29 Οκτωβρίου 2010

Ολα τα πήρε το καλοκαίρι

Caro diario

Εδώ και ώρα μουτζουρώνω βαριεστημένα με το στυλό ένα φύλλο φτηνής χαρτοπετσέτας. Κάθε τόσο κοιτάζω έξω από το παράθυρο και αφήνω κάτι δικό μου πάνω στα γκρίζα σύννεφα του ενσκύψαντος χειμώνα. Ετσι ταξιδεύω, αφού δεν έχω άλλο τρόπο. Μετά ρίχνω πάλι το βλέμμα κάτω και συνεχίζω με τις ατίθασες γραμμές, κόκκινες σαν από αίμα, πάνω στο άσπρο δέρμα του χαρτιού.

Το πρωί το θερμόμετρο στο αυτοκίνητο έδειχνε 9 βαθμούς και εγώ φορούσα από μέσα ακόμα κοντομάνικο.  Εβρεχε κι όλας. Μια βροχή ψιλή, σαν φιδές για αρρώστους. Και νύχτα. Πηκτή και υγρή. Δυσκολευόμουν να ανασάνω. Νόμιζα θα γεμίσουν τα πλεμόνια μου νερό και θα πνιγώ στη σούπα του φιδέ. Δεν έλεγε να χαράξει, λες και είχε ξημερώσει Γενάρης. Κοίταξα την ώρα. Τελευταίο απομεινάρι του καλοκαιριού είναι η ώρα που αλλάζει σε λίγο και αυτή. Ολα τα πήρε το καλοκαίρι. Από Δευτέρα θα έρχομαι με τον ήλιο κει πάνω. Ωστόσο χωρίς Μηνά, χωρίς ταξίδια. Χωρίς τίποτα.

Τούτο το γκρίζο του Οκτώβρη πέφτει βαρύ και ύπουλο πάνω από την πόλη. Την κρατάει δέσμια, την τυραννάει, την σκοτώνει. Ψάχνω μια χαραμάδα διαφυγής προς το "Εκεί". Δεν βλέπω τίποτα. Τί υπάρχει; Και η άνοιξη αργεί... Κοιτάζω ξανά το μουτζουρωμένο χαρτί. Tην έως τώρα παρηγόρια μου. Μου μοιάζει σαν οι γραμμές πάνω του να 'γιναν πια μια κόκκινη πληγή. Τα χέρια μου γέμισαν αίματα. Πετάω το κόκκινο στυλό. Ανοίγω το παράθυρο και κρατάω το χαρτί στον αέρα, τέσσερις ορόφους πάνω. Του βάζω φωτιά και το καίω.