25 Απριλίου 2006

Μεθεόρτια

Caro diario

Τρίτη (του Πάσχα) στο γραφείο. Mεσημεριάζει. Το ρολόι στον απέναντι τοίχο το φανερώνει. Ενας βήχας σαν βρυχηθμός ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό μου και τα χαρτομάντηλα ξεχειλίζουν από το καλάθι. Η ίωση ακόμα το γιορτάζει μέσα μου.

Οι γυναίκες συνάδελφοι δεν έχουν βάλει γλώσσα μέσα από την ώρα που ήρθανε. Τόποι πασχαλινών διακοπών εκτοξεύονται σαν χιώτικες ρουκέτες. Οι επιτάφιοι των μισών κυκλάδων στριμώγνονται ανάμεσα σε εφοριαμούς και καρέκλες. Τα αναστημένα αρνιά πηδούν από γραφείο σε γραφείο. Δεν ξέρω ακόμα αν έχουν εκδικητική διάθεση. Βαθειά μέσα μου πάντως το ελπίζω. Φυσώ δυνατά την κοκκινισμένη μου μύτη, για να ξορκίσω το κακό. Εις μάτην...

Ρίχνω το βλέμμα μου μέσα από τα τζάμια των διαχωριστικών. Μισοάδεια τα γραφεία στους υπόλοιπους χώρους. Παράταση αδειών, σκέφτομαι. Βλέπω ξανά τις ίδιες φάτσες. Ξαφνικά με κυριεύει η ιδέα να ζητήσω άδεια. Η Μπία φεύγει την επόμενη εβδομάδα για την Πόλη, γυρίζει σε δέκα μέρες για να πάει Πράγα. Την Κυριακή ξημερωθήκαμε ψάχνοντας σε τουριστικά site. Λέγαμε διάφορα όση ώρα περιμέναμε τις σελίδες να κατέβουν και καταριόμαστε την ΟΤΕνετ. Βλέπαμε τις φωτογραφίες, που γέμισαν τις κάρτες μας, μιλούσαμε για τα γκομενικά μας και τελικά κοιμηθήκαμε χαράματα στο ίδιο κρεβάτι, με την οθόνη της τηλεόρασης να ξεχειλίζει από τον έρωτα του Ενις Ντελ Μαρ για τον Τζακ Τουϊστ. Μέχρι το πρωί η Μπία, είχε πλαντάξει στο κλάμα.

Δευτέρα του Πάσχα. Πήραμε καφέ και κάτι απομεινάρια από τσουρέκι και κινήσαμε να βρούμε τη θάλασσα. Κοιτούσαμε για ώρες τον ήλιο και το γαλάζιο ξαπλωμένοι πάνω στην άμμο. Ενας σέρφερ απολάμβανε τη μάχη του με τα κύμματα. Κάτι πιτσιρίκια τσαλαβουτούσαν στα νερά. Αν δεν είχα τα χάλια μου με αυτή την καταραμένη ίωση θα έπεφτα και εγώ. Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα ξεκινήσω και επίσημα την καλοκαιρίνη μου σεζόν. Ο Αρης επέστρεφε. Τα μαζέψαμε και πήγαμε να τον περιμένουμε σπίτι του. Ξανά καφέδες. Της αναμονής αυτή τη φορά. Τότε έννοιωσα την έλλειψή του. Ενα κενό, που ωστόσο το έχω ζήσει πολλές φορές, τόσες που είναι πλέον οικείο. Ενα κλειδί γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Επεσα στην αγγαλιά του. Ενοιωσα τα χείλια του να αγγίζουν το λαιμό μου, αντί για το στόμα μου. "Είσαι κρυωμένος" ήταν η απάντηση του στο απορρημένο μου βλέμμα και με ένα χαμόγελο, προσπέρασε για να χαιρετήσει τη Μπία. Χαμογέλασα και εγώ.

Και του χρόνου.



    Δεν υπάρχουν σχόλια: