού κάθε που γύριζα. Την επιθυμία, που τρύπωνε κάτω από τα άσπρα σεντόνια. Τα όνειρα που έκανα, περιμένοντας τον ύπνο να βαρύνει τα βλέφαρα. Εκεί στο σκοτάδι, με το φιδάκι μια κόκκινη τελεία στο πάτωμα να διώχνει τα κουνούπια και τους εβηφικούς εφιάλτες μου...

24 Μαΐου 2006

Οι ρίγες στο ταβάνι

Caro Diario

Κοιμόμουν γυμνός στο κρεβάτι μας, που όμως δεν βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα , αλλά σε ένα σκοτεινό διάδρομο στη δουλειά. Πόδια ανοικτά, χέρια σε διάσταση. Παρότι παραδωμένος στο θεό του ύπνου, έβλεπα συναδέλφους να περνούν μπροστά από τ' απλωμένα πόδια μου. Για μια στιγμή ντράπηκα για τη γύμνια μου. Το πρόσωπο μου χωμένο μέσα στα μαξιλάρια. Μουσκεμένος σε έναν πυχτό ιδρώτα που λίμναζε ολόγυρα.

Δίπλα μου κοιμόταν μια άγνωστη γυναίκα. Την κοίταζα. Δυο μαύρα μάτια διαπέρασαν το σώμα μου. Με κοιτούσαν χωρίς να με βλέπουν. Την πρόσεξα καλύτερα. Μαλλιά μαύρα, μακρυά ως τα γόνατα. Ενα δέρμα λευκό σαν ξωτικού που μύριζε καρύδα ή έτσι μου φάνηκε. Χείλια λεπτά. Δύο ροζ, κυρτές γραμμές, που αγγάλιαζαν η μια την άλλη. Πρόσεξα τα μάτια της. Μαύρα και μεγάλα, σαν των καρτούν. Ξαφνικά άπλωσε το χέρι της να με αγγίξει. Αποτραβήκτηκα πίσω, ενώ το λευκό χέρι πλησίαζε απειλητικά. "Ελα" είπε, χωρίς να σαλέψουν οι ροζ γραμμές των χειλιών της. Υπάκουσα. Κρατώντας την αναπνοή μου, περίμενα το άγγιγμά της. Στην αρχή ήταν μια λάμψη. Τα δάκτυλά της πάνω στο στήθος μου. Και τότε, με μια απότομη κίνηση χώθηκαν στις σάρκες μου. Φωτιά ξεπήδουσε από μέσα μου. Φώναζα αλλά δεν έβγαινε καμιά φωνή. Εψαχνα τον Αρη αλλά δεν ήταν εκεί. Λύγισα και έπεσα προς τα πίσω. Ξέπνοος και νεκρός.

Ανοιξα τα μάτια για να δω την κόλαση. Αντί γι' αυτή είδα τις ρίγες από το απογευματινό φως να χαρακώνουν το ταβάνι. Ανασηκώθηκα στους αγκώνες. Το βλέμμα μου έγειρε πρώτα στον τοίχο με το γυμνό σκίτσο πάνω από το κρεβάτι. Χαμήλωσε περισσότερο. Είδα τον Αρη να κοιμάται. Μια ανάσα-λίβας βγήκε από μέσα μου. Αφέθηκα και έπεσα πίσω για να κοιτάζω ξανά τις ρίγες στο ταβάνι. Ο ιδρώτας, που μπορεί να ήταν και δάκρυ κύλησε μέσα στα μάτια μου. Γύρισα στο πλάι ν' αγγαλιάσω τα πόδια του Αρη. Τα τράβηξα στο στήθος μου και ένοιωσα τη ζέστη τους πάνω από την καρδιά μου. Αποκοιμήθηκα με τα μάτια ανοικτά.

15 Μαΐου 2006

Στη θάλασσα

Caro Diario

Ο ζεστός ήλιος της χθεσινής Κυριακής με έπεισε ότι είχε έρθει η ώρα για παραλία. Και επισήμως. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο μαζί με όλα τα "μπανιερά" μας. Ομπρέλα, νερά, αντηλιακά, πετσέτες... Βγήκαμε στη Μαραθώνος. Τα νεαρά πλατάνια στις άκρες της λεωφόρου, είχαν βρει την μεταολυμπιακή τους χρήση. Πράσινα πια, σημάδι και αυτό, ότι η άνοιξη - τουλάχιστο αυτή- είναι εδώ. Οπως και τα πολλά αυτοκίνητα που έτρεχαν στο πλάι μας. Πότε δεξιά, πότε αριστερά. Όλοι για να βρουν τη θάλασσα. Ο Αρης δίπλα μου κάθε τόσο έλεγε και ένα "Πρόσεχε το μπροστινό", "Ανάβει κόκκινο" και άλλα τινά. Δεν με θεωρεί καλό οδηγό. Χαλάρωσα στη θέση του οδηγού. Εβαλα την κασέτα με τα αγαπημένα μου γιουροτράγουδα και αποφάσισα ότι δε με ένοιαζε η κίνηση. Ηθελα να βγάλω και το χέρι έξω, αλλά τα παράθυρα στο σαραβαλάκι μας, είναι... φιξ. Αρχιζε να κάνει ζέστη. Ο πρώτος κόμπος ιδρώτα έτρεχε ήδη στο μέτωπό μου και ήταν μόλις 11. Ούτε αυτό με ένοιαζε. Μετά τη Νέα Μάκρη η κίνηση μειώθηκε. Μετά την στροφή για το κωπηλατοδρόμιο ο δρόμος άδειασε. Πάντα τα βλέμματά μας στέκονται λυπημένα στην
εγκαταλειμένη ολυμπιακή εγκατάσταση, κάθε φορά που πρέπει να περάσουμε από τη μεγάλη και έρημη λεωφόρο της. Εκεί που περάσαμε δύο καλοκαίρια. Φάνηκε η θάλασσα και ευτυχώς το βλέμμα μας βούλιαξε μέσα της.

Αφήνοντας το δάσος του Σχινιά, έστριψα αριστερά για τον οικισμό. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσουμε. Ολα ήταν ίδια όπως πέρσυ. Εκτός από τα πολλά νέα σπίτια, που είχαν σκαρφαλώσει μέσα σε ένα χειμώνα σαν παράσιτα στις σάρκες του βουνού. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη
του δρόμου. Από κάτω ο ευβοικός καθάριος και διάφανος μας καλοσώριζε. Δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Σημάδι ότι κάτω υπήρχε λιγοστός κόσμος. Με όλα τα απαραίτητα ανά χείρας, αρχίσαμε την κατάβαση στα βράχια. Σε λίγο βρισκόμασταν στην άκρη της θάλασσας, πάνω σε ένα μεγάλο και ζεστό από τον ήλιο βράχο. Παραδίπλα ένα ζευγάρι ετεροφυλόφιλων λιάζονταν στον ήλιο. Βγάλαμε όλα μας τα ρούχα και κάναμε και εμείς το ίδιο. Ο ήλιος έκαιγε αρκετά. Ενα αεράκι
όμως έφερνε τη δροσιά της θάλασσας πάνω μας. Οταν ο ήλιος με ζέστανε αρκετά, αποφάσισα να δοκιμάσω τη θερμοκρασία του νερού. Ηταν κρύο. Περισσότερο από ότι νόμιζα για την εποχή. Αφού
βράχηκα λίγο, βούτηξα με τη μία, αφού η διαμόρφωση δεν επιτρέπει άλλο τρόπο να πέσει κανείς στη θάλασσα. Ενοιωσα χιλιάδες καρφιά να με τρυπάνε. Γρήγορα όμως το κρύο νερό έγινε υποφερτό. Μέχρι την τρίτη βουτιά, ήταν πραγματικά απολαυστικό!

Εβλεπα τον Αρη, όση ώρα κολυμπούσα. Ξαπλωμένος, να στηρίζει με το ένα χέρι το κεφάλι του για να διαβάζει εφημερίδα, να πίνει λίγο από τον καφέ, να ανάβει τσιγάρο, να με ψάχνει με το βλέμμα του. Ο ήλιος μέσα στα μαλλιά του, που μέχρι τον Αύγουστο θα έχουν γίνει πιο ξανθά. Ο αέρας να τρέχει πάνω στις πλαγιές του κορμιού του. Ξαφνικά έννοιωσα την ανάγκη να το αγγίξω και εγώ. Βούτηξα με μια ανάσα για την άκρη του βράχου. Ο βυθός έτρεχε πρασινωπός κάτω από το σώμα μου. Εβλεπα τη σκιά μου πάνω στα βότσαλα να προχωρά γρήγορα. Κάτι μικρά ψάρια έφυγαν αλαφιασμένα μακρυά μου. Το χόρτα χόρευαν μέσα στο νερό, που απλώνονταν για να πιάσουν το φως του ήλιου. Δεν είχα άλλη ανάσα. Βγήκα σαν ψάρι με το στόμα ανοικτό από το νερό, άδειος
από αέρα. Και εκεί πάνω από τα μάτια μου το πρόσωπο του Αρη. Βγήκα από το νερό και ξάπλωσα κοιτώντας τον ήλιο. Ημουν ευτυχισμένος.

4 Μαΐου 2006

Οπως κάθε μέρα

Caro diario

Ξύπνησα μέσα σε ιδρωμένα σεντόνια. Η ανάμερη τηλεόραση μετακινούσε τις σκιές στον τοίχο. Εδειχνε μόδα, ή έτσι νομίζω. Ο δείκτης του ρολογιού στο πέντε. Είχα μια ώρα ύπνου ακόμα. Γύρισα πλευρό να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Εκλεισα την τηλεόραση και τα μάτια μου. Και τότε το είδα από την αρχή. Εδινα στον Αρη, ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια. Τα μάτια άνοιξαν απότομα. Θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς μου. "Να λες, Καλό κι ευλογημένο". Δεν το είπα. Μου αρκούσε η σκέψη. Αποκοιμήθηκα.

Αυτή τη φορά το ρολόι χτυπούσε παραπάνω από όσο μπορούσαν να αντέξουν τα αφτιά μου. Το ΄κλεισα. Θα προτιμούσα ωστόσο να το σπάσω. Ημουν ακόμη ιδρωμένος. Αφησα με κόπο το κρεβάτι για να χωθώ κάτω από το ντους. Το ζεστό νερό κυλούσε γρήγορα από πάνω μου. Πιο γρήγορα στιφογύριζε για να χαθεί τελικά στο σκοτάδι της βαλβίδας. Χωρίς δυσκολία, έπεισα τον ευατό μου, ότι δεν χρειάζεται ξύρισμα. Αφήνωντας τα υγρά μου ίχνη στο διάδρομο, έπιασα να ντύνομαι στα γρήγορα. Εξω από το παράθυρο είχε φτάσει το πρώτο φως. Καφέ δεν προλάβαινα να πιω. Βγήκα στον πρωινό αέρα. Κρύωνα. Περπάτησα γρήγορα μέχρι την στάση. Εκεί, τα ίδια πρόσωπα όπως κάθε πρωί. Με κόπο είπα δυο καλημέρες. Ανέβασα το φερμουάρ του καλοκαιρινού μου μπουφάν μέχρι απάνω, έχωσα τα χέρια στις τσέπες. Ο αέρας τώρα, μια ιδέα δυνατότερος.

Το λεωφορείο ήρθε. Στην ώρα του όπως πάντα. Κάθησα στα τελευταία καθίσματα. Οπως πάντα. Οι άλλοι δύο στα εμπρός. Οπως κάθε μέρα. Αναλογίστηκα το υπόλοιπο της μέρας, που ερχόταν. "Οπως πάντα" σκέφτηκα μεγαλόφωνα, κάνοντας τον διπλανό μου να γυρίσει απορημένος προς το μέρος μου. Γνωστός και αυτός. Το πιθανότερο Αλβανός. Τηλεφώνησα στον Αρη, να τον ξυπνήσω. Χτύπαγε αρκετή ώρα. "Κοιμάται βαριά, έχει τελειώσει η μπατάρια, το έχει ξεχάσει στο μπάνιο...", διάφορες αιτίες, εμβόλισαν το μυαλό μου. Τελικά απάντησε. Είχε ήδη ξυπνήσει. Τα πρώτα λόγια για σήμερα. "Θα σε πάρω εγώ.., Να προσέχεις.., Σ΄αγαπώ..." Μου ήρθε στο στόμα να του πω, για το πεθαμένο φυτό του γραφείου. Δεν το είπα. "...και εγώ σ΄αγαπώ".

Κοίταξα τη μέρα έξω από το σκονισμένο τζάμι του λεωφορείου. Τα δέντρα των πεζοδρομίων έτρεχαν, σταματούσαν, ξεκίναγαν πάλι. Ο Πολωνός μου στην ώρα του και αυτός. Η θέση δίπλα μου πιασμένη. Κάθισε αντίκρυ, πίσω από το πλαϊνό πλαστικό της πόρτας. Η εικόνα μου έκανε αντανάκλαση πάνω στη λερωμένη διαφάνεια του διαχωριστικού. Το πρόσωπό μου πάνω στο δικό του. Οι ώμοι του πλάκωναν τους δικούς μου. Χέρια να αγγίζονται, πόδια μπλεγμένα. Αποτράβηξα τα μάτια από το είδωλό μου. Κοίταξα και πάλι έξω. Πίσω από την κόκκινη βιτρίνα του pet shop, ένα άσπρο κουτάβι έκλαιγε κάτω από το φως μιας λάμπας. Χωρίς ήχο, χωρίς δάκρυα. Οπως κάθε μέρα...

3 Μαΐου 2006

Το φυτό πέθανε χτες

Caro diario

Μετρώ τα σβησμένα αποτσίγαρα στο τασάκι. Σήμερα έλεγα να μην καπνίσω. Πετώ τη σκέψη αυτή μαζί με τ' αποτσιγάρα μου στο καλάθι των αχρήστων. Ενας βήχας τιμωρός ανεβοκατεβαίνει τώρα στο λαιμό. Κάνω μια προσπάθεια να τον πνίξω με μια μεγάλη γουλιά ξεθυμασμένου φραπέ. Το μόνο που καταφέρνω είναι να νοιώσω μια αναγούλα στο στομάχι.

Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη δουλειά. Και σήμερα κομμάτι δύσκολο. Περιορίζομαι στα απαραίτητα. Το τελευταίο καιρό, δεν μιλώ συχνά στο γραφείο. Η απέναντι συνάδελφος το παρατήρησε χθες. Τίποτα δεν ξεφεύγει της προσοχής της. Η ίδια συνάδελφος, αγόρασε καινούρια γυαλιά, και έτσι οι κυρίες του γραφείου απόκτησαν νέο θέμα συζήτησης. Μια γραμμή λιακάδας χάσκει σήμερα κάτω από το ρολόι. Σκέφτομαι τη συνάδελφο - εκείνη με τα καινούρια γυαλιά-να στέκει στο παράθυρο και εγώ να τη σπρώχνω στο κενό. Χαμογελώ με την "πιπεράτη" σκέψη μου. Ξαφνικά σηκώνει τα μάτια της και με κοιτά πάνω από τα καινούρια της γυαλιά. Διακρίνω καχυποψία αναμεμιγμένη με μια ισχυρή δόση φόβου. Eτσι όπως την κοιτάζω στιγμιαία, αναρωτιέμαι μην έχει κανά "χάρισμα" και διάβασε τη σκέψη μου. Μου 'ρχεται να φωνάξω "Τι κοιτάς μωρή σκρόφα;", αλλά συγκρατούμαι καλού κακού. Ρίχνω τη ματιά μου σε κάτι χαρτιά που υπάρχουν τακτοποιημένα μπροστά μου και αποφασίζω να αποτελειώσω κάτι στον υπολογιστή.

