14 Ιανουαρίου 2008

1979

Caro diario


Μένω να κοιτάζω με μια ισχυρή δόση αναπόλησης το λιγοστό χώμα που έπεσε από
το Σάββατο πάνω στη βάση της οθόνης, εδώ στο γραφείο, την ώρα που πασπάτευα
να μπίξω πιο βαθιά στο χώμα του, το μικρό φυτό. Είναι απεκείνα με τα
πλατιά, σαρκώδη φύλλα, που μ'αρέσουν. Πασχίζει να ζήσει και αυτό εδώ δίπλα
μου. Με βλέπει να γράφω, να σηκώνω τηλέφωνα, να μιλάω, να ξαναγράφω, να
φεύγω και να ΄ρχομαι. Μου το είχε χαρίσει ο Αρης, όταν διάβασε τυχαία στο
"L.blogspot", ότι το προηγούμενο είχε πεθάνει. Σ΄αυτή τη σκέψη του στέλνω
ένα }{ στο εμ ες εν, ψηφιακό μας απομεινάρι από τα χρόνια μας στο pirch32
και στο icq. Ανταποδίδει στη στιγμή. Η αναπόληση μπλέκεται τώρα με
μελαγχολία.


Κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο να ξεκουράσω το νου και τα μάτια μου. Ανοιξε ο
καιρός και καθάρισε ο ουρανός πια . Γατζώνομαι στις στάλλες που έχουν απομείνει
ακόμα πάνω στο λερωμένο τζάμι από την πρωινή βροχή. Στα αυτιά μου φτάνει ο
ήχος των αυτοκινήτων από τα βρεγμένα λάστιχα που τρέχουν κάτω στο δρόμο. Η
πρωινή ήταν μια βροχή από εκείνες τις παλιές ή έτσι μου φάνηκε. Ισως επειδή
πάει καιρός από την τελευταία φορά, που θυμήθηκα να είχε μαυρίσει τόσο η
μέρα.


Ηταν ένα ίδιο πρωινό Δευτέρας. Μολύβι ο ουρανός και εγώ να αναπολώ τις
ξέγνοιαστες ώρες του Σαββατοκύριακου. Η μελαγχολία της Κυριακής είχε γίνει
τώρα η αγωνία της Δευτέρας. Ημουν αγχωμένος, τόσο ώστε να θέλω ν΄ανοίξει η
γη να με καταπιεί. Το στυλό γλιστρούσε νευρικά μέσα στα ιδρωμένα μου
δάκτυλα. Eννοιθα να έχω κοκκινίσει ως τα αφτιά. Είχα πάει αδιάβαστος στο
σχολείο.


Πρώτο μάθημα "Ανάγνωση". Καρκαβίτσας, θυμάμαι. Δεν μου έλεγε και πολλά. Μόνο
κάτι για θάλασσες και καράβια. Αλλά δεν ήμουν και βέβαιος. Δεν με εμπόδισε αυτό βέβαια να βρεθώ με μιας σε παραλίες με μαγιό και άρωμα καρύδας στον αέρα. Με έπνιγε όμως, όταν ένα ξαφνικό μελτέμι γέμισε με λευκή άμμο τα μάτια μου. Χτύπησα τα βλέφαρα να καθαρίσουν. Και ίδρωσα περισσότερο γιατί δεν ήταν άμμος αλλά η σκόνη της κιμωλίας που χάραζε ύπουλα τον πίνακα... Ενας βήχας τράνταξε τότε δυνατά το κορμί μου, μέχρι ένα χέρι από πίσω χτυπήσει την πλάτη μου.


- Και τώρα που ηρέμησες, Λύσση, για πες μου και εσύ τις άγνωστες λέξεις που έχεις από το σημερινό κείμενο, ρώτησε ο δάσκαλος. Προσπάθησα να προσποιηθώ ότι πνιγόμουν ακόμα, αλλά δεν θα έπιανε το κόλπο. Με θολωμένα ακόμα τα μάτια, μπορεί να 'ταν τελικά και από την άμμο, διέκρινα κάτι στα μικρά σκοτεινά γράμματα του βιβλίου. «Μπρίκι, κύριε» είπα με μια δόση ανακούφισης. «Μόνο αυτήν έχεις, άγνωστη λέξη;» Το "άγνωστη" το είχε είπε με ένα περίεργο ύφος. Συμπέρανα ότι μάλλον θα έπρεπε να είχα και άλλες, αλλά δεν βρήκα καμμιά υπογράμμιση στο βιβλίο.

- Μάλιστα κύριε, είπα με σκυμμένο το κεφάλι. Το σήκωσα ενστικτωδώς από τη λάμψη μιας επερχόμενης αστραπής. Σιωπή στην αίθουσα, που έσπασε με ένα τρίξιμο στα τζάμια. Κάποιοι είπαν πως ήταν κεραυνός. Μπορεί και να ήταν, όπως το χαστούκι που μου έριξε ο δάσκαλος της Τετάρτης δημοτικού, εκείνο το βροχερό πρωινό του 1979...

Καλή χρονιά, είπαμε;

Δεν είπαμε...

4 σχόλια:

Provato είπε...

δεν είπαμε!!! καλή χρονιά ;-)

Ακριβός Αδάμ είπε...

Καλή χρονιά! :) μπεεεε

alximist είπε...

Ο Παπαιώάνου ετοιμάζει νεά παραστασή? Μήδεια ε? ...
Καλή χρονία...

Alex A. είπε...

Καλησπέρα κι από μένα, δεν είχα ίντερνετ για μέρες και έμεινα πίσω. Έχω ζήσει παρόμοιο δάσκαλο - να φανταστείς ότι ξυλοφόρτωνε συνέχεια τον ίδιο το γιο του, ο οποίος ήταν συμμαθητής μου...