6 Νοεμβρίου 2008

Αγριες ρεματιές

Caro diario

Βλέπω τα ρούχα του χειμώνα αραδειασμένα πάνω στο κρεβάτι, έτοιμα να κλειστούν στη βαλίτσα. Σάββατο πρωί πετάω για Θεσσαλονίκη. Ενα ταξίδι-ανάσα. Επιστροφή Τρίτη βράδυ. Μπακ του μπλακ. Από Τετάρτη ξανά στο γραφείο. Τώρα, ακόμη και η προσμονή του ταξιδιού δεν αρκεί για να με ηρεμίσει. Δεν με χωράει ο τόπος. Οσο πλησιάζει το μαγικό Σάββατο, τόσο η πίεση της δουλειάς χτυπά κόκκινο συναγερμό. Προκαλεί εντάσεις με τον Αρη. Πρώτα το ξέσπασμα. Μετά η σιωπή...

Μπήκα στο άδειο σπίτι και έτρεξα να φτιάξω καφέ. Δεν ήθελα να πιω. Ηθελα με κάτι να απασχολήσω το μυαλό μου. Κάτι ευχάριστο και χαλαρό. Εβαλα το ποτήρι με το νερό, στο φούρνο. Γύρισα το χρονοδιακόπτη. Ανοιξα το ντουλάπι. Πήρα το κουτί στα χέρια μου, το άνοιξα και κοιτάζοντας μέσα του είδα στον πάτο την αλλοιωμένη μου μορφή. Στην άκρη υπήρχαν μόνο μερικοί κόκοι καφέ. Τράβηξα με δύναμη το καλώδιο από την πρίζα. Πέταξα το κουτί στον άδειο κάδο. Εφυγα αφήνοντας την πόρτα στο ντουλάπι ανοιχτή...

Ξάπλωσα μήπως ησυχάσω, αλλά μετά από λίγο άφησα το κρεβάτι για το μπάνιο. Εμεινα για ώρα αναποφάσιστος αν ήθελα να πληθώ. Γύρισα στο πλάι και έπιασα να ξυρίζομαι. Με δύναμη για να με πονέσω. Κοίταξα το πρόσωπό μου. Είδα αυλακιές βαθειές σαν άγριες ρεματιές. Βρέθηκα μέσα τους με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σε έκταση, όταν φυλλωσιές άρχισαν να μεγαλώνουν και να με κυκλώνουν. Σκαρφάλωσαν γρήγορα πάνω μου, με ακινητοποίησαν. Σε λίγο έννοιωσα να βγάζω ρίζες που γρήγορα θα απλώνονταν στα καφετιά πλακάκια του μπάνιου. Σκοτείνιασε η πλάση. Το φεγγάρι χάθηκε μέσα σε έναν πυκτό, πράσινο ουρανό. Ηθελα να φωνάξω αλλά οι κραυγές που έβγαλα ήταν σε μια άγνωστη γλώσσα, που κανείς δεν θα καταλάβαινε. Κανείς... Βρέθηκα τρομαγμένος στο κρεβάτι. Μόνος. Τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σε έκταση...

Η ώρα πέρασε. Σκοτείνιασε παντού. Εξω από το παράθυρο, το φεγγάρι μισό, ανεβαίνει και απόψε στον ουρανό, ψάχνοντας απεγνωσμένα για το άλλο του μισό. Να ενωθούν σε ένα, να λάμψουν και να διώξουν το σκοτάδι. Ρίχνω τη ματιά μου πάνω στο κρεβάτι. Τα ρούχα ακόμα φύρδην μίγδην απλωμένα πάνω του. Κάτω, αδειανή η μπορντώ βαλίτσα. Με περιμένει...

1 σχόλιο:

Alex A. είπε...

Καλό ταξίδι, να περάσεις πολύ καλά! Έχω κι εγώ επιθυμήσει τη Θεσσαλονίκη.