22 Φεβρουαρίου 2012

Αλμύρα

Caro diario

Ετούτη την ώρα, που έχω γυρίσει από τη βαρετή, βιοποριστική δουλειά μου και στέκομαι έτσι γυμνός μπροστά στο αχνιστό φλιτζάνι του εσπρέσο, νομίζω ότι είμαι ευτυχισμένος. Ή απλά να μοιάζω. Τώρα έτσι λίγο πριν φτάσει στις εσχατιές της η μέρα, νομίζω ότι μπορώ να απλώσω το χέρι έξω από την πόρτα και να πιάσω το σύννεφο, να το στύψω, να το πιω με μιας. Ανοίγω λίγο. Μυρίζει σάπια βροχή και γκρίζος καπνός ξυλόσομπας.

Ετούτη την ώρα, που το σκυλί του γείτονα γαβγίζει πιάνοντας έναν άγνωστο ήχο με τα αφτιά του. Μετά ακούγεται μια φωνή. Ακολουθεί ένας σιδερένιος ήχος που σέρνεται σαν πληγωμένος δράκος. «Τη μάνικα.» Κάποιος πληρώθηκε. Κάποιος κάπου βάζει πετρέλαιο. Το σκυλί ησυχάζει. Ισως επειδή η βροχή δυνάμωσε, να κλείστηκε πίσω στα σκυλίσια όνειρά του. Κάτω στο δρόμο, τα λάστιχα των αυτοκινήτων κάνουν υγρές, παράλληλες χαρακιές. Τα νερά χωρίζονται σαν μικρές έξοδοι μιας βιβλικής ερυθράς θάλασσας. Σβήνουν, τέμνονται, χάνονται και συναντιούνται, πάλι. Πνίγω τις σκέψεις μέσα τους και αποτραβιέμαι. Νομίζω ότι κολλάνε τα πόδια μου σε λασπωμένη άμμο.

Ετούτη την ώρα, που πίσω από τον καφέ ένας "εικοσάρης" τινάζεται (συν)επαρμένος. Οσο το φως της μέρας χαμηλώνει, μου φαντάζει όλο και πιο μεγάλος. Ολο και πιο οικείος. Θα μπορούσε, να με είχε πηδήξει ή να τον είχα πηδήξει κι εγώ. Eνας τηλεφωνικός αριθμός κυλάει κάτω από τη λευκή ανάμνηση της ηδονής του, για να σβήσει στις άκρες της οθόνης. Εγώ πάλι, θυμάμαι αριθμούς φίλων που χάθηκαν στις άκρες της πόλης. Γιατί ετούτοι οι καιροί μας πήγανε αλλού. Οι ζωές μας γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα. Ερυθρά ή όχι, δεν έχει σημασία.

 Ετούτη την ώρα, που εγώ σε θέλω...


2 Φεβρουαρίου 2012

Mε έναν ιδρώτα ξένο

Caro diario

Ξυπνάς με έναν ιδρώτα κρύο, σχεδόν ξένο. Απλώνεις το χέρι δίπλα σου και αγγίζεις την απουσία. Ανοίγεις τα μάτια και τυλίγονται με το σκοτάδι. Ζεις όμως. Η πρώτη σου σκέψη, γίνεται χαμόγελο. Βγάζεις δειλά τα πόδια έξω από το κρεβάτι. Ενα - ένα. Στήνεσαι. Νιώθεις την παγωνιά του ξύλου να εισβάλει από τις πατούσες στο κορμί σου. Ανεβαίνει, φτάνει στο στόμα και βγαίνει σαν λευκή καλημέρα. Ρίχνεις το κεφάλι κάτω. Το βλέμμα σου πιάνεται στο στητό ανδρισμό σου. Με το χαμόγελο παγωμένο, αλλά μια ιδέα πιο σίγουρο, τραβάς για να πλυθείς. Βάζεις το κεφάλι κάτω από το νερό. Ξυπνάς. Πλένεις το κορμί σου, βγάζοντας τη νύχτα που είχε κρυφτεί πάνω του. Κλείνεις τη βρύση και τότε σου ΄ρχεται κατούρημα. Αδειάζεις την κύστη σημαδεύοντας το σιφόνι για τον κάτω κόσμο. Αλλά άδικα. Ξεπλένεις πάλι τα πόδια σου. Σε σκεπάζει μια χνουδωτή αγκαλιά. Κλείνεις τα μάτια και ξάφνου θυμάσαι τη μάνα σου. Εύχεσαι να μπορούσες να μείνεις κι άλλο κάτω από το χάδι της. Οι ευχές και ο χρόνος κυλάνε γρήγορα σαν τις σταγόνες. Κινείσαι μηχανικά από τις ψυχρές εντολές του μυαλού σου. Ψάχνεις για τα ρούχα. Σκεπάζεις στα γρήγορα τη γύμνια σου, παρόλο που δεν ντρέπεσαι. Πριν φύγεις, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στο είδωλό σου. Κλειδιά, γυαλιά, κινητό και ένα παγωμένο ψωμοτύρι ρίχνονται στη τσάντα. Και συ, στο δρόμο. Αραγε, το έσβησες το φως;..

...Το είχες σβήσει. Μπαίνεις σε ένα σπίτι σκοτεινό και κρύο. Προς στιγμή θυμάσαι εκείνο το ψυγείο του χασάπη, που μικρός, σε απειλούσε ο πατέρας, τάχα μου πως θα σε κλείσει μέσα. Η πόρτα που μόλις έκλεισε πίσω σου σε επαναφέρει στο παρόν. Ψυγείο, λες μεγαλόφωνα. Στο διάδρομο ανάβεις το καλοριφέρ αποφεύγοντας να δεις τη θερμοκρασία. Στο γραφείο αφήνεις τη τσάντα να πέσει στο πάτωμα. Στο δεύτερο δωμάτιο, βγάζεις τα ρούχα και ντύνεσαι μόνο με την ελευθερία σου. Με χέρια παγωμένα, βάζεις το φαγητό να ζεσταθεί στα μικροκύματα. Οσο περιμένεις, πίσω από το παράθυρο τα ταλαίπωρα φυτά της βεράντας υπομένουν μαζί σου το χειμώνα. Το «μπιπ» σε κάνει να γυρίσεις πίσω. Τρως στα όρθια. Αφήνεις τα άπλυτα στο πλυντήριο. Βαριέσαι όμως, σκέφτεσαι τη δικαιολογία του νυχτερινού. Φτιάχνεις καφέ, μόνο για την ιδέα. Ελπίζεις έτσι να νιώσεις όμορφα. Δεν νιώθεις τίποτα. Και το ΄ξερες. Αποκοιμιέσαι στον καναπέ, όσο περιμένεις κάποιος να δέσει αυτούς τους τέσσερις στον Αλφα. Αργότερα ξυπνάς και έχεις ένα βάρος, που μεγαλώνει όταν θυμάσαι τον εφιάλτη του απομεσήμερου. Ανακουφισμένος καταλαβαίνεις ότι δεν ήταν παρά οι «οικογενειακές ιστορίες». Κλείνεις την τηλεόραση για να λυτρωθείς στο σκοτάδι. Ελπίζεις στο φως του λάπτοπ. Κανείς ονλάιν. Κλείνεις απότομα την οθόνη. Σκέφτεσαι να τηλεφωνήσεις σε κάποιον φίλο. Να πεις μια κουβέντα. Το αναβάλλεις γιατί φοβάσαι να ακούσεις τη δική του. A! Είναι η ώρα να ρίξεις φαγητό στα ψάρια του ενυδρείου. Τα κοιτάς στην ασφάλεια της δικής τους σιωπής. Κοντοστέκεσαι μπροστά τους χαζεύοντας την αντανάκλαση της κίνησης του νερού τους, πάνω στο υπογάστριό σου.  Ισως από ζήλια, μετά τραβάς για τη μπανιέρα. Κόβεις, ξυρίζεις, τριμάρεις. Θέλεις να χαλαρώσεις. Κυλάει το νερό και το βλέμμα. Σου φαίνεσαι γερασμένος. Ή να ΄ναι μόνο η ιδέα σου; Βγαίνεις, και κάνεις μερικά σετ βαράκια για να διώξεις την αμφιβολία. Ξεφυσάς. Πέφτεις στο κρεβάτι με ενοχές και ένα βιβλίο. Οχι αγορασμένο. Από αυτά που μοίραζαν οι κυριακάτικες. Το ανοίγεις, αλλά δεν μυρίζει παρά το σεντόνι. Απομένεις να ψάχνεις το όνομα του μαλακτικού. Το ονομάζεις «καληνύχτα» και σβήνεις το φως. Βολεύεις τα χέρια ανάμεσα στα ζεστά σου σκέλια και κλείνεις τα μάτια. Μια πρόχειρη προσευχή ανεβαίνει στο στόμα. Σου ΄ρχεται η λέξη «ταχυπροσευχή». Δεν μπορείς να την ξεστομίσεις. Τραντάζεται το κρεβάτι απ΄ τα νευρικά γέλια. Πριν σε πνίξει ο βήχας, αναρωτιέσαι αν πάτησες το ΟΝ στο πλυντήριο πιάτων... Απλυτα θα μείνουν, λες. Δεν πειράζει  και αύριο μέρα είναι.