1 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 1 - Η επιστροφή

Caro diario

Μερικές στιγμές νομίζω ότι έχω λείψει για μήνες, κάποιες άλλες νομίζω πως ήταν μονάχα ένα πεφταστέρι που έσβησε στη θάλασσα της θύμησης. Οπως και να έχει, βρίσκομαι πίσω, "εις το κλεινόν άστυ", όπως κάποιοι έγραφαν το κέντρο της πόλης μας, όταν ακόμα η Κηφισιά ήταν εξοχή, και στου Γκύζη είχε αμπελώνες.


Εγειρα το κεφάλι πίσω στο "αεροπορικό" κάθισμα του "Χαϊ σπιντ 3" και άπλωσα τα πόδια μπροστά, έως ότου βρουν στο σωσίβιο του μπροστινού τεκνού, με το γυαλί και τη καρώ βερμούδα. Ο Αρης στο παράθυρο να κοιτάζει απ΄ έξω το γαλάζιο του Αιγαίου, που έμενε πίσω μας. Το πλοίο άφηνε στα απόνερα, μια γραμμή λευκή σαν τα μαντήλια των αποχαιρετισμών. Τότε έγειρα μια ιδέα τον ώμο μου για να βρει τον δικό του και φευγαλέα άγγιξα τα δακτυλά του. Ισιωσα το βλέμα μπροστά για να καρφωθεί απαθές πάνω στη βουβή οθόνη μιας τηλεόρασης. Ηταν οι πρώτες εικόνες της επιστροφής.

Ειδήσεις. Κάποια νεαρή διάβαζε από το οτοκιού, ενώ τα κρόουλ περνούσαν κάτω από χέρια της. Φωτιές έβλεπα, πυροσβέστες, μια γυναίκα αλλόφρονη να σηκώνει τα γυμνά της χέρια προς τον ουρανό. Μετά ξανά η νεαρά, γέμισε την οθόνη. Απαθής συνέχισε να ανοιγοκλείνει το στόμα της, προτού εμφανιστεί ο επί της ναυτηλίας Κεφαλογιάννης. Την ίδια στιγμή ένα κύμα ταρακούνησε το πλοίο, που περίμενε ακινητοποιήμενο επί 20' αντίκρυ στην Πορτάρα. Πρόσεξα καλύτερα το λογότυπο. Σωστά... "Η ώρα της Ρηγίλλης" ή αλλιώς οι ειδήσεις στην ΕΡΤ. Κεφαλογιάννης, λιμάνια, αποκαμωμένοι ταξιδιώτες, μπαγκάζια. Ξανά Κεφαλογιάννης να με κοιτά τώρα κατάματα με το σπινθηροβόλο βλέμμα του. Φρούμαξα! Σηκώθηκα να αγοράσω καφέδες και νερά. 8 ευρώ και 40 λεπτά, το σύνολον! Αντάρα...

Δεν περνούσε η ώρα. Πιάναμε Μύκονο. Σε λίγο ξανά το ηχογραφημένο μήνυμα για την ασφάλεια του πλοίου. Ξανά η κοπέλα με τη μπλε στολή, φορώντας σωσίβιο με το "καρούμπαλο" στα χέρια να περνά τρέχοντας σχεδόν, ανάμεσα στους διαδρόμους. Ξανά να μη της δίνει κανείς σημασία. (Νομίζω ότι ήταν έτοιμη να τα μπίξει). Μερικοί μπορεί να νομίζανε κιόλας, ότι εκείνο το ασορτί πορτοκαλί "πράγμα" γύρω από το λαιμό της είναι κάποιο νέο αξεσοραίζ. "Τι τα θες... Η Μύκονος ήταν πάντα μπροστά στη μόδα. Πες το ψέματα..." Και να 'σου και τα μοδάτα μας. Νεαροί καλοντυμένοι ανά ζεύγη ή κατά μόνας, έτοιμοι να επιβιβαστούν. Τους έβλεπα από ψηλά και αναρωτήθηκα πόσους έχω "συναντήσει" στο gaydar. Ολοι με αθλητικό παπούτσι, (κανείς με σαγιονάρα - είναι πασέ αγάπη μου) βερμούδα μέχρι το γόνατο (πόντο πιο κάτω!) να φαίνεται το τριμαρισμένο πόδι, πουκάμισο λευκό, άντε και μπλε ριγέ -εκείνο των ιστιοπλόων- πάντα ανοιχτό (να δείξει το αποτριχωμένο στήθος), γυαλί στρογγυλό τύπου ρεϊ μπαν, μαλλί τρίποντο το πολύ. Στο χέρι μόνο το ρολόι. Ενα κλάσικ τατσ. Και να μη παραλείψω μια σημαντική λεπτομέρεια. Η βερμούδα κατεβασμένη μέχρι τα πλαϊνά της λεκάνης, να φαίνεται λίγο από το τατού και τουλάχιστο το μισό CK. "22 ευρώ - Ε, όχι και στις εκπτώσεις χρυσσσσό μου- από του Vardas, ξέρειςςςςςς..."

Διάβασα, άκουσα μουσική, κοιμήθηκα. Μας πήρε απόγευμα. Βγήκαμε έξω για λίγο με τον Αρη, να πάρουμε μια στάλα αέρα. Το καμπαναριό της Παναγιάς, ξεπρόβαλε για λίγο μέσα από τους λευκούς τοίχους των σπιτιών. Ο αέρας πήρε το καπέλο ενός λιμενεργάτη και το πέταξε πάνω στα αφρισμένα νερά καθώς το πλοίο προσπαθούσε να δέσει. Ενοιωσα ένα σφίξιμο, με την εικόνα αυτή. Ξαφνικά κρύωνα. Πέρα στο υπόστεγο ένα τσούρμο ταξιδευτές περίμεναν να τους ανοίξουν για να ξεχυθούν σαν μονομάχοι στην αρένα. Κάτω από τα πόδια μας, λιγοστοί επιβάτες άφησαν το πλοίο για να κατέβουν στην Τήνο. Τα "room to let" τους περίμεναν ακριβώς απέναντι. Ανάπηροι με καροτσάκια, ανήμποροι με μαγκούρες και "πι" προσπαθούσαν να ανέβουν τον καταπέλτη που αυλάκωνε τα τσιμέντα. Ο αέρας της Μυκόνου δεν φτάνει ως εδώ...

Επιστρέψαμε στις θέσεις μας. Ενα μέλος του πληρώματος (και κούκλος με τη στολή...) με πληροφόρησε ότι θα πιάναμε Ραφήνα την προγραμματισμένη ώρα, παρά την καθυστέρηση στο λιμάνι της Νάξου. Προφανώς τα ταχύπλοα δεν είναι τόσο ταχύπλοα όσο θα μπορούσαν να ήταν... Φτάσαμε Ραφήνα, αργά το απόγευμα με τη ζέστη και την υγρασία του λιμανιού να μας υποδέχονται φουριόζες. Πριν μπούμε στο ταξί, έριξα μια ματιά στο εκκλησάκι, ψηλά στο βράχο, πάνω από τα Καραμανλέϊκα. Ευχήθηκα να έρθει σύντομα η μέρα που θα γυρίσουμε ξανά απ' το Αιγαίο. Α, και ο ταξιτζής, που μου φώναζε να βιαστώ να μην έχει όρεξη για κουβέντα...