9 Αυγούστου 2007

Ταξιδιωτικά 4 - Η ανάσα

Caro diario

To φρενάρισμα ήταν απότομο. Ούρλιαξαν τα λάστιχα πάνω στη ζεστή άσφαλτο. Με μιας, επανήλθα στη Μεσογείων. Παραλίγο, αποφύγαμε τα χειρότερα με το μπροστινό αυτοκίνητο. Γλιτώσαμε με ένα απλό βρισίδι. «Μα, δεν τον είδατε; Που πας ρε Καραμήτρο χωρίς φλας;» έλεγε, ξεφυσώντας ο ταξιτζής. «Ο μπαγάσας, θα μας έκανε μεγάλη ζημιά». «Ναι, ναι», έκανα εγώ, ενώ ο Αρης ανεβοκατέβασε το κεφάλι του, την ώρα που εγώ, έστιβα το δικό μου για να βρω, κάτι να πω. «Ωραία η Πάρος... Μια φορά που λέτε...», και βάλθηκε να μας διηγείται ένα προ δεκαετίας ταξίδι που είχε κάνει με τη γυναίκα του, σε κάτι φίλους, που ΄χαν σπίτι στην 'Αμπελο.

Στην 'Αμπελο δεν προλάβαμε να πάμε. Λίγες μέρες θα περνούσαμε άλλωστε στην Πάρο. Παρόλο που στο τέλος θα είχαμε περάσει τις πιο μεγάλες σε διάρκεια διακοπές, των τελευταίων χρόνων, εντούτοις αισθανόμαστε και οι δύο ακόμα την κούραση του περασμένου χειμώνα πάνω μας. Συμφωνήσαμε να περάσουμε τις μέρες μας στο κυκλαδονήσι, με τη μικρότερη ταλαιπωρία. (Το κατά δύναμη, αφού για να φτάσει κανείς στις παραλίες χρειάζεται τουλάχιστο μια ώρα δρόμο με ΚΤΕΛ και λάντζες). Αντί για το κάμπινγκ του Κριού, που θα απαιτούσε μετακίνηση με μέσο, επιλέξαμε αυτό της Παροικιάς. Ηταν μικρό, ήσυχο, καθαρό και με ξένους τουρίστες. Στήσαμε τη σκηνή, κάτω από τον ίσκιο μεγάλων δέντρων. Μόνο για λίγο, νωρίς το πρωί, ο ήλιος φώτιζε πάνω μας. Βρήκαμε καρέκλες και ένα κορμό δέντρου για τραπέζι. Θα τον μοιραζόμαστε με ένα ζευγάρι νεαρών Γερμανών, που είχαν δίπλα τη δική τους σκηνή. Πολύ φιλικοί και οι δυο τους. Ο ένας ξανθός με όμορφα φωτεινά γαλαζωπά μάτια. Ψηλός, όχι ιδιαίτερα γυμνασμένος. Θα τον έλεγες λίγο γεμάτο. Ο άλλος μελαχρινός, πιο αδύνατος και μάλλον πιο όμορφος. "Σαν τους Modern Talking, δεν είναι;" σχολίασα το πρώτο βράδυ όταν πέσαμε για ύπνο, κάνοντας τον Αρη να γελάσει δυνατά. "Σσσσσ! Θα ακουστούμε" τον παρατήρησα. "Τώρα να δεις τι έχει να ακουστεί..." είπε και κόλλησε τα χείλια του πάνω στα δικά μου...

Οι μέρες κύλησαν γρήγορα στην Πάρο. Πήγαμε μια Κυριακή πρωί στις Κολυμβήθρες. 'Αλλα θυμόμουν εγώ, από το 1988 (ή το ΄89; Παραμένει το ερώτημα.) Μια σχεδόν παρθένα φύση, με τουρίστες να απολαμβάνουν γυμνοί τη θάλασσα και τον ήλιο πάνω στα λεία βράχια. Η κατάσταση που βρήκαμε απογοητευτική. Ξαπλώστρες με ομπρέλες ακόμα και στα ελάχιστα κομμάτια αμμουδιάς. Ελληνες του φραπέ και των αθλητικών εφημερίδων να κυνηγάνε τα παιδιά τους. Ελάχιστοι οι ξένοι τουρίστες. Κανένας γυμνιστής... Βούτηξα σχεδόν με το ζόρι. Οταν η κατάσταση έγινε ανυπόφορη με τον κόσμο, τα μαζέψαμε και με την πρώτη λάντζα γυρίσαμε στη Νάουσα. Κατεβαίνοντας, ρώτησα τον καπετάνιο, ποιά ήταν η πιο ήσυχη παραλία. Μου ανέφερε τον Λαγγέρη "αλλά με τέτοιο καιρό σήμερα, δεν μπορούμε να πάμε. Πηγαίνετε στα Μοναστήρια. Δεξιά μετά τα βράχια..." Και τότε ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στο αυλακωμένο του πρόσωπο.

Με την επόμενη κιόλας βάρκα, "μπαρκάραμε" για "Μοναστήρια". Είχε αγριέψει ο καιρός και το μικρό σκαρί ανεβοκατέβαινε με δύναμη τα κύμματα. Κάτι γκόμενες ούρλιαζαν κάθε τόσο, σαν να 'βλεπαν τον Σάκη Ρουβά, δεμένο ανάποδα στο κατάρτι, σαν άλλο ομηρικό Οδυσσέα. (Εντάξει, μη του βάζω ιδέες τώρα.) . Εδώ ήταν όλες στην τρίχα, ακόμα και για να πάνε για μπάνιο. Τα βράδια δε, έπαθα σοκ. Ομολογώ, ότι δεν ξενυχτάω συχνά, σε μέινστριμ περιοχές και μαγαζιά, αλλά δεν πίστευα πόσο χυδαία ντύνονται. Σαν πουτανάκια, έβγαιναν αργά μετά τα μεσάνυχτα. Κοπάδια ολάκερα. Ενας κόσμος αντίθετος με αυτόν της Αντιπάρου.

Φτάσαμε στη τσιμεντένια προβλήτα αργά το μεσημέρι. Αφήσαμε το τσούρμο να τρέχει για να προλάβει μια κενή ξαπλώστρα στην παραλία και την επόμενη μπανάνα των κρις κραφτ. Εμείς πήραμε το μονοπάτι δεξιά, πάνω από τα βράχια. Κάποιοι μας ακολούθησαν, για να σταματήσουν στο πρώτο κομμάτι άμμου που βρέθηκε, λίγο πιο μακρυά. Συνεχίσαμε, έχοντας τα κότερα αγκυροβολημένα στα δεξιά μας. Ο ήλιος έκαιγε. Ο Αρης μπροστά με ένα καλάμι στο χέρι και το παρεό ν΄ανεμίζει στον αέρα δεμένο απ΄το κεφάλι του. Εγώ ακολουθούσα, ρίχνοντας ματιές στους κοκκινωπούς βράχους που υψώνονταν περήφανοι στ' αριστερά. Τα κότερα αυξάνονταν, σημάδι ότι φτάναμε κάπου. Και φτάσαμε. Ξαφνικά, τα βράχια χαμήλωσαν και μια αμμουδιά, έρημη σχεδόν, ανοίχτηκε μπροστά μας.

Γαλάζια νερά μας δέχτηκαν στη δροσιά τους. Κάτι, αμυδρά μου θύμησε το αγαπημένο Πορί. Ξαπλώσαμε γυμνοί πάνω στην άμμο, με το κύμμα να φιλά τα πόδια μας. Ευχαρίστησα τον Θεό, για την ευτυχία που έννοιωθα. Ο Αρης δίπλα μου, να αγγίζει τα δάκτυλά μου. Η ματιά του μέσα στη δική μου. Και ο βοριάς, από το μπροστινό άνοιγμα, να θέλει να μας σπρώξει ξανά και ξανά στο νερό... Στην παραλία αυτή, θα περνούσαμε και τις επόμενες ημέρες μας. Με τη ζεστασιά του ήλιου, τη δροσιά της θάλασσας, την αγριάδα των βράχων και τον ήχο του αέρα. Που και που θα πετούσε κάποιος μοναχικός γλάρος ή μερικά κατσίκια θα κατέβαιναν απ΄τα βράχια ως κάτω. Ετρεχε τότε γυμνός ο Αρης, να τους ρίξει μια φέτα ψωμί. Και εγώ έμενα να τον κοιτάζω.

Στην παραλία συναντούσαμε ελάχιστους άνδρες (εκτός από τα κατσίκια). Την τελευταία μέρα, κατέφτασε ένας καβαλάρης πάνω σε ένα μεγάλο τζετσκί. Γύρω στα 40, μελαχρινός, με πυκνά μαλλιά. Γθύθηκε και κάθησε κατάχαμα στην άμμο, με τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια. Επεσε ο ήλιος, μείναμε οι τρεις μας. Εκείνος κοιτούσε προς το μέρος μας, με την ανάλογη δόση θράσους, που απαιτούσε η περίσταση. Ηταν φανερό τι ζητούσε. Η τελευταία βάρκα από τη Νάουσα πέρασε μπροστά διασχίζοντας την ήρεμη θάλασσα. Αρχίσαμε να μαζεύουμε μαγιό, πετσέτες, παρεό, ομπρέλα. Περπατήσαμε από μπροστά του και τον αφήσαμε εκεί. Κρίμα που δεν μπόρεσα να ρίξω μια τελευταία ματιά στην παραλία, πίσω μου. Την επόμενη μέρα θα τον συναντούσαμε στο πλοίο. Αυτή τη φορά ως οικογενειάρχη. Με γυναίκα και μια ενοχή στο βλέμμα...

Το κινητό, βάλθηκε να μας σηκώσει από τις οκτώ το πρωί. Eνα "Wake up and close this mobile" ακούστηκε από κάπου. Το πρωινό φως του ήλιου έλουζε ήδη το εσωτερικό της γαλάζιας σκηνής σ' ένα αλλόκοτο φως. Τράβηξα τον Αρη ξανά στην αγγαλιά μου. Ηταν ζεστός καθώς τύλιγε τα χέρια του γύρω απ' τον λαιμό μου. Εγειρα το κεφάλι μου, ν΄ακουμπίσει στο δικό του. Μπερδεύτηκαν τα μαλλιά και οι ανάσες. Ενώθηκαν τα χείλια. Είδα τα γυμνά σώματά μας μπλεγμένα σε ένα. Γαλαζωπά και ασάλευτα. Αφουγκράστικα το πρωινό. Πουλιά, τιτίβιζαν πάνω στα δένδρα. Ακουσα τον αέρα να κηνυγιέται μες τις φυλλωσιές. "Τι ώρα φεύγει το πλοίο;" "Αργά..." απάντησα και τον φίλησα τρυφερά στο μέτωπο.

4 σχόλια:

Alex A. είπε...

Χάρηκα πραγματικά το διάβασμα αυτού του ποστ. Να είστε καλά, παιδιά, και εύχομαι να κάνετε κι άλλες τέτοιες αποδράσεις. Καλό χειμώνα, ως γνωστόν, δε λέμε...

Ακριβός Αδάμ είπε...

Ευχαριστώ alex a. Oχι καλό χειμώνα ας μη πούμε ακόμα. Αν και οι ευχές ποτέ δεν πάνε χαμένες.

Alex A. είπε...

Ωραίο το νέο λουκ, και εις ανώτερα! Άλλες διακοπές έχει;

Ακριβός Αδάμ είπε...

Ευχαριστώ!
Οχι. Και του χρόνου...