17 Νοεμβρίου 2010

Τα μουσταρδί σκαρπίνια

Caro diario


Θα 'μουν δεν θα ΄μουν δεκαπέντε. Ηταν μια βροχερή μέρα όπως η σημερινή, καλή ώρα. Αλλωστε πολλές φορές έχει συμβεί 17 του Νοέμβρη να βρέχει. Σήμερα πάντως η μνήμη ξετρύπωσε παλιές ιστορίες. Εκεί, σχεδόν είκοσι τόσα, χρόνια πίσω.

Το πρωί με πήγε στο σχολείο ο πατέρας μου. Μισή ώρα δρόμος από το σπίτι με το αυτοκίνητο. Πριν με αφήσει, ρώτησε τι είχα να κάνω το απόγευμα. "Τίποτα" απάντησα. "Ωραία. Να είσαι έτοιμος για να πάμε μαζί κάπου" είπε, χωρίς να χωράνε αντιρρήσεις. Μου έκανε εντύπωση αυτό που είπε. Καταρχήν ήξερα ότι στην οικογένεια περνούσαμε πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Και μετά, ποτέ δεν είχαμε πάει κάπου οι δυο μας. Σταμάτησα να το σκέφτομαι μόλις μπήκα στο σχολείο. Είχα να σκεφτώ άλλα.

Θα είχαμε γιορτή... και πανηγύρια. Ολοι περίμεναν το κλου της γιορτής, όπου δεν ήταν άλλο απ' το χορευτικό γλέντι. Εγώ πάντως είχα αγωνία για το θεατρικό δρώμενο γιατί για πρώτη φορά θα έπαιρνα μέρος σε σχολική γιορτή. Είχα και μια προηγούμενη  εμπειρία από μουσικοχορευτικά. Στο δημοτικό, όπου για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου θα έκανα έναν άγγελο σε μια βουβή παραλλαγή του Ευαγγελισμού. Αλλά τότε μας πρόλαβε ο σεισμός στις Αλκυονίδες και η γιορτή, προς μεγάλη μου απογοήτευση ματαιώθηκε.

Για το σημερινό δρώμενο πάντως, είχα ενεργή συμμετοχή. Θα "έπαιζα" έναν από τους φοιτητές του Πολυτεχνείου. Πίσω από μια ξύλινη κατασκευή, εν είδη πόρτας, ντυμένης με αλουμινόχαρτο θα φώναζα "Κάτω η Χούντα" ανάκατος με τους υπόλοιπους της...γενιάς του Πολυτεχνείου. Τα πάρε - δώσε μου με αυτή θα άρχιζαν και θα τέλειωναν εκεί. Πάνω στη "σκηνή", στο Γυμναστήριο του Λυκείου.

Για το "θεατρικό", που θα παρουσιάζαμε ενώπιον των καθηγητών και του Συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, είχαμε καταπιαστεί εδώ και ένα μήνα. Δυο φορές την εβδομάδα, στην αρχή και πιο συχνά όσο πλησίαζε η μέρα της "γιορτής", τα μέλη της ομάδας μαζευόμαστε και απογεύματα στο σχολείο, σε ένα μικρό βοηθητικό γραφείο των καθηγητών, δίπλα στις αίθουσες του δευτέρου ορόφου.

Δεν είχα μεγάλες παρέες στο σχολείο, αλλά ούτε και έξω από αυτό. Σε καμιά κλίκα δεν ήμουν. Σχεδόν αόρατος. Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα ανακατεμένος σε αυτό. Κάποιος όμως με έμπασε και μένα στην ομάδα για τη διοργάνωση της "σχολικής εορτής για το Πολυτεχνείο". Ισως επειδή λόγω πολιτικών φρονημάτων θα μου ταίριαζε ο ρόλος. Οπως και στους άλλους εκλεκτούς της ομάδας. Γιατί στα χρόνια των αρχών του ΄80 η κομματικοποίηση ήταν απαραίτητο συστατικό της σχολικής ζωής. Τα ονόματα όσων δεν δήλωναν την υποστήριξή τους στη Δεξιά ή ακόμα χειρότερα όσων τολμούσαν να φανερώσουν... αποκλίνουσες προτιμήσεις, έμπαιναν στα κατάστιχα της τοπικής οργάνωσης της ΜΑΚΙ και της ΟΝΝΕΔ. Τι και αν κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα; Στα μέρη μας έκαναν κουμάντο οι δεξιοί. Από τις σχολικές εκλογές μέχρι και τις δημοτικές. Πάππου προς πάππου.

Πάντως με την ετοιμασία της γιορτής, ένοιωσα πρώτη φορά στη ζωή μου να γίνομαι μέλος μιας μεγάλης παρέας, να μου μιλάνε, να συμμετέχω, να λέω τη γνώμη μου. Είχα πάψει να είμαι αόρατος. Εκεί καπνίσαμε τα πρώτα μας τσιγάρα. Εκεί κανονίζαμε να βρεθούμε και έξω όταν η γιορτή θα είχε τελειώσει. Εκεί, σε μια διπλανή αίθουσα, έπιασα ένα συμμαθητή, που μου άρεσε σφόδρα- να χαμουρεύεται με μια φίλη μου. Εκεί συζητούσαμε ακούγοντας τραγούδια, άσχετα - εννοείται- με την επέτειο. Θυμάμαι μεγάλο σουξέ ήταν τότε το "Γιου αρ ε γούμαν" των Μπαντ μπόις μπλου, που έλειωνε για ώρες στις κασέτες. Ευτυχώς πάντως, την κρίσιμη ώρα, όταν η υποκριτική μου στόφα έφτανε στην κορύφωση, φώναξα το σωστό σύνθημα και όχι τίποτα αμερικάνικα στιχάκια. Πάντως κατά γενική ομολογία ήμασταν χάλια και στο τέλος πολύ μας ήταν και εκείνο το χλιαρό χειροκρότημα... Ετσι, στο τέλος της γιορτής, άπαντες ξεδώσαμε με το "Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός" που ξανά-τραγουδούσανε με μεγάλη επιτυχία τότε τα Παιδιά απ΄την Πάτρα και το "Αρμενάκι είμαι κυρά μου" με την Κονιτοπούλου.

Γύρισα κατάκοπος από το σχολείο αλλά ευδιάθετος. Θυμήθηκα τότε ότι είχα να πάω κάπου μαζί με τον πατέρα μου. Μυστήρια πράγματα. Μέχρι για πουτάνες σκέφτηκα, αλλά δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο πατέρας. Εφαγα γρήγορα με την προτροπή της μάνας μου και περίμενα. Είχα περιέργεια. "Ξέρεις που θα πάμε;" την ρώτησα. Δεν ήξερε. "Μόνο να σου ετοιμάσω ρούχα, μου είπε. Πήγαινε ντύσου." Πήγα. Φόρεσα καθαρό σώβρακο, ένα παντελόνι που περνιόταν για καλό, πουκάμισο και καρώ πουλόβερ. Για από πάνω είχε βγάλει το παλιό μοντγκόμερι, που μας είχαν δώσει πέρυσι κάτι χουβαρντάδες συγγενείς, που ήξεραν πόσο δύσκολα τα φέρναμε βόλτα. "Για φόρεσέ το και έλα να σε δω, αν σου πέφτει καλό φέτος. Ψήλωσες." Την άκουγα από την κουζίνα. Λες και με έβλεπε. "Παπούτσια!" είπα εγώ. "Δεν έχω καλά παπούτσια..." Την είδα τότε να στέκεται κάτω από την πόρτα κρατώντας, σαν κάτι πολύτιμο, ένα ζευγάρι παλιοκαιρινά σκαρπίνια. "Να και τα παπούτσια. Σήμερα μας τα έφερε ο κυρ Βαγγέλης, από απέναντι. Για σένα. Φόρεσέ τα να τα δούμε αν σου κάνουν. Αν είσαι τυχερός..." Και ήμουν... Μόνο που ήταν μουσταρδί και με ψηλό τακούνι...

Εκανε ψύχρα και ψιχάλιζε όσο περίμενα το λεωφορείο, μαζί με τον πατέρα μου. Είχα κοκκινίσει μέχρι τα αφτιά. Όχι τόσο λόγω κρύου όσο γιατί ντρεπόμουν που φορούσα τα ντεμοντέ σκαρπίνια. Παρακαλούσα να σκοτεινιάσει γρήγορα να μην φαίνονται. Ούτε κάτω δεν μπορούσα να κοιτάξω γιατί τα έβλεπα στα πόδια μου. Αλλά από την άλλη καμάρωνα και ένοιωθα μεγάλος πια. Πήγαινα κάπου με τον πατέρα μου. Πρώτη φορά οι δυο μας. Μαζί "στην Αθήνα". Ετσι απάντησε όταν ρώτησα που θα πάμε. Ξαφνικά εκεί που στεκόμουν με το κεφάλι σκυμμένο είδα ένα ζευγάρι ακριβά παπούτσια αντίκρυ στα δικά μου. Σήκωσα τα μάτια. Ηταν ένας θείος μου. Δεν είχαμε πολλά πολλά σαν οικογένεια μαζί του. "Πας μέσα;" Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε αμήχανα. "Kαλά εσύ. Το παιδί πού το πας;" Εφυγε κουνώντας το κεφάλι του αφήνοντας τον πατέρα μου, πως μου φάνηκε, σαν ντροπιασμένο. Είχε μπει πια ο ήλιος, όταν κοίταξα στα μάτια τον πατέρα μου και ρώτησα "Τι θα κάνουμε στην Αθήνα;" "Θα πάμε στην πορεία" απάντησε κοφτά.

Θυμάμαι τον κόσμο εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη, να τρέχει σαν ανταριασμένο ποτάμι στους δρόμους. Γίναμε ένα μέσα του. Από κάπου ακούγαμε βραχνά τα τραγούδια του Μίκη. Ντουντούκες και συνθήματα. Είχα παρασυρθεί από όλο αυτό. Περπατούσα δίπλα στον πατέρα μου, μέσα στα μουσταρδί σκαρπίνια, και δεν νοιαζόμουν πια. Αρκεί που τα είχα και αυτά για να βρεθώ εκεί. Εκείνος με κρατούσε σφικτά ενώ ο αέρας σφύριζε μέσα από τα πανώ και τις σημαίες. Τον κοίταζα καθώς φώναζε τα συνθήματα. Μου φάνηκε πιο δυνατός, πιο νέος, πιο ωραίος. Είχε μια ορμή και φαινόταν χαρούμενος. Ισως και περήφανος. Πρώτη φορά πήγαινε κάπου μαζί με τον γιο του. Με εμένα. Ενοιωσε το βλέμμα μου πάνω του να τον βαραίνει πιο πολύ από το βρεγμένο σακάκι του. Γύρισε με κοίταξε. Χαμογέλασε πλατιά και μου έσφυξε πιο δυνατά το χέρι. "Φώναξε και εσύ" με πρόσταξε. Τον άκουγα με δυσκολία. Kαι τότε η φωνή μου, σιγανή μεν, αλλά υπάκουη βγήκε πρώτη φορά από μέσα μου. Δεν την άκουσα.  Ηταν κάτι μαγικό. Λες και δεν είχα φωνή. Φώναξα δυνατά ό,τι άκουγα. Πιο δυνατά. "Ρήγα, φασί-στα δο-λο-φό-νε". Δεν είχα ιδέα ποιός ήταν αυτός ο Ρήγας. "Ετσι μπράβο!" έκανε ο πατέρας μου και τραβήξαμε μπροστά, χέρι - χέρι.



  • Πάντα είχα απορία ποιος να ήταν αυτός ο Ρήγας, ο δολοφόνος. Τα χρόνια πέρασαν ώσπου κάποιο βράδυ επετείου σαν εκείνο, σαν το αποψινό, ο πατέρας θυμήθηκε εκείνη την πορεία. "Μια χρονιά είχαμε πάει μαζί στο Πολυτεχνείο. Ησουν μικρός τότε. Φωνάζαμε κατά των Αμερικανών: "Ρήγκαν φασί-στα δο-λο-φό-νε". Το θυμάσαι; To θυμάμαι πατέρα...



10 Νοεμβρίου 2010

Zεις;

Caro diario


Χτυπάει το τηλέφωνο αλλά είναι ξυπνητήρι. Λες "ας είχα πέντε λεπτά ακόμα". Το κλείνεις και γυρίζεις πλευρό, αφήνοντας  τον ώμο γυμνό. Να κρυώσεις, να σηκωθείς. Συμμαζεύεις την σκληρή σου γύμνια και πατάς ξυπόλητος για να φτάσεις ως το μπάνιο. Αναρωτιέσαι τι μέρα να ξημέρωσε, αλλά δεν έχει τόσο σημασία. Ιδια με την χθεσινή. Ντύνεσαι στα γρήγορα με τα μάτια κλειστά. Τα ανοίγεις μπροστά στο καθρέπτη. Σου φαίνεσαι καλός. Ετοιμάζεις καφέ για "κοντά" και τότε αρχίζει να ξυπνά το μυαλό. Παίρνεις  γυαλιά, κλειδιά και βγαίνεις έξω. Ο ήλιος αναμένεται...

Βάζεις μπροστά το αυτοκίνητο. Η μόλυνση από την εξάτμιση ενώνεται με εκείνη της πόλης. Πατάς το κουμπί να ανοίξει το ραδιόφωνο. Χαζοτράγουδα βουλούνουν τα αφτιά σου. Δεν το κλείνεις όμως. Στο κόκκινο σταματάς και χαζεύεις το διπλανό οδηγό. Σου φαίνεται όμορφος. Σε κοιτάει και αυτός και πριν προλάβεις να αναρωτηθείς κάτι, έχει ανάψει πράσινο. Πατάς το γκάζι και εξαφανίζεσαι. Φτάνεις στη δουλειά, σταθμεύεις  με δυσκολία αλλά το αφήνεις κάπου κοντά. Μπαίνοντας στο κτίριο ρίχνεις μια τελευταία ματιά στον ουρανό. Συννέφιασε κάπως ή είναι ιδέα σου;

Ευτυχώς φτάνεις από τους πρώτους και έτσι δεν ξεστομίζεις καλημέρες σαν βρισιές. Ανοίγεις τα γουίντοους, το παράθυρο της εργασιακής σου ζωής. Ο καφές που κουβάλησες έχει ξεθυμάνει, αλλά βαριέσαι να φτιάξεις άλλον. Τον πίνεις σαν φάρμακο. Ξεκινάς τη δουλειά σου και η μέρα βουνό ορθόνεται μπροστά σου. Ερχονται οι επόμενοι. Κάνεις πως δεν ακούς τις καλημέρες τους. Χτυπάνε τηλέφωνα. Απαντάς τυπικά. Σκύβεις πάνω από χαρτιά και έγγραφα. Χώνεσαι σε γουόρντ και λέξεις. Πιάνεσαι. Πονάνε οι ώμοι σου. Το αφεντικό και ο χρόνος σε πιέζουν. Σε πιάνει κατούρημα. Διασχίζεις το γραφείο μέχρι την τουαλέτα. Κλείνεις την πόρτα, κλείνεις και τα μάτια. Τεντώνεσαι, προσπαθείς να πιάσεις το ταβάνι και πέφτει το παντελόνι στους αστραγάλους. Μένεις λίγο παραπάνω. Αδειάζει το μυαλό και η κύστη σου.

Κοιτάς την ώρα. Ξέρεις ότι σε λίγο θα βγουν τα ταπεράκια και θα ανοίξουν τα πακέτα των ντελίβερι. Αναρωτιέσαι γιατί να έχεις πάντα τόσο πεινασμένους συναδέλφους; Εκνευρίζεσαι με τις μυρωδιές και τα χάχανα. Και εσύ να βιάζεσαι να τελειώσεις κάτι επείγον. Στο τηλέφωνο σε καλεί η γραμματέας του "μεγάλου". "Σε θέλει. ΤΩΡΑ!"  Σηκώνεσαι, παίρνεις υπό μάλης τον φάκελο και πηγαίνεις. Μπαίνεις. Ακούς όσα έχει να σου πει. Δεν προλαβαίνεις να πεις και πολλά. Βγαίνεις. Αναρωτιέσαι αν ότι άκουσες ήταν καλό ή κακό. Μάλλον φτυνά την γλίτωσες και σήμερα. Σε πόση ώρα σχολάς;

Eπιστροφή. Χωρίς ραδιόφωνο τώρα. Οδηγείς μαζί με χιλιάδες άλλους. Το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Χτυπάει το κινητό. Μιλάς χωρίς μπλουτούθ, γιατί κανείς δεν το χρησιμοποιεί πια. Πασέ. Στο τηλέφωνο σε ρωτάει τι θα ετοιμάσεις για φαγητό. Σταματάς στην
υπεραγορά. Βάζεις λίγα πράγματα στο καλάθι. Για πολλά δεν έχεις. Στέκεσαι στην ουρά να πληρώσεις. Εχεις ξεμείνει από μετρητά. Δίνεις πάλι κάρτα. Μέχρι να φτάσεις σπίτι, σκέφτεσαι πόσα χρωστάς. Της Μιχαλούς...

Μπαίνεις μέσα. Παλιά στην είσοδο έβρισκες διαφημιστικά από σουβλατζίδικα. Τώρα από μηχανικούς για να σου δηλώσουν - με το αζημείωτο- τον ημιυπαίθριο.  Σου κόβεται και η όρεξη. Πετάς τα ρούχα. Κάνεις ντους ενώ το νερό στην κατσαρόλα βράζει. Μαγειρεύεις στα γρήγορα. Περιμένεις τον καλό σου να έρθει. Βαριέσαι και στο τέλος σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Πριν ονειρευτείς σε ξυπνά με το καπάκι της κατσαρόλας καθώς ψάχνει να δει αν έχει κάτι μέσα. Σε λίγο κάθεσαι γυμνός και τρως μαζί του. Λες για το αφεντικό σου, ακούς για το δικό του. Ξεφυσάς. "Θες λίγο κρασί ακόμα;"

Σκέφτεσαι πόσες δουλειές έχει το σπίτι. Βάζεις πλυντήριο πιάτων. Βγάζει των ρούχων. Ετοιμάζεις τη σιδερώστρα. Εχει να ποτίσει τα φυτά στις βεράντες. Νύχτωσε. Κλείνεις τα παράθυρα του σπιτιού. Ανοίγεις της τηλεόρασης. Σε λίγο τα κλείνεις και αυτά. Κάθεσαι δίπλα δίπλα χωρίς να έχεις να πεις κάτι. Οπως και να ακούσεις. Κοιτάς το λευκό του ταβανιού. Ησυχία. Μόνο οι ανάσες. Η ώρα περνάει. Σκέφτεσαι να  ξαπλώσεις κι ας είναι νωρίς. Κάνεις ντους και πλένεις δόντια. Σέρνεσαι ως το κρεβάτι. Βάζεις το κινητό να σε ξυπνήσει. Αναρωτιέσαι αν τα έκανες όλα σωστά αυτή τη μέρα. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Εχεις ήδη αποκοιμηθεί. Καληνύχτα είπαμε;

29 Οκτωβρίου 2010

Ολα τα πήρε το καλοκαίρι

Caro diario

Εδώ και ώρα μουτζουρώνω βαριεστημένα με το στυλό ένα φύλλο φτηνής χαρτοπετσέτας. Κάθε τόσο κοιτάζω έξω από το παράθυρο και αφήνω κάτι δικό μου πάνω στα γκρίζα σύννεφα του ενσκύψαντος χειμώνα. Ετσι ταξιδεύω, αφού δεν έχω άλλο τρόπο. Μετά ρίχνω πάλι το βλέμμα κάτω και συνεχίζω με τις ατίθασες γραμμές, κόκκινες σαν από αίμα, πάνω στο άσπρο δέρμα του χαρτιού.

Το πρωί το θερμόμετρο στο αυτοκίνητο έδειχνε 9 βαθμούς και εγώ φορούσα από μέσα ακόμα κοντομάνικο.  Εβρεχε κι όλας. Μια βροχή ψιλή, σαν φιδές για αρρώστους. Και νύχτα. Πηκτή και υγρή. Δυσκολευόμουν να ανασάνω. Νόμιζα θα γεμίσουν τα πλεμόνια μου νερό και θα πνιγώ στη σούπα του φιδέ. Δεν έλεγε να χαράξει, λες και είχε ξημερώσει Γενάρης. Κοίταξα την ώρα. Τελευταίο απομεινάρι του καλοκαιριού είναι η ώρα που αλλάζει σε λίγο και αυτή. Ολα τα πήρε το καλοκαίρι. Από Δευτέρα θα έρχομαι με τον ήλιο κει πάνω. Ωστόσο χωρίς Μηνά, χωρίς ταξίδια. Χωρίς τίποτα.

Τούτο το γκρίζο του Οκτώβρη πέφτει βαρύ και ύπουλο πάνω από την πόλη. Την κρατάει δέσμια, την τυραννάει, την σκοτώνει. Ψάχνω μια χαραμάδα διαφυγής προς το "Εκεί". Δεν βλέπω τίποτα. Τί υπάρχει; Και η άνοιξη αργεί... Κοιτάζω ξανά το μουτζουρωμένο χαρτί. Tην έως τώρα παρηγόρια μου. Μου μοιάζει σαν οι γραμμές πάνω του να 'γιναν πια μια κόκκινη πληγή. Τα χέρια μου γέμισαν αίματα. Πετάω το κόκκινο στυλό. Ανοίγω το παράθυρο και κρατάω το χαρτί στον αέρα, τέσσερις ορόφους πάνω. Του βάζω φωτιά και το καίω.

13 Αυγούστου 2010

Περιμένοντας τα πεφταστέρια

Caro diario

Απέμειναν τρία παγάκια στο ποτήρι με την κόουκ ζίροου, που δεν πρόλαβε να ιδρώσει. Την ήπια μονορούφι. Κάθομαι στην βεράντα, ημίγυμνος μέσα σε τούτη  την μυστήρια υγρασία του Αυγούστου, που ντύνει ετσιθελικά το κορμί μου. Βράδυ Πέμπτης, περιμένοντας τα πεφταστέρια. Δεν ελπίζω ότι θα καταδεχτεί κάποιο αστέρι να πέσει πάνω στα σκονισμένα πλακάκια της βεράντας μου, που ακόμα δεν πρόλαβα να καθαρίσω, γυρίζοντας από τις διακοπές. Παρόλα αυτά, ρίχνω κλεφτές ματιές στον ουρανό. Κόντρα στη λογική του αποψινού σκότους, έχω ανάψει τα κεριά στα κηροπήγια και τα αντικουνουπικά καίνε και αυτά χωμένα μέσα στις γλάστρες με την πικροδάφνη, τις ελιές και το κυπαρρίσι, ρίχνοντας τις σκιές τους στον τοίχο.

Επιασε να φυσά ένα βοριαδάκι. Σηκώνοντας τα  μάτια πάνω από τη μικρή οθόνη του υπολογιστή μου βλέπω στο απέναντι μπαλκόνι τον νέο γείτονά μου, να γράφει γρήγορα μπροστά στη δική του. Το γυμνό του στήθος φωτίζεται μονάχα από το ηλεκτρονικό φως μπροστά του. Δείχνει όμορφο. Μια μηχανή σπάει την νυχτερινή σιωπή της πόλης. Ο γείτονας σηκώνεται και χάνεται στο σκοτάδι του δωματίου. Σε λίγο επιστέφει έχοντας φορέσει μια μαύρη φανέλα. Δείχνει και τώρα ωραίος. Ποτέ δεν κοιτάζει προς το μέρος μου. Απόψε μονάχα ρίχνει μικρές ματιές στον ουρανό. Ισως να περιμένει και αυτός κάποιο αστέρι.

Ο αέρας δυναμώνει και η υγρασία γίνεται όλο και πιο πυκτή. Τα λιγοστά φώτα από τα γύρω σπίτια σβήνουν σιγά σιγά. Τώρα οι σκιές από τα δέντρα της βεράντας δείχνουν ανταριασμένες πάνω στον μεγάλο τοίχο. Τις κοιτάζω και ηρεμώ στο κυνηγιμά τους. Τις έχω συντροφιά ετούτη τη μοναχική νύχτα. Ο δυνατός χτύπος του τηλεφώνου με επαναφέρει. Η συσκευή αναγνώρισε κλήση του Αρη, σχηματίζοντας με πορτοκαλί χρώμα το όνομά του. Με ρωτάει τι κάνω. Θέλω να του πω για τα πεφταστέρια, αλλά δεν το λέω. Πέφτει μια σιωπή, πυκτή όσο και η υγρασία. Κλείνουμε γρήγορα με ψιθυριστές καληνύχτες. Η οθόνη του τηλεφώνου γίνεται τώρα ένα, με το χρώμα της νύχτας.

Ενας άνεμος αντίθετος από πριν, χτυπά τώρα την πλάτη μου. Δυναμώνει και σβήνει με μιας τις φλόγες. Οι σκιές μου χάνονται και μένω πια μονάχος. Αναζητώ με το βλέμμα τον γείτονα μου. Εκείνος πάλι το ρολόι του."Δώδεκα ακριβώς". Σχεδόν το φωνάζω. Αυτός σηκώνει αργά τα μάτια στον ουρανό. Δείχνει αναποφάσιστος. Κλείνει απότομα την οθόνη του υπολογιστή του. Δεν τον διακρίνω καθαρά πια. Γίνεται μια γκρίζα σκιά και μετά ένα με το σκοτάδι του δωματίου. Ακούω την μπαλκονόπορτα που κλείνει. Απομένω μόνος να περιμένω τα πεφταστέρια του Αυγούστου. Δώδεκα και κάτι.

6 Αυγούστου 2010

Η νύχτα του Σωτήρος

Caro diario

Ξαφνικά επικράτησε ησυχία. Καμιά φωνή, ούτε κινητό, κανένα ποδήλατο να τρέχει μανιασμένα στους δρόμους του μικρού κάμπινγκ. Το μόνο που ακούγεται είναι ένα καναρίνι από το παρακεί τροχόσπιτο και τα τζιτζίκια στους κορμούς των λεύκων. Οι περισσότεροι είναι στην θάλασσα για το απογευματινό τους μπάνιο. Σε λίγο, όταν πια ο ήλιος θα κοντεύει να πέσει πίσω από τις κορφές των δέντρων στην άκρη του οικισμού, θα έχουν επιστρέψει και θα τρέξουν με τις πετσέτες και τα αφρόλουτρα στα ντους, για να φύγει η αλμύρα και ο ήλιος του Αυγούστου.

Ο Αρης αποκοιμήθηκε μέσα στην σκηνή. Το έσχατο φως τρυπώνει από το δικτάκι του παραθυριού και τον χαρακώνει ζεστά. Λες και βλέπει τι γράφω γυρίζει πλευρό. Φαίνεται ήρεμος σαν να μην έχει έγνοιες. Σχεδόν ευτυχισμένος. Ξυπνάει στα ξαφνικά και μου χαμογελά. Ανασηκώνεται στον αγκώνα και φανερώνεται η γύμνια του. Με ρωτά πού θα περάσουμε την επερχόμενη νύχτα. Τη νύχτα του Σωτήρος. Με ρωτά αν θέλω να κοιμηθούμε στη σκηνή, στο "ελεύθερο" κάμπινγκ, εκεί με τους άλλους κατασκηνωτές-κατακτητές, τής εκεί παραλίας. Ανασηκώνω τους ώμους, ως απάντηση...

Οι φωνές των επιστρέψαντων λουομένων κάνουν τα τζιτζίκια να σταματήσουν το τραγούδι τους. Τα ποδήλατα ξανάρχισαν τις αένναες βόλτες στον μοναδικό δρόμο της κατασκήνωσης. Ο ήχος από τα λουτρά φτάνει τώρα έως εδώ. Οι πρώτοι γυρίζουν κι όλας με τις πετσέτες δεμένες σφιχτά στη μέση τους. Ο αέρας μύρισε Πάλμολιβ και Νιβέα. Ενας κότσιφας έκατσε στη λεύκα και έπιασε το τραγούδι. Απλώνω τα πόδια κάτω από το πλαστικό τραπέζι, ρίχνω το κεφάλι πίσω και με τα μάτια κλειστά προσπαθώ να φανταστώ την ευτυχία.



12 Ιουλίου 2010

Στο μακρυνό "Κάπου"

Caro diario
Ο ήλιος έχει γυρίσει πια, στην δυτική μεριά του κτιρίου. Τραβάω το λεπτό σχοινί και σηκώνω τις περσίδες έως πάνω, ψηλά εκεί στο παράθυρο. Ενα γκρίζο φως πέφτει πάνω μου με ορμή καταράκτη σπάζοντας τη σιωπή. Είναι μια ήσυχη μέρα στο γραφείο, αφού οι πρώτοι αδειούχοι θα έχουν φτάσει πια στους παραθαλάσσιους προορισμούς τους. Από την άλλη η δική μου δουλειά συσωρεύεται επικίνδυνα . Μια τσίχλα που τις προσδίδω ηρεμιστικές ιδιότητες κολλάει άγευστη πια, ανάμεσα στα δόντια μου. Προς το παρόν κοιτάζω έξω τις κορυφές των δέντρων καθώς λυκνίζονται στον αέρα. Εχω ήδη φύγει...
Σε λίγες εβδομάδες θα είμαι ένας από τους επονομαζόμενους "αδειούχους του Αυγούστου". Με τον ταξιδιωτικό σάκο γεμάτο πράγματα - αχρείαστα τα περισσότερα- και το μυαλό καρφωμένο σε έναν άγνωστο - προς το παρόν προορισμό- θα οδηγώ για κάπου έχοντας τον Αρη δίπλα μου. Δεν έχει σημασία το που. Απλά να φτάσω -κάπου- μακρυά. Και εκεί, στο μακρυνό κάπου, θα ξυπνάω όταν έχω χορτάσει τον ύπνο, θα τρώω αργά και όταν πεινάω, θα κολυμπώ γυμνός όταν ζεσταίνομαι, θα κοιμάμαι ευτυχισμένος όταν νυστάζω.

Το τηλέφωνο χτυπάει. Από την άλλη άκρη μια φωνή με πληροφορεί ότι η προγραμματισμένη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί σε λίγα λεπτά στο παρακεί γραφείο. Αργότερα θα οδηγώ για το σπίτι, εκνευρισμένος μέσα στην κίνηση των δρόμων. Οχι, δεν θα πάω στη θάλασσα, γιατί είναι μακρυά. Στο σπίτι θα με περιμένει ο γάτος πεινασμένος. Θα φάμε κάτι στα όρθια και μετά θα δουλέψω για λίγο ακόμα. Στο τέλος θα πρέπει να πάω να κοιμηθώ νωρίς, παρόλο που δεν θα νυστάζω, γιατί αύριο δεν θα ξυπνάω.
Θέλω να βρεθώ στο μακρυνό "Κάπου", παρόλο που δεν είναι Αύγουστος.

6 Ιουνίου 2010

Λεπτή λευκή γραμμή

Caro diario

Πάντα μου άρεσαν τα σούπερ σλόου μόσιον των γάλλων για το Ρολάν Γκαρός. Οπως και το σπλιτ της οθόνης με την λευκή, λεπτή γραμμή. Χωρίς φιοριτούρες. Θυμάμαι τους τελικούς όταν υποστήριζα όποιον τενίστα μου άρεσε πιο πολύ -συνήθως τον πιο ξανθό, με εξαίρεση τον Μπέκερ- αφήνοντας τον άλλον στον μικρό μου αδερφό. Στο τέλος χαιρόμασταν και λυπούμασταν ο καθένας για λογαριασμό του δικού του. Αν δεν μαλώναμε, δίναμε "ραντεβού" για ρεβάνς στο επερχόμενο Γουίμπλεντον, εκεί με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη, μαζί με την γιορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Ασπρόμαυρα πλάνα μιας σκονισμένης νιότης...

Είναι ένα ακόμα απόγευμα τελικού, αλλά τόσο διαφορετικό, αν και πάντα Κυριακάτικο. Πια, δεν διαλέγουμε τενίστες, δεν το βλέπουμε καν μαζί με τον αδερφό μου. Αν το βλέπουμε... Δεν θα μαλώσουμε στο τέλος, ούτε θα χαρούμε, ούτε τίποτα από εκείνα που κάναμε παιδιά. Ή που μας έκαναν παιδιά... Η λεπτή λευκή γραμμή μεγάλωσε, μας τύλιξε μέσα της, μαζί με όλες τις Κυριακές του κόσμου. Σήμερα, είναι απλά, ένα μελαγχολικό απόγευμα. Σαν όλα αυτά τα απογεύματα, που σκοντάφτεις στη λακούβα της λύπης τους.

Κοιτάζω στη γωνιά, το φυτό που μου έφερε ο Αρης, να έχει πετάξει ένα νέο, μακρύ και ελπιδοφόρο φύλλο που μέρα με την μέρα ξετυλίγεται μπρος μου, προσπαθώντας να κρατηθεί ζωντανό κόντρα σε όλα τα σκοτάδια του σπιτιού. Το χαϊδεύω με το βλέμμα μου, ενώ το "Δι εντ" των "Ρέκλες" από την τηλεόραση τραβά την προσοχή μου. Δεν έχει ήχο. Μόνο εικόνες με σφιχτά κορμιά γεμάτα καλοκαιρινή αλμύρα να χορεύουν, να αγγίζονται... Για μια στιγμή βρίσκομαι και εγώ εκεί, ανάμεσά τους να φιλάω έναν άγνωστο... Ναι, κι ας είναι μια πυκτή Κυριακή, μπορώ έστω και λίγο να χαμογελώ. Κάτι με κάνει να ανοίξω τον ήχο.

Σκοτείνιασε πια και το δωμάτιο βάφεται στα εναλλασσόμενα χρώματα ανόητων διαφημίσεων, απομεινάρια ενός ξεπεσμένου καταναλωτισμού. Κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα μπροστά από το γυμνό τραπεζάκι του σαλονιού. Γυμνός και εγώ. Κοιτάζω έξω από την μισάνοικτη κουρτίνα αλλά δεν φαίνεται κανείς. Ούτε ο ήλιος φαίνεται πια. Μάλλον ακολούθησε και σήμερα την ίδια πορεία. Μια στήλη γκρίζου ουρανού φαίνεται σαν να στηρίζει τα σύννεφα που τρέχουν αλλαφιασμένα πάνω από την βεράντα. Μύρισε πάλι βροχή ή είναι η ιδέα μου; Αλλόκοτος ετούτος ο Ιούνης. Τουλάχιστον μας άφησε το Ρολάν Γκαρός.

Ραντεβού στο Γουίμπλεντον...

22 Μαΐου 2010

Για την αγάπη

Caro diario

Απομεσήμερο Σαββάτου με βρίσκει στο ξενοδοχείο, να προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη το χάος του μυαλού μου. Εχω το νετ μπουκ ανοικτό από ώρα πάνω στο ρατάν τραπέζι της βεράντας, χωρίς να γράφω. Ο ήλιος από απέναντι με χτυπά κατάστηθα, έτσι καθώς με βρίσκει γυμνό να τον προκαλώ για ένα ζεστό χάδι. Ο Αρης προσπαθεί να κοιμηθεί πίσω από την πλάτη μου, κλεισμένος στο δωμάτιο με τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες ντυμένες με κουρτίνες, που κυλιούνται ως το ξύλινο πάτωμα. Κοιτάζω την οθόνη και μέσα στο μαύρο της διακρίνω ένα πρόσωπο ξεθωριασμένο, να με κοιτάζει ανέκφραστο πίσω από μαύρα γυαλιά. Νομίζω ότι μου μοιάζει...

Από εδώ ψηλά, όπου και αν θελήσω να κοιτάξω θα δω μόνο προσόψεις πολυκατοικιών, παραμορφωμένων από τον χρόνο. Απομηνάρια χρωμάτων στους γερασμένους τοίχους, σάπιες τέντες που κρέμονται από τους σιδερένιους μηχανισμούς και κουφώματα ανόμιων υλικών. Σκέφτομαι την αντίθεση με το προσεγμένο σε όλα ξενοδοχείο, ενώ η μεσημεριανή ραστώνη πέφτει παντού πυχτή σαν τον κόμπο ιδρώτα που κυλάει αργά στο μέτωπό μου. Την ησυχία τούτη σπάει η κραυγή μιας μάινας για ελευθερία καθώς βλέπει να φτερουγίζουν ελεύθερα τα περιστέρια που πετούν από όλες τις γωνιές του ουρανού. Για αυτό σε κάθε προεξοχή αυτών των πολυκατοικιών υπάρχουν κορδέλες και κρεμασμένα σιντί για να φοβίζουν κάθε λογής πετούμενο. Τα περιστέρια όμως ατρόμητα κάνουν ασκήσεις ισορροπίας πάνω στα σκουριασμένα κάγκελά τους.

Κάθε τόσο ανοίγει με κόπο κάποιο πατζούρι ή τραβιέται μια μπαλκονόπορτα και έτσι βλέπω για λίγο τους ανθρώπους, παλαιούς και αυτούς σαν τα κτήρια που τους κλείνουν μέσα, να εμφανίζονται σαν ηθοποιοί στη σκηνή. Πριν λίγο, κάτω από το άνοιγμα μιας μπαλκονόπορτας στην ακριανή πολυκατοικία, φάνηκε ένας νεαρός, που είχε μόνο μια πετσέτα δεμένη γύρω από τη μέση του, να κοιτάζει αδιάφορα απέναντι του, πίνοντας φραπέ. Ντροπιασμένος τράβηξε την κουρτίνα όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Από κάπου αλλού ακούστηκε το μπιμπ χρονοδιακόπτη φούρνου μικροκυμμάτων. Ακολούθησαν ήχοι μαχαιροπίρουνων να χτυπούν στα φτηνά σερβίτσια. Μια μεσόκοπη που βγήκε για τσιγάρο, με κοιτάζει απορημένη κάτω από μια σκουριασμένη μουσμουλιά, που πασχίζει να κρατηθεί ζωντανή μέσα στο λιγοστό χώμα ενός πλαστικού κουβά. Σε λίγο ένας άλλος, φορώντας μια λευκή φανέλα που δεν έκρυβε τα παραπανίσια του κιλά, βγήκε να μιλήσει χαμηλόφωνα στο κινητό και κάπως συνομωτικά. Από πάνω του μια άλλη ένοικος άπλωνε τη μπουγάδα της, ενώ προσπαθούσε να πιάσει με το αυτί της τι έλεγε στο τηλέφωνο ο γείτονας του κάτω ορόφου.

Και πάνω από όλους, πάνω και από τις δεκάδες μαυρισμένες κεραίες των ταρατσών, κρέμονται άσπρα σύννεφα που με μιας μεταμορφώνονται σε άλογα και καλπάζουν με δύναμη μπροστά έτοιμα να αναμετρηθούν. Τρέχουν αφηνιασμένα από τη δύση προσπαθώντας να προλάβουν κάτι που εμείς δεν μπορούμε να δούμε ακόμα.Μονάχα υποψιαζόμαστε. Στρέφω τα μάτια μου ανατολικά και βλέπω την σκοτεινή πλευρά έτοιμη και αυτή να ριχτεί στο πεδίο της μάχης. Τα μαύρα σύννεφα ήταν ήδη εκεί.

Ξαφνικά επικρατεί ησυχία. Ακούω την μεσόκοπη με το τσιγάρο νε λέει "Θα βρέξει πάλι", χωρίς όμως να γυρίσει πίσω της, προς την ανοιχτή πόρτα. Αναρωτιέμαι αν το είπε σε μένα. Φυτεύει βιαστικά το αποτσίγαρο μέσα στο χώμα της μουσμουλιάς και ο δυνατός κρότος της πρώτης βροντής που ακούγεται την βρίσκει να τρέχει κάτω από την ετοιμόροπη πόρτα της. Η κυρία με την μπουγάδα σηκώνει τα μάτια ψηλά και ψελίζει κάτι μεταξύ ευχής και κατάρας, ενώ ο κύριος του κάτω διαμερίσματος συνεχίζει να μιλάει απτόητος στο κινητό. Την ίδια στιγμή κάνει ξανά την εμφανίσή του ο νεαρός με το φραπέ, μόνο που τώρα φοράει ένα πράσινο στενό σλιπάκι. Από το παραδίπλα διαμέρισμα, τα μαχαιροπήρουνα μένουν ματαίωρα... Και τώρα οι ηθοποιοί βρίσκονται επί σκηνής για το φινάλε...

Εχω βγάλει τα γυαλιά και απέναντί μου όλοι τους έχουν ρίξει τα μάτια τους επάνω μου. Ο μοναδικός τους θεατής στέκεται τώρα όρθιος γδυτός εκεί στη μεγάλη βεράντα του ακριβού του ξενοδοχείου να τους κοιτάζει έτοιμος να χειροκροτήσει και να χειροκροτηθεί.

Με μιας τα φώτα σβήνουν, η παράσταση δείχνει να τελειώνει. Σκοτείνιασαν όλα και ξεσπά η μπόρα. Μεγάλες σταγόνες βροχής με χτυπάνε. Το μέρος κάτω από τα πόδια μου όμως παραμένει στεγνό. Από την άκρη του δρόμου, έξι πατώματα κάτω, ακούγονται οπλές αλόγων. Πλησιάζουν με βιάση το μέρος μας. Ολοι οι απέναντι σκύβουν να δουν και αλλαφιασμένοι χάνονται μέσα στα σκοτεινά τους δωμάτια. Τους κοιτάζω που φεύγουν. Χειροκροτώ αλλά κανείς δεν μένει να με ακούσει. Εκτός από έναν. Εκείνον με το κινητό. Του φωνάζω, γιατί μένει και δεν φεύγει. Για την αγάπη, μού αποκρίνεται... Υποκλίνομαι και βλέπω το Μαγιάτικο χαλάζι να κάνει τα μάρμαρα του ξενοδοχείου, να φαίνονται πιο άσπρα από ότι είναι. Ακούγεται ένα βουητό. Στέκομαι και πάλι όρθιος. Σηκώνω το βλέμμα ψηλά στον ουρανό. Ενα αεροπλάνο διασχίζει διαγώνια την Θεσσαλονίκη περνώντας ανάμεσά μας. Κάποιος φεύγει...

Καλή αντάμωση.


12 Μαΐου 2010

Το τριανταφυλλένιο αίμα

Caro diario

Το γάλα χύνεται και απλώνει το άσπρο του στεφάνι πάνω από τον παγωμένο καφέ. Το ποτήρι μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε έργο τέχνης. Δεν ήθελα καφέ. Ηθελα απλά να πάω κάπου. Κατέβηκα στο κυλικείο, ζήτησα καφέ και βγήκα έξω στο γκαζόν με το πλαστικό ποτήρι να μου παγώνει την παλάμη. Στάθηκα μονάχος και αναποφάσιστος, εκεί που προαυλίζονται οι καπνιστές-συνάδελφοι. Κάθισα κάτω από τον ίσκιο ενός καλοκαιρινού πλάτανου και κοιτούσα το πράσινο γύρω μου, που με κρατούσε αιχμάλωτο μέσα του. Λένε ότι το πράσινο είναι το χρώμα της ελπίδας. Μπορεί και να έχουν δίκιο, αλλά εμένα μου 'πεσε βαρύ. Σκούρο, σχεδόν μαύρο. Απέναντί μου ήρθε μια χοντρή "νεαρά", που μου έμοιασε σαν φιγούρα που ξεπήδησε από πίνακα του Φερνάντο Μποτέρο. Κάθησε αντίκρυ στο λερωμένο παγκάκι. Με κοίταξε με ανακριτικό ύφος. Μάλλον επειδή δεν με είχε ξαναδεί εκεί. Αναψε αργά τσιγάρο. Μου 'ρθε λαχτάρα για λίγη νικοτίνη. Σκέφτηκα να της ζητήσω ένα τσιγάρο. Αλλά φοβήθηκα... Πάντα είναι καλύτερα να φεύγεις, πριν σε αφήσουν. Εφυγα πρώτος...

Επέστρεψα στη θέση μου, στην γωνιά μου... Τακτοποίησα τον καφέ στην άκρη του γραφείου. Πάτησα το έντερ να ανοίξει η οθόνη. Κανείς στο εμεσέν. Ισως έτσι να είναι από εδώ και πέρα. Η ώρα δεν περνάει. Πόσο θα ήθελα να μιλούσα με έναν άνθρωπο τώρα. Βάζω να ακούσω μουσική με τα ακουστικά, για να σπάσω την απουσία. Δυναμώνω την ένταση σε επικίνδυνο σημείο για να σκεπάσω την χάβρα του γραφείου. Στις ειδήσεις - διαβάζω βιαστικά το κρόουλ- ο Νικ Γκλεγκ, έγινε Πάγκαλος της Μ. Βρετανίας. Την επόμενη στιγμή ο Ζαπατέρο έχει πάρει τη θέση του Παπανδρέου, απέναντι από τον Ομπάμα. Μου 'ρχεται να ουρλιάξω.

Ρίχνω το βλέμμα πέρα από τις γαλάζιες περσίδες. Πάλιωσαν και αυτές· ξεθώρισαν όπως όλα γύρω μου. Ερχεται μια μέρα και αναρωτιέσαι πως γίνεται να ξυπνήσεις αλλαγμένος. Να μιλάς και να μην σε αναγνωρίζουν. Να σε περνάνε για άλλον. Να ψάχνεις να βρεις ποιος από τους δύο είσαι τελικά. Αυτός που βλέπεις εσύ ότι είσαι ή αυτός που βλέπουν οι άλλοι. Αναρωτιέσαι πως γινόταν να πιστεύεις τόσο καιρό μόνο με την καρδιά. Να πέφτουν οι άγγελοι από ψηλά και να γίνοναι μικρά καρφιά που πέφτουν στα μάτια σου. Αυτά που μέχρι χθες εσύ τα περνούσες για τριαντάφυλλα. Πώς στα κομμάτια γίνεται να τα δεις ξανά ως τέτοια; Eσβησε το μέσα μου, όπως το γκρίζο εμεσέν. Πατώ σε μια λάσπη από αίμα τριανταφυλλένιο. Ενας μπλαβί βάλτος ανοίγεται μπρος μου. Λυγίζω, αλλά να πάρει, πρέπει να τον περάσω. Απέναντι είναι το πράσινο...



23 Απριλίου 2010

Καστερόριζο ντριμ...

Caro diario

Παρασκευής απομεσήμερο. Εξω από το παράθυρο ένα μπαλόνι με σχήμα δελφινιού κολυμπάει στα γαλάζια σύννεφα. Στην τηλεόραση ο Γιώργος-Λεφτά υπάρχουν, με φόντο τουριστικής καρτ ποστάλ, απαγγέλει κάτι - το αναμενόμενο υποθέτω - ενώ στα αυτιά μου, η Μπέμπε τραγουδά "Μάλο"(...) Καστελόριζο ντριμ...

Εχω διάθεση ταξιδιάρικη, με ένα τατς ονειροπόλησης. Μήπως φταίνε οι (επικοινωνιακές) εικόνες του Αιγαίου που προηγήθηκαν; Μήπως επειδή θα πάμε για Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο; Θέλω να σκέφτομαι ότι αύριο θα κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο στη θάλασσα. Μετά θα βολτάρουμε στην Αρβανιτιά και ίσως πάλι ανέβουμε έως την Ακροναυπλία. Θα πάρουμε στο χέρι τζελάτο στου "Ιταλού" και θα μείνουμε για καφέ στο "Αλλοτινό". Η... πτώχευση θέλει καλοπέραση. Για δυο μέρες δεν θα ακούω για σπρεντ, σιντι-σάμθινγκ, απολύσεις, κρίσεις και δουνουτού. 'Η τουλάχιστο θα προσπαθήσω να δραπετεύσω από ετούτον τον παρανοϊκό εφιάλτη διαρκείας και τους τηλεοπτικούς ανα-παραγωγούς του.

Το μπαλόνι συνεχίζει το ταξίδι του κάτω από άλλους ουρανούς. Τώρα θα το βλέπουν άλλα μάτια. Διαφορετικές σκέψεις θα γεννηθούν από αυτό το πέταγμα. Πάλι, μπορεί και όχι... Οπως και αν έχει, "καλό σου ταξίδι"...

6 Απριλίου 2010

Μαγεμένος Απρίλης

Caro diario

H μέρα έχει προχωρήσει γρήγορα και ζυγώνει απόγευμα. Ο καιρός από ώρα, το γύρισε σε αναδρομικές μελαγχολίες με μαβιές συννεφιές που έφεραν πασχαλινές μπόρες. Πέρα στον ορίζοντα, πίσω από τα λερωμένα τζάμια του γραφείου, πήρε να ανοίγει λίγο. Ξανά στο γαλάζιο... Εκείνο που άφησα χθες φεύγοντας, πάνω από τον αργολικό κάμπο, στο κτήμα της Αλίκης, όπου περάσαμε το Πάσχα.

Φτάσαμε σούρουπο Μεγάλης Πέμπτης. Είχε ακόμα φως στον ουρανό. Η Αλίκη μας περίμενε, έχοντας ετοιμάσει τα πάντα από το πρωί. Είχαμε όλοι μας μεγάλη προσμονή για τούτο το πρώιμο Πάσχα. Αν και κουρασμένοι μείναμε ως αργά στο μεγάλο δωμάτιο, με τις πόρτες ανοιχτές και συζητούσαμε, αφήνοντας τις μυρωδιές από τις ανθισμένες πορτοκαλιές να γυρίζουν ανάμεσά μας και εντέλει να μας μεθύσουν. Κοιμηθήκαμε αργά, με γλυκερά όνειρα κάτω από ένα λευκό ουρανό. Τόσο λευκό, σαν άνθος πορτοκαλιάς...

Ξύπνησα πρώτος. Μυρωδιά φρέσκου καφέ έφτασε από την κουζίνα, έως τα ρουθούνια μου. Κοίταξα το φως πάνω από το γυμνό ώμο του Αρη, που σκόνταφτε στις κλειστές κουρτίνες των ψηλών παραθύρων. Σηκώθηκα χωρίς να τον ξυπνήσω και κατέβηκα ως την κουζίνα. Στο τραπέζι βρήκα ένα σημείωμα της Αλίκης. "Καλημέρα! Είμαι έξω για δουλειές. Θα σας συναντήσω αργότερα στην πόλη. Φιλιά." Εβαλα καφέ σε μεγάλα φλυτζάνια, άλειψα με σπιτική μαρμελάδα μανταρίνι δύο φέτες ψωμί και ανέβηκα ξανά επάνω πατώντας σιγά μην πληγώσω το ξύλινο πάτωμα. Ξύπνησα με ένα φιλί τον Αρη κι εκείνος με ρώτησε τι ώρα είναι. "Εννέα" αποκρίθηκα..."Ελα για λίγο ακόμα εδώ" με πρόσταξε ανοίγοντας σε έκταση τα χέρια του, ως άλλος Χριστός. Ο Αληθινός ως τι μία, θα είχε αποκαθηλωθεί και τυλιγμένος μέσα σε λευκά τούλια θα παραδίδονταν στα χρώματα και τις μυρωδιές της άνοιξης.

Το απομεσήμερο μας βρήκε να γυρίζουμε στα στενά δρομάκια της πόλης. Οι πένθημες καμπάνες μας οδήγησαν και στους τρεις Επιταφίους. Θυμήθηκα ότι αυτό το έκανα όταν ήμουν παιδί. Τότε που τρέχαμε από επιτάφιο σε επιτάφιο και κοιτούσα με μάτι φθονερό, όσα παιδιά είχαν καταφέρει να επιλεγούν για να κρατήσουν τα εξαπτέρυγα και τα φαναράκια στην περιφορά... Εγώ λόγω ύψους και έλλειψης "δημοσίων σχέσεων" ήμουν πάντα κομμένος από χέρι. Χαμογέλασα με κάποια μελαγχολία. "Τι σκέφτηκες και πήρες αυτό το ύφος; Σαν Μεγάλη Παρασκευή, είσαι..." έκανε ο Αρης και κοντοστάθηκε κατεβάζοντας μια ιδέα τα σκούρα γυαλιά από τα μάτια του και περίμενε την απάντηση. Γέλασα, χωρίς να βγει κανένας ήχος. "Θέλω να..." Δεν πρόλαβα να του πω ότι, ήθελα να γίνω... παπαδάκι. Η Αλίκη είχε έρθει κατά πάνω μας, τραβώντας μας σχεδόν από τα χέρια για να μας μπάσει στο διπλανό τσιπουράδικο. "Οξος ο Χριστός, τσίπουρο εμείς;" τόλμησα να ρωτήσω. "Μείνε εδώ εσύ αν θες!" έκανε δήθεν πειραγμένη η Αλίκη, και πιάνοντας αγκαζέ τον Αρη, τον ρώτησε παιχνιδιάρικα: "Πάμε αγάπη μου εμείς;"

Το πρωινό του μεγάλου Σαββάτου κύλησε με βόλτες στην πόλη προσμένοντας την Ανάσταση, που μας βρήκε σε ένα μοναστήρι του 11ου αιώνα, έξω από την πόλη. Χωρίς ηλεκτρικό, μέσα σε ανθισμένους κήπους. Χωρίς στρακαστρούκες και βεγγαλικά έκαναν μια διαφορετική ατμόσφαιρα. Μείναμε ως το τέλος και έχοντας το φως στα χέρια αλλά και μέσα μας, γυρίσαμε στο σπίτι για να γευτούμε τις μαγειρικές δεξιότητες της φίλης μας.

-Χριστός Ανέστη, Αρη!
-Αληθώς Ανέστη, Λύση.
-Παιδιά, είστε σίγουροι;
-Aλικη..!

5 Μαρτίου 2010

Ονειροτάξιδα

Caro diario

Κοιτάζω το σύννεφο που αναπάντεχα λοξοδρόμησε και αυτό μπροστά από το παράθυρο μου. Προσπερνά βιαστικό και με αφήνει πίσω στο φως , να σπαταλώ τη μέρα μου με καφέδες και βορειοελλαδίτικα ονειροτάξιδα. Από κάπου ακούγεται κάτι σαν μουσική, ενώ περιμένω καρτερικά να περάσει η ώρα, να φύγω και εγώ από το γραφείο. Οι ελάχιστοι που μπόρεσαν να έρθουν σήμερα, σκόρπισαν αλλαφιασμένοι για να βρουν μια θέση στα καφέ της πόλης, ένεκα της απεργίας-στάσης εργασίας ή ότι άλλο γραφικό γίνεται τούτες τις μέρες. Κάτω στο δρόμο τα αυτοκίνητα σχηματίζουν ουρές και έτσι όπως τα κοιτώ από ψηλά, μου μοιάζουν με τις σειρές από κάμπιες, που σέρνονται αργά στο προαύλιο του κτιρίου, τούτο τον καιρό . Στάμπες πάνω στην πίσσα, λιωμένες πράσινες γραμμές. Μη αναγνωρίσιμες...

Μια ώρα απέμεινε. Σκέφτομαι φεύγοντας, να κάνω μια στάση στο γυμναστήριο. Ξεκίνησα πάλι, να έχω να παλεύω με τα σημάδια του χρόνου. Να έχω κάπου να πάω, στις άσκοπες ώρες μετά τη δουλειά. Να περιμένω στα ρουθούνια μου την δύναμη του ποταμού "ιδρώτα". Κάθε μέρα, όσο μπαίνει η άνοιξη, έρχονται όλο και πιο πολλοί να γυμναστούν. Κορμιά άγουρα και κορμιά γερασμένα. Κορμιά αγύμναστα και άλλα καλοφτιαχμένα. Ολες οι φυλές ανεβοκατεβαίνουν τους ορόφους, τσαλαβουτούν στα μπάνια και στη σάουνα, μπαινοβγαίνουν στις αίθουσες με την πετσέτα στους ώμους και τη ματιά έτοιμη να αναμετρηθεί με την απέναντι ματιά, που ορμά πεινασμένη.
Ο ήλιος τραβήχτηκε, πήρε το δρόμο του. Σηκώνω τις γαλαζωπές περσίδες ως πάνω. Φάνηκαν οι κορυφές των δέντρων και στο βάθος το δάσος από τις γκρίζες κεραίες των πολυκατοικιών. Ανοίγω και μια ιδέα το παράθυρο. Ο αέρας με βρίσκει με δύναμη στην πλάτη. Μια υποψία ιδρώτα κυλά ύπουλα στα πλευρά μου. Ετσι, σκέφτομαι θάλασσες και αμμουδιές. Ν' άφηνα εκεί, δουλειές και αναδουλειές, κοινοτικούς και κυβερνητικούς, σπρεντ και Ρεν, περικοπές και αγορές...
Φεύγω για μια θάλασσα!

23 Φεβρουαρίου 2010

Ψίθυροι και ουρλιαχτά

Caro diario

Ενα χτύπημα στην πόρτα με ξύπνησε από ένα βαθύ ύπνο μεσημεριού, που θέριεψε πάνω στο κρεβάτι μου. Το φως δίπλα στο κεφάλι, χτύπησε με δύναμη στα μάτια. Τα ΄ριξα στο ρολόι που το είδα να δείχνει ήδη οχτώ. Εψαξα για κάτι να σκεπάσω τη γύμνια μου και πήγα να ανοίξω. Κανείς δεν έμεινε να με περιμένει εκεί. Εκλεισα απαλά και με ανακούφιση την πόρτα. Στην κουζίνα είδα βουνό από πιάτα να με περιμένουν να τα βάλω στο πλυντήριο. Τα άφησα στην βρωμιά τους και επέστρεψα μπροστά στο φως του υπνοδωματίου. Εμεινα για μια στιγμή αναποφάσιστος για το αν θα πήγαινα ή όχι στο γυμναστήριο. Γδύθηκα με σκοπό να φορέσω τη φόρμα. Αντί για αυτό όμως, προτίμησα να με σκεπάσω με το λευκό σεντόνι. Εσβησα και το φως. Σκοτάδι...

Εμεινα ώρες έτσι, να σκέφτομαι ό,τι έπεφτε σαν λευκή βροχή από το ταβάνι. Για τη δουλειά, που πάει από το κακό στο χειρότερο. Τις φήμες, που ακούγονται κάθε μέρα που περνά και από ψίθυροι γίνονται ουρλιαχτά. Γύρω υπάρχει μια βεβαιότητα που αρνούμαστε πεισματικά να δούμε. Ζούμε σε μια πεθαμένη από χρόνια χώρα, που όσο και να την κοιτάς δεν έχει την προοπτική του Λαζάρου. Μια χώρα που το 75% των κατοίκων της θεωρούν ότι άργησαν να επιβληθούν τα μέτρα και ότι απαιτούνται περισσότερα και από την άλλη, οι ίδιοι που δηλώνουν αυτά, ετοιμάζονται να κατεβάσουν τα ρολά με μια απεργία ενάντια στην επιβολή των μέτρων. Τρικυμία εν κρανίω.

Και εγώ που είμαι; Tι κάνω; Eμείς; Tι προοπτική υπάρχει; Αν υπάρχει... H ζωή είναι εκεί έξω. Aπό το κάτω διαμέρισμα ακούγονται οι φωνές της γειτόνισας να μαλώνει το μικρό παιδί της. Αφουγκράζομαι, περιμένοντας να ακολουθήσει και η φωνή του άντρα της. Να τη! Φωνάζουν όλοι μαζί. Η γνωστή αυτή αλληλουχία διακόπτεται ξαφνικά, από τρεις πυροβολισμούς. Επεσαν λίγο πιο μακρυά από εμάς. Στο σπίτι πάλι, έπεσε βαριά η ησυχία και βάρυναν τα μάτια. Μου ΄ρθε στο στόμα να σιγοψιθυρίσω το 'Hit Me With Your Best Shot' με τους StereoGoesStellar. Κοιμήθηκα σαν σκοτωμένος...

16 Φεβρουαρίου 2010

Προς τα πίσω...

Caro diario

Στεκόμουν στην αποβάθρα κοιτάζοντας το μαύρο άνοιγμα στα αριστερά μου, έτοιμο να με καταπιεί. Πίσω μου, από το σιδερένιο κάθισμα, έννοιωσα το βλέμμα του Αρη να σκαρφαλώνει αργά στην πλάτη μου. Τραβήχτηκα, λες και θα με έπερνε μπροστά το βάρος. Γύρισα να τον κοιτάξω. Στη διπλανή θέση, είχε καθίσει ένας ωραίος νεαρός. Kοίταξα αυτόν. Εβγαλε το κινητό από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν και άρχισε να παίζει αμήχανα με τα πλήκτρα. Είχε νοιώσει άραγε τον θαυμασμό μου για αυτόν; Γύρισε το πρόσωπό του δεξιά. Είδα μια κοπέλα να κάθετε εκεί δίπλα του. Ο ωραίος νεαρός την εξέταζε, όπως είχα κάνει εγώ πριν με εκείνον. Ισως πάλι όχι. Εκείνη φορούσε μαύρα μεγάλα γυαλιά, που κάλυπταν το μισό της πρόσωπο. Κοιτούσε ίσια μπροστά και το ακίνητο βλέμμα καρφώθηκε στο τζάμι του τρένου της απέναντι αποβάθρας. Μου φάνηκε πως έκλαιγε. Ο αέρας, που έσπρωχνε ο ερχομός του τρένου, έπεσε με δύναμη πάνω μου. Ανακάτεψε τα μαλλιά μου και εγώ έκλεισα με δύναμη τα μάτια.

Μέσα σε ένα βήμα, νόμιζα ότι βρέθηκα σε παζάρι της Μομπάσα ή του Ναϊρόμπι. Δεκάδες πανομοιότυποι Αφρικανοί, πουλούσαν τα ίδια πράγματα , ο ένας δίπλα στον άλλο. Τσάντες, πορτοφόλια, σκαμπό, φουλάρια, και άλλες τσάντες και άλλα φουλάρια. Στην άκρη του δρόμου αραδειασμένα τα όνειρα των ανθρώπων. Εκεί στα άβολα λευκά μάρμαρα μιας μαύρης Ερμού. Μερικοί ήταν γοητευτικοί. Ισως και όμορφοι. Διέκρινες τα σφικτά λιπόσαρκα σώματα κάτω από τα πολύχρωμα ρούχα. Μια θλιβερή παράταξη μοντέλων. Και εμείς οι περαστικοί του ευτελισμού, πιο φτηνοί από την "μαύρη" πραμάτια.

Μεσημέρι τελευταίας Κυριακής της αποκριάς, όταν κλείσαμε την πόρτα του «Ζείδωρον» και προχωρήσαμε προς την πλατεία. Δεν την είχα δει αλλαγμένη. Δεν μου άρεσε. Λίγο πριν την είδοδο στο κτίριο του Μετρό, αποχαιρετήσαμε τους φίλους μας από τη Θεσσαλονίκη και εμείς κινήσαμε προς την Πλάκα, μαζεύοντας εικόνες, μυρωδιές και ήχους μαζί με το τελευταίο φως της μέρας. Πήραμε την Ανδριανού με αργό βήμα. Λιγοστός κόσμος κατέβαινε προς την πλατεία, ποδοπατώντας τα λερωμένα απομηνάρια του καρναβαλικού σαββατόβραδου. Κάναμε μια στάση για καφέ, στο "Ιτ ατ μίλτονς", απέναντι από τα "Αρχιεσπισκοπά". Μια ώρα μετά πέρναμε το δρόμο για την Ερμού με προορισμό το Σύνταγμα.

Αφησα τον παράξενο αυτό κόσμο με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια. - Μήπως θέλεις να μείνουμε και άλλο; Ρωτούσε ο Αρης. - Οχι, ας φύγουμε καλύτερα, απάντησα με τη σκονισμένη ανάσα να τρέχει βιαστικά μπροστά μου. Πίσω νόμιζα πως άκουγα ακόμα τον μονόλογο ενός αλλοπαρμένου, που κρεμασμένος απ΄ τα κάγκελα της οδού Αμαλίας, κοιτούσε το διάφανο άπειρο.

Ο αέρας, που έσπρωχνε ο ερχομός του τρένου, έπεσε με δύναμη πάνω μου. Ανακάτεψε τα μαλλιά μου και εγώ έκλεισα με δύναμη τα μάτια. Εκεί βάλθηκα να λογαριάζω, τη μέρα προς τα πίσω...

27 Ιανουαρίου 2010

Οι ευτυχισμένες μέρες της άγνοιας

Caro diario

Η γλυκερή μυρωδιά από το πρόωρα μισάνοικτο ζουμπούλι της κουζίνας, έπεσε με δύναμη πάνω μου για να με καλωσορίσει στο σπίτι. Εβγαλα τα παπούτσια στο χαλί της εισόδου και προχώρησα αργά σε ένα, όχι και τόσο γνώριμο ακόμα μισοσκόταδο, πατώντας με τις χοντρές κάλτσες, μην τυχόν πληγώσω τα σανίδια στο πάτωμα. Περνώντας από τον διάδρομο, ανέβασα το θερμοστάτη σε τροπικές θερμοκρασίες και αφού ελευθέρωσα το σώμα μου απ' τ' ανυπόφορα ρούχα του, αφέθηκα έτσι γυμνωμένος, στο λυτρωτικό λευκό της μπανιέρας.

Χώθηκα αργά στο ζεστό νερό με τις άσπρες φουσκάλες να επιπλέουν γύρω από το σώμα μου, σαν σωσίβια άγνωστων ναυαγών. Εκλεισα τα μάτια και άφησα το κεφάλι μου να βρει στήριγμα στο παγωμένο άκρο. Την ίδια στιγμή έννοιωσα μέσα στο νερό, το ζεστό χάδι του με τη μορφή ενός μικρού καταράκτη να πέφτει πάνω στο απλωμένο χέρι μου. Προς στιγμή είχα μια αίσθηση από εκείνο το φθινωπορινό λουτρό, στο Πόζαρ. Εκλεισα την μπαταρία και αφουγκράστηκα τη σιωπή του σπιτιού. Ετσι εκεί, θυμήθηκα τον Στέφανο που ΄λεγε το πρωί, πόσο θα ΄θελε με τέτοιο καιρό, εκεί χιόνιζε, να κάνει αυτό που έκανα εγώ τώρα. Τις υγρές μου σκέψεις, τις εικόνες των βορειοελλαδίτικων λουτρών και την μεσημβρινή ησυχία του μπάνιου, ήρθαν να σπάσουν οι πρώτες ψιχάλες μιας δυνατής βροχής που άκουγα να χτυπά, ψηλά, εκεί στα τσιμέντα της ταράτσας. Ακριβώς πάνω από το μέτωπό μου.

Εμεινα για αρκετή ώρα εκεί να ακούω τη βροχή μέσα στο κεφάλι μου. Οι σκέψεις στο μυαλό μου αγνοώντας τους νόμους, έτρεχαν ψηλά, έφταναν σε σκοτεινά μοναπάτια και δύσκολες ανηφοριές. Αφησα την υγρασία από τα μάτια μου να κυλήσει αργά πάνω μου και να ενωθεί με ένα ρυπαρό γκρίζο στο νερό. Αναρωτήθηκα αν είναι προτιμότερο τελικά να παριστάνεις ότι δεν γνωρίζεις την αλήθεια, από το να την ομολογείς ταπεινωμένος. Αναπολώ κι όλας τις ευτυχισμένες μέρες της άγνοιας...

Βολεύτηκα κάπως καλύτερα και έχωσα το κεφάλι μου μέσα στο νερό. Κράτησα την αναπνοή μου, όση ώρα περισσότερη μπορούσα, αφήνοντας σιγά σιγά όλο τον αέρα από τα πνευμόνια μου να δραπετεύσει προς το άπειρο. Εβγαλα πρώτα το κεφάλι και μετά κάθησα μέσα στο νερό σε θέση λωτού, αν και μου έμοιαζε περισσότερο με θέση βατράχου. Είχα χαλαρώσει τόσο που μου ήρθε να κατουρίσω. Ξαφνικά το νερό έγινε μια ιδέα πιο ζεστό. Το μάτι μου έπιασε από δίπλα, καθώς γυάλιζαν στο τελευταίο απογευματινό φως, τις λεπίδες τις ξυριστικής. Την πήρα στο χέρι μου, την βύθησα στο νερό και εκεί μέσα, χωρίς να μετακινηθώ, βάλθηκα να ξυρίζω τα αρχίδια μου. Κόντρα ξύρισμα. Κόντρα σε όλα...



26 Ιανουαρίου 2010

Από τον καιρό των μολυβιών

Δύο γλάροι ζυγιάζονται μέσα στο κάδρο του παραθύρου. Τους χαζεύω μέχρι που βουτάνε στο γκρίζο μεσημέρι και χάνονται πέρα μακρυά. Ενα μεσημέρι που με βρίσκει νυσταγμένο να περιμένω το ρολόι στο τασκ μπαρ να δείξει τρεις. Ιδια δουλειά, ίδιο γραφείο, ίδιο ωράριο... Δεν άλλαξε τίποτα; Αλλαξε. Η απέναντι συνάδελφος, που με βρήκαν τα χειρότερα. Αλλά μην αρχίσω από αυτά... Ολα θα έρθουν από μόνα τους στο μυαλό για να πέσουν, να ταιριάξουν με όσα είχαν απομείνει εδώ. Εδώ, μια παραμονή πρωτοχρονιάς...

Μεσημέρι μιας παράξενης Τρίτης λοιπόν. Μιας χειμωνιάτικης μέρας που σαν φύγει δεν θα μείνει τίποτα να τη θυμίζει. Που θα περάσει από πάνω μας αφήνοντας μονάχα τη σκόνη του χρόνου. Δεν ακούγεται και πολύ άσχημο αυτό. Ή μήπως όχι; Γουατέβερ. Οι σειρήνες ενός περιπολικού τρομάζουν κάτι πουλιά - σπουργίτια; - που πετούν αλλαφιασμένα προς το παγωμένο άγνωστο. Στο εμ ες εν ο Στέφανος με ρωτά τι έχω. Στο τηλέφωνο ο Αρης, τι θα κάνουμε το βράδυ. Στο ιμέιλ βρίσκω μήμυμα από το φέις μπουκ, ότι μια παλιά - από τον καιρό των μολυβιών - πεν παλ, με έχει ανακάλυψει και ρωτά για μένα. Τέτοια χαρά ούτε η Σουβαλτζή, όταν 'ανακάλυπτε' τον τάφο του Μεγαλέξανδρου.

Ξαφνικά νοιώθω το πρόσωπό μου να καίει. Ανοίγω το παράθυρο και ο παγωμένος αέρας με πλαγιοκοπεί. Δεν αντέχω πάνω από δύο-τρία λεπτά, όσο να τελειώσει στα αυτιά μου το "Dance With Me". Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο σπάνια βγάζω τα ακουστικά. Δεν θέλω να ακούω τίποτα, απ' όσα ακούγονται από τους "συναδέλφους" των γύρω γραφείων. Η λέξη σε εισαγωγικά... Θέλω να φύγω. Μαζεύω στα γρήγορα τα πράγματα μου για να βγω έξω στο κρύο. Να φύγει η μέρα. "...Δεν έχω διάθεση να κάνω κάτι απόψε, Αρη. Θα δούμε..."

Από καιρό έψαχνα μια αφορμή να επιστρέψω. Ή έστω μια καλή φράση για να αρχίσω ξανά να γεμίζω τις λευκές σελίδες με τα μαύρα γράμματα της ζωής μου. Τελικά οι γλάροι το κατάφεραν. Ετσι αναπάντεχα...