4 Μαΐου 2006

Οπως κάθε μέρα

Caro diario

Ξύπνησα μέσα σε ιδρωμένα σεντόνια. Η ανάμερη τηλεόραση μετακινούσε τις σκιές στον τοίχο. Εδειχνε μόδα, ή έτσι νομίζω. Ο δείκτης του ρολογιού στο πέντε. Είχα μια ώρα ύπνου ακόμα. Γύρισα πλευρό να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Εκλεισα την τηλεόραση και τα μάτια μου. Και τότε το είδα από την αρχή. Εδινα στον Αρη, ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια. Τα μάτια άνοιξαν απότομα. Θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς μου. "Να λες, Καλό κι ευλογημένο". Δεν το είπα. Μου αρκούσε η σκέψη. Αποκοιμήθηκα.

Αυτή τη φορά το ρολόι χτυπούσε παραπάνω από όσο μπορούσαν να αντέξουν τα αφτιά μου. Το ΄κλεισα. Θα προτιμούσα ωστόσο να το σπάσω. Ημουν ακόμη ιδρωμένος. Αφησα με κόπο το κρεβάτι για να χωθώ κάτω από το ντους. Το ζεστό νερό κυλούσε γρήγορα από πάνω μου. Πιο γρήγορα στιφογύριζε για να χαθεί τελικά στο σκοτάδι της βαλβίδας. Χωρίς δυσκολία, έπεισα τον ευατό μου, ότι δεν χρειάζεται ξύρισμα. Αφήνωντας τα υγρά μου ίχνη στο διάδρομο, έπιασα να ντύνομαι στα γρήγορα. Εξω από το παράθυρο είχε φτάσει το πρώτο φως. Καφέ δεν προλάβαινα να πιω. Βγήκα στον πρωινό αέρα. Κρύωνα. Περπάτησα γρήγορα μέχρι την στάση. Εκεί, τα ίδια πρόσωπα όπως κάθε πρωί. Με κόπο είπα δυο καλημέρες. Ανέβασα το φερμουάρ του καλοκαιρινού μου μπουφάν μέχρι απάνω, έχωσα τα χέρια στις τσέπες. Ο αέρας τώρα, μια ιδέα δυνατότερος.

Το λεωφορείο ήρθε. Στην ώρα του όπως πάντα. Κάθησα στα τελευταία καθίσματα. Οπως πάντα. Οι άλλοι δύο στα εμπρός. Οπως κάθε μέρα. Αναλογίστηκα το υπόλοιπο της μέρας, που ερχόταν. "Οπως πάντα" σκέφτηκα μεγαλόφωνα, κάνοντας τον διπλανό μου να γυρίσει απορημένος προς το μέρος μου. Γνωστός και αυτός. Το πιθανότερο Αλβανός. Τηλεφώνησα στον Αρη, να τον ξυπνήσω. Χτύπαγε αρκετή ώρα. "Κοιμάται βαριά, έχει τελειώσει η μπατάρια, το έχει ξεχάσει στο μπάνιο...", διάφορες αιτίες, εμβόλισαν το μυαλό μου. Τελικά απάντησε. Είχε ήδη ξυπνήσει. Τα πρώτα λόγια για σήμερα. "Θα σε πάρω εγώ.., Να προσέχεις.., Σ΄αγαπώ..." Μου ήρθε στο στόμα να του πω, για το πεθαμένο φυτό του γραφείου. Δεν το είπα. "...και εγώ σ΄αγαπώ".

Κοίταξα τη μέρα έξω από το σκονισμένο τζάμι του λεωφορείου. Τα δέντρα των πεζοδρομίων έτρεχαν, σταματούσαν, ξεκίναγαν πάλι. Ο Πολωνός μου στην ώρα του και αυτός. Η θέση δίπλα μου πιασμένη. Κάθισε αντίκρυ, πίσω από το πλαϊνό πλαστικό της πόρτας. Η εικόνα μου έκανε αντανάκλαση πάνω στη λερωμένη διαφάνεια του διαχωριστικού. Το πρόσωπό μου πάνω στο δικό του. Οι ώμοι του πλάκωναν τους δικούς μου. Χέρια να αγγίζονται, πόδια μπλεγμένα. Αποτράβηξα τα μάτια από το είδωλό μου. Κοίταξα και πάλι έξω. Πίσω από την κόκκινη βιτρίνα του pet shop, ένα άσπρο κουτάβι έκλαιγε κάτω από το φως μιας λάμπας. Χωρίς ήχο, χωρίς δάκρυα. Οπως κάθε μέρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: