1 Ιουνίου 2006

Tης Αναλήψεως

Caro Diario

Της Αναλήψεως σήμερα. Αφήνουμε οριστικά την πασχαλινή περίοδο, που συμπίμπτει με την πρώτη μέρα του Ιούνη. Τέρμα τα "Χριστός Ανέστη" και τα "Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου". Επιστροφή στις "καλημέρες". Από σήμερα μπορούν να αρχίσουν και τα θαλάσσια μπάνια, για όσους παραμένουν πιστοί στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις. Το είχα παντελώς ξεχάσει, αλλά μου το θύμισε ένας φίλος καθώς μιλούσαμε σε κάποιο παράθυρο του msn. Αχνά, θυμήθηκα και τη γιαγιά μου, που αρνιόταν πεισματικά να με πάει στη θάλασσα, πριν να περάσει η μέρα της Αναλήψεως. Εγώ βέβαια έπεφτα κάτω, χτυπιόμουν, φώναζα, ώσπου με πήγαινε. Και τώρα βλέπω τα δάκτυλά μου καθώς χτυπούν τα πλήκτρα, πως έχουν μαυρίσει από τον ήλιο. Χθες το βράδυ καθώς έπεσα να κοιμηθώ, αγγάλιασα τους ώμους μου. Εκαιγαν από τον συσωρευμένο ήλιο του απογεύματος. Μια υγρή ζεστασιά με άρωμα ενυδατικής κρέμας ανάκατη με την εναπομείνουσα αλμύρα.

Σήμερα στη δουλειά επικρατεί μια παράξενη ησυχία. Πιάνω να μετρώ πόσα μπάνια έχω κάνει. Δεν μπορώ να καταλήξω κάπου με σιγουριά. Μπερδεύονται οι μέρες, τα κύμματα, τα πρόσωπα. Τα παίρνει ο αέρας και εγώ παραδίνομαι, μην αντέχοντας άλλες σκέψεις. Αφήνω το βλέμμα να πλανηθεί για λίγο έξω από το παράθυρο του γραφείου. Καταλαβαίνω πώς η επιθυμία να βρεθώ και σήμερα στη θάλασσα, χωρίς ρούχα, χωρίς σκέψεις είναι μέσα μου ζωντανή και προσπαθεί να κρατηθεί στην ταραγμένη επιφάνεια του μυαλού μου.

Ή Δευτέρα, ή Τρίτη ήταν, όταν φτάνοντας στη θάλασσα υπήρχαν μόνο τρεις νεαροί ανεβασμένοι πάνω στο ψηλότερο βράχο της ακτής. Επρεπε να περάσω ανάμεσά τους για να φτάσω στο σημείο που συνήθως καθόμαστε με τον Αρη. Τελικά έμεινα εκεί όπου είχα κατέβει. Είδα την αγριεμένη θάλασσα να προσπαθεί να με τραβήξει μέσα της. Της έκλεισα το μάτι, και δέχτηκα να αναμετρηθώ αργότερα με τα κύμματά της. Εβγαλα τα ρούχα μου, έστρωσα την πετσέτα, έφτιαξα καφέ και άναψα τσιγάρο. Πρόσεξα καλύτερα τους νεαρούς μπροστά από τον ήλιο. Δεν ήταν πολύ μικροτέροι μου τελικά. Φορούσαν τις βερμούδες τους με λυμένα τα κορδόνια. Κατεβασμένες χαμηλά μέχρι τις ατίθασες τρίχες του ίσιου τους υπογάστριου. Σηκωμένα τα πατζάκια μέχρι ψηλά στον καβάλο. Σκέλια ανοικτά να προσκαλούν τον ήλιο να χωθεί ανάμεσα τους. Χέρια απλωμένα προς τα πίσω για να στηρίζουν τους δυνατούς κορμούς. Μιλούσαν αντικρυστά, ξερνώντας τους γαλαζωπούς καπνούς των τσιγάρων τους.

Μέσα στην ερημιά του απομεσήμερου και την αγριάδα του τοπίου, εκείνοι οι τρεις νεαροί φάνταζαν μαγικοί και απόκοσμοι. Πλάσματα ενός άλλου πλανήτη, που ξαφνικά είχα πέσει μπροστά τους. Φοβήθηκα μην τους τρομάξω και χαθούν με μιας από τα μάτια μου. Δεν χάθηκαν. Προσπάθησα να θυμηθώ αν τους είχα ξαναδεί εκεί. Τι σήμασία είχε; Ο ήλιος αρχιζε να με καίει. Είχα κίολας ιδρώσει. Σηκώθηκα να πέσω στην άγρια θάλασσα. Επρεπε να κρατήσω την υπόσχεση που της είχα δώσει.

Κάποιος ερχόταν από τα δεξιά προς το μέρος μας, πηδώντας γυμνός από βράχο σε βράχο. Συνέχισα να κατηφορίζω προς την άκρη του δικού μου, που για πρώτη φορά μου έμοιαζε με βατήρα. Θα πηδούσα από εκεί. Ηξερα τον βυθό, στο σημείο αυτό. Είχα σχεδόν φτάσει στην άκρη. Τα κύμματα θεόρατα σκάγανε με δύναμη κάτω από τα πόδια μου, όπως τα βλέμματα των τριών έπεφταν απάνω μου. Γύρισα δεξιά και τους κοίταξα και εγώ. Για μια στιγμή. Την επόμενη είχα πηδήξει.

Το νερό θελκτικό από τη ζέστη μιας ολόκληρης μέρας. Με δυσκολία κολύμπησα προς τα μέσα για να απομακρυνθώ από τα βράχια. Τα βουνά απέναντί μου μια μεγάλωναν και μια μικραίναν ανάλογα με το ύψος των κυμμάτων. Κοίταξα το γαλανόλευκο Ευβοϊκό που ερχόταν κατά πάνω μου. Επρεπε να σκεφτώ έναν τρόπο να βγώ σώος. Υπολόγισα την ταχύτητα και τη συχνότητα των κυμμάτων. Πλησίαζα προς τα βράχια. Επρεπε να πιαστώ την στιγμή, της υποχώρησης των νερών. Ηξερα ένα "σκαλοπάτι" που κρυβόταν μπροστά μου, σχηματισμένο από την αλμύρα. Τεντώθηκα έξω από το νερό για να πιαστώ από την άγρια πέτρα. Χρυσές στάλλες νερού γεμάτες από ήλιο, κύλησαν από το χέρι μου και ενώθηκαν με τη θάλασσα τη στιγμή που το πόδι μου πατούσε στο "σκαλοπάτι". Τράβηξα το κορμί μου, που ανέβηκε με τη βοήθεια του επόμενου κύμματος. Την είχα κερδίσει τη θάλασσα. Οπως και τα βλέμματά τους.

Εκείνος που ερχόνταν από πέρα είχε φτάσει μέχρι σ' εμάς. Πέρασε ανάμεσά τους. Αγγιξε τον έναν στα μαλλιά. Είπε κάτι και εκείνοι χαμογέλασαν. Ο ένας από τους νεαρούς, κοίταζε μια ψηλά στα μάτια τον επισκέπτη μας και μια χαμήλωνε τα μάτια του στον ανεμίζοντα ανδρισμό του. Γρήγορα τους άφησε και κίνησε προς το μέρος μου. Με ρώτησε αν κολύμπησα. Απάντησα μονολεκτικά. "Ετσι είναι τα νιάτα", είπε και προχώρησε. "Θα ξανάρθω" είπε και χάθηκε πίσω από τις πέτρες, στ΄αριστερά μου.

Οι τρεις, ξαναμένοι από τον ήλιο, αλλά μην ρισκάροντας μια βουτιά, κατέβηκαν από τον βράχο τους σαν αρπακτικά από το κλαρί τους. Βρέθηκαν μια ανάσα δίπλα μου. Ο αέρας γέμισε με μιας άρωμα αντιηλικού και ιδρώτα. Τράβηξαν ακόμα πιο χαμηλά τα μαγιώ τους και ξάπλωσαν με τα χέρια ανοικτά σαν ναυαγοί πάνω στη ζεστή πέτρα. Αμίλητοι, μπροστά μου. Τα κύμματα τούς έβρεχαν καθώς έσπαγαν πάνω στα βράχια. Εβλεπα τα ρυάκια τ' αλμυρού νερού να τρέχουν από τους λόφους των κορμιών τους. Να κυλάνε στις πεδιάδες της κοιλιάς για να χαθούν τελικά στο σκουρόχρωμο δάσος που ξεπρόβαλλε μέσα από το μαγιώ τους. Τους κοιτούσα χωρίς πόθο. Χωρίς περιέργεια για το αν είναι gay, g0y, bi, straight... Μονάχα θαυμασμό για την ομορφιά και τα δροσερά τους νιάτα.

Παρόλο που περνούσε η ώρα, ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Τα κύμματα δυνάμωσαν κι΄αλλο. Κλαδιά και ένα άδειο ντεπόζιτο ταξίδευαν μέσα στη θάλασσα. Ο ήλιος χαμήλωσε κι άλλο και σκούρυναν τα βράχια. Μάζεψα τα πράγματα, φόρεσα το μαγιώ μου και χωρίς να κοιτάξω πίσω, παρέδωσα του νεαρούς στη νύχτα, βέβαιος για την αναλήψή τους...

Δεν υπάρχουν σχόλια: