13 Ιουνίου 2006

Η σύναξις των νεφών

Caro Diario

Κοιτάζω βαριεστημένα έξω από το παράθυρο του γραφείου. Μια ώρα πριν τη συμπλήρωση του τυπικού οκταώρου. Τα βλέφαρα βαριά, όπως και ο ουρανός που όσο περνά η ώρα σκοτεινιάζει πιότερο. Στο βάθος μια αστραπή σχίζει στα δύο τον σκοτεινό ορίζοντα. Ανάβω τσιγάρο. Το τελευταίο από τα λιγοστά, που φέρνω πια μαζί μου. Σκέφτομαι ότι στατιστικά θα ζήσω έντεκα λεπτά λιγότερο. Μετά από δαύτη τη σκέψη, θυμάμαι ότι σήμερα είναι Τρίτη και 13.

Το τριήμερο πέρασε χωρίς να πάω πουθενά. Πηγαινοερχόμουνα απλά στον Αρη. Λόγω καιρού αναβάλλαμε να πάμε για κάμπινγκ στο Μαραθώνα. Τις νύχτες έκλεινα και το παράθυρο γιατί έκανε κρύο. Το κάμπινγκ μας μάρανε. Χτες μετά από παρακάλια και γαλιφιές του Αρη, πείστηκα να κατεβούμε κέντρο για φαγητό. Εψαξα στην ντουλάπα για μακρυμάνικο φούτερ και τελικά φόρεσα ένα δικό του, που μου φάνηκε πιο ζεστό.

Στη μία κάναμε βόλτες στο Μοναστηράκι, μαζί με εκατοντάδες ξανθούς και καθ΄όλα καλοκαιρινούς τουρίστες. Κάτι στον αέρα θύμιζε τον Αύγουστο του 2004. Τελικά μάθαμε ότι ένα κρουαζιερόπλοιο είχε πιάσει Πειραιά. "Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουλδούδικα" έκανα μιμούμενος τη φωνή της Καλουτά, και ο Αρης έσκασε στα γέλια, καθώς πλησιάζαμε στην πλατεία.

Φάγαμε στου Μπαϊρακτάρη μαζί με δεκάδες άλλους, ακούγοντας κάτι μπουζούκια να πετάνε τουριστικο-λαϊκές νότες στα αφτιά των πεινασμένων. Στους τοίχους η τσίκνα να τρέχει σαν αδιόρατο δάκρυ από τις καδραρισμένες πόζες του διάσημου ιδιοκτήτη με της κάθε λογής διασημότητες. Προς στιγμή μου 'ρθε να φωνάξω "Θαύμα, θαύμα", αλλά αντί γι' αυτό μου ήρθε λόξιγκας. Τον έπνιξα σε μια μεγάλη γουλιά παγωμένης μπύρας.

Βγήκαμε στο υγρό απόγευμα. Μου' ρθε να πάρω αγγαλιά τον Αρη και να περπατήσουμε χέρι χέρι ανάμεσα στους τουρίστες της Πανδρόσου. Ανηφορίζαμε προς το Σύνταγμα, ενώ τα σύννεφα μαζεύονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Κάναμε μια τουριστική στάση στην Μητρόπολη, κολλημένοι πίσω από ένα τσούρμο αλλοδαπών. Δεν είχε μπεί μέσα ποτέ πριν ο Αρης. Του φάνηκε μικρότερη σε σχέση με ότι φανταζόνταν βλέποντας το ναό από την τηλεόραση. Ανάψαμε από ένα κερί και βγήκαμε από την πλαϊνη πόρτα, στη μεριά του παρακλησσιού. Οι πρώτες ψιχάλες στιγμάτιζαν πια τα μάρμαρα της πλατείας.

Χωθήκαμε γρήγορα σε ένα μικρό καφέ στη Νίκης. Εκεί θα συναντούσαμε την αφιχθήσα εξ Αμερικής Μπία. Η τηλεόραση στη διαπασών να διαλλαλεί κάποια ποδοσφαιρική μάχη και έξω η βροχή να ξεπλένει τους βρώμικους δρόμους. Γρήγορα το καυσαέριο της πόλης, υγροποιημένο έτρεχε σταχτί στις άκρες των δρόμων. Είχαμε πιει ήδη τους καφέδες με τα πλούσια κολομβιανά αρώματα, όταν εισέβαλε στο άνοιγμα του μαγαζιού η αγαπημένη μας φίλη, με αδιάβροχα, ομπρέλα και όλα τα εφόδια ενάντια στην καλοκαιρινή μπόρα.

Οι διηγήσεις της δεν είχαν τέλος και η βροχή πίσω της δυνάμωνε. Πήρα και δεύτερο καφέ. Από την Καραϊβική αυτή τη φορά. Η Μπία διαχυτική όπως πάντα. Μιλούσε, γελούσε και συνέχιζε απτόητη να εξιστορεί τις περιπέτειες της στον Αμερικανικό νότο. Κάθε τόσο έριχνε μια ματιά πίσω της για να διαπιστώσει, με μια δόση ανακούφισης ότι "ακόμα βρέχει παίδες" και συνέχιζε να μας φτιάχνει το κέφι. Ακόμα και όταν έμπαιναν τα γκολ στη Γερνανία, η δική μας αντάρα ήταν μεγαλύτερη.

Αποχαιρετηστήκαμε στα πεταχτά, Μητροπόλεως και Νίκης γωνία, την ώρα που οι τελευταίες στάλλες της βροχής ενώνονταν με τη βρωμιά της πόλης. Τα φώτα είχαν πια ανάψει όταν κατεβαίναμε τις σκάλες για το Μετρό. Στις αποβάθρες ήταν σχεδόν έρημα. Ηταν σχεδόν Κυριακή. Από τα ηχεία χυνόταν γλυκόπικρα η μουσική της Ρεμπούτσικα από το "Αθήνα - Θεσσαλονίκη". Κοίταξα στα μάτια στον Αρη, ενώ ένα δάκτυλό μου, κρεμάστηκε στο μπράτσο της καρέκλας για να αγγίξει για λίγο το τζίν του.
- Τί; Εκανε εκείνος
- Τίποτα, είπα και άνοιξα περισσότερο τα μάτια μου για να γεμίσουν με την εικόνα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: