19 Δεκεμβρίου 2006

"Από εκείνους τους καιρούς"

Caro Diario

Mεσημέρι Tρίτης προσπαθώντας να γράψω κάτι από το γραφείο, ενώ περιμένω τους δείκτες να δείξουν την ώρα για να φύγω. Εξω από το παράθυρο ένα γκρίζο απομεσήμερο κυλά αργά. Γαλαζωπά σύννεφα, κυνηγιούνται ανάμεσα από τ' αντικρυνά κτίρια. Στο ύψος των ματιών μου, δυο ζευγάρια αγριπερίστερα - που κάπως αλλιώς λέγονται, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα- ξαποσταίνουν ασάλευτα πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ. Από κάτω περαστικοί και αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται αέναα. Ο κόσμος σαν να πλύθηνε ξαφνικά. Το ίδιο και οι τσάντες που κρατάνε. Οσο πλησιάζουν απάνω μας απειλητικά τα Χριστούγεννα, τόσο πιο πολλοί θα στριμώχνονται στα πεζοδρόμια. Τόσες περισσότερες και οι τσάντες, που θα κρέμονται βαριές απ' τα χέρια.

Ανοίγω το παράθυρο να μπει μέσα ο ήχος της πόλης. Μαζί του ένας αέρας άγουρης άνοιξης κατακλίζει βίαια τον χώρο. Ξαφνικά νοσταλγώ κρύο και χειμώνα. Καπέλο και μάλλινο πουλόβερ. Πεθύμισα τα σκοτάδια της καρώ κουβέρτας. Να χουχουλιάσω γυμνός με τον Αρη δίπλα μου. Σκεπασμένοι μέχρι πάνω απ' τα κεφάλια μας. Να λέμε χαζομάρες, να αγγιζόμαστε στα τυφλά, να του λέω αστεία και κείνος να γελά ανέμελα. Να με ρωτά αν κοιμάμαι. Να γελώ κι εγώ με τη σειρά μου, ως απάντηση.

Κάθομαι σε μια από τις πίσω θέσεις του λεωφορείου. Απ΄τη μεριά που να με βλέπει ο ήλιος. Η κούραση των τελευταίων ημερών με κυριεύει. Απλώνω τα πόδια μου μπροστά. Κλείνω τα μάτια πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά. Θέλω να κοιμηθώ. Προσπαθώ να μείνω ζωντανός. Αναπολώ την Κυριακή, που πήγαμε στο Σούνιο, μετά από πολλά χρόνια. Αγαπημένος τόπος. Εκεί είχαμε περάσει μερικά υπέροχα σαββατοκύριακα τον καιρό που είχαμε πρωτογνωριστεί. Η φύση, αν και είμαστε μέσα στα Χριστούγεννα, ντυμένη με την πράσινη της χλόη. Που και που μικρά κίτρινα αγριολούλουδα, ξεμίτηζαν ξεγελασμένα από την καλοκαιρία. Οι γλάροι πάνω στις αρχαίες πέτρες, παρατηρούσαν τα πάντα. Κάναμε τον γύρο του ναού περπατώντας δίπλα δίπλα. Χωρίς να μιλάμε. Και οι δύο είχαμε βυθιστεί στις αναμνήσεις που γένναγε ο τόπος. Βγάλαμε και φωτογραφίες. Στο ίδιο σημείο, χρόνια μετά. Πιάσαμε να κατηφορίζουμε, ενώ πίσω από τις αρχαίες κολώνες έγερνε ο ήλιος. Μια ροζ πληγή στο σώμα τ΄ ουρανού. Εφυγα χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω μου. Μοναχά, βάλθηκα να θυμηθώ το στίχο του τελευταίου Σεφέρη.


ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες,
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…

Γαλήνη.
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια:
Τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν παράμερα, τον καταξέσκισαν
πάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος Αρδιαίος, ο πανάθλιος Τύραννος."

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: