18 Απριλίου 2006

(Μεγάλη) Τρίτη μεσημβρινή

Caro diario

Μεσημέρι στο γραφείο. Χαζεύω τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού που κρέμεται στον απέναντι τοίχο. Περιμένω να δείξουν τρεις. Η ώρα που φεύγω. Μια λεπτή φέτα ουρανού από την αντικρυνή πόρτα, στέκεται από κάτω. Χωρίζει τη ματιά μου κάθε φορά που σηκώνω το κεφάλι. Μεγαλώνει, μικραίνει αλλά πάντα εκεί. Οπως και το ρολόι. Και εγώ απέναντί τους.

Μεγάλη Τρίτη σήμερα. Το τροπάριο της Κασσιανής. Γιατί "Μεγάλη"; Πάντα είχα αυτή την απορία. Σήμερα άκουσα ότι στις εκκλησίες γίνεται ο εσπερινός της επόμενης "Μεγάλης". Γι΄αυτό την Κυριακή υπάρχει ρεπό. Η ημέρα δόξης για τα σουβλισμένα αρνιά και για το λαίμαργο καταναλωτισμό μας. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, για να δουν το αμνοερίφιο να στριφογυρίζεται μανιωδώς. Το ίδιο μανιακά χτυπούν και τα κινητά με το πλούσιο ρεπερτόριο τους. Πίσω τους βγαίνουν ευχές και άλλα τινά, που χάνονται στον αέρα για να ενωθούν με άλλες ευχές. Ζαλίζεσαι. Ολοι γύρω σου ευτυχισμένοι και εσύ απορείς που το βρίσκουν τέτοιο κέφι πρωί πρώι. Και ας έχει πάει 12. Κολλάς και εσύ ένα χαμόγελο και ξεμπερδεύεις, ρίχνοντας που και που καμιά ματιά στο αμνοερίφιο "για να μην αρπάξει".

Στις γιορτές συχνά ακούγεται, το ερώτημα "Ποιό είναι το αγαπημένο σου Πάσχα, τα αγαπημένα σου Χριστούγεννα" και πάει λέγοντας. Λες και απαντάς στο ερωτηματολόγιο του "TV Εθνους" για τον αγαπημένο σου παρουσιαστή ειδήσεων. Το ερώτημα τρυπώνει ύπουλα στο μυαλό γιατί το φετινό Πάσχα, τα περασμένα Χριστούγεννα και πάει λέγοντας, δεν συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των υποψηφιοτήτων. Είναι εκτός συναγωνισμού. Και με τα χρόνια μακραίνει η λίστα, ώσπου στο τέλος το όλο ζήτημα ξεθωριάζει και εσύ έχεις βαρυστομαχιά από αρνιά και γαλοπούλες και το μόνο που σε νοιάζει είναι πως θα ξαλαφρώσεις. Λες ένα "Δεν ξέρω - Δεν απαντώ" και χώνεσαι στο ψυγείο για να βρεις τη σόδα.

Και μετά- εκεί προς το απόγευμα της γιορτής- σε πιάνει μια γλυκερή μελαγχολία, που η μέρα πήρε των ομματιών της και σ΄αφησε να κοιτάς τα άδεια ταψιά με το παγωμένο λίπος και τις λαδόκολλες που τις σέρνει ο αέρας γύρω από τη σβησμένη ψησταριά. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες έχουν φύγει. Το μόνο που ακούγεται είναι ένα τραγούδι από τον κάτω μαχαλά. Σε λίγο θα έχει χαθεί και αυτό και εσύ εύχεσαι να είχε περισσέψει λίγη σόδα ακόμα.

Μαζεύω τα πράγματά μου, τα πετώ μες την τσάντα. Κλείνω συρτάρια και υπολογιστή.
Πήγε κιόλας τρεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: