28 Απριλίου 2006

Η άνοιξη δεν ήρθε

Caro diario

H εργασιακή εβδομάδα φτάνει στο τέλος της. Ετοιμος να ανακράξω "Παρασκευή, Παρασκευή!!" Η άνοιξη μάλλον δεν θα έρθει στην ώρα της. Κοιτώ την φέτα του απέναντι ουρανού μου. Μουντή και σήμερα. Ο καιρός βροχερός, ντυμένος φθινωπορινά. Ετσι όπως κοιτάζω έξω από το παράθυρο, θυμήθηκα το ταξίδι με τον Αρη στην Καστοριά. Ηταν Νοέμβρης του '98. Ξαπλωμένοι στο διπλό κρεβάτι του ξενοδοχείου, κοιτώντας τους νυσταλέους κορμοράνους στα κλαδιά των αντικρυνών δένδρων. Το μυαλό άδειο από σκέψεις. Θυμάμαι όπως τον κρατούσα στην αγγαλιά μου. Το κεφάλι του στο στήθος μου, να ακούει τους χτύπους της καρδιάς. Ο μόνος ήχος. Τα χέρια γύρω από τη μέση του. Η επαφή με το γυμνό σώμα. Στιγμές ενός χρόνου ακινητοποιημένου.

Ψάχνω για τσιγάρο σε ένα άδειο πακέτο. Ζητώ ένα από τη συνάδελφο. Μετανοιώνω που χθες ήθελα να γεμίσω μικρόβια το πληκτολογιό της. Κινήσεις ρουτίνας. Ενα τσιγάρο, μια γουλιά καφέ, ένα βλέμμα στο ρολόι. Μισή ώρα ακόμα πριν βγω για να γυρίσω σπίτι. Μου αρέσει η σκέψη. Τι και αν δεν έχω ομπρέλα. Περιμένω τη στιγμή, που θα βρεθούμε στον κίτρινο καναπέ. Που θα κάνουμε ζάπινγκ στα κανάλια. Που δεν θα έχουμε να πούμε τίποτα, μα θα τα έχουμε όλα την ίδια στιγμή. Τα δύο φλιτζάνια με καφέ να στέκουν μπροστά στο τραπεζάκι. Οι χρωματιστές σκιές από την τηλεόραση να κυνηγιούνται στον τοίχο. Ο ύπνος που πιθανόν να έρθει αργότερα. Τα όνειρα που θα ξεπηδήσουν στο απόγευμα. Θα κιτρινίσουν τους λόφους με άγριες μαργαρίτες. Θα βάψουν κόκκινους τους αγρούς με παπαρούνες. Εκεί ίσως να έρθει και η άνοιξη...

27 Απριλίου 2006

Το φυτό αργοπεθαίνει

Caro Diario

Απαντες παρόντες πια, στη δουλειά. Απαντες περιμένουν το επόμενο τριήμερο για να λακίσουν ξανά στις εξοχές, κυνηγώντας το Μάη. Σκέφτομαι πως μια ημέρα έμεινε ακόμα και κάνω υπομονή. Λίγη ώρα πριν οι δείκτες στο απέναντι ρολόι δείξουν τρεις. Από κάτω η φέτα του ουρανού μεγάλη, αλλά μουντή. Αισθάνομαι να πνίγομαι. Ο αέρας γκρίζος από τον καπνό, δεν θέλω να έρθει μέσα μου. Θυμάμαι το χρώμα του ουρανού, σήμερα καθώς βγήκα να έρθω στη δουλειά. Οι τοίχοι των κτιρίων βαμμένοι με ένα ροδί χρώμα. Τα σύννεφα κόκκινα και ροζ σε ένα γαλαζωπό μπακγκραουντ. Μέχρι τις επτά είχε ξημερώσει για τα καλά.

Γράφω περιμένοντας τον Αρη. Θα έρθει να με πάρει από τη δουλειά για να πάμε στο Μall. Εγώ το πρότεινα και εκείνος πέταξε τη σκούφια του. Πίνω μια τελευταία γουλιά παγωμένου καφέ. Εξακολουθώ να ταλαιπωρούμε από την ίωση. Μετρώ τις μέρες. Σήμερα κλείνω μια εβδομάδα. Πέρασε γρήγορα ο καιρός. Κοιτώ το ένα από τα δύο φυτά, που μου είχε δώσει ο Αρης για το γραφείο μου. Το ένα αργοπεθαίνει. Κάποιος με καλεί στο msn. To blinking πληγώνει τα μάτια μου. Κλείνω το messager. Θυμάμαι μια εκρεμότητα που περιμένει ακόμα. Την αναβάλλω για αύριο. Προτιμώ να περιμένω το κουδούνισμα του τηλεφώνου.

Το Σάββατο η Μπία φεύγει για Κωνσταντινούπολη. Ανέβαλε την Πράγα μεν, αλλά θα βρεθεί στην Αμερική, δε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με αυτό το μαγικό πλάσμα. Μου είπε αν θα μου άρεσε ένα καουμπόικο καπέλο. Προτιμώ τον καουμπόι της είπα και γέλασε. Τελικά συμφωνήσαμε σε κάρτες για τις ψηφιακές μου. Ενας βήχας ξύνει άγρια τον λαιμό μου. Η απέναντι συνάδελφος δείχνει να πειράζεται. Αύριο πριν έρθει, να μη ξεχάσω να βήξω πάνω από το πληκρολογίο της. Το τηλέφωνο δεν χτυπά. Σβήνω το τσιγάρο και κατεβαίνω να περιμένω τον Αρη στο δρόμο.

ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
  1. Από σήμερα το «Candy» - Μόνο και μόνο για τον Heath Ledger
  2. Χωρίζουν Θεοδωρίδου - Φουστάνος - To τζάμπα (λίφτινγκ) πέθανε
  3. Ελληνας ο Αλβάρο! - Για την Ελλάδα ρε γαμώτο (;)
  4. Tρεις μέρες μέχρι την Πρωτομαγιά - Πιάσε μου τον Μάη

25 Απριλίου 2006

Μεθεόρτια

Caro diario

Τρίτη (του Πάσχα) στο γραφείο. Mεσημεριάζει. Το ρολόι στον απέναντι τοίχο το φανερώνει. Ενας βήχας σαν βρυχηθμός ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό μου και τα χαρτομάντηλα ξεχειλίζουν από το καλάθι. Η ίωση ακόμα το γιορτάζει μέσα μου.

Οι γυναίκες συνάδελφοι δεν έχουν βάλει γλώσσα μέσα από την ώρα που ήρθανε. Τόποι πασχαλινών διακοπών εκτοξεύονται σαν χιώτικες ρουκέτες. Οι επιτάφιοι των μισών κυκλάδων στριμώγνονται ανάμεσα σε εφοριαμούς και καρέκλες. Τα αναστημένα αρνιά πηδούν από γραφείο σε γραφείο. Δεν ξέρω ακόμα αν έχουν εκδικητική διάθεση. Βαθειά μέσα μου πάντως το ελπίζω. Φυσώ δυνατά την κοκκινισμένη μου μύτη, για να ξορκίσω το κακό. Εις μάτην...

Ρίχνω το βλέμμα μου μέσα από τα τζάμια των διαχωριστικών. Μισοάδεια τα γραφεία στους υπόλοιπους χώρους. Παράταση αδειών, σκέφτομαι. Βλέπω ξανά τις ίδιες φάτσες. Ξαφνικά με κυριεύει η ιδέα να ζητήσω άδεια. Η Μπία φεύγει την επόμενη εβδομάδα για την Πόλη, γυρίζει σε δέκα μέρες για να πάει Πράγα. Την Κυριακή ξημερωθήκαμε ψάχνοντας σε τουριστικά site. Λέγαμε διάφορα όση ώρα περιμέναμε τις σελίδες να κατέβουν και καταριόμαστε την ΟΤΕνετ. Βλέπαμε τις φωτογραφίες, που γέμισαν τις κάρτες μας, μιλούσαμε για τα γκομενικά μας και τελικά κοιμηθήκαμε χαράματα στο ίδιο κρεβάτι, με την οθόνη της τηλεόρασης να ξεχειλίζει από τον έρωτα του Ενις Ντελ Μαρ για τον Τζακ Τουϊστ. Μέχρι το πρωί η Μπία, είχε πλαντάξει στο κλάμα.

Δευτέρα του Πάσχα. Πήραμε καφέ και κάτι απομεινάρια από τσουρέκι και κινήσαμε να βρούμε τη θάλασσα. Κοιτούσαμε για ώρες τον ήλιο και το γαλάζιο ξαπλωμένοι πάνω στην άμμο. Ενας σέρφερ απολάμβανε τη μάχη του με τα κύμματα. Κάτι πιτσιρίκια τσαλαβουτούσαν στα νερά. Αν δεν είχα τα χάλια μου με αυτή την καταραμένη ίωση θα έπεφτα και εγώ. Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα ξεκινήσω και επίσημα την καλοκαιρίνη μου σεζόν. Ο Αρης επέστρεφε. Τα μαζέψαμε και πήγαμε να τον περιμένουμε σπίτι του. Ξανά καφέδες. Της αναμονής αυτή τη φορά. Τότε έννοιωσα την έλλειψή του. Ενα κενό, που ωστόσο το έχω ζήσει πολλές φορές, τόσες που είναι πλέον οικείο. Ενα κλειδί γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Επεσα στην αγγαλιά του. Ενοιωσα τα χείλια του να αγγίζουν το λαιμό μου, αντί για το στόμα μου. "Είσαι κρυωμένος" ήταν η απάντηση του στο απορρημένο μου βλέμμα και με ένα χαμόγελο, προσπέρασε για να χαιρετήσει τη Μπία. Χαμογέλασα και εγώ.

Και του χρόνου.



    22 Απριλίου 2006

    Η ανάσταση δεν περιμένει

    Caro diario

    Πήρε να μεσημεριάζει πια. Στο πόδι από το πρωί για τα τελευταία ψώνια, αλλά ακόμα δεν έχω βγεί έξω. Τα αφήνω για αργότερα. Με γένια μιας εβδομάδας (και τι εβδομάδας), με το κρύωμα να με πιλατεύει ακόμα και τα νεύρα μου τεντωμένα. Φοβάμαι ότι ξαφνικά μπορεί να πεταχτούν έξω από το σώμα μου. Προσπαθώ να αποφασίσω ποιά στιγμή της ημέρας θα χωθώ στο μπάνιο για ένα καυτό ντους. Κατά τις επτά θα έρθει η Μπία (εκ του Ευλαμπία) για να περάσουμε μαζί το Πάσχα στο σπίτι των δικών μου. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω μαζί της το βράδυ σε κάποια εκκλησία για την Ανάσταση. Θολώνω όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να βρω ρούχα. Ο καιρός κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.

    Ψαχουλεύω στο ψηγείο για να βρω κάτι φαγώσιμο. Καταλήγω να ετοιμάζω ρύζι. Ψάχνω για κέτσαπ αλλά έχει τελειώσει. Πετάω το άδειο μπουκάλι και προσγειώνεται εκτός της σακούλας με τα σκουπίδια. Λερώνει το χαλί και το δάπεδο. Μου μοιάζει με αίμα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Αναγνώριση κλήσης. Είναι ο Αρης. Ρωτάει πως είμαι. Τι ώρα θα πάω να πάρω την Μπία, σε ποιά εκκλησία θα πάμε. Απαντάω με μικρές πονεμένες φράσεις. Ρωτάω και εγώ κάτι. Καταλαβαίνω πως δεν περνάει καλά. Μπορεί και να του λείπω. Το ρύζι βράζει και είναι σαν άσπρη λάβα που, ξερνάει το ηφαίστειο "κατσαρόλα". Κλείνω βιαστικά το τηλέφωνο. Το "Σ' αγαπώ" από την άλλη άκρη μένει μεταίωρο στον αέρα.

    Ρίχνω ένα αναβράζον ντεπόν σε ένα ποτήρι. Τρώω βαριεστημένα το καυτό ρύζι. Χωρίς κέτσαπ. Ο λαιμός μου το δέχεται ευχάριστα. Ξαφνικά όλα μου φαίνονται να καλυτερεύουν. Ακόμα και ο καιρός δείχνει να ανοίγει. Μια ξεστρατησμένη δέσμη ήλιου , σαν μικρός προβολέας ψάχνει μέσα στο πιάτο μου. Το μπασμάτι γίνεται κιτρινωπό. Καταπίνω με δυσκολία το νερό με γεύση ντεπόν. Ξαναγεμίζω το ποτήρι με νερό για να καθαρίσει το στόμα μου. Πετάω κατσαρόλα, ποτήρια και πιάτα μέσα στο νεροχύτη. Σκέφτομαι αν πρέπει να ανάψω τσιγάρο. Τελικά ανάβω. Ο γκρίζος καπνός ξύνει το λαιμό μου. Το σβήνω μετά από τις πρώτες ρουφιξιές. Καίω το δάκτυλό μου σβήνοντας το τσιγάρο στο βρώμικο τασάκι.

    Κοιτάω το ρολόι, που μου δείχνει περασμένες δύο. Γράφω σε ένα "ποστ ιτ" μερικά πράγματα. Ντύνομαι πρόχειρα, αποχαιρετώ τη γάτα μου και κλείνω την πόρτα. Ο αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου και εγώ εισπένω λαίμαργα. Είναι ωραία να είσαι έξω. Ο λιγοστός ήλιος μου καίει τα μάτια. Φοράω τα γιυλιά και γυρίζω το κλειδί στη μηχανή. Πρέπει να προλάβω. Η Aνάσταση δεν περιμένει.

    21 Απριλίου 2006

    Σήμερον κρεμάται επί ξύλου

    Caro Diario

    Χθες ξύπνησα με μια ξινίλα στο λαιμό. Εξω δεν είχε χαράξει ακόμα η μέρα. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι, βόλεψα πρόχειρα την πρωινή στύση μου μέσα στο στενό εσώρουχο και τράβηξα κατά την κουζίνα για την ιεροτελεστία του καφέ. Γέμισα το τραπέζι ψίχουλα από μια φρυγανιά που έφαγα στα γρήγορα την ώρα που το ραδιόφωνο ψιθύριζε κάτι από "Το αστέρι και η ευχή" της Ρεμπούτσικα. Αποφάσισα να πάω στο γραφείο με το αυτοκίνητο και όχι με το λεωφορείο, παρόλο που θα έχανα την ευκαιρία να δω εκείνον τον Πολωνό να κάθεται απέναντί μου .

    Ο δρόμος άδειος. Πρωινό Μ. Πέμπτης. Θυμήθηκα την μέρα κοιτώντας έναν χλωμό ήλιο σκαρφαλωμένο πάνω στο τζάμι του συνοδηγού. Στο ραδιόφωνο ειδήσεις και στο κινητό μου ο ήχος για ένα εισερχόμενο μήνυμα. Δεν το διάβασα, σίγουρος πως θα ήταν μια ψηφιακή αργοπορημένη "καληνύχτα" του Αρη. Μέχρι να φτάσω στη δουλειά, η ξινίλα εξελίχθηκε σε πονόλαιμο, ένας ύπουλος πονοκέφαλος προσπαθούσε να υποτάξει τις σκέψεις μου και ένα "μπούκωμα" κατέβαινε σαν χείμαρρος μέχρι τα ρουθούνια μου.

    Στο γραφείο, η φέτα ουρανού κάτω από το αντικρυνό ρολόι φανέρωνε μια μουντάδα. Οτι πρέπει για Μεγαλοβδομάδα, σκέφτηκα. Επιασα να δουλεύω μηχανικά και όσο πιο γρήγορα μπορούσα με την ελπίδα να φύγω νωρίτερα. Λίγο πριν τελειώσω, ένα email με ενημέρωσε για μερικά πρόσθετα "τασκ". Φορτώθηκα και αυτά εκτός την ίωση, που στο μεταξύ είχε φουντώσει. Με μάτια να καίνε, τον λαιμό γεμάτο καρφιά και το κεφάλι να βαραίνει βάλθηκα να σπάσω όλα τα εργασιακά μου ρεκόρ. Ευτυχώς για μένα υπήρχε ησυχία με τα περισσότερα γραφεία του χώρου να παρέμενουν άδεια, σημάδι ότι οι συνάδελφοι είχαν πάρει τους δρόμους.

    Ξύπνησα κατά τις οχτώ το βράδυ μέσα σε ψαλμωδίες από την ανοιχτή τηλεόραση και σε Τiesto από το κινητό. Ηταν ο Αρης, που μου λέγε, ότι έφτασε ή ότι θα έφτανε σε λίγο. Δεν πολυκατάλαβα. Σηκώθηκα και έφτιαξα ένα ζεστό τσάι, πήρα ένα κουτί χαρτομάντηλα από το μπάνιο και σύρθηκα γυμνός ξανά προς το κρεβάτι. Εβαλα το ξυπνητήρι για τις 6. Ευχήθηκα να μην δω κανένα όνειρο και έκλεισα τα μάτια, την ώρα που ακουγόταν το "σήμερον κρεμάται επί ξύλου"...

    20 Απριλίου 2006

    Στην τελική ευθεία

    Caro Diario

    Μισή ώρα έμεινε πριν οι δείκτες του ρολογιού απέναντι δείξουν τρεις και ξαμοληθώ στα μαγαζιά για ψώνια. Λαμπάδα, παπούτσια, ρούχα για βαφτισιμιά. Δώρα για κάποιους φίλους και άλλα τινά για το "τραπέζι της λαμπρής", όπως συνήθως λέει ο πατέρας μου. Θα χωθώ και εγώ μέσα στην κίνηση, θα πιαστεί το χέρι μου να βάζει πρώτη, δευτέρα και να αλλάζει βαριεστημένα σταθμούς στο ραδιόφωνο. Και μέσα σε όλα αυτά πρέπει να κάνω κάποια επαγγελματικά τηλεφωνήματα, πράγμα που για ένα παράξενο λόγο με αγχώνει.

    Οι μέρες φεύγουν αργά, εξ΄αίτιας της προσμονής, ενώ θα γλυστρίσουν γρήγορα από την Παρασκευή και μετά. Από σήμερα κιόλας κάποια γραφεία συναδέλφων έμειναν άδεια, αφού ήδη πήραν τους δρόμους για νησιά και κάθε λογής εξοχές. Οσοι έμειναν πέρασαν τη μέρα τους έχοντας το κολλημένο το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί τους. Οι τελευταίες εκκρεμότητες κανονίστηκαν, τα διάφορα "task" δρομολογήθηκαν και όλοι πια, έχουν αρχίσει να μετράνε προβατάκια.

    Ανάβω ένα τελευταίο τσιγάρο, ενώ αρχίζω να σκέφτομαι την ώρα που θα σωριαστώ στον καναπέ του σπιτιού αποκαμωμένος από το "τρέξιμο" της μέρας. Ευτυχώς ο καιρός αρχίζει να ανοίγει σιγά σιγά και ο ήλιος αναβάλλει, μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο την αυλαία του από τον ουρανό. Αυτή η σκέψη μου φέρνει στο νου, ένα ανοιχτό παράθυρο και μυρωδιές της άνοιξης μπερδεμένες με λιβάνι να εισβάλλουν στο σπίτι.

    Σβήνω το τσιγάρο και ήδη βρίσκομαι έξω γεμίζοντας καθαρό αέρα τα πνευμόνια μου.

    18 Απριλίου 2006

    (Μεγάλη) Τρίτη μεσημβρινή

    Caro diario

    Μεσημέρι στο γραφείο. Χαζεύω τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού που κρέμεται στον απέναντι τοίχο. Περιμένω να δείξουν τρεις. Η ώρα που φεύγω. Μια λεπτή φέτα ουρανού από την αντικρυνή πόρτα, στέκεται από κάτω. Χωρίζει τη ματιά μου κάθε φορά που σηκώνω το κεφάλι. Μεγαλώνει, μικραίνει αλλά πάντα εκεί. Οπως και το ρολόι. Και εγώ απέναντί τους.

    Μεγάλη Τρίτη σήμερα. Το τροπάριο της Κασσιανής. Γιατί "Μεγάλη"; Πάντα είχα αυτή την απορία. Σήμερα άκουσα ότι στις εκκλησίες γίνεται ο εσπερινός της επόμενης "Μεγάλης". Γι΄αυτό την Κυριακή υπάρχει ρεπό. Η ημέρα δόξης για τα σουβλισμένα αρνιά και για το λαίμαργο καταναλωτισμό μας. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, για να δουν το αμνοερίφιο να στριφογυρίζεται μανιωδώς. Το ίδιο μανιακά χτυπούν και τα κινητά με το πλούσιο ρεπερτόριο τους. Πίσω τους βγαίνουν ευχές και άλλα τινά, που χάνονται στον αέρα για να ενωθούν με άλλες ευχές. Ζαλίζεσαι. Ολοι γύρω σου ευτυχισμένοι και εσύ απορείς που το βρίσκουν τέτοιο κέφι πρωί πρώι. Και ας έχει πάει 12. Κολλάς και εσύ ένα χαμόγελο και ξεμπερδεύεις, ρίχνοντας που και που καμιά ματιά στο αμνοερίφιο "για να μην αρπάξει".

    Στις γιορτές συχνά ακούγεται, το ερώτημα "Ποιό είναι το αγαπημένο σου Πάσχα, τα αγαπημένα σου Χριστούγεννα" και πάει λέγοντας. Λες και απαντάς στο ερωτηματολόγιο του "TV Εθνους" για τον αγαπημένο σου παρουσιαστή ειδήσεων. Το ερώτημα τρυπώνει ύπουλα στο μυαλό γιατί το φετινό Πάσχα, τα περασμένα Χριστούγεννα και πάει λέγοντας, δεν συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των υποψηφιοτήτων. Είναι εκτός συναγωνισμού. Και με τα χρόνια μακραίνει η λίστα, ώσπου στο τέλος το όλο ζήτημα ξεθωριάζει και εσύ έχεις βαρυστομαχιά από αρνιά και γαλοπούλες και το μόνο που σε νοιάζει είναι πως θα ξαλαφρώσεις. Λες ένα "Δεν ξέρω - Δεν απαντώ" και χώνεσαι στο ψυγείο για να βρεις τη σόδα.

    Και μετά- εκεί προς το απόγευμα της γιορτής- σε πιάνει μια γλυκερή μελαγχολία, που η μέρα πήρε των ομματιών της και σ΄αφησε να κοιτάς τα άδεια ταψιά με το παγωμένο λίπος και τις λαδόκολλες που τις σέρνει ο αέρας γύρω από τη σβησμένη ψησταριά. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες έχουν φύγει. Το μόνο που ακούγεται είναι ένα τραγούδι από τον κάτω μαχαλά. Σε λίγο θα έχει χαθεί και αυτό και εσύ εύχεσαι να είχε περισσέψει λίγη σόδα ακόμα.

    Μαζεύω τα πράγματά μου, τα πετώ μες την τσάντα. Κλείνω συρτάρια και υπολογιστή.
    Πήγε κιόλας τρεις.