15 Μαΐου 2006

Στη θάλασσα

Caro Diario

Ο ζεστός ήλιος της χθεσινής Κυριακής με έπεισε ότι είχε έρθει η ώρα για παραλία. Και επισήμως. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο μαζί με όλα τα "μπανιερά" μας. Ομπρέλα, νερά, αντηλιακά, πετσέτες... Βγήκαμε στη Μαραθώνος. Τα νεαρά πλατάνια στις άκρες της λεωφόρου, είχαν βρει την μεταολυμπιακή τους χρήση. Πράσινα πια, σημάδι και αυτό, ότι η άνοιξη - τουλάχιστο αυτή- είναι εδώ. Οπως και τα πολλά αυτοκίνητα που έτρεχαν στο πλάι μας. Πότε δεξιά, πότε αριστερά. Όλοι για να βρουν τη θάλασσα. Ο Αρης δίπλα μου κάθε τόσο έλεγε και ένα "Πρόσεχε το μπροστινό", "Ανάβει κόκκινο" και άλλα τινά. Δεν με θεωρεί καλό οδηγό. Χαλάρωσα στη θέση του οδηγού. Εβαλα την κασέτα με τα αγαπημένα μου γιουροτράγουδα και αποφάσισα ότι δε με ένοιαζε η κίνηση. Ηθελα να βγάλω και το χέρι έξω, αλλά τα παράθυρα στο σαραβαλάκι μας, είναι... φιξ. Αρχιζε να κάνει ζέστη. Ο πρώτος κόμπος ιδρώτα έτρεχε ήδη στο μέτωπό μου και ήταν μόλις 11. Ούτε αυτό με ένοιαζε. Μετά τη Νέα Μάκρη η κίνηση μειώθηκε. Μετά την στροφή για το κωπηλατοδρόμιο ο δρόμος άδειασε. Πάντα τα βλέμματά μας στέκονται λυπημένα στην
εγκαταλειμένη ολυμπιακή εγκατάσταση, κάθε φορά που πρέπει να περάσουμε από τη μεγάλη και έρημη λεωφόρο της. Εκεί που περάσαμε δύο καλοκαίρια. Φάνηκε η θάλασσα και ευτυχώς το βλέμμα μας βούλιαξε μέσα της.

Αφήνοντας το δάσος του Σχινιά, έστριψα αριστερά για τον οικισμό. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσουμε. Ολα ήταν ίδια όπως πέρσυ. Εκτός από τα πολλά νέα σπίτια, που είχαν σκαρφαλώσει μέσα σε ένα χειμώνα σαν παράσιτα στις σάρκες του βουνού. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη
του δρόμου. Από κάτω ο ευβοικός καθάριος και διάφανος μας καλοσώριζε. Δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Σημάδι ότι κάτω υπήρχε λιγοστός κόσμος. Με όλα τα απαραίτητα ανά χείρας, αρχίσαμε την κατάβαση στα βράχια. Σε λίγο βρισκόμασταν στην άκρη της θάλασσας, πάνω σε ένα μεγάλο και ζεστό από τον ήλιο βράχο. Παραδίπλα ένα ζευγάρι ετεροφυλόφιλων λιάζονταν στον ήλιο. Βγάλαμε όλα μας τα ρούχα και κάναμε και εμείς το ίδιο. Ο ήλιος έκαιγε αρκετά. Ενα αεράκι
όμως έφερνε τη δροσιά της θάλασσας πάνω μας. Οταν ο ήλιος με ζέστανε αρκετά, αποφάσισα να δοκιμάσω τη θερμοκρασία του νερού. Ηταν κρύο. Περισσότερο από ότι νόμιζα για την εποχή. Αφού
βράχηκα λίγο, βούτηξα με τη μία, αφού η διαμόρφωση δεν επιτρέπει άλλο τρόπο να πέσει κανείς στη θάλασσα. Ενοιωσα χιλιάδες καρφιά να με τρυπάνε. Γρήγορα όμως το κρύο νερό έγινε υποφερτό. Μέχρι την τρίτη βουτιά, ήταν πραγματικά απολαυστικό!

Εβλεπα τον Αρη, όση ώρα κολυμπούσα. Ξαπλωμένος, να στηρίζει με το ένα χέρι το κεφάλι του για να διαβάζει εφημερίδα, να πίνει λίγο από τον καφέ, να ανάβει τσιγάρο, να με ψάχνει με το βλέμμα του. Ο ήλιος μέσα στα μαλλιά του, που μέχρι τον Αύγουστο θα έχουν γίνει πιο ξανθά. Ο αέρας να τρέχει πάνω στις πλαγιές του κορμιού του. Ξαφνικά έννοιωσα την ανάγκη να το αγγίξω και εγώ. Βούτηξα με μια ανάσα για την άκρη του βράχου. Ο βυθός έτρεχε πρασινωπός κάτω από το σώμα μου. Εβλεπα τη σκιά μου πάνω στα βότσαλα να προχωρά γρήγορα. Κάτι μικρά ψάρια έφυγαν αλαφιασμένα μακρυά μου. Το χόρτα χόρευαν μέσα στο νερό, που απλώνονταν για να πιάσουν το φως του ήλιου. Δεν είχα άλλη ανάσα. Βγήκα σαν ψάρι με το στόμα ανοικτό από το νερό, άδειος
από αέρα. Και εκεί πάνω από τα μάτια μου το πρόσωπο του Αρη. Βγήκα από το νερό και ξάπλωσα κοιτώντας τον ήλιο. Ημουν ευτυχισμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: