8 Νοεμβρίου 2008

Ανήμερα των Ταξιαρχών

Caro diario

Βρίσκομαι μόνος στο σπίτι. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Πάντα με δυσκολεύει ο ύπνος σε τούτη την πόλη. Είναι απόγευμα, με τον καφέ να έχει ήδη κρυώσει από ώρα στο φλυτζάνι. Από τα ηχεία του λάπτοπ, ακούω όπως πάντα κις εφ εμ Μυτιλήνης. Γράφω για πρώτη φορά από Θεσσαλονίκη. Και τις προηγούμενες που βρέθηκα εδώ, είχα τη δυνατότητα και τη θέληση να γράψω, αλλά δεν το έκανα. Ανήμερα των Ταξιαρχών. Σκέφτομαι ότι σαν σήμερα ξεκινούσε το πρώτο ταξίδι με τον Αρη. Αραγε εκείνος θα το θυμήθηκε; Πίσω στο 1998, πίσω στο δρόμο για το Πάππιγκο... Πότε πέρασαν τόσα χρόνια; Και σήμερα βρέθηκα να ταξιδεύω. Μόνος αυτή τη φορά και με διαφορετικό προορισμό.

Η πτήση θα ήταν καλή. Ο καιρός όμορφος, ότι έπρεπε για εκδρομή. Είχα χρόνια να ταξιδέψω με αεροπλάνο. Απολάμβανα την κάθε στιγμή. Μπήκα στο αεροσκάφος με την χειραποσκευή στην πλάτη. Βρήκα να κάθεται στη θέση μου, μια κοπέλα. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινες πως ήταν θεσσαλονικιά. Εχουν κάτι οι γυναίκες εδώ. Κάτι που τις ξεχωρίζει. Εναν αέρα, ένα ύφος. Ενα στυλ. Κυρίως αυτό! Της είπα ότι καθόταν στη θέση μου. Απάντησε κοφτά. "Οχι! Στη δική μου είμαι." "Οχι, δεν θα μου χαλάσεις τη διάθεση ηλίθια μούτζα..." σκέφτηκα, και πήγαν περίπατο όλα όσα σκεφτόμουν προ ολίγου για τις Θεσσαλονικιές. Ανταπάντησα ευγενικά. "Συγγνώμη, έχω εισιτήριο για τη θέση 22ΤΖΙ". "Με συγχωρείτε πολύ, έχω 22ΕΙ. Είμαι στο άλλο παράθυρο" και σηκώθηκε αμέσως για να πάει στη δική της θέση. Περνώντας δίπλα μου στο διάδρομο, μου έριξε ένα βλέμμα και όλα όσα πιστεύω για τις γυναίκες τούτης της πόλης, ξαναγύρισαν σε ένα χαμόγελο, που άφησα στα χείλη μου.

Είδα τον πρωινό ήλιο να λαμποκοπά στο δεξιό φτερό του αεροπλάνου, μόλις πήρε θέση για απογείωση πάνω στην τσιμεντένια πεδιάδα των Σπάτων. Σκέφτηκα ότι για αιώνες, εώς πριν λίγα χρόνια, στη θέση του τσιμέντου υπήρχαν αμπέλια και ελιές. Η ηχητική προειδοποίηση να κοιτάξουμε στις οθόνες με επανέφερε. Σε αυτές, μια αεροσυνοδός παρουσίαζε όσα πρέπει να κάνουν σε περίπτωση πτώσης του αεροπλάνου οι επιβάτες. Μου ΄ρθαν γέλια γιατί ενώ μιλούσε για σωσίβια και μάσκες οξυγόνου, εντούτοις είχε ένα σφιγμένο χαμόγελο λες και μας έδειχναν τις αποτυχημένες πρόβες από διαφήμιση οδοντόκρεμας.

Εννοιωσα ξανά εκείνη τη γλυκιά ζάλη, την ώρα της απογείωσης. Με μιας, αφήσαμε το έδαφος για να βρεθούμε ανάλαφροι στον αέρα. Η θάλασσα της Αρτέμιδας έτρεχε στα δεξιά. Είδα έως πέρα τη Βραυρώνα. Κοίταξα μπροστά. Επιτέλους η ώρα είχε φτάσει. Εγειρα το κεφάλι πίσω, έλυσα τη ζώνη, και αφέθηκα στο πέταγμα των σύννεφων.

6 Νοεμβρίου 2008

Αγριες ρεματιές

Caro diario

Βλέπω τα ρούχα του χειμώνα αραδειασμένα πάνω στο κρεβάτι, έτοιμα να κλειστούν στη βαλίτσα. Σάββατο πρωί πετάω για Θεσσαλονίκη. Ενα ταξίδι-ανάσα. Επιστροφή Τρίτη βράδυ. Μπακ του μπλακ. Από Τετάρτη ξανά στο γραφείο. Τώρα, ακόμη και η προσμονή του ταξιδιού δεν αρκεί για να με ηρεμίσει. Δεν με χωράει ο τόπος. Οσο πλησιάζει το μαγικό Σάββατο, τόσο η πίεση της δουλειάς χτυπά κόκκινο συναγερμό. Προκαλεί εντάσεις με τον Αρη. Πρώτα το ξέσπασμα. Μετά η σιωπή...

Μπήκα στο άδειο σπίτι και έτρεξα να φτιάξω καφέ. Δεν ήθελα να πιω. Ηθελα με κάτι να απασχολήσω το μυαλό μου. Κάτι ευχάριστο και χαλαρό. Εβαλα το ποτήρι με το νερό, στο φούρνο. Γύρισα το χρονοδιακόπτη. Ανοιξα το ντουλάπι. Πήρα το κουτί στα χέρια μου, το άνοιξα και κοιτάζοντας μέσα του είδα στον πάτο την αλλοιωμένη μου μορφή. Στην άκρη υπήρχαν μόνο μερικοί κόκοι καφέ. Τράβηξα με δύναμη το καλώδιο από την πρίζα. Πέταξα το κουτί στον άδειο κάδο. Εφυγα αφήνοντας την πόρτα στο ντουλάπι ανοιχτή...

Ξάπλωσα μήπως ησυχάσω, αλλά μετά από λίγο άφησα το κρεβάτι για το μπάνιο. Εμεινα για ώρα αναποφάσιστος αν ήθελα να πληθώ. Γύρισα στο πλάι και έπιασα να ξυρίζομαι. Με δύναμη για να με πονέσω. Κοίταξα το πρόσωπό μου. Είδα αυλακιές βαθειές σαν άγριες ρεματιές. Βρέθηκα μέσα τους με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σε έκταση, όταν φυλλωσιές άρχισαν να μεγαλώνουν και να με κυκλώνουν. Σκαρφάλωσαν γρήγορα πάνω μου, με ακινητοποίησαν. Σε λίγο έννοιωσα να βγάζω ρίζες που γρήγορα θα απλώνονταν στα καφετιά πλακάκια του μπάνιου. Σκοτείνιασε η πλάση. Το φεγγάρι χάθηκε μέσα σε έναν πυκτό, πράσινο ουρανό. Ηθελα να φωνάξω αλλά οι κραυγές που έβγαλα ήταν σε μια άγνωστη γλώσσα, που κανείς δεν θα καταλάβαινε. Κανείς... Βρέθηκα τρομαγμένος στο κρεβάτι. Μόνος. Τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σε έκταση...

Η ώρα πέρασε. Σκοτείνιασε παντού. Εξω από το παράθυρο, το φεγγάρι μισό, ανεβαίνει και απόψε στον ουρανό, ψάχνοντας απεγνωσμένα για το άλλο του μισό. Να ενωθούν σε ένα, να λάμψουν και να διώξουν το σκοτάδι. Ρίχνω τη ματιά μου πάνω στο κρεβάτι. Τα ρούχα ακόμα φύρδην μίγδην απλωμένα πάνω του. Κάτω, αδειανή η μπορντώ βαλίτσα. Με περιμένει...