31 Δεκεμβρίου 2008

H θλίψη των ανομολόγητων ευχών

Caro diario

Τελευταίο ποστ, του χρόνου γράφεται από το γραφείο. Παγωμένα όλα γύρω. Λιγοστοί συνάδελφοι. Η τηλεόραση κλειστή. Το ίδιο και ο καιρός. Μαύρα σύννεφα κρύβουν το φως του ήλιου μου. Κρυώνω. Τα χέρια έχουν παγώσει. Νομίζω πως πεινώ κιόλας. Δεν είμαι σίγουρος. Ισως απλά να είναι η αφορμή να κατέβω ως κάτω, για να αγοράσω κάτι φαγώσιμο. Να αποκτήσω έναν προορισμό για κάπου.

Ο Αρης επέστρεψε πάντως χθες. Ετοιμάζεται τώρα για το κοινό μας ταξίδι έως την Θεσσαλονίκη. Εγώ πάλι δεν έχω κάνει κάτι, ακόμη γι΄αυτό. Ούτε ρούχα, ούτε βαλίτσα. Ενα τίποτα. Πρέπει να βρω τη δύναμη να τα κάνω σήμερα ή το αργότερο αύριο το πρωί. Με αφήνει αδιάφορο, δεν ξέρω γιατί δεν το ακύρωσα αυτό το ταξίδι και πάω τελικά. Σκέφτομαι να τελειώνει και να γυρίσω πίσω. Αυτό θέλω.

Δεν έχω ιδέα που θα κάνω αλλαγή του χρόνου. Λίγο μετά ξέρω, πως θα κοιμάμαι με τον άγγελο του σεντονιού μου στον αγκώνα μου. Θα είναι πάλι εκεί, και απόψε, όπως κάθε βράδυ. Οταν τον αφήνω, νοιώθω κουρασμένος. Πνίγομαι στο τίποτα. Σκέφτομαι πόσο τα βαρέθηκα όλα. Δεν βρίσκω ενδιαφέρον σε όσα με περιτρυγυρίζουν. Τίποτα δεν με συγκινεί. Κάτι να με πάει παρακάτω. Εστω ένα βήμα πιο πέρα. Μακάρι να είχα τη δύναμη να τα άλλαζα όλα. Να μπορούσα να ζήσω το θαύμα που ήρθε στη ζωή μου ετούτη τη χρονιά. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά στη ζωή μου κέρδισα το "φλουρί" και έζησα μέσα σε τούτο το χρόνο τόσα πολλά και όμορφα πράγματα. Η καλύτερη χρονιά μου και ναι, λυπάμαι που φεύγει. Οσα περίμεναν για πολλά χρόνια να συμβούν, ήρθαν! Και τώρα; H θλίψη των ανομολόγητων ευχών και των ανεκπλήρωτων πόθων...

Σκέφτομαι να φύγω νωρίτερα από τη δουλειά. Να βγω έξω στο κρύο. Να περπατήσω άσκοπα στην πόλη. Να σκεφτώ πράγματα μικρά. Τα μάτια μου κλείνουν. Ο καφές δεν με κράτησε. Πίνω πλέον πάνω από 3 - 4 κάθε ημέρα. Δεν με πιάνουν. Τα βράδυα δεν κοιμάμαι καλά. Ξυπνάω πολλές φορές μέσα στη νύχτα. Σήμερα ξύπνησα από τις 5 τα χαράματα. "Χαράματα"... Δεν κοιμήθηκα ξανά μετά. Σηκώθηκα για δουλειά. Τελευταία μέρα κι είμαστε ακόμα ζωντανοί...



29 Δεκεμβρίου 2008

Αγια νύχτα

Caro diario

Δύο χάρτινα ποτήρια καφέδων, απομεινάρια του πρωινού, στέκουν παγωμένα κάτω από τα μάτια μου. Το γκριζωπό φως του μεσημεριού φυλακίζει τη χαρά κάτω από το πυχτό του βάρος. Η θέληση, η σκέψη και η ευχή... Δεν βγάζουν πουθενά τελικά μιας και το κινητό μένει βουβό και ασάλευτο στην άκρη του γραφείου. Σηκώνω το βλέμμα στην τηλεόραση όπου η Μενεγάκη χαζολογάει με χρονιάρικο σκέρτσο. Πληρωμένη ευτυχία. Οι συνάδελφοι καταφτάνουν από το πρωί ασθμαίνοντας από το κρύο και την υπερκατανάλωση κουραμπιέδων. Δεν τους δίνω σημασία. Αντιλαμβανόμενοι στην τσαντίλα μου, ελάχιστοι είναι αυτοί που έρχονται να μου ευχηθούν. Ο Αρης είναι εκτός γραφείου με λίγων ημερών άδεια . Αναρωτιέμαι αν θα μου λείψει. Πίνω μια γουλιά καφέ, έχει την ίδια γεύση με τον καφέ στο μπαρ, του "Δημήτρης Χορν". Θυμάμαι πως πέρασε βραδιά των Χριστουγέννων...

Η ιδέα μού ήρθε το μεσημέρι καθώς τρώγαμε οικογενειακώς. Γύρω από το μεγάλο τραπέζι, με το ψητό πουλί, έτσι μπρούμητα να με κοιτάζει κατάματα, οι γονείς μου, ο Αρης και εγώ. Οι κουβέντες λιγοστές, τυπικές μιας καθημερινής ημέρας. Ο καιρός όπως και σήμερα, μουντός και η διάθεση μου ασορτί. - Παιδί μου γιατί μένεις αξύριστος, τέτοιες μέρες; ρώτησε η μάνα μου. - Α, νομίζω ότι του πάει έτσι! Ο πάντα προστατευτικός Αρης, έσπευσε να κλείσει το θέμα πριν την αποπάρω με καμιά χοντράδα μου. -Ελάτε φέρτε τα ποτήρια σας να πιούμε λίγο, έκανε ο πατέρας μου. - Τι μέρα είναι σήμερα!
Ηταν Χριστούγεννα, δεν είχα όρεξη να τρέχω σε γιορτές συγγενών και έτσι σκεφτόμουν που να περάσουμε το βράδυ. -Τι θα κάνετε το βράδυ, μας ρώτησε η μάνα μου. Απάντησα εγώ: Aπόψε τρώμε στης Ιοκάστης Παπαδήμα!

Κλείσαμε εισιτήρια για την απογευματινή, μιας και η βραδυνή παράσταση δεν είχε κενές θέσεις. Καλύτερα, σκέφτηκα να έχουμε την άνεση να πάμε για φαγητό μετά. Φτάσαμε αρκετά νωρίς στο θέατρο. Οι θέσεις μας ήταν καλές. Η αυλαία άνοιξε, η σκηνή φανέρωσε μια όμορφη εικόνα, μια φωτογραφία της πάντα θελκτικής Θεσσαλονίκης στο πίσω μέρος της σκηνής. Η Φιλιππίδου ήταν εξαιρετική, δεν την χόρταινες! Οπως πολύ καλός μου φάνηκε και ο Δαδακαρίδης. Γέλασα περισσότερο ως αναγκαιότητα. Οπως πρέπει να πάρεις ένα φάρμακο. Κάποιες στιγμές έριχνα κλεφτές ματιές στον Αρη. Γελούσε άραγε, περνούσε καλά εκείνος; Βρισκόμασταν δίπλα δίπλα, αλλά θα στοιχημάτιζα ότι μας περνούσαν σαν δύο ανθρώπους που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Η παράσταση συνεχιζόνταν, αλλά ο νους μου γύρισε έντεκα χρόνια πίσω. Πάλι βράδυ Χριστουγέννων, πάλι μαζί σε θέατρο. Ηταν στο Αποθήκη τότε, στο "Αναμείνατε στο ακουστικό σας". Σίγουρα ήταν κάποιοι άλλοι τότε. Οχι εμείς...
-Πάμε για φαγητό;
-Θέλεις εσύ; Ας πάμε...

Αγια νύχτα, βγήκαμε στο Γκάζι. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί. Κόσμος κατέβαινε από όλους τους δρόμους, παρά το τσουκτερό κρύο. Τα καφέ και τα εστιατόρια, όμως παρέμεναν άδεια. Σκεφτήκαμε ότι ήταν ίσως ακόμα νωρίς. Κάναμε μια βόλτα στους λερωμένους δρόμους. Κάναμε και μια δεύτερη... Λίγα λόγια, περισσότερες σκέψεις. Ενας προβολέας από την ταράτσα κάποιου κτιρίου κυνηγούσε τα χριστουγγενιάτικα σύννεφα στο νυχτερινό ουρανό της Αθήνας. Εμείς πάλι, το πνεύμα των Χριστουγέννων. Η ώρα περνούσε. Πουθενά δεν μας άρεσε να καθίσουμε. Συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν μας άρεσε να καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Βρήκαμε ένα εστιατόριο, που είχε μια παρέα τουλάχιστο μέσα. Συμφωνήσαμε να μπούμε σε αυτό. Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, ακούσα τον Αρη να μου λέει πως δεν θέλει. "Δεν πεινάω πια", είπε. "Φεύγουμε!" απάντησα κοφτά και τράβηξα πρώτος προς την είσοδο του σταθμού. Στο τρένο καθήσαμε χωριστά. Εγώ σε παράθυρο, εκείνος σε πλαϊνό κάθισμα. Δεν έβλεπα, ούτε την αντανακλάση του.

Πήραμε το αυτοκίνητο. Οδηγούσε αργά, σαν να ήθελε να καθυστερήσει την επιστροφή στο σπίτι. Από τα ηχεία, προσπαθούσα κάθε τόσο να διακόψω το Λαστ Κρίστμας, ψάχνοντας για επόμενο σταθμό. Λίγο πριν με αφήσει κάτω από το σπίτι μου τον ρώτησα αν κερνάει ένα ποτό. Απάντησε καταφατικά γέρνοντας το κεφάλι του προς το τιμόνι. Είδα όμως μια λάμψη μικρής χαράς πριν πέσει από τα μάτια του. Το σπίτι ήταν παράξενα ζεστό. Εβαλε τα φωτάκια στην πρίζα. Αναψε και όλα τα κεριά. Εβγαλε ακόμα και στο μπαλκόνι. Αφησε τις καινούριες μαύρες κουρτίνες ανοιχτές να μπαίνει η πόλη μέσα. Εγώ έβαλα μουσική και έφερα το μπουκάλι με το ποτό στο τραπεζάκι. Εκείνος έφερε τα ποτήρια και τον πάγο. Καθήσαμε δίπλα δίπλα πίνοντας ευχόμενοι ο ένας στον άλλον Καλά Χριστούγεννα. Ηταν η πρώτη φορά που βγήκε ετούτη η ευχή μέσα από τη ψυχή μου. Με πήρε αγκαλιά. Τον κράτησα και εγώ. Ακουσα τον ευατό μου να λέει πάνω από τον ώμο του "Πεινάω". Με άφησε απαλά εκεί, στον κίτρινο καναπέ και σηκώθηκε να ετοιμάσει τραπέζι με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο. Σε λίγο είχε στρωθεί το άσπρο τραπεζομάντηλο, με το "καλό" σερβίτσιο πάνω και τα ψηλά ποτήρια για το λιγοστό κρασί που είχαμε. Φάγαμε σαλάτα με ζεστά λαχανικά και ριζότο θαλασσινών. Τί κι αν ήταν Χριστούγεννα; Δεν είχε πια καμιά σημασία.

23 Δεκεμβρίου 2008

O Γολγοθάς των χριστουγέννων

Caro diario

Την προσμονή των χριστουγέννων τη μέτρησα με το ότι δεν χρειάστηκε να βάλω πλυντήριο. Τα παντελόνια μου θα με "έβγαζαν" ως αύριο, τελευταία εργάσιμη ημέρα, πριν τις "γιορτές"... Το πνεύμα των οποίων ενέσκηψε δριμύτερο εφέτος απάνω μου, με έριξε κάτω με έκανε να μην μιλιέμαι, να μην με χωράει ο τόπος και να να σκορπίζω στους γύρω μου μιζέρια και στεναχώρια. Οπως πάντα. Ετσι είμαι εγώ. Και αυτοί που με ξέρουν κάνουν υπομονή. Οι άλλοι απορούν με εμένα. Και εγώ εξακολουθώ να πνίγομαι. Ο αέρας δεν μου είναι αρκετός. Ολα μου φταίνε. Ο,τι χρειάζομαι δεν υπάρχει. Κοντεύω να σπάσω τους τοίχους, τις πόρτες, το γραφείο... Χτυπώ με δύναμη τις σάρκες και το πρόσωπο μου. Τα πόδια κλωτσάνε ότι βρεθεί μπροστά τους. Τα χέρια σπαθίζουν με μανία τον αέρα. Νοιώθω θυμό και οργή. Ναι, αυτό νοιώθω.

Γράφω από το γραφείο τώρα. Δουλειά λιγοστή, νεύρα πολλά. Σκέφτηκα να φύγω, αλλά δεν έχω που να πάω. Να πάω σπίτι, δεν με περιμένει κανείς. Να πάρω τους δρόμους, δεν έχω προορισμό. Κλείνω απότομα το εμ ες εν, γιατί ένας γνωστός μου ευχήθηκε να περάσω καλά τούτες τις ημέρες και να τις χαρώ μαζί με τον Αρη. Παίρνω την απόφαση και ακυρώνω μ' ένα τυπικό μήνυμα την πρόσκληση ενός φίλου για αλλαγή πρωτοχρονιάς στο σπίτι του. Τηλεφωνώ και το ανακοινώνω στον Αρη. Εκείνος δεν λέει τίποτα. Ηθελε πολύ να πηγαίναμε μαζί, αλλά δεν μπορώ να κάνω τον ευτυχισμένο. Προτιμώ να είμαι αληθινός. Και τώρα ο Αρης, πού θα περάσει τη βραδιά εκείνη; Δεν έχω την απάντηση. Εγώ θέλω να πέσω για ύπνο από τις δέκα. Να τελειώνουν όλα όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Να ξυπνήσω το επόμενο μεσημέρι μόνος, χωρίς να έχω αποχαιρετήσει τούτη τη χρονιά. Δεν θέλω και δεν μπορώ να το κάνω. Πάω να πάρω έναν εσπρέσο από το ΜΑΠ*.

Ο καφές καίει τα χείλια μου. Τον βρίσκω πικρό και άγευστο. Κάποιοι αποχωρούν από το γραφείο ουρλιάζοντας "καλά χριστούγεννα". Κάνω δήθεν πως έχω δουλειά για να αποφύγω να πω κάτι, σκύβοντας πάνω από το κίμπορντ με μάτια θολωμένα. Φτερνίζομαι. Ενας διπλανός συνάδελφος είναι άσχημα συναχωμένος. Βουνό τα χαρτομάντηλα, λίγο πιο μακρυά από μένα. Ελπίζω να μην κολλήσω. Θα ήταν το τελευταίο που θα ΄θελα. Από την άλλη όμως σκέφτομαι θα ήταν το τέλειο άλλοθι για να μην εμφανιστώ πουθενά τούτες τις γαμο-μέρες. Σκέφτομαι και το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, που σχεδίασα να κάνουμε μαζί με με τον Αρη στις αρχές του Γενάρη. Δεν βρίσκω το λόγο γιατί να πάμε. Αγχώνομαι. Δεν ξέρω τι θα κάνω τελικά. Σκέφτομαι πως όλοι έχουν κάπου να πάνε. Η Αλίκη στο σπίτι του Αργους. Η Μπία βρίσκεται από μέρες στο Χιούστον. Μιλήσαμε μέσω τηλεφώνου αργά χθες το βράδυ. - βαριέται να γράφει στο εμ ες εν - με ρωτούσε τι γκάτζετ θέλω να μου φέρει. Μετράει τις μέρες να επιστρέψει πίσω. Δύσκολα και εκεί. Χιούστον γουί χαβ α πρόμπλεμ...

Σιωπή...

- Να μην ξεχάσω, φεύγοντας να φιλήσω τον διπλανό συνάδελφο - εκείνον με το συνάχι- και να του ευχηθώ "Καλά Χριστούγεννα"...

* Μηχάνημα Αυτόματων Πωλήσεων



Τελικά, μια μέρα μετά, την πλήρωσε το -πρώην- αγαπημένο λαστιχένιο πληκτρολόγιο...
Ως εδώ ήταν.

8 Νοεμβρίου 2008

Ανήμερα των Ταξιαρχών

Caro diario

Βρίσκομαι μόνος στο σπίτι. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Πάντα με δυσκολεύει ο ύπνος σε τούτη την πόλη. Είναι απόγευμα, με τον καφέ να έχει ήδη κρυώσει από ώρα στο φλυτζάνι. Από τα ηχεία του λάπτοπ, ακούω όπως πάντα κις εφ εμ Μυτιλήνης. Γράφω για πρώτη φορά από Θεσσαλονίκη. Και τις προηγούμενες που βρέθηκα εδώ, είχα τη δυνατότητα και τη θέληση να γράψω, αλλά δεν το έκανα. Ανήμερα των Ταξιαρχών. Σκέφτομαι ότι σαν σήμερα ξεκινούσε το πρώτο ταξίδι με τον Αρη. Αραγε εκείνος θα το θυμήθηκε; Πίσω στο 1998, πίσω στο δρόμο για το Πάππιγκο... Πότε πέρασαν τόσα χρόνια; Και σήμερα βρέθηκα να ταξιδεύω. Μόνος αυτή τη φορά και με διαφορετικό προορισμό.

Η πτήση θα ήταν καλή. Ο καιρός όμορφος, ότι έπρεπε για εκδρομή. Είχα χρόνια να ταξιδέψω με αεροπλάνο. Απολάμβανα την κάθε στιγμή. Μπήκα στο αεροσκάφος με την χειραποσκευή στην πλάτη. Βρήκα να κάθεται στη θέση μου, μια κοπέλα. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινες πως ήταν θεσσαλονικιά. Εχουν κάτι οι γυναίκες εδώ. Κάτι που τις ξεχωρίζει. Εναν αέρα, ένα ύφος. Ενα στυλ. Κυρίως αυτό! Της είπα ότι καθόταν στη θέση μου. Απάντησε κοφτά. "Οχι! Στη δική μου είμαι." "Οχι, δεν θα μου χαλάσεις τη διάθεση ηλίθια μούτζα..." σκέφτηκα, και πήγαν περίπατο όλα όσα σκεφτόμουν προ ολίγου για τις Θεσσαλονικιές. Ανταπάντησα ευγενικά. "Συγγνώμη, έχω εισιτήριο για τη θέση 22ΤΖΙ". "Με συγχωρείτε πολύ, έχω 22ΕΙ. Είμαι στο άλλο παράθυρο" και σηκώθηκε αμέσως για να πάει στη δική της θέση. Περνώντας δίπλα μου στο διάδρομο, μου έριξε ένα βλέμμα και όλα όσα πιστεύω για τις γυναίκες τούτης της πόλης, ξαναγύρισαν σε ένα χαμόγελο, που άφησα στα χείλη μου.

Είδα τον πρωινό ήλιο να λαμποκοπά στο δεξιό φτερό του αεροπλάνου, μόλις πήρε θέση για απογείωση πάνω στην τσιμεντένια πεδιάδα των Σπάτων. Σκέφτηκα ότι για αιώνες, εώς πριν λίγα χρόνια, στη θέση του τσιμέντου υπήρχαν αμπέλια και ελιές. Η ηχητική προειδοποίηση να κοιτάξουμε στις οθόνες με επανέφερε. Σε αυτές, μια αεροσυνοδός παρουσίαζε όσα πρέπει να κάνουν σε περίπτωση πτώσης του αεροπλάνου οι επιβάτες. Μου ΄ρθαν γέλια γιατί ενώ μιλούσε για σωσίβια και μάσκες οξυγόνου, εντούτοις είχε ένα σφιγμένο χαμόγελο λες και μας έδειχναν τις αποτυχημένες πρόβες από διαφήμιση οδοντόκρεμας.

Εννοιωσα ξανά εκείνη τη γλυκιά ζάλη, την ώρα της απογείωσης. Με μιας, αφήσαμε το έδαφος για να βρεθούμε ανάλαφροι στον αέρα. Η θάλασσα της Αρτέμιδας έτρεχε στα δεξιά. Είδα έως πέρα τη Βραυρώνα. Κοίταξα μπροστά. Επιτέλους η ώρα είχε φτάσει. Εγειρα το κεφάλι πίσω, έλυσα τη ζώνη, και αφέθηκα στο πέταγμα των σύννεφων.

6 Νοεμβρίου 2008

Αγριες ρεματιές

Caro diario

Βλέπω τα ρούχα του χειμώνα αραδειασμένα πάνω στο κρεβάτι, έτοιμα να κλειστούν στη βαλίτσα. Σάββατο πρωί πετάω για Θεσσαλονίκη. Ενα ταξίδι-ανάσα. Επιστροφή Τρίτη βράδυ. Μπακ του μπλακ. Από Τετάρτη ξανά στο γραφείο. Τώρα, ακόμη και η προσμονή του ταξιδιού δεν αρκεί για να με ηρεμίσει. Δεν με χωράει ο τόπος. Οσο πλησιάζει το μαγικό Σάββατο, τόσο η πίεση της δουλειάς χτυπά κόκκινο συναγερμό. Προκαλεί εντάσεις με τον Αρη. Πρώτα το ξέσπασμα. Μετά η σιωπή...

Μπήκα στο άδειο σπίτι και έτρεξα να φτιάξω καφέ. Δεν ήθελα να πιω. Ηθελα με κάτι να απασχολήσω το μυαλό μου. Κάτι ευχάριστο και χαλαρό. Εβαλα το ποτήρι με το νερό, στο φούρνο. Γύρισα το χρονοδιακόπτη. Ανοιξα το ντουλάπι. Πήρα το κουτί στα χέρια μου, το άνοιξα και κοιτάζοντας μέσα του είδα στον πάτο την αλλοιωμένη μου μορφή. Στην άκρη υπήρχαν μόνο μερικοί κόκοι καφέ. Τράβηξα με δύναμη το καλώδιο από την πρίζα. Πέταξα το κουτί στον άδειο κάδο. Εφυγα αφήνοντας την πόρτα στο ντουλάπι ανοιχτή...

Ξάπλωσα μήπως ησυχάσω, αλλά μετά από λίγο άφησα το κρεβάτι για το μπάνιο. Εμεινα για ώρα αναποφάσιστος αν ήθελα να πληθώ. Γύρισα στο πλάι και έπιασα να ξυρίζομαι. Με δύναμη για να με πονέσω. Κοίταξα το πρόσωπό μου. Είδα αυλακιές βαθειές σαν άγριες ρεματιές. Βρέθηκα μέσα τους με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σε έκταση, όταν φυλλωσιές άρχισαν να μεγαλώνουν και να με κυκλώνουν. Σκαρφάλωσαν γρήγορα πάνω μου, με ακινητοποίησαν. Σε λίγο έννοιωσα να βγάζω ρίζες που γρήγορα θα απλώνονταν στα καφετιά πλακάκια του μπάνιου. Σκοτείνιασε η πλάση. Το φεγγάρι χάθηκε μέσα σε έναν πυκτό, πράσινο ουρανό. Ηθελα να φωνάξω αλλά οι κραυγές που έβγαλα ήταν σε μια άγνωστη γλώσσα, που κανείς δεν θα καταλάβαινε. Κανείς... Βρέθηκα τρομαγμένος στο κρεβάτι. Μόνος. Τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σε έκταση...

Η ώρα πέρασε. Σκοτείνιασε παντού. Εξω από το παράθυρο, το φεγγάρι μισό, ανεβαίνει και απόψε στον ουρανό, ψάχνοντας απεγνωσμένα για το άλλο του μισό. Να ενωθούν σε ένα, να λάμψουν και να διώξουν το σκοτάδι. Ρίχνω τη ματιά μου πάνω στο κρεβάτι. Τα ρούχα ακόμα φύρδην μίγδην απλωμένα πάνω του. Κάτω, αδειανή η μπορντώ βαλίτσα. Με περιμένει...

29 Οκτωβρίου 2008

Αδειο απόγευμα

Caro diario

Εχω ξανά την ανάγκη να γράψω. Να κάνω κάτι για να διώξω τις σκέψεις μου και να βρω άλλες να τις ρίξω στο κενό. Κάτι για να απασχολήσω το μυαλό μου. Είμαι μπροστά από ένα φλυτζάνι αχνιστού καφέ. Το κοιτάζω παρατηρώντας τη λεπτή δυσδιάκριτη στήλη αρωματικού καπνού να ανεβαίνει και να χάνεται μπροστά από το λευκό της οθόνης. Το κίτρινο φως της λάμπας από τ' αριστερά μου φωτίζει περίεργα τα αντικείμενα του γραφείου. Τα δύο ποτήρια με τα παλιά στυλό και τα μολύβια με τις σπασμένες μύτες, να σημαδεύουν το ταβάνι. Υπάρχουν εκεί μέσα, ένας μικρός χάρακας, δύο κοπίδια, το θερμόμετρο από τον καιρό των πυρετών, ακόμα και το δερμάτινο βραχιόλι, που αγόρασα τον Ιούνιο στη Χιλιαδού. Πιο πέρα σβηστή η γουέμπ καμ των 1.3 περιμένει την ώρα που θα ανοίξει για να με στείλει μέσα σε μια άλλη οθόνη και απεκεί, μέσα σε άλλα μάτια. Αριστερά στο λαστιχένιο μου πληκτρολόγιο, ένα μικρό, ξεραμένο μπαλάκι ψωμιού, λάφυρο από το τραπέζι της κουζίνας. Τη μανία μου αυτή με τα μπαλάκια, ακόμα δε λέω να την σταματήσω. Πίσω του οκτώ άδειες μπαταρίες ΑΑ περιμένουν την ώρα να ανακυκλωθούν. Σκέφτομαι ότι όλοι κάτι περιμένουμε και αν δεν έχουμε κάτι πρέπει να βρούμε να περιμένουμε. Ακόμα και το χρόνο...

Προσπαθώ να θυμηθώ την ατάκα της Λέχου για τον χρόνο, στο "Αυστηρώς κατάλληλο", που είδαμε χθες με τον Αρη. Δυσκολεύομαι να το κάνω όμως. Ηταν κάτι μελαγχολικό πάντως, κάτι σαν ότι ο χρόνος σκοτώνει τα πάντα, ακόμα και τον Ερωτα. Το αφήνω για τις εικόνες που έρχονται ξανά μέσα μου. Εικόνες ενός χαλαρού βραδυνού εθνικής γιορτής, με βόλτα για καφέ και κινηματογράφο. Πρόσωπα, λόγια, γέλια, σιωπές, χειρονομίες ενός πλήθους, που χθες μου φάνηκε κάπως ήσυχο. 'Η μήπως φοβισμένο;

Γυρίζω αργά το κεφάλι μου δεξιά, προς το παράθυρο. Οι λεπτές κουρτίνες αφήνουν το τελευταίο φως να αποχαιρετήσει τη μέρα, σαν απεγνωσμένοι εραστές πάνω στο κρεβάτι μου. Σε λίγο θα τους χωρίσει η νύχτα. Το ξέρουν πως έτσι πρέπει να γίνεται, όπως ξέρουν επίσης, πως θα έρθει η στιγμή που θα σμίξουν και πάλι. Ζυγώνει...

Δεν θέλω να σταματήσω να γράφω. Φοβάμαι... Σκέφτομαι να πάω να κοιμηθώ. Από τώρα, έως το πρωί. Να κλείσω τα μάτια, να ενωθώ με τα σκοτάδια μου. Εκεί, κάτω από την κουβέρτα. Χωρίς ανάσα. Εγώ και ο φόβος...



20 Οκτωβρίου 2008

Στο γύρισμα της τύχης

Caro diario

"Ας φύγουμε μακριά από τα πάθη ετούτης της αφιλόξενης γυμνής γης. Μια νέα πατρίδα ανοίγεται στην αγάπη μας. Εκεί, μέσα σε παρθένα δάση, ευωδιαστά από τα άνθη, εκστασιασμένοι από ευτυχία θα ξεχάσουμε τον κόσμο" *

Γράφω μπροστά από μια κούπα καφέ, που έχει κρυώσει από ώρα. Αισθάνομαι ήδη πολύ καλύτερα, αφού τα 1000 μιλιγκράμ αντιβίωσης ημερησίως προφανώς έκαναν θραύση. Η αυριανή απεργία μου φέρνει μια αίσθηση χαλαρότητας, μετά την κοπιαστική δουλειά του Σαββατοκύριακου, το οποίο τέλειωσε βλέποντας μαζί με τον Αρη το "Ματς πόιντ" από το κρεβάτι.

Πάντα είχα μια αποστροφή για τις κινηματογραφικές εμμονές του Γούντι. Ομως την ταινία χθες την είδα απνευστί. Καταρχήν μπορεί να ευθύνεται η διάθεσή μου. Mετά, η ατμόσφαιρα του Λονδίνου και το φινάλε που θύμιζε κάτι από Πατρίτσια Χάϊσμιθ. Ισως το οπερετικό της σάουντρακ. Ισως πάλι και μόνο το θέμα: Νόμιμοι έρωτες, παράνομοι έρωτες, πάθος και τρέλα - στους δεύτερους πάντα εννοείται - απόγνωση, αποφάσεις με γνώμωνα το συμφέρον, μοιραίες πράξεις και μια εσωτερική τιμωρία ως φινάλε, αποτέλεσμα "καλής τύχης". Ο Αρης πρότεινε κινηματογραφική έξοδο για απόψε και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν το "Μπαρτσελόνα". Τόσο με επηρέασε το χθεσινό. Αλλά πάλι, δύο Γούντι-δες απανωτά; "Ας το αφήσουμε Αρη, δεν έχει τίποτα της προκοπής να δούμε..."

Σήμερα έμαθα ένα νέο, ένα πολύ ευχάριστο νέο, για έναν αγαπημένο μου και είμαι χαρούμενος και ναι, ευτυχισμένος, γι' αυτόν. Δεν ξέρω αν όλα στη ζωή, είναι θέμα τύχης, όπως διαπραγματεύεται η ταινία του Γούντι, αλλά πάντα πίστευα ότι πολλά, αν όχι τα περισσότερα, από τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή μας, είναι τελικά ένα παιχνίδι στην κόψη μεταξύ της τύχης και της ατυχίας. Ο τρόπος που γνωριστήκαμε για παράδειγμα, είναι μια απόδειξη για τη θεωρία αυτή. Και μετά είναι ευτύχημα αν μπορείς να βλέπεις, πρώτα, και στη συνέχεια να ερμηνεύεις σωστά, τα σημάδια που έρχονται συνεχώς γύρω σου. Τα καλά και τα κακά. Τα πρώτα τα ακολουθείς τα δεύτερα τα αποφεύγεις. Τύχη-Ατυχία, Καλό-Κακό. Μα κυρίως να πιστεύεις ότι αυτό, που επιθυμείς, αυτό που ζητάς, θα σου συμβεί. Και στο τέλος μπορείς ν' αναφωνίσεις "Στο έλεγα, στο έλεγα, στο έλεγα!!"

Τελικά, η χαρά μου με οδήγησε να γράφω άλλα, από όσα αρχικά ξεκίνησα να γράφω (*), αλλά δεν πειράζει. Στη χαρά άλλωστε, μπορείς να συγχωρείς πιο εύκολα.


- Oμορφη μέρα, καλό ξαφνικό...


* Η Αϊντα στην Γ' Πράξη. (-Λόγια ειπωμένα)

14 Οκτωβρίου 2008

Aλλοτινό...

Caro diario

Η μέρα μουντή κρεμιέται βαριά, έξω απ' το παράθυρο. Ενα κομμάτι ήλιου-αντάρτη παίζει μέσα στο φλιτζάνι με το τσάι. Το κοιτάζω με τα μάτια πυρακτωμένα από μια ίωση. Τα χείλια μου ξερά θα ήθελαν να σμίξουν με τα άλλα, για να ξεδιψάσουν. Ενα κορμί κατάκοπο προσπαθεί να σταθεί στην καρέκλα. Αντιστέκομαι να ρίξω ακόμα μια δόση οτριβίν στα ρουθούνια μου. Αντιστέκομαι να πάω πάλι για κατούρημα. Με τόσα υγρά, χυμούς και τσάγια, έχω κάνει πάνω από τέσσερις φορές τη διαδρομή, γραφείο-wc. Κοιτάζω το ρολόι στο τασκ μπαρ και μετράω το χρόνο. Χρόνος να γυρίσεις, χρόνος να φύγω...

Θα ήθελα να μιλούσα με τη Μπία, με κάποιον τέλος πάντων αλλά δεν υπάρχει κανείς διαθέσιμος τέτοια ώρα. Και τις άλλες ώρες δηλαδή, τα ίδια είναι. Αναρωτιέμαι πόσο μόνος είμαι. Στη δουλειά επικρατεί μια επιφανειακή ησυχία, αλλά κάτι αισθάνομαι να έρχεται αλαλάζον προς το μέρος μου για να φέρει ανατροπές. Με μεγάλο κόπο κάνω πια και τα βασικά. Απλά να μην εκτεθώ. Είμαι κουρασμένος από την καθημερινότητα. Ισως φταίει το ότι δεν κάναμε διακοπές. Ισως... Μια ελπίδα μακρυνή με καλεί και πάλι...

Το σαββατοκύριακο πήγαμε με τον Αρη ως το Ναύπλιο. Το Σάββατο κάναμε το τελευταίο μας - όπως όλα δείχνουν - μπάνιο στη θάλασσα. Ηταν έρημα. Ελάχιστοι άνθρωποι στην παραλία. Κανείς δεν ήταν μέσα στο νερό. Περπατήσαμε ξυπόλυτοι στην αμμουδιά για να φτάσουμε στο άκρο, εκεί, κάτω από τους βράχους. Απλώσαμε τις πετσέτες μας και αφεθήκαμε γυμνοί στα χάδια του ήλιου. Που και που κάποιο θαλασσοπούλι, περνούσε ρίχνοντας δίπλα μας τη φευγαλέα του σκιά. Εκεί αποχαιρετήσαμε το καλοκαίρι.

Το βράδυ κάναμε μια βόλτα στην παλιά πόλη. Φάγαμε και γυρίσαμε νωρίς. Την Κυριακή μας την αφήσαμε να κυλήσει ως αργά στο κρεβάτι. Στις 11.30 πίναμε τον καφέ μας στο "Αλλοτινό", ενώ τα πρώτα σημάδια της ίωσης με κύκλωναν απειλητικά. Ψωνίσαμε από το "Μεγάλο Κατάστημα" και χαζέψαμε στα σοκάκια τους αμερικανούς τουρίστες που είχαν ξαμολυθεί από κάποιο κρουαζιερόπλοιο. Ωσπου να γυρίσουμε το βράδυ στο σπίτι, είχα ήδη αρρωστήσει. Επεσα νωρίς στα ρούχα, αφού πρώτα έψαξα για μια κουβέρτα. Κοιμήθηκα βλέποντας όνειρο ότι έκανα τσατ στο εμ ες εν...

Βρίσκομαι πια στο τέλος της μέρας να γράφω απέναντι από ένα μισοφαγωμένο πράσινο μήλο. Πιο δίπλα στέκεται μια σακούλα γεμάτη φάρμακα. Εχω μόλις γυρίσει από τον γιατρό. "Ιωση, ωστόσο βλέπω και μια φλεγμονή στο ιγμόριο." Με ακροάστηκε χωρίς να νοιώσω την παγωμάρα του στηθοσκόπιου. Επιασε και έγραφε αντιβιωτικά, αντιφλεγμονώδη, αντιπυρετικά σιρόπια, σπρέι... Γέμισε τη σελίδα στο βιβλιάριο. Μαζί και μια τριήμερη αναρρωτική άδεια. Δεν ξέρω πως θα το πάρει ο "μεγάλος" τώρα αυτό... Οπως και να το πάρει εγώ προβλέπω να δουλεύω από το σπίτι.

Διαβάζω τις οδηγίες για το πρώτο σιρόπι... "Αύξηση του κίνδυνου για έμφραγμα του μυοκαρδίου και εγκεφαλικό επεισόδιο". Κλείνω τα μάτια και καταπίνω μια κουταλιά της σούπας. Πίνω και την αντιβίωση. Αυτή τη φορά χωρίς να διαβάσω τίποτα. Πικράθηκα. Τα μάτια αρχίζουν να καίνε πάλι. Ψάχνω για το θερμόμετρο. Στην καρδιά όμως καίγομαι περισσότερο...

9 Σεπτεμβρίου 2008

Προς αναχώρηση

Caro diario

Η νύχτες κρατάνε παραπάνω πια, σημάδι ότι το καλοκαίρι είναι έτοιμο να μας εγκαταλείψει. Βγαίνοντας κάθε πρωί από το σπίτι, τα φώτα είναι ακόμα αναμένα στις κολώνες των δρόμων. Μέχρι να φτάσω ένα στενό πιο κάτω, έχουν κιόλας σβήσει. Το σκοτάδι ωστόσο παραμένει. Αναρωτιέμαι πότε θα υπάρξουν εκείνα τα λευκά φωτοστέφανα του χειμώνα γύρω από τους λαμπτήρες. Βάζω το χέρι στα τυφλά μέσα στην τσάντα μου και ψάχνω για τα γυαλιά του ηλίου. Δεν θυμάμαι να τα έχω πάρει μαζί μου.

Η μέρα - στο γραφείο τουλάχιστο - κοντεύει να φτάσει στο τέλος της. Μια ώρα ακόμα το πολύ. Εξω κάνει ζέστη ακόμα. Ανοιξα μια χαραμάδα στο παράθυρο να με χτυπήσει στο πρόσωπο. Οσες εκρεμότητες βρήκα επιστρέφοντας από την άδεια μου, τις έχω τελειώσει. Τα πράγματα έχουν βρει ξανά τη ροή τους. Οι μέρες κυλάνε ήσυχα. Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε στο Φθινόπωρο. Ο ήχος από τη σειρήνα μιας πυροσβεστικής, κάτω στο δρόμο ανεβάζει την ένταση.

Προχθές κιόλας είμασταν με τον Αρη, στο Αργος. Πήγαμε μετά από καιρό στης Αλίκης, στο σπίτι με το όμορφο περιβόλι. Η φίλη μας, μάς εξήγησε ότι το νερό στην περιοχή τελειώνει και σε λίγο καιρό τα χωράφια θα έχουν γίνει έρημος. "Το να έχουμε δυό γλάστρες στην αυλή, θα είναι αμάρτημα." Μείναμε μερικές μέρες εκεί, προσπαθώντας να κάνουμε πάλι διακοπές. Επειδή ξεκουραστήκαμε, επειδή ίσως κάναμε τα μπάνια μας στο Ναύπλιο, επειδή βγήκαμε για βόλτες και ποτό τα βράδια, καταλήξαμε στην επιστροφή, πως μας άρεσε. "Τελικά, καλά κάναμε και ήρθαμε, ε;" Απάντησα με ένα ξερό: "Ναι, καλά ήταν", που χάθηκε μάλλον στους θορύβους της Εθνικής οδού.

Μαζί με εμάς επέστρεψαν στο γραφείο και όλοι όσοι έλειπαν. Είμασταν οι τελευταίοι αδειούχοι. Η καθημερινότητα έχει ήδη πέσει βαριά επάνω μας, έτοιμη να μας σκεπάσει. Κοιτάζω φωτογραφίες από τα πρακτορεία. Το Λονδίνο χτίζει το Ολυμπιακό του Στάδιο. Αν το ονομάσουν και έτσι, δεν έχω μάθει. Πάντως σίγουρα θα σκεφτούν μια καλύτερη τελετή έναρξης από εκείνη του Πεκίνου. Προχωράω στην επόμενη σελίδα. Αθλητές με ψεύτικα πόδια και κομμένα χέρια προσπαθούν να τρέξουν και να κολυμπήσουν. Μένω λίγο παραπάνω με το βλέμμα σε μια φωτογραφία. Ο κολυμβητής να πέφτει στο νερό, το "πόδι" του όμως να μένει στο βατήρα...

Σε λίγο θα βρίσκομαι σπίτι. Αποκαμωμένος θα πέσω στο κρεβάτι. Τα μάτια στο λευκό ταβάνι, θα κοιτάνε αλλά δεν θα βλέπουν. Θα νυστάζω, αλλά δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Θα ανοίξω την τηλεόραση. Πασπάτης και Ποντίκης, Λαμπίρη και Δρούζα. Θα βαρεθώ μετά από λίγο. Ενας καφές ίσως μου κάνει καλό. Θα σηκωθώ να τραβήξω για την κουζίνα. Μέχρι να επιστρέψω στο πισί, το φως της μέρας θα τελειώνει. Θα ανοίξω το εμ ες εν. Θα χαθώ μέσα του...




* Δεν ξέρω αλλά αυτό το τραγουδάκι πολύ μ΄άρεσε!

28 Αυγούστου 2008

Η κούκλα στο νερό

Caro diario

Ζυγώνει εννέα. Εχω ξυπνήσει εδώ και ώρες. Αν και σε άδεια, δεν μπορώ να κοιμηθώ ως αργά το πρωί. Ούτε καν να μείνω στο κρεβάτι. Η συνήθεια δύσκολα φεύγει... Ηδη ο καφές στο μεγάλο γαλαζωπό ποτήρι μου, έχει τελειώσει εδώ και ώρα. Πρώτη μέρα μετά την επιστροφή από τις κοινές "διακοπές" με τον Αρη. Η μέρα θα μπορούσε να μας έχει βρει στο νησί, αλλά χθες γυρίσαμε πίσω. Δυο μέρες αντέξαμε. Δυο μέρες μόνο...

Αισθάνομαι άδειος. Ενα κενό υπάρχει μέσα μου, γύρω μου, παντού. Δεν με χωρά ο τόπος. Είναι από τις φορές που όλα γύρω σου τα βλέπεις να αλλάζουν, να μετασχηματίζονται. Δεν προλαβαίνεις τα γεγονότα. Από το ένα στο άλλο. Πέφτεις, πέφτεις, πέφτεις... Μου έρχεται στο μάτια η τελευταία φωτογραφία που τράβηξα χθες στο νησί. Ολες κι όλες πέντε ή έξι. Σε καμιά εμείς. Αδιάφορα τοπία και τουριστική ματιά.

Επεσε το βλέμμα μου απάνω της, περιμένοντας το καίκι να μας περάσει απέναντι. Ηταν μια μικρή λάμψη στα νερά. Κοντοστάθηκα. Ο Αρης είχε προχωρήσει μπροστά. Τον είδα να με καλεί εκνευρισμένος σηκώνοντας το χέρι του στον αέρα. Γύρισα όμως το βλέμμα σε αυτό, που άστραφτε στα ρηχά της παραλίας, πίσω από την μικρή προβλήτα του λιμανιού. Πρόσεξα καλύτερα. Ναι, ήταν μια παιδική κούκλα, γυμνή από ρούχα, που γυάλιζε στο νερό από το πρώτο φως του ήλιου. Εστίασα με τον φακό. Την κράτησα για πάντα, με ένα κλικ. Είχε φτάσει η ώρα να συναντηθούμε και πάλι...

Ηταν πρωί, ήταν του Αι-Νικόλα. Το καίκι έσκιζε αργά τα διάφανα νερά του Ευβοϊκού, καθώς είχε ρότα για το μικρό ξερονήσι με την άσπρη εκκλησία στην άκρη. Η μάνα μου με κρατούσε σφιχτά δίπλα της. Κάθε τόσο γύριζε και μου χαμογελούσε. Εδειχνε ευτυχισμένη. Την έβλεπα καθώς ο πρωινός αέρας τής έριχνε τα μαλλιά στο πρόσωπο. Ηταν όμορφη, ήταν νέα. Κοιτούσα μια στην μεριά της για ασφάλεια και μια στα νερά. Και τότε την είδα, καθώς η βάρκα περνούσε από δίπλα της εκείνο το Μαγιάτικο πρωινό. Μια κούκλα στο βυθό. Γυμνή σάρκα από πλαστικό. Τα ξανθά μακρυά μαλλιά "ανέμιζαν" με την κίνηση των νερών. Είχε τα μάτια κλειστά, όπως όλες οι καθώς πρέπει κούκλες, που ήξερα ότι τα κλείνουν όταν πλαγιάζουν... Καθώς η βάρκα περνούσε αργά από δίπλα της, τα βλέφαρα άνοιξαν. Δυο γαλάζια μάτια, που η θάλασσα τα 'κανε ακόμα πιο γαλάζια, γύρισαν και κοίταξαν μέσα στα δικά μου. Τρόμαξα. Το θέαμα μου είχε φανεί φρικτό. Επεσα στην αγγαλιά της μάνας μου, που απορημένη προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Εβαλα το πρόσωπο στα σκοτάδια του φουστανιού της για να διώξω την εικόνα. Ακόμα και η ζεστασιά της μάνας όμως δεν ήταν αρκετή. Δεν έλεγε να φύγει από μέσα μου εκείνο το παγωμένο βλέμμα. Δεν θα έφευγε ποτέ. Εβαλα τα κλάματα. Δάκρυα πιο αλμυρά από την θάλασσα, γεύτηκαν τα χείλια μου. Από τις απέναντι θέσεις μια γριά με λειψά τα δόντια φώναζε σαν υστερική "Μάτι, μάτι... Θα το ξεματιάσω εγώ το μωρό."

Από τότε περίμενα πάντα τη στιγμή που θα συναντιώμουν ξανά με κείνη την κούκλα. Νομίζω και αυτή το ίδιο περίμενε. Τη στιγμή, που θα ερχόνταν ξανά στα μάτια μου. Το ήξερα πως θα έρθει. Πάντα είχα το φόβο εκείνο ανάκατο με μια αλλόκοτη προσμονή. Από τότε θυμάμαι να ρίχνω κλεφτές, φοβισμένες ματιές στους βυθούς. Την έψαχνα για να μου φανερώσει κάτι. Και ας με φόβιζε ακόμα. Ας ήξερα ότι δεν θα ήταν για καλό. Τότε μόνο θα μάθαινα γιατί με φόβισε εκείνο το παλιό πρωινό... Τώρα νομίζω ότι ξέρω.

19 Αυγούστου 2008

Πώς;

Caro diario

Ο χρόνος αργοσέρνεται στο διάβα της μέρας. Ρίχνω τη ματιά μου ενάγυρω στα γραφεία. Σιγά σιγά γεμίζουν και πάλι. Τα τηλέφωνα αρχίζουν να χτυπάνε όλο και πιο συχνά. Οι δρόμοι έπαψαν να είναι έρημοι πια. Eνας άλλος δρόμος. Ενα μικρό αγγάλιασμα, ένα φευγαλέο φιλί. Αυτή η εικόνα έρχεται στα μάτια ξαφνικά. Ενα ταξίδι. Ενας προορισμός. Ο χρόνος σταματά, για να γυρίσει πάλι πίσω. Ενα τελευταίο βλέμμα. Χάνεσαι, χάνομαι...

Κοιτάζω τα δέντρα έξω από το σκονισμένο παράθυρο. Σχεδόν ασάλευτα. Ή μήπως όχι; Προσέχω τις νωχελικές κινήσεις τους στο μεσημέρι. Ανοίγω λίγο το παράθυρο. Αφήνω τον αέρα να μπει στο χώρο. Τον ακούω να γυρίζει δίπλα μου, να με κυκλώνει. Σαγήνη. Τον αναζητώ πάνω στο δέρμα. Τον φέρνω μέσα μου, λαίμαργα. Θέλω να μείνει για πάντα εκεί.

Ολα, μου φαίνονται βουνό. Εκκρεμότητες συσσωρεύονται γύρω μου. Δεν έχω διάθεση για δουλειά. Δεν έχω κι όλας. Κουβέντες ρίχνονται στο εμ ες εν. Γυρίζουν άλλες πίσω. Σκέψεις ενώνονται. Ισως ποτέ δεν χώρισαν. Το καλοκαίρι φεύγει, κυλάει όπως ο ιδρώτας στο κορμί μας. Το γευτήκαμε αρκετά άραγε, για να αντέξουμε; Tι έχει απομείνει ακόμα; Τι να περιμένουμε; Πέρα, δυο σημάδια φωτεινά μας καλούν. Ναι, είναι μακρυά, αλλά είναι μπροστά μας. Μια ελπίδα. Δυο ελπίδες.

Νομίζω πεινάω. Πίνω μια γουλιά ενός καφέ, που έχει χάσει εδώ και ώρες το άρωμά του. Θέλω νερό, να διώξει την άσχμημη γεύση του. Το σκέφτομαι όμως για να σηκωθώ και να πάω ως τον ψύκτη. Τελικά αποφασίζω πως δεν διψάω πια. Προσπαθώ να σκεφτώ, που θα ήθελα να βρισκόμουν τώρα. Πιάνω να υπολογίζω σε πόσες μέρες θα πάμε με τον Αρη διακοπές. Λιγότερες από μιας εβδομάδας. Ξαφνικά αγχνώνομαι γιατί ακόμα δεν γύρισα καλά καλά και πρέπει να ετοιμάζομαι πάλι. Θέλω;

Ο ήχος ενός τζιτζικιού φτάνει από μακρυά ως τα αυτιά μου. Η ζέστη πολιορκεί με δύναμη την πόλη. Τα μάτια μου βάρυναν. Στο εμ ες εν, καμιά απόκριση εδώ και ώρα. Κάποιος, από τα πέρα γραφεία βάζει να ακούσει μουσική. Συναντιόμαστε στον αέρα. "Πώς να βγω και, πώς να βγω και να περπατήσω τα λόγια του, τα λόγια του να θυμηθώ; Με το φεγγάρι πώς, αχ πώς να τραγουδήσω με το φεγγάρι πώς να παρηγορηθώ;"


18 Ιουλίου 2008

Στους δρόμους της ζέστης

Caro diario

Οι μισόκλειστες περσίδες, χαρακώνουν την γκρίζα επιφάνεια του γραφείου. Οι πρώτοι αδειούχοι έχουν ήδη φύγει, μεταξύ αυτών και ο Αρης, που βρίσκεται σχεδόν μια εβδομάδα τώρα στο πατρικό του. Μιλάμε από το τηλέφωνο, μερικές φορές μέσα στη μέρα. Είμαι σίγουρος πως έχει βαρεθεί. Περιμένει απλά να περάσουν και οι υπόλοιπες μέρες της άδειάς του. Από Δευτέρα ξανά στην τρέλλα της Αθήνας και μια καινούρια αναμονή για την κοινή μας εξόρμηση, εκεί γύρω προς τις εσχατιές του καλοκαιριού. Προηγουμένα θα έχω λείψει και εγώ μερικές μέρες, ανηφορίζοντας ξανά προς Θεσσαλονίκη. Το μυαλό μου γυρίζει ήδη σε διάφορα μέρη για την επόμενη άδεια, ρωτώ φίλους για προτάσεις και προορισμοί ανασύρονται από παλιές μνήμες... Τη μια βρισκόμαστε στη Σαμοθράκη, την επόμενη στη Γαύδο και τη Χρυσή. Ισως τελικά καταλήξουμε κάπου στη μέση. Μια ιδέα σήμερα έπεσε για Ελαφόνησο.

Εκτός του Αρη, λείπουν και μερικοί φίλοι από το εμ ες εν, επίσης για διακοπές και πολλές φορές νοιώθω απίστευτη μοναξιά. Η Μπία έχει εξαφανιστεί για μια ακόμα φορά από τη ζωή μου, με εκείνες τις μέχρι παρεξηγήσεως, απουσίες της. Σχεδόν έχει εξαντλήσει την υπομονή μου. Αναρωτιέμαι γιατί να συμβαίνει, κάθε φορά που την χρειάζομαι να μην μπορώ να την βρω. Αποφάσισα να μην την αναζητήσω στα τηλέφωνα, να μην στείλω κανένα μήνυμα, να μην την ξυπνήσω στι 1 το πρωί. Με την Μπία είτε θα μιλάμε για ώρες κάθε μέρα, είτε θα εξαφανίζεται. Φίλη α λα καρτ.

Στο γραφείο καταπολεμώ την μοναξιά των ημερών με την εργασία. Στο σπίτι όμως δεν με χωράει ο τόπος. Κάποια μέρα συνειδητοποίησα, ότι είχα πολλά χρόνια να μείνω τόσο μόνος. Είδα την καλή πλευρά του πράγματος. Μια ευκαιρία να κάνω πράγματα που αμελούσα ή που δεν μπορούσα να κάνω. Συνάντησα για πρώτη φορά, γνωστούς ετών από τα τσατ, βγήκα για φαγητό και ποτό με άλλους και προγραμμάτισα επισκέψεις για καφέ σε σπίτια e-φίλων. Ο Αρης αναρωτήθηκε χθες γιατί δεν περίμενα να τα κάνουμε αυτά μαζί...

Χτες φεύγοντας από τη δουλειά, σκέφτηκα να κατέβω ως το κέντρο της πόλης. Η ιδέα να γυρίσω σπίτι με εκνεύριζε επικίνδυνα. Πήρα τους δρόμους της ζέστης. Μετά χώθηκα με ανακούφιση στα σκοτεινά λαγούμια του μετρό. Κάθησα στις ροζ καρέκλες των συρμών - που ακόμα αρνούνται να φθαρούν- κατέβηκα σε προηγούμενο σταθμό, για να νοιώσω γρήγορα και πάλι την πόλη πάνω μου. Κλεισμένος οκτώ και πλέον ώρες στην κλιματιζούμενη ατμόσφαιρα του γραφείου, χάνω την επαφή με τον έξω κόσμο. Μπήκα σε ένα κατάστημα οπτικών και διάλεξα καινούρια γυαλιά οράσεως. Εφτασα λίγο μετά, στο Χόντος Σέντερ και αγόρασα 3 σώβρακα - έτσι για το καλό των εκπτώσεων- που κόστησαν μόνο... 65 ευρώ. Μπήκα ξανά στο μετρό για να κατέβω μετά από τρεις στάσεις. Περπάτησα μέχρι το Lizard. Ηθελα να δω το χώρο για εκείνο το πίρσινγκ, που από καιρό γυρόφερνε το μυαλό μου. Τελικά έφυγα με ένα σκουλαρίκι στο αυτί...

Κοντεύει δύο η ώρα. Ο δεύτερος καφές τέλειωσε πριν λίγο, ενώ το κινητό δεν έχει χτυπήσει ακόμα... Και άλλοι συνάδελφοι με αποχαιρετούν, φεύγοντας για την καλοκαιρινή τους άδεια. Δεν ξέρω τον λόγο, αλλά δεν μπορώ να με φανταστώ - ακόμα τουλάχιστο- να φεύγω και εγώ για διακοπές. Aπόψε πάντως έχει πανσέληνο...





Εχει πανσέληνο απόψε και είναι ωραία
είναι αλλοιώτικη η σιωπή χωρίς παρέα...

1 Ιουλίου 2008

Η μέρα

Caro diario

Η μέρα χάραξε, χαμογέλα μου
οδηγείς για τη δουλειά
σε σκέφτομαι και εγώ τρελλά
το κινητό να' το, σου χτυπά
διαβάζεις και γελάς

Η νύχτα φεύγει, άξξιγε με
ο ήλιος βγαίνει, φίλησέ με

πριν φτιάξεις τον καφέ
θα 'μαι εκεί, όπως και χθες
όταν θα τρέξεις να με δεις
"καλημέρα" να μου πεις

Ομορφη μέρα , της αγάπης τρέλλα
Κοίταξέ με λίγο πάλι, χαμογέλα

Πριν πιάσω να δουλεύω
εσένα σκέφτομαι, σου λέω
ο ήλιος βγαίνει, ξυπνά η πόλη
πως να χωρέσω σε δυο ζωές
την αγάπη μου όλη;

τ΄αστέρια φύγαν, μα εγώ σε είδα
ήσουν στ' όνειρο μου, η ζωή κι ο θανάτος μου

Σαν το ποτάμι η μέρα τρέχει
έρχεσαι, γράφεις, φεύγεις
Την ώρα που οι σιωπές γίνονται φωνές
πως να χωρέσει η χαρά
σε δυο γραμμές;

Κοιτάζω το ρολόι - κύλησε η ώρα
έξω βρέχει - μα τι με νοιάζει τώρα

Το βήμα ανοίγω σπίτι για να φτάσω
να τρέξω με λαχτάρα να σε ψάξω
σ΄ ένα παράθυρο μαζί σου να πετάξω
και μετά δεν με νοιάζει,
τι και αν κλάψω;

Δεν κατάλαβα το πως, αλλά είσαι εδώ μαζί μου
Στο σκοτάδι φάνηκες σαν φως, καλώς ήρθες στη ζωή μου

Πόσο γρήγορα περνά μαζί σου η ώρα
Πήρε βράδιασε και σου μιλώ ακόμα
Μου γράφεις "σ' αγαπώ" και διώχνεις τον χειμώνα
Σαν άνεμος απ' τον βοριά
φυσάς γλυκά στο σώμα

Τι και αν δεν θα 'μαστε ποτέ μαζί
εγώ θέλω στα όνειρα μου εσύ να ζεις
είσαι όλα, είσαι ένας ή κανείς
της άνοιξης αγάπη, καλοκαίρι της ζωής

Δεν πίστευα ότι στη ζωή μου θα υπήρχες
έρχεσαι σαν όνειρο τρελλό τις νύχτες
ζεστών καρδιών δυο κρυφές αλήθειες
γιορτάζω σαν παιδί
απ' τη μέρα που 'ρθες

Δυο καρδιές που χτυπάνε χωριστά
δυο φωνές που λυγίζουν μακρυά
"καληνύχτα" λες και το δάκρυ σαν κυλά
το χαμόγελό σου έχω να το κοιμήζω αγγαλιά...

Ναυαγός πάνω στο σεντόνι μου να γίνεις ένα βράδυ


να ΄ρθεις να σε τυλίξω μες το ζεστό μου χάδι


Οι νύχτες μακρυά σου λίγο λίγο με τελειώνουν


χαράματα με βρήκαν πάλι κι ώρες με σκοτώνουν



Οι ναυαγοί του έρωτα μονάχοι βγήκαν στο νησί


Καρδιά το είπανε κι είχε αμμουδιά ζεστή


Οι ναυαγοί των σεντονιών δεν έχουν "θέλω" και "μπορώ"


έχουν δύναμη τον έρωτα στα ξένα βράδια τ' αξημέρωτα


Οι ναυαγοί των σεντονιών βρήκαν απάνεμο λιμάνι


και δέσαν τις ζωές τους ένα βράδυ με φεγγάρι



Αργησα πολύ να ΄ρθω δεν ήξερα αν υπήρχες


να σε ξεδιψάσω σαν βροχή μες του καλοκαιριού τις νύχτες


Γυμνοί οι δυο και πονεμένοι σε χρόνια περασμένα


δώσε μου τα χέρια σου να με κρατάνε εμένα


Οι ναυαγοί του έρωτα βρεθήκαν ένα βράδυ


σαν πεφταστέρια ήτανε φωτιά μες το σκοτάδι


Οι ναυαγοί των σεντονιών δεν έχουν "θέλω" και "μπορώ"


έχουν δύναμη τον έρωτα στα άδεια βράδια τ' αξημέρωτα


Οι ναυαγοί των σεντονιών βρήκαν το γλυκό νερό


να πιουν μέσα απ' τα χείλη τους να φτάσουν ουρανό


Σου φύλαξα τον έρωτα και κράτησα καρδιά οι δικές μας οι φωτιές να κάψουν τα παλιάΝα κυλήσω πάνω σου να τρέξω σαν το νερό να σε δροσίσω αγάπη μου να χαρείς για να χαρώΟι ναυαγοί του έρωτα ήπιαν σε μια νύχτα τη ζωήστης θάλασσας τα δύσκολα κολύμπησαν μαζίΟι ναυαγοί των σεντονιών δεν έχουν "θέλω" και "μπορώ"έχουν δύναμη τον έρωτα στα άδεια βράδια τ' αξημέρωταΟι ναυαγοί των σεντονιών βρήκαν την αγάπη-θυσαυρόκαι τίποτα δεν θα τους χωρίσει, αιώνιο το "σ΄ αγαπώ"

12 Ιουνίου 2008

Επί - στροφή

Caro diario

Παράξενη μέρα. Κοιτάζω τα δένδρα έξω από το παράθυρο. Μένουν ασάλευτα. Εικόνα σε αντίθεση με ό, τι επικρατεί στο γραφείο και με ό,τι παλεύει μέσα μου. Τα τηλέφωνα χτυπούν, οι τηλεοράσεις ουρλιάζουν. Απομονώνω τους ήχους και έχω την εικόνα βουβή. Ανθρωποι χειρονομούν, γελάνε, μιλάνε. Είναι και ο ερχομός του καλοκαιριού, ο ήλιος, λένε, που κάνει τους ανθρώπους πιο εξωστρεφείς, πιο χαρωπούς. Λένε... Προσπαθώ να πιστέψω.

Ανοίγω το παράθυρο να μπει η πόλη μέσα, μιας και δεν μπορώ να μπω εγώ σε αυτή. Οι σειρήνες ενός πυροσβεστικού επιτείνουν τον πονοκέφαλο μου. Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να έπαιρνα τους δρόμους, χωρίς προορισμό. Ετσι να χανόμουν ξανά. Αναρωτιέμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που το έκανα. Καταλήγω γρήγορα ότι ήταν στη Θεσσαλονίκη. Περασμένος μήνας τώρα πια.

Θυμάμαι τους μεσημεριανούς μου περιπάτους στους δρόμους της, που με οδηγούσαν όπου ήθελαν εκείνοι. Κανείς δεν ήξερε ότι ήμουν ένας ξένος. Ενας χαμένος ξένος. Ακουγα την ντοπιολαλιά των περαστικών και προσπουθούσα να ζήσω τις στιγμές μου εκεί. Να χωρέσω τα πάντα μέσα μου. Να χωρέσω εγώ στην πόλη. Εβλεπα τόσους να περπατάνε βιαστικά με τα ακουστικά στα αφτιά. Τους μιμήθηκα. Προσποιήθηκα ότι είχα έναν προορισμό, ένα καθυστερημένο ραντεβού, μια δουλειά που έπρεπε να διεκπαιρεώσω, το δίχως άλλο. Περπατούσα στα βρώμικα πεζοδρόμια, περίμενα μια ιδέα παραπάνω να ανάψει το πράσινο για τους πεζούς, καθόμουν σε κάποιο παγκάκι για μια ανάσα. Ετρωγα κάτι πρόχειρο, να σπρώξω το χρόνο. Με δυσκολία επέστρεφα στο ξενοδοχείο. Δύσκολες ώρες...

Τις τελευταίες μέρες έπαψα να ακούω μουσική. Μου θυμίζουν άλλες στιγμές. Το διαπίστωσα τώρα, που είδα τα ακουστικά, σαν αλλαγμένα δέρματα φιδιών, αφημένα στο γραφείο. Αχρησιμοποίητα από το πρωί... Ξαφνικά θέλω να μιλήσω σε κάποιον. Κανένας διαθέσιμος στο εμ ες εν. Σκέφτομαι τη Μπία. Την καλώ. Δεν τη βρίσκω πουθενά, ούτε στο σπίτι, ούτε στο γραφείο. Αισθάνομαι μόνος. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι ευχάριστο. Κάτι όμορφο.

Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος θα πάμε με τον Αρη στην Χιλιαδού. Το καθιερώσαμε... Δεν έχω βέβαια την ίδια διάθεση με πέρυσι. Απλά να πάω κάπου. Να πω ότι πήγα και εγώ, όπως οι περισσότεροι. Ισως είναι καλύτερα από το να έμενα κλεισμένος στο σπίτι. Εκεί, θα αφεθώ στις σκέψεις μου, γυμνός με τα πόδια ως τα γόνατα στο νερό. Τα χέρια δεμένα κάτω από το πηγούνι. Και ο ήλιος να είναι εκεί, πάνω στην πλάτη μου, παρών - απών...

Θα συναντήσουμε μάλιστα και κάποιον που γνώρισα πρόσφατα, λίγο π.Θ. (προ Θεσσαλονίκης). Θα είναι και εκείνος εκεί, με την δική του παρέα. Ανταλλάξαμε αριθμούς τηλεφώνων, σχεδιάζοντας να στήσουμε κοντά τις σκηνές μας. Σκέφτομαι ότι δεν βρεθήκαμε στην Αθήνα, θα βρεθούμε τελικά στην Χιλιαδού. Ας είναι. Ελπίζω να κάνουμε παρέα και να περάσουν πιο ευχάριστα οι ώρες εκεί. Τη Δευτέρα θα επιστρέψουμε και εμείς μαζί με τους περισσότερους πίσω στην Αθήνα . Πιο μαυρισμένοι, πιο ανακουφισμένοι. Ισως...

Δύσκολες οι επιστροφές γενικά...

9 Ιουνίου 2008

If you hold my hand

Caro diario


Xαράματα με βρήκαν πάλι,
στα σεντόνια ενός ξενοδοχείου.

If you hold my hand
Things won't be the same
If you hold my hand
Things are bound to change

Summer's come, spring is gone
Life goes on and on
And I'm just bored to tears
(Toooroootooo, toooroootooo, toooroootooo)

If I could find a little space
To paint a smile upon my face
And hide the years
(Toooroootooo, toooroootooo, toooroootooo)

If winter comes and I'm around
To see the snow upon the ground
What can I do?

When I don't have the will to find
The coldness of the summernight
Or dark days blue

If you hold my hand
Things won't be the same
If you hold my hand
Things are bound to change

Summer's come, spring is gone
Life goes on and on
And I'm just bored to tears
(Toooroootooo, toooroootooo, toooroootooo)

If I could find a little space
To paint a smile upon my face
And hide the years
(Toooroootooo, toooroootooo, toooroootooo)

If winter comes and I'm around
To see the snow upon the ground
What can I do?

When I don't have the will to find
The coldness of the summernight
Or dark days blue

If you hold my hand
Things won't be the same
If you hold my hand
Things are bound to change

If you hold my hand (You know that things will change)
Things won't be the same (If you hold my hand)
If you hold my hand (Things are bound to change)
Things are bound to change

If you hold my hand
Things won't be the same
If you hold my hand
Things are bound to change

If you hold my hand
Things won't be the same

12 Απριλίου 2008

Αλλοιώτικη μέρα, καλό ξαφνικό...

Caro diario

Aπομεσήμερο Σαββάτου με βρίσκει στη βεράντα να γράφω κοιτώντας τους ανθισμένους αγρούς, μπροστά από το σπίτι. Ημίγυμνος αφημένος στη ζεστή αγγαλιά του ήλιου. Βλέπω την αντανάκλαση του ειδώλου μου μέσα στην οθόνη. Καλοκαιρινός και ευτυχισμένος για λόγους ανομολόγητους.

Χτες ξημερώθηκα γράφοντας σκέψεις που έπρεπε να βγουν από μέσα μου και είχαν να ταξιδέψουν ως τα χαράματα. Κοιμήθηκα λίγες ώρες, αλλά ξαλαφρωμένος. Δεν είχα παρά να περιμένω. Ξύπνησα με δυσκολία στις 8 το πρωί, με το μικρό τράνταγμα πάνω στο κομοδίνο μου. Ετρεξα αλαφιασμένος...

Κοιτάζω το ιδρωμένο ποτήρι του καφέ. Το νερό κυλά πάνω του και γεμίζει τη μικρή λίμνη πάνω στο καινούριο μας ξύλινο τραπέζι. Αισθάνομαι τις μασχάλες μου να κολλάνε βασανιστικά με το δέρμα των πλευρών μου. Μάλλον δεν με νοιάζει τίποτα. Ακόμα ούτε καν νευριάζω όταν χτυπώ λάθος χαρακτήρες πάνω στο πληκτρολογίο του λάπτοπ. Το κεφάλι του Αρη, εμφανίζεται βρεγμένο από το παράθυρο του μπάνιου που ανοίγει στην βεράντα. Του χαμογελώ τρυφερά. Ανταποκρίνεται και εκείνος. Το παράθυρο κλείνει και χάνεται πίσω του ο ήχος του νερού.

Συννέφιασε ξαφνικά. Σήκωσε και αέρα. Νομίζω πως κρυώνω. Η κιτρινίλα της αφρικανικής σκόνης φεύγει σιγά σιγά από τον αττικό ουρανό. Δυο γλάροι πετούν προς τη θάλασσα. Βγάζω τα γυαλιά ηλίου και το φως με τυφλώνει. Ξαφνικό καλοκαίρι, κράτα όσο μας αντέξεις. Σχεδόν μονολογώ. Ενα σπουργίτι έρχεται και ξαποσταίνει μια στάλα πάνω στα κάγκελα. Με μετράει το βλέμμα του, πριν πετάξει και πάλι. Ο Michael Bublé μεταμορφώνει το Feeling Good και τον αφήνω να γεμίσει την ησυχία του μεσημεριού. It's a new day, it's a new life...

27 Μαρτίου 2008

Back to black

Caro diario

Ο ουρανός μολύβι, τρομάζει έξω από το παράθυρο. Ανοίγω τις κουρτίνες να μπει το έσχατο φως της μέρας. Πριν λίγο επέστρεψα από του Αρη. Κλείστηκα εδώ, στο μικρό μου χάος και βάλθηκα να γεμίζω το λευκό κενό. Εχω τέτοια υπερένταση που κάτι πρέπει να κάνω πριν ουρλιάξω. Ανοίγω μια πλέι λιστ, την πρώτη που βρίσκω να πέφτει στα μάτια μου. Η Λιόνα Λιούις αρχίζει το Μπλίντινγκ Λαβ... Εψαχνα από ώρα μια αφορμή να ξεσπάσω στο πληκτρολόγιο. Ενα λάθος χτύπημα και...

...το μαζεύω ρολό. Το τσαλακώνω. Το χτυπώ με δύναμη πάνω στη χαραγμένη ξύλινη επιφάνεια. Θέλω να το σκοτώσω, να το κάνω να πάψει να υπάρχει. Αντικείμενα σπρώχνονται από το γραφείο και πέφτουν με δύναμη από δω και από κει. Το μάους με μια κίνηση φεύγει προς τα δεξιά, χτυπημένο από το πληκτρολόγιο, που εξακολουθεί να πνίγεται στα χέρια μου. Το ποντίκι γίνεται κομμάτια με τα σωθικά του χυμένα, πέρα στο πάτωμα. Βλέπω τις μπαταρίες να κυλιούνται ακόμα. Αγνοείται το καπάκι. Η ματιά μου επιστρέφει στα ασπρισμένα από την πίεση δάκτυλα. Χαλαρώνουν απότομα. Το τραγούδι τελειώνει. Το πληκτρολόγιο προσπαθεί να πάρει το αρχικό του σχήμα. Ενα επόμενο ξεκινά. Τώρα το αγαπημένο μου λαστιχένιο πληκτρολόγιο αργοσέρνεται σαν λαβωμένο ερπετό, άγνωστων τροπικών.

Με μάτια να καίνε και το κεφάλι μου έτοιμο να σκάσει πάνω στο λιλά τοίχο, προσπαθώ να βάλω μια τάξη μέσα μου. Ακούω την καρδιά να βαράει σαν κύμβαλο αλαλάζον, την ώρα που η Ντάφι ξεστομίζει ηδονικά το Μέρσι. Η ανάσα προσπαθεί ακόμα να βρει το ρυθμό της, λες και μόλις τέλειωσε μια μάχη στα πεδία των αρσενικών ερώτων. Ρίχνω το κεφάλι πίσω, μέχρι να ενωθεί το δέρμα μου μ΄ εκείνο της πολυθρόνας. Τα μάτια στο ταβάνι. Χάνομαι κάπου στο ενδιάμεσο κενό. Βλέπω όμως το άσπρο του δωματίου μας. Πάνω του, που χόρευαν λίγο πριν, οι χρωματιστές σκιές της βουβής τηλεόρασης. Και ο Αρης δίπλα μου.

Είχε το κεφάλι γερμένο πάνω από το μπράτσο μου. Ωρες ώρες πιστεύω ότι αυτός είναι ο λόγος που έχουμε στρογγυλό λαιμό. Για να βρίσκουμε ένα μπράτσο να τον ταιριάξουμε. Το βαρύ χέρι πάνω στο στήθος μου. Το άλλο ανάμεσα στα γυμνά σώματα, σαν φράκτης. Μπλεγμένα τα πόδια. Ενοιωθα την ανάσα του ζεστή στην πλαγιά του λαιμού μου. Ακίνητοι και γυμνοί στην ησυχία ενός απομεσήμερου, φυλακισμένου στον χειμώνα. Δεν μου κόλλαγε ύπνος. Δεν κατάλαβα αν εκείνος αποκοιμήθηκε. Δεν θυμάμαι αν τον ρώτησα και μετά. Κάποια στιγμή είπε σιγανά, «κρυώνω» και τον τράβηξα ακόμα πιο πάνω μου. Αυτό το θυμάμαι.

Εστριψα το κεφάλι αριστερά προς το κομοδίνο, για να δω την ώρα. "Πόσο πολύ, μ΄αρέσει ο λαιμός σου. Ειδικά αυτή η γραμμή, εδώ στο πλάι..." Εστριψα μόνο τα απορημένα μάτια προς τα πίσω. "Μείνε έτσι όπως είσαι." Υπάκουσα κρατώντας την ανάσα μου. Εμεινα να κοιτάζω τις πράσινες τελείες που αναβόσβηναν στο μαύρο του ρολογιού, ανάμεσα στο 17 και το 55. Ενοιωσα το βάρος του χεριού του να ελευθερώνει το στήθος μου. Eίδα τη σκιά του στο λευκό του τοίχου. Εκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα. Tην επόμενη στιγμή με άγγιζε στο λαιμό. Απαλά, σαν κάτι εύθραστο...

Ετσι κύλησα έξω από το κρεβάτι. "Πού πας;" "Να φτιάξω καφέ, να πιούμε. Θα γυρίσω πίσω" απάντησα, ενώ εκείνος άνοιγε την ένταση στην τηλεόραση. Βγήκα στο διάδρομο την ώρα που η Εμι Γουάινχαους έμπαινε στην οθόνη. "Ποιο τραγούδι είναι αυτό;" με ρώταγε ο Αρης. Τον φαντάστηκα να τραβάει την κουβέρτα ως το στήθος του. "Το Μπακ του μπλακ" φώναξα, καθώς έμπαινα πια στην κουζίνα.

18 Μαρτίου 2008

Χαράματα ξανά

Caro diario

H προσπάθεια του "gay super hero" με έβγαλε από την ακινησία μου. Τι κρίμα που ανοίγοντας για να γεμίσω το λευκό τούτο φόντο με τις λερωμένες μου πληγές, το ραδιόφωνο παίζει τα "Χαράματα". Μου ΄ρχετε να ουρλιάξω. Λες και δεν πέρασε μια μέρα... Το ευτύχημα των ημερών τούτων ήταν μια τρελή δουλειά που έπεσε πάνω μου, σαν κύμα που με τράβηξε στ' ανοιχτά. Παλεύοντας στ΄απόνερα του, έδειχνα να ξεχνιέμαι. Κάθε όμως, που έβγαζα το κεφάλι απέξω με τσέκαρα. Τι είχα όμως απ΄όλα ξεχάσει; Τι απ΄ όλα μπορούσα να ξεχάσω;

Ενα σκυλί γαυγίζει μέσα στο απομεσήμερο. Από το ανοιχτό παράθυρο η άνοιξη προσπαθεί να μου χαμογελάσει. Δεν μπορώ να της ανταποκριθώ, κι ας την πονέσω. Μήπως αν υποκρινόμουν;.. Παραιτούμαι με μιας από την ιδέα. Πως να ημερέψει ο νους... Σκοτείνιασε απότομα. Ρίχνω εκεί τη σκέψη μου.

Πατάω συνεχώς λάθος στα λαστιχένια πλήκτρα. Εκνευρίζομαι. Φτύνω όσες βρισιές βρίσκω εύκαιρες κάτω από τη γλώσσα. Το σκυλί λες και μ' άκουσε ξεκίνησε πάλι ένα παρατεταμένο γαύγισμα-ουρλιαχτό. Αισθάνομαι ότι δεν μου φτάνει ο αέρας. Ανοίγω με μιας το στόμα σαν ψάρι, που πιάστηκε ξαφνιασμένο στα δίκτυα. Η Χαρούλα από τα ηχεία προσπαθεί να με κρατήσει ζωντανό. Κάπως έτσι θα βγαίνουν τα τραγούδια μάτια μου. Μπορεί...

Τις τελευταίες ημέρες λες και τα πάντα συνομωτούν πίσω από την πλάτη μου, ήρθαν ξαφνικά στη ζωή μου νέα πρόσωπα. Απορώ με μένα, που βρίσκω να κάνω αστεία όταν "μιλάω" μαζί τους. Τους κάνω να γελάνε, να με θέλουν, να με αναζητούν, να μ΄αγαπούν... Και στη δουλειά το ίδιο. Βλέπω τους συναδέλφους να με αισθάνονται κοντά τους. Ή μάλλον πιο κοντά τους. Να μου ανοίγονται λες και είμαι κάποιος νέος. Με ρωτάνε αν είμαι ερωτευμένος. Είμαι;

...Kαι εγώ να τα ρίχνω στην Ανοιξη.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΠΛΟΓΚΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥΣ; ΟΧΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Στην Ελλάδα οι γκέι, οι λεσβίες και οι τρανσέξουαλ γνωρίζουν από διακρίσεις. Τις αντιμετωπίζουν καθημερινά στην οικογένεια, την κοινωνική ζωή και τον επαγγελματικό στίβο. Καμιά φορά όμως φτάνει μια σταγόνα για να ξεχειλίσει το ποτήρι. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου το Υπουργείο Δικαιοσύνης ετοιμάζεται να καθιερώσει ένα 'συμβόλαιο συμβίωσης' ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για τα ετερόφυλα ζευγάρια. Δεν θεωρούμε ότι ένα απλό 'συμβόλαιο' μπορεί να λύσει τα ζητήματα των ζευγαριών ίδιου φύλου, ούτε να εξασφαλίσει την ισότιμη μεταχείρισή τους. Πιστεύουμε όμως ότι η προτεινόμενη διάκριση είναι κατάφωρα αντίθετη τόσο με το ελληνικό Σύνταγμα όσο και με τις ευρωπαϊκές συνθήκες για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Πόσο μάλλον όταν 18 ευρωπαϊκές χώρες ήδη παρέχουν νομική κατοχύρωση στα ζευγάρια ίδιου φύλου. Σκοπός αυτής της πρωτοβουλίας είναι να ενημερωθούν σχετικά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιστοσελίδες και ιστολόγια σε όλο τον κόσμο. Αυτό που ζητάμε είναι ίσα δικαιώματα για όλους. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Αυτή τη φορά δεν θα μείνουμε σιωπηλοί. Αυτή τη φορά δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΠΛΟΓΚΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ


A DOMESTIC PARTNERSHIP THAT DISCRIMINATES? NO THANKS

In Greece gays, lesbians and transexuals know about discrimination. They face it daily from their families, in their social lives and in the professional field. But sometimes, all it takes is a single straw to break the camel's back. According to press reports, the greek government is preparing to introduce a domestic partnership 'contract' EXCLUSIVELY for unmarried heterosexual couples. We do not believe that a mere 'contract' can resolve the issues same-sex couples face or ensure their fair treatment under the law. However this discriminatory proposal is a direct contravention of the greek Constitution, as well as european human rights treaties. Especially since same-sex couples already enjoy legal rights in 18 european nations. The aim of this intervention is to make sure that european institutions, human rights organisations, websites and weblogs from around the world learn about these proposals. What we ask for is equal rights for all. Nothing more and nothing less. This time around we will not sit idly by. This time around we will not keep silent.

GREEK BLOGGERS AGAINST DISCRIMINATION


Λίστα με τα ιστολόγια που συμμετέχουν θα βρείτε στο http://www.gayrightsgreece.blogspot.com/

4 Μαρτίου 2008

Της νύχτας η φωτιά...

Caro diario

Nύχτωσε. Ανοιξα χωρίς να ξέρω αν θα καταφέρω να γράψω κάτι. Τι ακριβώς να γράψω; Ακούω επαναληπτικά ένα ισπανικό τραγούδι - σάουντρακ μάλλον- από το "Λαϊτερ Ντέις". Με το "Γιου Τουμπ" πότε δεν ξέρεις αν όντως είναι από την ταινία ή όχι. Σκέφτομαι ότι ακόμα δεν έχω προλάβει να την δω. Που και που ρίχνω κλεφτές ματιές στο παράθυρο πίσω, καθώς τα γυμνά σώματα ρίχνονται με δύναμη στη μάχη των λευκών σεντονιών. Δυναμώνω την ένταση. Παίζει πάλι και πάλι...

Ξαφνικά θέλω να καπνίσω. Τα τελευταία βράδια πίνω κιόλας. Την Παρασκευή σχεδόν μέθυσα. Πρέπει να ήπια πάνω από πέντε, εγώ που μ' ένα ποτήρι ζαλίζομαι. Με πήραν τα χαράματα μιλώντας με άγνωστους. Τι και αν το επόμενο πρωί, είχα να ξυπνήσω στις επτά... Δεν με ένοιαζε, δεν άντεχα άλλο τη μοναξιά του κρεβατιού. Χρειαζόμουν κάτι να γελάσω, κάτι να ξεχαστώ. Να μοιραστώ τη φωτιά. Επαιζα μουσική στο LBC, μιλούσα με τους χαμένους της νύχτας, γελούσαμε σαν μια συντροφιά. Και όλοι άγνωστοι. Εννοιωσα μια παράξενη ευτυχία. Οταν ξαφνικά ακούστηκαν οι πρώτες νότες του Κουμεντάκη...

"Τι είναι αυτό, που έβαλες και παίζει;", ρώτησε ο νεαρός άνδρας, που τον είχα φέρει ον κάμερα στο εμ ες εν. "Θυμησέ μου, τι είναι. Αχ, γιατί, μου το κάνεις αυτό;" Toν άκουγα πάνω από το μουσικό θέμα της Φλόγας. Σήκωσα τα μάτια από το άδειο μου ποτήρι, και τον κοίταξα, ευθεία μέσα στα δικά του. Τότε πρόσεξα το δάκρυ στο πρόσωπο. Του είπα σχεδόν ψυθιριστά... Ξαφνικά δυό ποτάμια ξεπήδησαν αγριεμένα, μέσα από τα δικά μου μάτια. Ασυγκράτητα ξεστράτισαν από τα πιο μακρυνά τους μονοπάτια. Το πρόσωπο μέσα στην οθόνη μου άρχιζε να φωνάζει το ονομά μου και μετά "Γιατί, γιατί;.." Αφεθήκαμε γυμνοί και διάφανοι εκεί μπροστά. Κλαίγαμε με αναφυλιτά στις πέντε τα χαράματα... "...γιατί η φλόγα πάντα σβήνει..."

"... γίνονται θαύματα"


Χρώμα δε βρίσκει να κυλά
του χρόνου η μολυβιά
που έγραψε να ζούμε χωριστά.
Δρόμο δε βρίσκει να περνά
της νύχτας η φωτιά
να κάψει όσα αφήσαμε μισά.
Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψα με
σ' ένα αστείο που κανένας δε γελά.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
μ' ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυό.
Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...
Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά εκεί στα σκοτεινά
ν' ακούσω το κλείδι σου να γυρνά.
Δένω στο χέρι μια κλωστή να ΄πιάσει η ευχή
και ό,τι μας χωρίζει να χαθεί.
Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψα με
σ' ένα αστείο που κανένας δε γελά.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
μ' ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να 'σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυό.



Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...

15 Φεβρουαρίου 2008

Η νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Caro diario

Ξάπλωσα από νωρίς στο κρεβάτι. Εριξα και μια φλιζ κουβέρτα πάνω μου, όχι τόσο γιατί κρύωνα αλλά για να προετοιμάζομαι για τον επερχόμενο χιονιά, που χιονιά ακούμε και ήλιο βλέπουμε. Ανοιξα και την τηλεόραση. Ενα γρήγορο ζάπινγκ και σταμάτησα στο "Σταρ τσάνελ" με τις δυο κόκκινες καρδιές στο λογότυπο. Αναρωτήθηκα τον λόγο. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι στον Ταύρο θα γιορτάζουν με κάθε επισημότητα τον Αγιο Βαλεντίνο.

Δεν τον έλεγες όμορφο, αλλά είχε αυτό το κάτι πάνω του. Οχι ο Αγιος, αλλά ο τυπάκος που έπαιζε στην ταινία. Από την άλλη ήταν τόσο, μα τόσο νέος. Με ωραίες κοψιές το πρόσωπο και ένα χαμόγελο σαν του Τσίπρα. Κόλλησα... Την ταινία την ήξερα, την είχα ακούσει, αλλά δεν την είχαμε δει. Δεν βλέπουμε πια συχνά σινεμά με τον Αρη και όταν το κάνουμε προτιμάμε άλλου είδους ταινίες. Επαιζε και η ωραία Ούμα Θέρμαν, την προ των δεύτερων -άντα ξελογιάστρα του νεαρού Εβραίου. Καλή ήταν και η Μέριλ Σριπ, στον ρόλο της πεθεράς-ψυχοθεραπεύτριας.

Στο πρώτο "μπρέικ" έψαξα στο ψυγείο για κάτι φαγώσιμο. Στο δεύτερο το ΄ριξα στο φούρνο των μικροκυμμάτων. Εφαγα οκλαδόν στο κρεβάτι. Στο επόμενο μάζευα τα ψίχουλα από τα στρωσίδια . Στο τέταρτο έπλενα ήδη τα δόντια. Εφτυσα τους πετρόλ αφρούς από το στόμα μου και κοιτάxτηκα λίγο πιο προσεκτικά στον καθρέφτη. «Εχουν δίκιο, όσοι λένε ότι δεν φαίνονται τα χρόνια μου... Και το στήθος μου φαίνεται ακόμα δυνατό». Συγκρινόμουν με τον τυπάκο; Η (μάλλον) καταφατική απάντηση με έκανε να γελάσω με τα νυχτερινά μου καμώματα. «Kαλέ, μη χειρότερα», όπως θα ΄λεγε η θεία Μέλπω. Σχεδόν κοκκίνησα... Οχι τόσο από ντροπή, αλλά γιατί εστιάζοντας καλύτερα στο μέτωπο, είδα τις πρώτες αυλακιές του χρόνου. Πριν γυρίσω στην τηλεόραση, έτρεξα μέχρι την κουζίνα να έχω ένα ποτήρι νερό. Γυμνώθηκα στα γρήγορα και έπεσα στα ήδη ζεσταμένα σεντόνια. Γύρισα στο σταρ τσάνελ και...

... είχα χάσει το τέλος της ταινίας. Πρόλαβα ένα μικρό αποχαιρετισμό των πρωταγωνιστών. Λυπήθηκα στα ξαφνικά, χωρίς λόγο. Μπορεί γιατί δεν ευδοκίμησε η σχέση τους, μπορεί επειδή είχα χάσει μέρος του τέλους. Τηλεφώνησα στον Αρη για την συνηθισμένη μας καλωδιακή καληνύχτα. Πρόλαβα να τον ρωτήσω τι έβλεπε. «Μια ταινία στο Σταρ...». Αλλη μια ρομαντική κομεντί στο ξεφάντωμα των τηλε-ερωτευμένων...

Εβαλα το χρονοδιακόπτη στην τηλεόραση, έσβησα το φως και αφέθηκα για ύπνο μαζί με τους διαλόγους στην αγγλική αξάν της δεύτερης σερί ταινίας. Την είδα και αυτή μονοκοπανιά, ακυρώνοντας δυο φορές τον χρονοδιακόπτη. Ολες οι ευχές μου να νυστάξω γρήγορα δεν έπιασαν. Ανασήκωσα τους ώμους, για να πιάσω το ποτήρι με το νερό πάνω από τον «Αλδεβαράν». Εκεί θυμήθηκα τον αναπάντεχο θάνατο του «Μύρτου». Ενοιωσα το στομάχι μου να γίνεται ένας κόμπος. Μέτρησα πόσες ώρες ύπνου μου είχαν απομείνει, μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σχεδόν έκλαψα. Ηταν περασμένη μία πια, όταν με καληνύχτιζε και η Λίζα Δουκακάρου...

Ενοιωσα το δέρμα μου ν' ανασηκώνεται. Μετασεισμός ίσως;.. Ενα παγωμένο φύσηγμα έξισε το πρόσωπό μου και αμέσως μετά ένα ρίγος έτρεξε στη ράχη μου για να χωθεί γρήγορα στα σκέλια μου. Ανοιξα τα μάτια σε ένα πυκτό σκοτάδι. Κάπου απέναντι το κόκκινο φως της τηλεόρασης, φάνταζε σαν απόκοσμο άστρο. Ενοιωσα να σηκώνομαι. Να χωρίζομαι. Κραύγασα κάτι, αλλά αμέσως μετά δεν μπορούσα να ακούσω άλλο τη φωνή μου, που έσβησε. Είχα κοπεί στα δύο. «Αιωρούμαι...» αναρωτήθηκα... Μπορούσα όμως να σκέφτομαι ακόμα. «Κάτι είναι και αυτό». Δεν άκουσα την φωνή μου. Την επόμενη στιγμή, μου φάνηκε ότι θα άρχιζα να φεύγω με μεγάλη ταχύτητα. Θέλησα να δω ξανά το δωμάτιο μου. Ισα που διέκρινα μέσα στο σκοτάδι, τη βιβλιοθήκη και το γραφείο. «Να, και ο πίνακας με το λογότυπο "Αθήνα 2004"». Είδα και το κρεβάτι με το σώμα μου να κοιμάται ακόμα πάνω του... Τρόμαξα. Πολύ. Επιασα να σκέφτομαι ό,τι προσευχές διαθέτει το ρεπερτόριο μου. Θυμήθηκα το «Βασιλεύ Ουράνιε» και το «Πάτερ Ημών», που για την περίσταση μετατράπηκε σε «Φάδερ Ημών». Εμπλεκα τα λόγια... Πριν βγάλω άκρη με αυτά όμως, έννοιωσα ένα δυνατό τραντάγμα, κάτι σαν κενό αέρος. Επεφτα...

Είδα ξανά από το ύψος του κρεβατιού. Ηταν ανοιχτά τα μάτια μου. Αφουγκράστηκα τη σιωπή. Άκουσα μόνο μια γρήγορη ανάσα. Ηταν η δική μου; Aπό δίπλα έννοιωσα μια παγωνιά σαν να ήταν κάποιος εκεί δα, κάτω από τα σκεπάσματα. Κάτι με φόβισε. Απλωσα με μια ξαφνική κίνηση το χέρι στον παγωμένο αέρα και άναψα το μικρό φως. Γύρισα αργά, τα μάτια στην άδεια μεριά του κρεβατιού μου. Κανείς... Ξεφύσηξα με ανακούφιση, χώνοντας το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Προσπάπησα να καταλάβω αν όλα αυτά ήταν ένα όνειρο ή αν τα είχα ζήσει. Κοίταξα το ρολόι. Απέμεναν ακριβώς τρεις ώρες ώσπου να χτυπήσει. Μέχρι να χαράξει η νέα μέρα. Εκλεισα με κάποιο φόβο τα μάτια και ευχήθηκα, μπορεί και στον Αγιο Βαλεντίνο, να ΄σουν δίπλα μου. Κοιμήθηκα με το φως αναμμένο...


30 Ιανουαρίου 2008

7+1

Δύσκολο πράγμα. Αναφέρομαι στο "παιχνίδι" του 7+1 που μετά την πρόσκληση του Αlex. είναι η πρώτη φορά που καταπιάνομαι με κάτι τέτοιο. Δύσκολο και για έναν ακόμα λόγο, που τον αντιλήφθηκα προσπαθώντας να καταγράψω τα γεγονότα. Ηταν τελικά πολύ προσωπικό, έννοιωσα να εκτίθεμαι, πολύ περισσότερο από όσο με τις ως τώρα αναρτήσεις μου. Σκέφτηκα να σταματήσω αλλά συνέχισα την ταξινόμιση και το γράψιμο, γιατί είδα ότι με βοηθά να αντιληφθώ πράγματα, που είτε είχαν ξεχαστεί είτε δεν ήταν "ορατά" με την πρώτη ματιά. Συνέχιζα, και ας μην γνώριζα αν θα το φτάσω μέχρι τέλους. Ως την δημοσίευση. Και ακόμα δεν ξέρω. Την απάντηση θα την έχετε μάθει, αν τώρα διαβάζετε τούτες τις αράδες ...

1. Kαλώς ή κακώς η δουλειά μου, είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής μου και όχι μόνο για βιοποριστικούς λόγους. Ετσι, και αυτή τη χρονιά καθόρισε πολλά. Από τα οικονομικά και την ποιότητα της ζωής μου μέχρι τη διάθεσή μου και την υγεία μου. Κάποια στιγμή μάλιστα χρειάστηκε να «κατεβάσω ταχύτητα», όταν ο Αρης μου επισήμανε πόσο πολύ άγχος κουβαλούσα πάνω μου. «Εκτός από αυτό, φανερώνει αδυναμία στην εικόνα σου μέσα στο τμήμα» συμπλήρωσε. «Αφήνω δε, μήπως μου πάθεις τίποτα, στο τέλος» Ετσι, γύρω στον Σεπτέμβρη, έκανα το ντάουν σίφτινγκ.

Σχετικά με τα αμιγώς εργασιακά: Τα κατάφερα από τη νέα θέση που μου δόθηκε στην εταιρεία κάπου προς τα μέσα της περσινής χρονιάς. Απάλλαξα το τμήμα από τα λογής λογής "βαρύδια", βάζοντας το νερό στ' αυλάκι. Στη συνέχεια έφερα εις πέρας ένα μεγάλο πρότζεκτ, βγάζοντας ασπροπρόσωπους όσους είχαν υποστηρίξει την αναβάθμισή μου. Κάποιοι με αποκάλεσαν "διευθυντή ορχήστρας" :) Εκανα και λάθη, αλλά όπως μου είπε και η Μπία, "λάθη δεν κάνουν, όσοι μένουν άπραγοι". Η νέα μου θέση ήταν η αιτία που συνέβησαν και τα επόμενα τρία:

2. Το γεγονός που άλλαξε τις ζωές μας, ήταν η πρόσληψη του Αρη στην εταιρεία. Οχι μόνο το ότι είμαστε πια μαζί όλη την ημέρα, αλλά κυρίως γιατί αυτή η δουλειά είναι καλύτερη από αυτή που άφησε. Πιο ξεκούραστη, πιο ανθρώπινη. Περάσαμε δύσκολες ώρες μέχρι να γίνει κατορθωτό, αλλά στο τέλος νοιώσαμε ευτυχισμένοι. Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά εκτός από την ευτυχία, ένοιωσα και την ικανοποίηση ότι μπορώ να τον φροντίζω.

3. Λίγο πριν φύγει η χρονιά αποφασίσαμε να αλλάξουμε σπίτι. Ετσι, ένα πρωινό Σαββάτου, ο Αρης και εγώ βρεθήκαμε να μετακομίζουμε στο νέο διαμέρισμα. Νεόδμητο, ευάερο και ευήλιο. Με θέα και τζάκι. Πλέον μπορούμε να γυρίζουμε άφοβα με αδαμιαία περιβολή και με τις κουρτίνες ανοιχτές! Χαρήκαμε - αν και κουραστικό- τις βόλτες στα μαγαζιά για να το ντύσουμε.

4. "Σε δυο σπίτια χωριστά"... Πήρα την απόφαση να τελειώσω το δικό μου διαμέρισμα. Πάνε χρόνια που το ΄λεγα αλλά τώρα πια, έθεσα όριο στον ευατό μου. Το αργότερο μέχρι το καλοκαίρι, να έχω μετακομίσει στο νέο μου σπίτι. Θα έχει ελλείψεις, το γνωρίζω, αλλά θα είναι κατοικήσιμο. Το τρέξιμο άρχισε τούτον το μήνα, κηνυγώντας τεχνικούς και ξοδεύοντας ώρες για έρευνες αγοράς. Αγαθά κάποις κτώνται...

5. Μετά από μια δύσκολη περίοδο αποφάσισα να κρατήσω το μπλογκ ζωντανό, παρά το γεγονός ότι σκέφτηκα να το σταματήσω. Το γεγονός ότι από την αρχή δεν έθεσα ποσοτικό όριο στο γράφειν, με βοήθησε για αυτή την απόφαση. Εγραψα και πάλι όσο μπόρεσα, όχι όμως όσο θα ήθελα. Σε συνάφεια με αυτό, θα αναφέρω επίσης το ότι "γνώρισα" ανθρώπους της μπλογκόσφαιρας. Μικρές κουβέντες, σύντομα σχόλια και μηνύματα. Αληθινά ωστόσο. Θα ήθελα να είχα μπορέσει να τους αφιερώσω περισσότερο χρόνο. Ελπίζω να γίνει κατορθωτό τη νέα χρονιά.

6. Το γεγονός ότι πέρασα μέσα από δύο δύσκολες καταστάσεις στη σχέση μου με τον Αρη. Η μία αφορούσε θέματα δουλειάς και μια άλλη εν μέσω διακοπών - ένα περίεργο πράγμα, αλλά εμάς τότε μας συμβαίνουν αυτά- όπου θύμωσα πολύ. Μ' εμένα, μ΄ εκείνον. Δεν κράτησε πάνω από μια -δυό μέρες, όπως πάντα. Ωσπου να φύγουμε είχαμε ξυπνήσει και πάλι αγγαλιά στο ίδιο μαξιλάρι. Ενα μήνα μετά θα κλείναμε δέκα χρόνια κοινής ζωής.

7. Μετά το θάνατο της γιαγιάς μου το 2006, δεν έχω αναφέρει κάτι στο μπλογκ για αυτή την απώλεια, τα 2 "Λ" στο σόι μας, ο θείος Λύσσανδρος με τη θεία Λουίζα αποφάσισαν να κόψουν σταδιακά τις σχέσεις τους με την οικογένειά μου. Με εμένα μια ιδέα παραπάνω. Ζήτημα είναι αν μου μίλησαν δύο τρείς φορές μέσα στη χρονιά. Το ίδιο έκαναν και με τον Αρη. Βρήκα μια αφορμή για να προσπαθήσω να βρεθούμε κάπου στη μέση, αλλά έμειναν αμετακίνητοι. Με πείραξε ο τρόπος τους, αναρωτήθηκα αν έφταιξα σε κάτι και στο τέλος αποφάσισα να πάψω να ασχολούμαι για τα αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς.

7+1 = 8 . Για το όγδοο... Νομίζω, ότι το πιο πολύτιμο ήταν η υγεία όλων εκείνων που αγαπώ, του πατέρα μου, του Αρη, η δική μου... Που μου επιτρέπεται να κάνω όνειρα για την επόμενη μέρα. Οσα πέρασαν, έφυγαν, όσα είναι να ΄ρθουν, μπορεί και να μην έρθουν. Ας ζήσω τη στιγμή. Αυτή είναι, ότι σημαντικότερο έχουμε.

Για όλους...

29 Ιανουαρίου 2008

Το ροζ χιόνι

Caro diario

Μεσημέριασε. Αργοπορημένες νιφάδες πεθαίνουν πάνω στο λερωμένο τζάμι του παραθύρου. Στην αρχή γίνονται μικρές σταγόνες ώσπου κυλάνε και χάνονται. Παρακολουθώ την πορεία τους καθώς πετούν προς το μέρος μου. Απλώνω τη ματιά μου πιο πέρα. Βρίσκω ένα γκρίζο σύννεφο που περνά και την αφήνω για λίγο πάνω του. Πιο πίσω ο ουρανός δείχνει να ανοίγει. Από αύριο θα έρθει η άνοιξη, άκουσα. Σκέφτομαι τώρα την αμυγδαλιά κάτω στο δρόμο. Φεύγοντας, να θυμηθώ να κοιτάξω για τα μπουμπούκια της. Το πρώτο σημάδι της άνοιξης. Η πρώτες μυρωδιές της. Η μάνα μου θυμάμαι έκοβε κλωνάρια μυγδαλιάς και γέμιζε όλο το σπίτι. Και μετά από λίγες μέρες, τα πέταλα τους έπεφταν σαν νυφάδες ενός ροζ χιονιού, πάνω στ άσπρα σεμέν.

Προσπαθώ να γράψω γρήγορα. Να σκεφτώ τη συνέχεια. Να γεμίσει η σελίδα τούτη. Κοντεύει η ώρα που θα φύγουμε. Ο Αρης θέλει να πάμε στο αεροδρόμιο. Και στις τράπεζες για πληρωμές δανείων και καρτών. Εγώ πεινάω και νυστάζω. Με ρωτάει στο εμ ες εν τι θα κάνουμε. «Βγαίνει ο μήνας». Ξαφνικά κοκκινίζω ίσαμε τ΄αφτιά. Αισθάνομαι έναν κόμπο ιδρώτα κάτω από το χοντρό πουλούβερ. «Εντάξει ας πάμε» Συμφώνησα. Κοιτάζω και πάλι το ρολόι στο τασκ μπαρ. Πέρασαμε μια ακόμα μέρα. Σε λίγο θα ανοίξουν και τα εποχικά με τα αποκριάτικα. Κοιτάζω το ημερολόγιο να δω πότε πέφτει Πάσχα φέτος. 27 τ΄Απρίλη.

Στο γραφείο επικρατεί το συνηθισμένο χάος. Προσπαθώ να κλείσω τους ήχους έξω από τα αφτιά μου με ένα βουητό. Προς στιγμή φαίνεται να το καταφέρνω. Αλλοι χειρονομούν, μιλώντας έντονα στα τηλέφωνα. Αλλοι γράφουν αφοσιομένοι στις οθόνες, χτυπώντας με δύναμη τα πλήκτρα κάτω από τα δάκτυλά τους. Κάποιοι κοιτάνε στην τηλεόραση, σχολιάζοντας τα γεγονότα των ημερών. Χριστόδουλος, Κουκοδήμος, χιόνια. Γερόντισες με σακούλες στο κεφάλι περιμένουν στην Μητροπόλεως, ο ωραίος Ολυμπιονίκης να κάνει δηλώσεις από το "ψυγείο", εργάτες με φτυάρια να διώχνουν τα χιόνια από τους δρόμους. "Ψυγείο";

Ο Αρης κάνει αναπάντητη κλήση στο κινητό, σημάδι ότι περιμένει ήδη στο αυτοκίνητο. Πρέπει να κλείσω.

Α, να θυμηθώ να κοιτάξω την αμυγδαλιά...

14 Ιανουαρίου 2008

1979

Caro diario


Μένω να κοιτάζω με μια ισχυρή δόση αναπόλησης το λιγοστό χώμα που έπεσε από
το Σάββατο πάνω στη βάση της οθόνης, εδώ στο γραφείο, την ώρα που πασπάτευα
να μπίξω πιο βαθιά στο χώμα του, το μικρό φυτό. Είναι απεκείνα με τα
πλατιά, σαρκώδη φύλλα, που μ'αρέσουν. Πασχίζει να ζήσει και αυτό εδώ δίπλα
μου. Με βλέπει να γράφω, να σηκώνω τηλέφωνα, να μιλάω, να ξαναγράφω, να
φεύγω και να ΄ρχομαι. Μου το είχε χαρίσει ο Αρης, όταν διάβασε τυχαία στο
"L.blogspot", ότι το προηγούμενο είχε πεθάνει. Σ΄αυτή τη σκέψη του στέλνω
ένα }{ στο εμ ες εν, ψηφιακό μας απομεινάρι από τα χρόνια μας στο pirch32
και στο icq. Ανταποδίδει στη στιγμή. Η αναπόληση μπλέκεται τώρα με
μελαγχολία.


Κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο να ξεκουράσω το νου και τα μάτια μου. Ανοιξε ο
καιρός και καθάρισε ο ουρανός πια . Γατζώνομαι στις στάλλες που έχουν απομείνει
ακόμα πάνω στο λερωμένο τζάμι από την πρωινή βροχή. Στα αυτιά μου φτάνει ο
ήχος των αυτοκινήτων από τα βρεγμένα λάστιχα που τρέχουν κάτω στο δρόμο. Η
πρωινή ήταν μια βροχή από εκείνες τις παλιές ή έτσι μου φάνηκε. Ισως επειδή
πάει καιρός από την τελευταία φορά, που θυμήθηκα να είχε μαυρίσει τόσο η
μέρα.


Ηταν ένα ίδιο πρωινό Δευτέρας. Μολύβι ο ουρανός και εγώ να αναπολώ τις
ξέγνοιαστες ώρες του Σαββατοκύριακου. Η μελαγχολία της Κυριακής είχε γίνει
τώρα η αγωνία της Δευτέρας. Ημουν αγχωμένος, τόσο ώστε να θέλω ν΄ανοίξει η
γη να με καταπιεί. Το στυλό γλιστρούσε νευρικά μέσα στα ιδρωμένα μου
δάκτυλα. Eννοιθα να έχω κοκκινίσει ως τα αφτιά. Είχα πάει αδιάβαστος στο
σχολείο.


Πρώτο μάθημα "Ανάγνωση". Καρκαβίτσας, θυμάμαι. Δεν μου έλεγε και πολλά. Μόνο
κάτι για θάλασσες και καράβια. Αλλά δεν ήμουν και βέβαιος. Δεν με εμπόδισε αυτό βέβαια να βρεθώ με μιας σε παραλίες με μαγιό και άρωμα καρύδας στον αέρα. Με έπνιγε όμως, όταν ένα ξαφνικό μελτέμι γέμισε με λευκή άμμο τα μάτια μου. Χτύπησα τα βλέφαρα να καθαρίσουν. Και ίδρωσα περισσότερο γιατί δεν ήταν άμμος αλλά η σκόνη της κιμωλίας που χάραζε ύπουλα τον πίνακα... Ενας βήχας τράνταξε τότε δυνατά το κορμί μου, μέχρι ένα χέρι από πίσω χτυπήσει την πλάτη μου.


- Και τώρα που ηρέμησες, Λύσση, για πες μου και εσύ τις άγνωστες λέξεις που έχεις από το σημερινό κείμενο, ρώτησε ο δάσκαλος. Προσπάθησα να προσποιηθώ ότι πνιγόμουν ακόμα, αλλά δεν θα έπιανε το κόλπο. Με θολωμένα ακόμα τα μάτια, μπορεί να 'ταν τελικά και από την άμμο, διέκρινα κάτι στα μικρά σκοτεινά γράμματα του βιβλίου. «Μπρίκι, κύριε» είπα με μια δόση ανακούφισης. «Μόνο αυτήν έχεις, άγνωστη λέξη;» Το "άγνωστη" το είχε είπε με ένα περίεργο ύφος. Συμπέρανα ότι μάλλον θα έπρεπε να είχα και άλλες, αλλά δεν βρήκα καμμιά υπογράμμιση στο βιβλίο.

- Μάλιστα κύριε, είπα με σκυμμένο το κεφάλι. Το σήκωσα ενστικτωδώς από τη λάμψη μιας επερχόμενης αστραπής. Σιωπή στην αίθουσα, που έσπασε με ένα τρίξιμο στα τζάμια. Κάποιοι είπαν πως ήταν κεραυνός. Μπορεί και να ήταν, όπως το χαστούκι που μου έριξε ο δάσκαλος της Τετάρτης δημοτικού, εκείνο το βροχερό πρωινό του 1979...

Καλή χρονιά, είπαμε;

Δεν είπαμε...