28 Αυγούστου 2008

Η κούκλα στο νερό

Caro diario

Ζυγώνει εννέα. Εχω ξυπνήσει εδώ και ώρες. Αν και σε άδεια, δεν μπορώ να κοιμηθώ ως αργά το πρωί. Ούτε καν να μείνω στο κρεβάτι. Η συνήθεια δύσκολα φεύγει... Ηδη ο καφές στο μεγάλο γαλαζωπό ποτήρι μου, έχει τελειώσει εδώ και ώρα. Πρώτη μέρα μετά την επιστροφή από τις κοινές "διακοπές" με τον Αρη. Η μέρα θα μπορούσε να μας έχει βρει στο νησί, αλλά χθες γυρίσαμε πίσω. Δυο μέρες αντέξαμε. Δυο μέρες μόνο...

Αισθάνομαι άδειος. Ενα κενό υπάρχει μέσα μου, γύρω μου, παντού. Δεν με χωρά ο τόπος. Είναι από τις φορές που όλα γύρω σου τα βλέπεις να αλλάζουν, να μετασχηματίζονται. Δεν προλαβαίνεις τα γεγονότα. Από το ένα στο άλλο. Πέφτεις, πέφτεις, πέφτεις... Μου έρχεται στο μάτια η τελευταία φωτογραφία που τράβηξα χθες στο νησί. Ολες κι όλες πέντε ή έξι. Σε καμιά εμείς. Αδιάφορα τοπία και τουριστική ματιά.

Επεσε το βλέμμα μου απάνω της, περιμένοντας το καίκι να μας περάσει απέναντι. Ηταν μια μικρή λάμψη στα νερά. Κοντοστάθηκα. Ο Αρης είχε προχωρήσει μπροστά. Τον είδα να με καλεί εκνευρισμένος σηκώνοντας το χέρι του στον αέρα. Γύρισα όμως το βλέμμα σε αυτό, που άστραφτε στα ρηχά της παραλίας, πίσω από την μικρή προβλήτα του λιμανιού. Πρόσεξα καλύτερα. Ναι, ήταν μια παιδική κούκλα, γυμνή από ρούχα, που γυάλιζε στο νερό από το πρώτο φως του ήλιου. Εστίασα με τον φακό. Την κράτησα για πάντα, με ένα κλικ. Είχε φτάσει η ώρα να συναντηθούμε και πάλι...

Ηταν πρωί, ήταν του Αι-Νικόλα. Το καίκι έσκιζε αργά τα διάφανα νερά του Ευβοϊκού, καθώς είχε ρότα για το μικρό ξερονήσι με την άσπρη εκκλησία στην άκρη. Η μάνα μου με κρατούσε σφιχτά δίπλα της. Κάθε τόσο γύριζε και μου χαμογελούσε. Εδειχνε ευτυχισμένη. Την έβλεπα καθώς ο πρωινός αέρας τής έριχνε τα μαλλιά στο πρόσωπο. Ηταν όμορφη, ήταν νέα. Κοιτούσα μια στην μεριά της για ασφάλεια και μια στα νερά. Και τότε την είδα, καθώς η βάρκα περνούσε από δίπλα της εκείνο το Μαγιάτικο πρωινό. Μια κούκλα στο βυθό. Γυμνή σάρκα από πλαστικό. Τα ξανθά μακρυά μαλλιά "ανέμιζαν" με την κίνηση των νερών. Είχε τα μάτια κλειστά, όπως όλες οι καθώς πρέπει κούκλες, που ήξερα ότι τα κλείνουν όταν πλαγιάζουν... Καθώς η βάρκα περνούσε αργά από δίπλα της, τα βλέφαρα άνοιξαν. Δυο γαλάζια μάτια, που η θάλασσα τα 'κανε ακόμα πιο γαλάζια, γύρισαν και κοίταξαν μέσα στα δικά μου. Τρόμαξα. Το θέαμα μου είχε φανεί φρικτό. Επεσα στην αγγαλιά της μάνας μου, που απορημένη προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Εβαλα το πρόσωπο στα σκοτάδια του φουστανιού της για να διώξω την εικόνα. Ακόμα και η ζεστασιά της μάνας όμως δεν ήταν αρκετή. Δεν έλεγε να φύγει από μέσα μου εκείνο το παγωμένο βλέμμα. Δεν θα έφευγε ποτέ. Εβαλα τα κλάματα. Δάκρυα πιο αλμυρά από την θάλασσα, γεύτηκαν τα χείλια μου. Από τις απέναντι θέσεις μια γριά με λειψά τα δόντια φώναζε σαν υστερική "Μάτι, μάτι... Θα το ξεματιάσω εγώ το μωρό."

Από τότε περίμενα πάντα τη στιγμή που θα συναντιώμουν ξανά με κείνη την κούκλα. Νομίζω και αυτή το ίδιο περίμενε. Τη στιγμή, που θα ερχόνταν ξανά στα μάτια μου. Το ήξερα πως θα έρθει. Πάντα είχα το φόβο εκείνο ανάκατο με μια αλλόκοτη προσμονή. Από τότε θυμάμαι να ρίχνω κλεφτές, φοβισμένες ματιές στους βυθούς. Την έψαχνα για να μου φανερώσει κάτι. Και ας με φόβιζε ακόμα. Ας ήξερα ότι δεν θα ήταν για καλό. Τότε μόνο θα μάθαινα γιατί με φόβισε εκείνο το παλιό πρωινό... Τώρα νομίζω ότι ξέρω.

2 σχόλια:

g for george είπε...

θα ήθελα να υποθέτω λάθος...

Alex A. είπε...

Η επιστροφή φέτος ήταν δύσκολη για πολλούς, νομίζω... Καλό μας φθινόπωρο!