Τα μάτια μου νετάρουν πάνω στην οθόνη. Τα χρώματα θολώνουν. Οι γραμματοσειρές μετατρέπονται σε αιωρούμενα ιερογλυφικά. Πηγαίνω στην τουαλέτα και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου. Μοιάζω με μπαγιάτικο μύδι. Πιτσιλώ το τζίν, λίγο πιο κάτω από τον καβάλο. Σιχτιρίζω τη στιγμή σπρώχνοντας την πόρτα για να βγω. Αντίσταση. Χαλαρώνω το χέρι μου στο υγρό πόμολο. Η πόρτα ανοίγει. Η συνάδελφος - εκείνη με τα γυαλιά- στέκεται κάτω από το άνοιγμα. "Συγνώμη" ψελίζει και πριν προλάβει να πισωπατήσει της κάνω χώρο να περάσει. Χαμηλώνει τα μάτια της και για μια στιγμή κάνουν στάση στον καβάλο μου. Της ανοίγω περισσότερο την πόρτα και σχεδόν τρέχοντας -με μια ιδέα κόκκινου στο πρόσωπό της-χώνεται στην πρώτη τουαλέτα. Κλείνω με περισσότερη δύναμη από όση χρειάζεται την πόρτα πίσω μου. Την ίδια στιγμή φαντάζομαι τη συνάδελφο να σφίγγει τα μάτια της πίσω από τα νέα γυαλιά. Από φόβο. Ισως και ντροπή...

Η ώρα δεν περνάει. Αποφασίζω να πάω μόνος να πάρω κάτι να φάω και όχι να παραγγείλω. Δεν πεινώ αλλά να σπρώξω λίγο το χρόνο. Γυρίζω στο γραφείο με μια τυρόπιτα. Τρώω βαριεστημένα. Σε λίγη ώρα τα μάτια κλείνουν επικύνδυνα. Αναρωτιέμαι αν είχε υπνωτικό η συνταγή της τυρόπιτας. Ανοίγω το msn. Κάποιοι είναι online. Κανα δυό στέλνουν μια "καλημέρα". Κάποιος ζητά να του δείξω "καμιά hot" φωτογραφία μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ, από που κρατά η (ηλεκτρονική) σκούφια του. "Είμαι απασχολημένος" του απαντώ. Εκείνος επιμένει. Δεν πιστεύει ότι είμαι στο γραφείο. Εκνευρίζομαι όταν κάποιος θεωρεί την ανειλικρίνεια ως δεδομένο. Αυτομάτως τον μπλοκάρω και κλείνω το πρόγραμμα.

Χθες η "πεθερά" μου επέστρεψε σπίτι της, μετά από παραμονή δύο ημερών στο σπίτι του Αρη. Πριν φύγει πρόλαβε να με ρωτήσει αν ο γιός της έχει κάποια σχέση με κοπέλα (το τόνισε αυτό), η οποία τον κρατά στην Αθήνα. "Εσύ θα ξέρεις. Είσαι ο καλύτερός του φίλος. Πες μου..." Και συνέχισε πριν βρω κάτι να απαντήσω στο ερώτημά της. "Του βρήκα καλή και μόνιμη δουλειά, αλλά δεν θέλησε να έρθει μαζί μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επιμένει να ζει εδώ στην Αθήνα. Εσύ ξέρεις;" Εγώ το μόνο που ήξερα εκείνη τη στιγμή, ήταν ότι ο Αρης δεν μου είχε αναφέρει τίποτα, από όλα αυτά. Προς στιγμή τα΄χασα. Η 'πεθερά" μου έμεινε να με κοιτάζει περιμένοντας μια απάντηση. Δεν ξέρω αν ήταν λύπηση αυτό που ένοιωσα εκείνη τη στιγμή. Επρεπε να απαντήσω κάτι. "Υποθέτω ότι ο Αρης έχει χρόνια τώρα τη ζωή του, το σπίτι του, τη δουλειά του, εδώ. Θα του αρέσει ίσως και η ζωή της Αθήνας. Γι΄αυτό μένει." Σκέφτηκα τι μαλακίες της λέω. "Κοπέλα έχει..."; Eπέμενε. Ευτυχώς πριν απαντήσω επέστρεψε ο Αρης και έσωσε την κατάσταση. Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να έχω κάτι να της απαντήσω. Η μήπως δεν θα χρειαστεί;..

Πήγε τρεις και κάτι. Ωρα να φεύγω, μαζί με τις σκέψεις μου. Το φυτό στο γραφείο τελικά πέθανε χτες...