25 Μαΐου 2006

Τα παλιά καλοκαίρια

Caro Diario

Μια ώρα πριν φύγω για το σπίτι. Κολλημένοι οι δείκτες στο ρολόι μου. Κλείνω μία ή δύο εβδομάδες - δεν θυμάμαι- που μετακόμισα στην καινούρια μου θέση. Από εδώ δεν βλέπω πια το μεγάλο ρολόι πάνω από την πόρτα. Ούτε και την περίεργη συνάδελφο. Νέα πρόσωπα τριγύρω μου. Το γραφείο μου βρίσκεται δίπλα στο μεγάλο παράθυρο με τις γαλαζωπές περσίδες. Απεναντί μου έχω μια άλλη συνάδελφο, σκημμένη πάντα πάνω από την οθόνη του υπολογιστή της. Ευτυχώς δεν μου απευθύνει συχνά το λόγο. Δεν προλαβαίνει, αφού μιλά συνεχώς στο τηλέφωνο. Πιο πίσω μια τηλεόραση αναμεταδίδει συνεχώς αδιάφορες εικόνες.

Εξω από το παράθυρο, το καλοκαίρι ενέσκυψε φουριόζο, κάνοντας τις πικροδάφνες να ανοίξουν τα πρώτα τους λουλούδια. Μικρά ροζ, κίτρινα ή λευκά σημάδια τρέχουν αντίθετα στους δρόμους της πόλης. Σήμερα τα πρόσεξα. Θέριαψαν και οι μουριές στα πεζοδρόμια, ενώ τα αγριόχορτα πιάσαν να κιτρινίζουν. Βγήκαν γρήγορα και τα καλοκαιρινά μας από τις σκοτεινές ντουλάπες, μυρίζοντας λεβάντα και κάμφορα. Τα παπλώματα χώθηκαν όπως όπως σε σακούλες και σκαρφάλωσαν στο πατάρι και τα χαλιά σηκώθηκαν και αυτά σε μια νύχτα. Το ψυγείο γέμισε αναψυκτικά και μπουκάλια με νερό. Στο ντουλάπι οι καφέδες φίλτρου αντικαταστάθηκαν από κουτιά φραπέδων με άρωματα φουντουκιού και βανίλιας. Οι ανεμιστήρες ξεσκονίστηκαν πανέτοιμοι να πολεμήσουν τους καύσωνες. Το καλοκαίρι είναι κι όλας εδώ.

Θυμάμαι τα παλιά καλοκαίρια με τη μάνα μου καθισμένη στον ίσκιο της μικρής βεράντας να καθαρίζει τα αιώνια φασολάκια, τις μελιτζάνες και τις μπάμιες. Τις μυρωδιές από τσιγαρισμένο κρεμμύδι και σάλτσες με βασιλικό και δύοσμο. Στα μπαλκόνια οι αγαπημένες της ορτανσίες με τα εντυπωσιακά τους ροζ λουλούδια. Τις γαρδένιες να σκορπούν το λεπτό τους άρωμα, κάθε φορά που περνούσαμε από δίπλα τους. Και η λεύκα, κάτω στο δρόμο, ψηλή όσο το σπίτι μας, να γίνεται ένας ίσκιος για τα ζεστά απομεσήμερα της εφηβείας μου. Το σκοτεινό μπάνιο, με τα παλιομοδίτικα πλακάκια στους τοίχους, για τα δροσερά ντους μετά τη θάλασσα. Την άμμο που γέμιζε το λευκό της μπανιέρας. Τη μεσημεριανή ησυχία του σπιτιού. Και μόλις ερχόταν το απόγευμα, θυμάμαι τη φασαρία της κουζίνας για τους φραπέδες και τις βυσσινάδες. Τα πήγαιν' έλα των φίλων που επέμεναν να με τραβολογούν σε βόλτες για γκόμενες και φλιπεράκια. Και από μέσα η φωνή της μάνας μου να ρωτά αν θα αργήσω να γυρίσω το βράδυ. Τον αέρα που τρύπωνε κάτω από τα πουκάμισα μας καθώς τρέχαμε πάνω στα φασαριόζικα μηχανάκια. Τις μπύρες και τα ποτά κάτω από ξεθωριασμένες ομπρέλες. Τα ενοχικά βλέμματα στα αγόρια με τα στενά τζιν. Και θυμάμαι ακόμα, τα ζεστά σκοτάδια του σπιτιού κάθε που γύριζα. Την επιθυμία, που τρύπωνε κάτω από τα άσπρα σεντόνια. Τα όνειρα που έκανα, περιμένοντας τον ύπνο να βαρύνει τα βλέφαρα. Εκεί στο σκοτάδι, με το φιδάκι μια κόκκινη τελεία στο πάτωμα να διώχνει τα κουνούπια και τους εβηφικούς εφιάλτες μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια: