10 Νοεμβρίου 2010

Zεις;

Caro diario


Χτυπάει το τηλέφωνο αλλά είναι ξυπνητήρι. Λες "ας είχα πέντε λεπτά ακόμα". Το κλείνεις και γυρίζεις πλευρό, αφήνοντας  τον ώμο γυμνό. Να κρυώσεις, να σηκωθείς. Συμμαζεύεις την σκληρή σου γύμνια και πατάς ξυπόλητος για να φτάσεις ως το μπάνιο. Αναρωτιέσαι τι μέρα να ξημέρωσε, αλλά δεν έχει τόσο σημασία. Ιδια με την χθεσινή. Ντύνεσαι στα γρήγορα με τα μάτια κλειστά. Τα ανοίγεις μπροστά στο καθρέπτη. Σου φαίνεσαι καλός. Ετοιμάζεις καφέ για "κοντά" και τότε αρχίζει να ξυπνά το μυαλό. Παίρνεις  γυαλιά, κλειδιά και βγαίνεις έξω. Ο ήλιος αναμένεται...

Βάζεις μπροστά το αυτοκίνητο. Η μόλυνση από την εξάτμιση ενώνεται με εκείνη της πόλης. Πατάς το κουμπί να ανοίξει το ραδιόφωνο. Χαζοτράγουδα βουλούνουν τα αφτιά σου. Δεν το κλείνεις όμως. Στο κόκκινο σταματάς και χαζεύεις το διπλανό οδηγό. Σου φαίνεται όμορφος. Σε κοιτάει και αυτός και πριν προλάβεις να αναρωτηθείς κάτι, έχει ανάψει πράσινο. Πατάς το γκάζι και εξαφανίζεσαι. Φτάνεις στη δουλειά, σταθμεύεις  με δυσκολία αλλά το αφήνεις κάπου κοντά. Μπαίνοντας στο κτίριο ρίχνεις μια τελευταία ματιά στον ουρανό. Συννέφιασε κάπως ή είναι ιδέα σου;

Ευτυχώς φτάνεις από τους πρώτους και έτσι δεν ξεστομίζεις καλημέρες σαν βρισιές. Ανοίγεις τα γουίντοους, το παράθυρο της εργασιακής σου ζωής. Ο καφές που κουβάλησες έχει ξεθυμάνει, αλλά βαριέσαι να φτιάξεις άλλον. Τον πίνεις σαν φάρμακο. Ξεκινάς τη δουλειά σου και η μέρα βουνό ορθόνεται μπροστά σου. Ερχονται οι επόμενοι. Κάνεις πως δεν ακούς τις καλημέρες τους. Χτυπάνε τηλέφωνα. Απαντάς τυπικά. Σκύβεις πάνω από χαρτιά και έγγραφα. Χώνεσαι σε γουόρντ και λέξεις. Πιάνεσαι. Πονάνε οι ώμοι σου. Το αφεντικό και ο χρόνος σε πιέζουν. Σε πιάνει κατούρημα. Διασχίζεις το γραφείο μέχρι την τουαλέτα. Κλείνεις την πόρτα, κλείνεις και τα μάτια. Τεντώνεσαι, προσπαθείς να πιάσεις το ταβάνι και πέφτει το παντελόνι στους αστραγάλους. Μένεις λίγο παραπάνω. Αδειάζει το μυαλό και η κύστη σου.

Κοιτάς την ώρα. Ξέρεις ότι σε λίγο θα βγουν τα ταπεράκια και θα ανοίξουν τα πακέτα των ντελίβερι. Αναρωτιέσαι γιατί να έχεις πάντα τόσο πεινασμένους συναδέλφους; Εκνευρίζεσαι με τις μυρωδιές και τα χάχανα. Και εσύ να βιάζεσαι να τελειώσεις κάτι επείγον. Στο τηλέφωνο σε καλεί η γραμματέας του "μεγάλου". "Σε θέλει. ΤΩΡΑ!"  Σηκώνεσαι, παίρνεις υπό μάλης τον φάκελο και πηγαίνεις. Μπαίνεις. Ακούς όσα έχει να σου πει. Δεν προλαβαίνεις να πεις και πολλά. Βγαίνεις. Αναρωτιέσαι αν ότι άκουσες ήταν καλό ή κακό. Μάλλον φτυνά την γλίτωσες και σήμερα. Σε πόση ώρα σχολάς;

Eπιστροφή. Χωρίς ραδιόφωνο τώρα. Οδηγείς μαζί με χιλιάδες άλλους. Το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Χτυπάει το κινητό. Μιλάς χωρίς μπλουτούθ, γιατί κανείς δεν το χρησιμοποιεί πια. Πασέ. Στο τηλέφωνο σε ρωτάει τι θα ετοιμάσεις για φαγητό. Σταματάς στην
υπεραγορά. Βάζεις λίγα πράγματα στο καλάθι. Για πολλά δεν έχεις. Στέκεσαι στην ουρά να πληρώσεις. Εχεις ξεμείνει από μετρητά. Δίνεις πάλι κάρτα. Μέχρι να φτάσεις σπίτι, σκέφτεσαι πόσα χρωστάς. Της Μιχαλούς...

Μπαίνεις μέσα. Παλιά στην είσοδο έβρισκες διαφημιστικά από σουβλατζίδικα. Τώρα από μηχανικούς για να σου δηλώσουν - με το αζημείωτο- τον ημιυπαίθριο.  Σου κόβεται και η όρεξη. Πετάς τα ρούχα. Κάνεις ντους ενώ το νερό στην κατσαρόλα βράζει. Μαγειρεύεις στα γρήγορα. Περιμένεις τον καλό σου να έρθει. Βαριέσαι και στο τέλος σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Πριν ονειρευτείς σε ξυπνά με το καπάκι της κατσαρόλας καθώς ψάχνει να δει αν έχει κάτι μέσα. Σε λίγο κάθεσαι γυμνός και τρως μαζί του. Λες για το αφεντικό σου, ακούς για το δικό του. Ξεφυσάς. "Θες λίγο κρασί ακόμα;"

Σκέφτεσαι πόσες δουλειές έχει το σπίτι. Βάζεις πλυντήριο πιάτων. Βγάζει των ρούχων. Ετοιμάζεις τη σιδερώστρα. Εχει να ποτίσει τα φυτά στις βεράντες. Νύχτωσε. Κλείνεις τα παράθυρα του σπιτιού. Ανοίγεις της τηλεόρασης. Σε λίγο τα κλείνεις και αυτά. Κάθεσαι δίπλα δίπλα χωρίς να έχεις να πεις κάτι. Οπως και να ακούσεις. Κοιτάς το λευκό του ταβανιού. Ησυχία. Μόνο οι ανάσες. Η ώρα περνάει. Σκέφτεσαι να  ξαπλώσεις κι ας είναι νωρίς. Κάνεις ντους και πλένεις δόντια. Σέρνεσαι ως το κρεβάτι. Βάζεις το κινητό να σε ξυπνήσει. Αναρωτιέσαι αν τα έκανες όλα σωστά αυτή τη μέρα. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Εχεις ήδη αποκοιμηθεί. Καληνύχτα είπαμε;

2 σχόλια:

g for george είπε...

Μοιάζει οικείο.

Ανώνυμος είπε...

και κάπου ανάμεσα στο πλυντήριο με τα ρούχα, τα φυτά στη βεράντα και την τηλεόραση να παίζει στο mute, οι φίλοι στο msn, virtual και μη, να ρωτάνε νέα σου: πώς πάει; όλα καλά;

ο Αμερικανοφευγάτος φίλος σου