13 Δεκεμβρίου 2006

Μια νύχτα

Caro diario

Ανοιξα και απόψε μια σελίδα σου. Να αφεθώ στην ησυχία του λευκού σου. Να κρύψω τη μοναξιά της νύχτας ετούτης και την τρέλλα της μέρας, που κύλησε επώδυνα πάνω μου. Δεν ξέρω αν θα μουτζουρώσω κάτι για να πληγιάσω τις σάρκες σου. Τ' αφτιά μου ενώνονται με τη μουσική από τη σελίδα του manifestogr μέσα από τα παλιά ακουστικά. Τώρα θα έπρεπε να βρισκόμουν σε ένα κλαμπ, κάπου στο κέντρο όπου μας είχαν καλέσει με τον Αρη . Με αφορμή την απεργία στο μετρό δεν πήγαμε.

Ο Αρης αποκοιμήθηκε ήδη στο κρεβάτι μου. Πήγα κοντά του. Ενοιωσα τη θέρμη του κορμιού του, τη στιγμή που τον ρώτησα αν θα κοιμηθεί εδώ. Σχεδόν άγγιξα με τα χείλη μου το αφτί του. Εκείνος κούνησε αδιάφορα τους ώμους του. Το εξέλαβα ως κατάφαση. Τον ευχαρίστησα μ' ένα φιλί στο μέτωπο, σαν και αυτά που μου κόλαγε η μάνα στα μικράτα μου, σαν ήθελε να δει αν είχα πυρετό. Εκείνη τη στιγμή, ήρθε πάλι και με πλάκωσε εκείνη η αγάπη και η φροντίδα, που θέλω να του δίνω. Υποθέτω ότι έτσι πρέπει να νιώθει ένας γονιός για το παιδί του. Ποτέ δεν θα μάθω αν είναι στ΄αλήθεια έτσι...

Τον σκέπασα, χαμήλωσα τα φώτα και σύρθηκα ξανά ως το λευκό σου, χτυπώντας σιγά σιγά τα πλήκτρα. Η γάτα, με έχει απαρνηθεί και αυτή, χαζολογώντας βαριεστημένα με τον Τζέρι, εκείνο το ανόητο πλαστικό ποντίκι, που της έχει φέρει ο Αρης. Ανοίγω το SJphone ψάχνοντας τον κατάλογο για τη μαγική λέξη: "Μπία". Πατώ το πράσινο κουμπί του. Αναμονή. Κι άλλη αναμονή. Επιτέλους η φωνή της, έστω και κάπως μακρυνή. «Ελα παιδί μου, που είστε; Σπίτι είστε, - απαντά μόνη της- πάντα γνωρίζει τις απαντήσεις, είδα πάλι κάτι παλαβά στην αναγνώριση κλήσης. Εσύ θα ήσουν, είπα. Ενιγουέϊ. Εγώ πηγαίνω με μια φίλη - τη Ματίλντα, στην έχω γνωρίσει; - Παύση - Οχι ε; Δεν έχει τύχει, αλλά θα κανονίσω να βγούμε. Πηγαίνουμε, σε μια μεταμεσονύχτια θεατρική παράσταση, μιας πειραματικής σκηνής. Ηθελες κάτι;» «Ναι. Να σκάσεις για λίγο, μπορείς;», έκανα και εκείνη γέλασε. «Οχι, Μπία μου, δεν ήθελα κάτι, συγκεκριμένο.» «Εντάξει, κατάλαβα θα σε πάρω αύριο. Κλείνω γιατί φτάσαμε. Φιλιά» Η γραμμή έκλεισε. Κανένας ήχος στο δωμάτιο. Ισως πάλι και ν' ακούω κάτι...

Σηκώνομαι με κόπο για να σταθώ μπροστά στη μπαλκονόπορτα. Ρίχνω τη ματιά μου πίσω από το τζάμι. Αθλια φωτάκια, κρέμονται από παντού για να πληγώνουν τις νύχτες μας. Χριστούγεννα, μια περίοδος που δεν θέλω να τη ζω. Που παρακαλώ να μην έρθει και όταν έρχεται σφίγγω τα μάτια για να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Που δεν αντέχω τόση επίπλαστη ευτυχία. Tόση καταπίεση να μας φραγγελώνει με χιλιάδες αιχμηρά "πρέπει". Πρέπει να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να κάνεις δώρα, πρέπει να δεχθείς δώρα, πρέπει να πας διακοπές, πρέπει να γοητεύσεις συγγενείς, φίλους, γνωστούς, πρέπει να πιεις, να φας, να ξενυχτήσεις, να γαμίσεις ή να γαμηθείς.

Κάτι με σπρώχνει να βάλω να πιώ. Η γάτα με παίρνει στο κατόπι. Φέρνω ένα ποτήρι με λίγα παγάκια. Ρίχνω κάτι μέσα, από ένα σκονισμένο μπουκάλι. Τα παγάκια ραγίζουν με μιας. Γίνονται διάφανα, χτυπιούνται στο γυαλί. Μετά ησυχάζουν πάλι. Βουτάω τα χείλη μου, ενώ προσπαθώ να ακούσω την ανάσα του Αρη. Ευτυχία...

1 σχόλιο:

Alex A. είπε...

Αργά το διάβασα, αλλά μου άρεσε πολύ...