27 Ιουνίου 2006

Δύο κηδείες και ένας γάμος

Caro Diario

Τελικά, μόνο από το γραφείο, καταφέρνω να γράψω κατιτίς. Μετά από απουσία μερικών ημερών, επέστρεψα σήμερα για δουλειά. Ολα τα ίδια, όπως πριν. Εφυγα με δύο κηδείες και γύρισα με ένα γάμο. Ετσι, λένε είναι η ζωή. Ισως να έχουν και δίκιο. Δεν μπορώ τώρα να σκεφτώ κάτι γι΄αυτό. Μπορεί και να μη θέλω. Πίνω τη τελευταία γουλιά νερού, ενώ φροντίζω να αφήσω λίγο στο μπουκάλι για να το μοιραστώ με το τελευταίο φυτό, που συνεχίζει να πασχίζει για τη ζωή του, πάνω στο γραφείο μου.

Τριγύρω μου η ίδια καθημερονότητα ποτίζει τη ζωή στο μικρόκοσμό μας. Οι ίδιες ανούσιες συζητήσεις από τους συναδέλφους. Ιδια και η τεμπελιά μου. Υπάρχουν στιγμές που μου 'ρχεται να ουρλιάξω. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν και άλλοι εδώ, που έχουν την ίδια ανάγκη μ΄εμένα. Τους κοιτώ διερευνητικά έναν προς έναν προσπαθώντας να βρω απάντηση στην απορία μου. Η προσπάθεια δεν φέρνει κανένα σίγουρο αποτέλεσμα και σύντομα παραιτούμαι.

Κοιτάζω το ρολόϊ στο taskbar και σκέφτομαι ότι χθες τέτοια ώρα, έκανα μπάνιο κάπου στο Ιόνιο. Η αναπόληση αυτή, νιώθω ότι δεν μου κάνει καλό και για να της ξεφύγω, πατάω για λήψη των email. Ενα μεγάλο πλήθος μηνυμάτων τρέχει μανιασμένα μέσα στο παράθυρο. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι για πέταμα. Ηθελα να' ξερα, τους είπε κανείς, πως έχω μικρό πουλί; Σιχτιρίζω αορίστως τους αποστολείς και συνεχίζω να κοιτάω με βλέμμα, που κατά διαστήματα θολώνει, τη λίστα των μηνυμάτων μου.

Ενας γδούπος στο τζάμι του παραθύρου, με κάνει να σηκώσω τα μάτια. Ισα ίσα που πρόλαβα να δω ένα σπουργίτη να πέφτει με δύναμη πάνω στο τζάμι. Δεν το είδα ξανά, σημάδι ότι τώρα θα είναι νεκρό, πάνω στο πεζοδρόμιο. Αποφαίνομαι ότι ήταν στα σίγουρα αυτοκτονία. Η απέναντι συνάδελφος ξαφνιάζεται και διακόπτει για λίγο το τηλεφώνημά της. Με ρωτά, τι ήταν ο θόρυβος αυτός. Της εξηγώ και αφού μονολογεί κάτι αόριστα συμπονετικό για την κακοτυχία του πτηνού, συνεχίζει την αέναη τηλεφωνική της συνομιλία.

Παρόλο που θέλω ν΄ανάψω τσιγάρο, αποφασίζω να μη το κάνω. Τώρα το ρολόι μου δείχνει ότι μπορώ να φύγω, αφού από ώρα έχω συμπληρώσει τις απαιτούμενες ώρες στο γραφείο. Σκέφτομαι, τι ωραία που θα είναι έξω, όταν χωθώ μέσα στη ζέστη του απομεσήμερου. Οταν θα πάρω το λεωφορείο για το σπίτι. Οταν θα δω τον Αρη να με περιμένει στον κίτρινο καναπέ. Χαμογελώ με την σκέψη αυτή. Μαζεύω γρήγορα τα πράγματα, ρίχνω μια ματιά στο ξεδιψασμένο φυτό μου και αποχαιρετώ τη μέρα.

19 Ιουνίου 2006

kalinixta kai se sena

Caro Diario

Το Σαββατοκύριακο πέρασε γρήγορα. Η γειτονιά αλάλαζε σε κάθε γκολ που έμπαινε ή χάνονταν στη μακρυνή και καταπράσινη Γερμανία. Και για το γκολ αυτό καθ΄αυτό, ποιός χέστηκε. Για το παιγμένο στοίχημα γινόταν ο ντόρος. Ετσι τουλάχιστο υπέθεσα. Εκλεισα λίγο τα παράθυρα και αφοσιώθηκα στο "Μπρούνο Ζάουλι", που κατ΄εμέ είναι το πιο συναρπαστικό γεγονός του στίβου. Αφησα τους κοιλιακούς του Κριστιάν Ρονάλντο για εκείνους του Περικλή Ιακωβάκη. Πάντα μ΄αρεσε ο κλασσικός αθλητισμός. Πολλά πράγματα μ' αρεσαν πριν ακόμα τα κατανοήσω. Τέλος πάντων. Πάντως ακόμα θυμάμαι ότι στην εκκίνηση έβλεπα την απόσταση μπρος μου και ήθελα όσο τίποτα άλλο να τρέξω προς τον τερματισμό.

Το βράδυ του Σαββάτου ξημερώθηκα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, ανταλλάσοντας μηνύματα με ξενύχτηδες από την άλλη άκρη της πόλης. Λέξεις που τις έχεις σιχαθεί να τις βλέπεις αναβοσβήνουν σταθερά πάνω στην οθόνη σου. "Apo,? - stats?- miso - Τi psaxneis? - Τi saresei? - ela - xoro exeis?" Συνήθως τις αγνοώ στέλνοντας ένα "buzy". Μερικές φορές απαντώ συμμετέχοντας σε ανούσιες συζητήσεις, που το πολυ πολύ να καταλήξουν σε ανταλλαγή τηλεφωνικών αριθμών. Την επόμενη κι όλας έχουν σβηστεί χωρίς τύψεις μάλιστα, από τη sim του κινητού και ο κάτοχος τους από την μνήμη μου.

Υπάρχουν όμως φορές που διαπιστώνεις ότι μπορείς να πεις δυο λόγια παραπάνω. Και τα λες. Κοιτάς το ρολόι και ξαφνικά βλέπεις ότι κοντεύει να ξημερώσει. Ψάχνεις σε συρτάρια γιατί κάπου θυμάσαι πως είχες καβατζώσει ένα τσιγάρο για ώρα ανάγκης. Το τελευταίο πριν πεις "kalinixta". Κλείνοντας μπορεί να σου περάσει απ' το μυαλό, ότι ίσως και να θέλεις να γνωρίσεις αυτόν που βρίσκεται πίσω από την άλλη οθόνη και τώρα γράφει με τη σειρά του "kalinixta kai se sena".

Εκλεισα τον υπολογιστή την ώρα που σκεφτόμουν το πως γνώρισα τον Αρη, μέσα από μια οθόνη, χρόνια πίσω. Τότε που υπήρχε το pirch 32 και το icq ήταν ακόμα beta. Το πρώτο φως της Κυριακής είχε φτάσει μέχρι το παραθυρό μου. Tράβηξα τις κουρτίνες και αποκοιμήθηκα βλέποντας παράξενα όνειρα για θεούς και εραστές.

13 Ιουνίου 2006

Η σύναξις των νεφών

Caro Diario

Κοιτάζω βαριεστημένα έξω από το παράθυρο του γραφείου. Μια ώρα πριν τη συμπλήρωση του τυπικού οκταώρου. Τα βλέφαρα βαριά, όπως και ο ουρανός που όσο περνά η ώρα σκοτεινιάζει πιότερο. Στο βάθος μια αστραπή σχίζει στα δύο τον σκοτεινό ορίζοντα. Ανάβω τσιγάρο. Το τελευταίο από τα λιγοστά, που φέρνω πια μαζί μου. Σκέφτομαι ότι στατιστικά θα ζήσω έντεκα λεπτά λιγότερο. Μετά από δαύτη τη σκέψη, θυμάμαι ότι σήμερα είναι Τρίτη και 13.

Το τριήμερο πέρασε χωρίς να πάω πουθενά. Πηγαινοερχόμουνα απλά στον Αρη. Λόγω καιρού αναβάλλαμε να πάμε για κάμπινγκ στο Μαραθώνα. Τις νύχτες έκλεινα και το παράθυρο γιατί έκανε κρύο. Το κάμπινγκ μας μάρανε. Χτες μετά από παρακάλια και γαλιφιές του Αρη, πείστηκα να κατεβούμε κέντρο για φαγητό. Εψαξα στην ντουλάπα για μακρυμάνικο φούτερ και τελικά φόρεσα ένα δικό του, που μου φάνηκε πιο ζεστό.

Στη μία κάναμε βόλτες στο Μοναστηράκι, μαζί με εκατοντάδες ξανθούς και καθ΄όλα καλοκαιρινούς τουρίστες. Κάτι στον αέρα θύμιζε τον Αύγουστο του 2004. Τελικά μάθαμε ότι ένα κρουαζιερόπλοιο είχε πιάσει Πειραιά. "Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουλδούδικα" έκανα μιμούμενος τη φωνή της Καλουτά, και ο Αρης έσκασε στα γέλια, καθώς πλησιάζαμε στην πλατεία.

Φάγαμε στου Μπαϊρακτάρη μαζί με δεκάδες άλλους, ακούγοντας κάτι μπουζούκια να πετάνε τουριστικο-λαϊκές νότες στα αφτιά των πεινασμένων. Στους τοίχους η τσίκνα να τρέχει σαν αδιόρατο δάκρυ από τις καδραρισμένες πόζες του διάσημου ιδιοκτήτη με της κάθε λογής διασημότητες. Προς στιγμή μου 'ρθε να φωνάξω "Θαύμα, θαύμα", αλλά αντί γι' αυτό μου ήρθε λόξιγκας. Τον έπνιξα σε μια μεγάλη γουλιά παγωμένης μπύρας.

Βγήκαμε στο υγρό απόγευμα. Μου' ρθε να πάρω αγγαλιά τον Αρη και να περπατήσουμε χέρι χέρι ανάμεσα στους τουρίστες της Πανδρόσου. Ανηφορίζαμε προς το Σύνταγμα, ενώ τα σύννεφα μαζεύονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Κάναμε μια τουριστική στάση στην Μητρόπολη, κολλημένοι πίσω από ένα τσούρμο αλλοδαπών. Δεν είχε μπεί μέσα ποτέ πριν ο Αρης. Του φάνηκε μικρότερη σε σχέση με ότι φανταζόνταν βλέποντας το ναό από την τηλεόραση. Ανάψαμε από ένα κερί και βγήκαμε από την πλαϊνη πόρτα, στη μεριά του παρακλησσιού. Οι πρώτες ψιχάλες στιγμάτιζαν πια τα μάρμαρα της πλατείας.

Χωθήκαμε γρήγορα σε ένα μικρό καφέ στη Νίκης. Εκεί θα συναντούσαμε την αφιχθήσα εξ Αμερικής Μπία. Η τηλεόραση στη διαπασών να διαλλαλεί κάποια ποδοσφαιρική μάχη και έξω η βροχή να ξεπλένει τους βρώμικους δρόμους. Γρήγορα το καυσαέριο της πόλης, υγροποιημένο έτρεχε σταχτί στις άκρες των δρόμων. Είχαμε πιει ήδη τους καφέδες με τα πλούσια κολομβιανά αρώματα, όταν εισέβαλε στο άνοιγμα του μαγαζιού η αγαπημένη μας φίλη, με αδιάβροχα, ομπρέλα και όλα τα εφόδια ενάντια στην καλοκαιρινή μπόρα.

Οι διηγήσεις της δεν είχαν τέλος και η βροχή πίσω της δυνάμωνε. Πήρα και δεύτερο καφέ. Από την Καραϊβική αυτή τη φορά. Η Μπία διαχυτική όπως πάντα. Μιλούσε, γελούσε και συνέχιζε απτόητη να εξιστορεί τις περιπέτειες της στον Αμερικανικό νότο. Κάθε τόσο έριχνε μια ματιά πίσω της για να διαπιστώσει, με μια δόση ανακούφισης ότι "ακόμα βρέχει παίδες" και συνέχιζε να μας φτιάχνει το κέφι. Ακόμα και όταν έμπαιναν τα γκολ στη Γερνανία, η δική μας αντάρα ήταν μεγαλύτερη.

Αποχαιρετηστήκαμε στα πεταχτά, Μητροπόλεως και Νίκης γωνία, την ώρα που οι τελευταίες στάλλες της βροχής ενώνονταν με τη βρωμιά της πόλης. Τα φώτα είχαν πια ανάψει όταν κατεβαίναμε τις σκάλες για το Μετρό. Στις αποβάθρες ήταν σχεδόν έρημα. Ηταν σχεδόν Κυριακή. Από τα ηχεία χυνόταν γλυκόπικρα η μουσική της Ρεμπούτσικα από το "Αθήνα - Θεσσαλονίκη". Κοίταξα στα μάτια στον Αρη, ενώ ένα δάκτυλό μου, κρεμάστηκε στο μπράτσο της καρέκλας για να αγγίξει για λίγο το τζίν του.
- Τί; Εκανε εκείνος
- Τίποτα, είπα και άνοιξα περισσότερο τα μάτια μου για να γεμίσουν με την εικόνα του.

1 Ιουνίου 2006

Tης Αναλήψεως

Caro Diario

Της Αναλήψεως σήμερα. Αφήνουμε οριστικά την πασχαλινή περίοδο, που συμπίμπτει με την πρώτη μέρα του Ιούνη. Τέρμα τα "Χριστός Ανέστη" και τα "Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου". Επιστροφή στις "καλημέρες". Από σήμερα μπορούν να αρχίσουν και τα θαλάσσια μπάνια, για όσους παραμένουν πιστοί στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις. Το είχα παντελώς ξεχάσει, αλλά μου το θύμισε ένας φίλος καθώς μιλούσαμε σε κάποιο παράθυρο του msn. Αχνά, θυμήθηκα και τη γιαγιά μου, που αρνιόταν πεισματικά να με πάει στη θάλασσα, πριν να περάσει η μέρα της Αναλήψεως. Εγώ βέβαια έπεφτα κάτω, χτυπιόμουν, φώναζα, ώσπου με πήγαινε. Και τώρα βλέπω τα δάκτυλά μου καθώς χτυπούν τα πλήκτρα, πως έχουν μαυρίσει από τον ήλιο. Χθες το βράδυ καθώς έπεσα να κοιμηθώ, αγγάλιασα τους ώμους μου. Εκαιγαν από τον συσωρευμένο ήλιο του απογεύματος. Μια υγρή ζεστασιά με άρωμα ενυδατικής κρέμας ανάκατη με την εναπομείνουσα αλμύρα.

Σήμερα στη δουλειά επικρατεί μια παράξενη ησυχία. Πιάνω να μετρώ πόσα μπάνια έχω κάνει. Δεν μπορώ να καταλήξω κάπου με σιγουριά. Μπερδεύονται οι μέρες, τα κύμματα, τα πρόσωπα. Τα παίρνει ο αέρας και εγώ παραδίνομαι, μην αντέχοντας άλλες σκέψεις. Αφήνω το βλέμμα να πλανηθεί για λίγο έξω από το παράθυρο του γραφείου. Καταλαβαίνω πώς η επιθυμία να βρεθώ και σήμερα στη θάλασσα, χωρίς ρούχα, χωρίς σκέψεις είναι μέσα μου ζωντανή και προσπαθεί να κρατηθεί στην ταραγμένη επιφάνεια του μυαλού μου.

Ή Δευτέρα, ή Τρίτη ήταν, όταν φτάνοντας στη θάλασσα υπήρχαν μόνο τρεις νεαροί ανεβασμένοι πάνω στο ψηλότερο βράχο της ακτής. Επρεπε να περάσω ανάμεσά τους για να φτάσω στο σημείο που συνήθως καθόμαστε με τον Αρη. Τελικά έμεινα εκεί όπου είχα κατέβει. Είδα την αγριεμένη θάλασσα να προσπαθεί να με τραβήξει μέσα της. Της έκλεισα το μάτι, και δέχτηκα να αναμετρηθώ αργότερα με τα κύμματά της. Εβγαλα τα ρούχα μου, έστρωσα την πετσέτα, έφτιαξα καφέ και άναψα τσιγάρο. Πρόσεξα καλύτερα τους νεαρούς μπροστά από τον ήλιο. Δεν ήταν πολύ μικροτέροι μου τελικά. Φορούσαν τις βερμούδες τους με λυμένα τα κορδόνια. Κατεβασμένες χαμηλά μέχρι τις ατίθασες τρίχες του ίσιου τους υπογάστριου. Σηκωμένα τα πατζάκια μέχρι ψηλά στον καβάλο. Σκέλια ανοικτά να προσκαλούν τον ήλιο να χωθεί ανάμεσα τους. Χέρια απλωμένα προς τα πίσω για να στηρίζουν τους δυνατούς κορμούς. Μιλούσαν αντικρυστά, ξερνώντας τους γαλαζωπούς καπνούς των τσιγάρων τους.

Μέσα στην ερημιά του απομεσήμερου και την αγριάδα του τοπίου, εκείνοι οι τρεις νεαροί φάνταζαν μαγικοί και απόκοσμοι. Πλάσματα ενός άλλου πλανήτη, που ξαφνικά είχα πέσει μπροστά τους. Φοβήθηκα μην τους τρομάξω και χαθούν με μιας από τα μάτια μου. Δεν χάθηκαν. Προσπάθησα να θυμηθώ αν τους είχα ξαναδεί εκεί. Τι σήμασία είχε; Ο ήλιος αρχιζε να με καίει. Είχα κίολας ιδρώσει. Σηκώθηκα να πέσω στην άγρια θάλασσα. Επρεπε να κρατήσω την υπόσχεση που της είχα δώσει.

Κάποιος ερχόταν από τα δεξιά προς το μέρος μας, πηδώντας γυμνός από βράχο σε βράχο. Συνέχισα να κατηφορίζω προς την άκρη του δικού μου, που για πρώτη φορά μου έμοιαζε με βατήρα. Θα πηδούσα από εκεί. Ηξερα τον βυθό, στο σημείο αυτό. Είχα σχεδόν φτάσει στην άκρη. Τα κύμματα θεόρατα σκάγανε με δύναμη κάτω από τα πόδια μου, όπως τα βλέμματα των τριών έπεφταν απάνω μου. Γύρισα δεξιά και τους κοίταξα και εγώ. Για μια στιγμή. Την επόμενη είχα πηδήξει.

Το νερό θελκτικό από τη ζέστη μιας ολόκληρης μέρας. Με δυσκολία κολύμπησα προς τα μέσα για να απομακρυνθώ από τα βράχια. Τα βουνά απέναντί μου μια μεγάλωναν και μια μικραίναν ανάλογα με το ύψος των κυμμάτων. Κοίταξα το γαλανόλευκο Ευβοϊκό που ερχόταν κατά πάνω μου. Επρεπε να σκεφτώ έναν τρόπο να βγώ σώος. Υπολόγισα την ταχύτητα και τη συχνότητα των κυμμάτων. Πλησίαζα προς τα βράχια. Επρεπε να πιαστώ την στιγμή, της υποχώρησης των νερών. Ηξερα ένα "σκαλοπάτι" που κρυβόταν μπροστά μου, σχηματισμένο από την αλμύρα. Τεντώθηκα έξω από το νερό για να πιαστώ από την άγρια πέτρα. Χρυσές στάλλες νερού γεμάτες από ήλιο, κύλησαν από το χέρι μου και ενώθηκαν με τη θάλασσα τη στιγμή που το πόδι μου πατούσε στο "σκαλοπάτι". Τράβηξα το κορμί μου, που ανέβηκε με τη βοήθεια του επόμενου κύμματος. Την είχα κερδίσει τη θάλασσα. Οπως και τα βλέμματά τους.

Εκείνος που ερχόνταν από πέρα είχε φτάσει μέχρι σ' εμάς. Πέρασε ανάμεσά τους. Αγγιξε τον έναν στα μαλλιά. Είπε κάτι και εκείνοι χαμογέλασαν. Ο ένας από τους νεαρούς, κοίταζε μια ψηλά στα μάτια τον επισκέπτη μας και μια χαμήλωνε τα μάτια του στον ανεμίζοντα ανδρισμό του. Γρήγορα τους άφησε και κίνησε προς το μέρος μου. Με ρώτησε αν κολύμπησα. Απάντησα μονολεκτικά. "Ετσι είναι τα νιάτα", είπε και προχώρησε. "Θα ξανάρθω" είπε και χάθηκε πίσω από τις πέτρες, στ΄αριστερά μου.

Οι τρεις, ξαναμένοι από τον ήλιο, αλλά μην ρισκάροντας μια βουτιά, κατέβηκαν από τον βράχο τους σαν αρπακτικά από το κλαρί τους. Βρέθηκαν μια ανάσα δίπλα μου. Ο αέρας γέμισε με μιας άρωμα αντιηλικού και ιδρώτα. Τράβηξαν ακόμα πιο χαμηλά τα μαγιώ τους και ξάπλωσαν με τα χέρια ανοικτά σαν ναυαγοί πάνω στη ζεστή πέτρα. Αμίλητοι, μπροστά μου. Τα κύμματα τούς έβρεχαν καθώς έσπαγαν πάνω στα βράχια. Εβλεπα τα ρυάκια τ' αλμυρού νερού να τρέχουν από τους λόφους των κορμιών τους. Να κυλάνε στις πεδιάδες της κοιλιάς για να χαθούν τελικά στο σκουρόχρωμο δάσος που ξεπρόβαλλε μέσα από το μαγιώ τους. Τους κοιτούσα χωρίς πόθο. Χωρίς περιέργεια για το αν είναι gay, g0y, bi, straight... Μονάχα θαυμασμό για την ομορφιά και τα δροσερά τους νιάτα.

Παρόλο που περνούσε η ώρα, ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Τα κύμματα δυνάμωσαν κι΄αλλο. Κλαδιά και ένα άδειο ντεπόζιτο ταξίδευαν μέσα στη θάλασσα. Ο ήλιος χαμήλωσε κι άλλο και σκούρυναν τα βράχια. Μάζεψα τα πράγματα, φόρεσα το μαγιώ μου και χωρίς να κοιτάξω πίσω, παρέδωσα του νεαρούς στη νύχτα, βέβαιος για την αναλήψή τους...