14 Αυγούστου 2007

Ησυχες μέρες του Αυγούστου

Caro diario


Απομεσήμερο Τρίτης. Ζεστή η μέρα, κύλησε ως τ' απομεσήμερό της. Αύριο ξημερώνει της Παναγιάς. Ο Αρης κοιμάται στο κρεβάτι μου, πάνω στα βυσινιά σεντόνια. Επεσε φαρδύς πλατύς αγγαλιά με το μαξιλάρι μου. Εξω στο κυπαρρίσι, τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο. Σκέφτομαι ότι μ΄αρέσει η φλυαρία τους. Καμιά φορά βγαίνω στο μπαλκόνι να δοκιμάσω την ετοιμότητά τους. Σταματάνε αμέσως! Μόλις νοιώσουν πως δεν τα απειλώ, ξεκινάνε απ΄την αρχή το μονότονο τραγούδι τους. Ισως και λίγο πιο δυνατά. Στον ουρανό, σύννεφα ταξιδεύουν αργά από τον βορρά, σκεπάζοντάς μας. Νομίζεις ότι πήρε να δροσίσει, μια ιδέα. Ευτυχώς, έχουμε ακόμα καιρό για αυτά. Τώρα αφουγκράζομαι το ζεστό μεσημέρι τ' Αυγούστου.


Πάνε δέκα μέρες που επιστρέψαμε, σε μια πόλη που θέλει να φύγει μακρυά μας. Η ζωή προσπαθεί ράθυμα να βρει τους ρυθμούς της. Εξω η πόλη, παραδόθηκε άνευ όρων στους λιγοστούς, που δεν την αποχωρίστηκαν. Και τους ανταμοίβει με τη γλύκα της. Ετοιμη να λεηλατηθεί, αφήνει ορατά τα κάλλη της, σκορπώντας μια ζεστασιά. Και εμείς, θέλουμε όσο τίποτα άλλο, να την κάνουμε δική μας. Να χωθούμε στην αγγαλιά της. Να θυμηθούμε τη ξεχασμένη της μυρωδιά. Εχουν κάτι όσοι έμειναν πίσω, τούτες τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Νομίζω ότι κοιτιώμαστε αλλιώς τώρα. Σχεδόν στα μάτια. Μύστες που ετοιμάζονται από καιρό, για την μεγάλη κάθαρση στο Τελεστήριο της πόλης.


Η μέρα στο γραφείο, ήταν μικρή. Λιγοστοί, αυτοί που ήρθαν, με βερβούδες και αθλητικά. Χρειάστηκε να κατέβω ως τον πρώτο. Πήρα τις σκάλες. Αδεια τα περισσότερα γραφεία. Κλειστοί οι κοινόχρηστοι χώροι. Που και που άνοιγε κάποια πόρτα. Ελάχιστοιι ήταν αυτοί που συνάντησα. Με μερικούς συναδέλφους χαιρετήθηκα. Είπαμε, μέσα από τα τα δόντια μας, τις τυπικές ευχές των ημερών, ανάκατες με τις υποχρεωτικές ερωτήσεις. "Καλέ; Πώς μαύρισες έτσι! Πώς τα πέρασες; Που πήγες; Πότε γύρισες; Θα ξαναφύγεις; Aντε και καλό χειμώνα..." Δώσαμε πεταχτά φιλιά κάτω από το λευκό φως έρημων διαδρόμων. Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, βρήκα ακόμα λιγότερους στις θέσεις τους. Τηλεφώνησα στον Αρη. Ρώτησα εάν εκείνος είχε τελειώσει τη δουλειά του. "Εδώ και ώρα"μου απάντησε. "Βαρέθηκα. Πάμε;" Συμφώνησα να βρεθούμε στην είσοδο. Θα τον συναντούσα εκεί λίγο αργότερα.


Εκλεισα τον υπολογιστή, ρίχνοντας όπως όπως τα πράγματα στη τσάντα μου. Πριν φύγω έριξα μια ματιά, κάτω στο δρόμο. Ελάχιστη η κίνηση. Ακόμη λιγότεροι όσοι βάδιζαν. Πρόσεξα καλύτερα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ενας άνδρας περίμενε εκεί σε μια λιγοστή σκιά. Στήριζε την πλάτη του, πάνω σ΄ένα μεγάλο μηχανάκι. Ηταν φορτωμένο με σκηνή και σλίπινγκ μπανγκ, έτοιμο για αναχώρηση. Ζήλεψα...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΜΕ γεια το νέο look! - M΄αρέσει :)

g for george είπε...

Περιγραφικότατος.
Αυτοκίνητο και θάλασσα γρήγορα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς σε διακοπές για να το κάνει αυτό :-)